ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 649

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις Αρ. 112/2003 και 117/2003)

28 Ιουλίου 2004

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 112/2003)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΙΕΡΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

(Υπόθεση Αρ. 117/2003)

ΝΑΓΙΑ Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

---------------------------

 

Μ. Καλλιγέρου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 112/2003.

Αγ. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 117/2003.

Κ. Χατζηϊωάννου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.

Α.Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερ. 10 Δεκεμβρίου 2002, με την οποία σε διαδικασία προαγωγής για τη θέση Τμηματάρχη Διοικητικού Προσωπικού, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λουΐζα Βαρνάβα θεωρήθηκε προσοντούχος υποψήφιος και επελέγη.

Προηγείται το κατά πόσο νομίμως θεωρήθηκε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε τα «ελάχιστα ειδικά προσόντα» όπως τα χαρακτηρίζει ο Κανονισμός 8(1) των περί της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82. (όπως έχουν τροποποιηθεί). Οι αιτήτριες επικρίνουν την επί του θέματος προσέγγιση και κατάληξη της Αρχής. Η Α. Πιερίδου εισηγείται ότι προκύπτει χωρίς αμφιβολία πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν τα κατείχε. Έπειτα επισημαίνει ότι, υπό παρόμοιες περιστάσεις, σε διαδικασία προαγωγών το 1991 η Αρχή είχε αποφασίσει το θέμα με αντίθετο τρόπο και κατόπιν προσφυγής από άλλο υποψήφιο, τον Λοΐζο Λοΐζου, εκείνη η απόφαση επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Λοΐζος Λοΐζου ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 141/92 κ.α., ημερ. 24 Οκτωβρίου 1996 και η επελθούσα μεταβολή δεν έχει αιτιολογηθεί. Η Ν. Στυλιανίδου προώθησε μόνο τη δεύτερη πτυχή του ζητήματος. Παραπονέθηκε για «αλλαγή θέσης και τακτικής της Αρχής επί του θέματος», χωρίς δέουσα έρευνα και ειδική αιτιολόγηση. Η συνήγορος της κας Στυλιανίδου προχώρησε και σε λεπτομέρειες. Αναφέρθηκε στα πρακτικά της συνεδρίας 51/91 του Συμβουλίου Προσωπικού της Αρχής, ημερ. 11 Νοεμβρίου 1991, σύμφωνα με τα οποία, με τα ίδια δεδομένα, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο όπως και ο αναφερθείς Λοΐζος Λοΐζου θεωρήθηκαν μη προσοντούχοι. Υπογράμμισε ότι τη νομιμότητα εκείνης της απόφασης, που επικυρώθηκε δικαστικά, η Αρχή την παραγνώρισε και μετέβαλε το καθεστώς χωρίς ειδική αιτιολογία.

Χρειάζεται σε αυτό το σημείο σύντομη αναφορά στην κανονιστική πρόνοια με την οποία ορίζονται τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα και εν συνεχεία στα προσόντα με τα οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προσελήφθη και επανειλημμένα προήχθη. Σύμφωνα με τον Καν. 8(1) τα ελάχιστα ειδικά προσόντα «ορίζονται κατά κατηγορίαν και ειδικότητα». Κατά κατηγορία γίνεται διαχωρισμός του προσωπικού σε ανώτατο προσωπικό, ανώτερο προσωπικό, μέσο προσωπικό, κατώτερο προσωπικό και προσωπικό γενικών υπηρεσιών. Η παρούσα υπόθεση αφορά στο ανώτερο προσωπικό. Το οποίο διαιρείται στις εξής ειδικότητες: (α) τεχνικό προσωπικό. (β) οικονομικό προσωπικό. (γ) διοικητικό προσωπικό. (δ) προσωπικό εκμετάλλευσης. και (ε) για μόνο το βαθμό Προϊστάμενου Υπηρεσίας "B", ειδικευμένο προσωπικό. Για την υπό εξέταση θέση, που ανήκει στο ανώτερο διοικητικό προσωπικό, ο Καν. 8(1)(Β)(γ) απαιτεί προσόντα που να είναι είτε τα ίδια με εκείνα που απαιτούνται για το ανώτερο οικονομικό προσωπικό είτε πτυχίο της Ανωτέρας Τηλεπικοινωνιακής Σχολής ΟΤΕ (Τμήματος Διοικητικού - Εκμεταλλεύσεως) ή ισότιμης Τηλεπικοινωνιακής Σχολής ανεγνωρισμένης υπό της Αρχής.

Ενδιαφέρει εδώ η παραπομπή στα προσόντα για το ανώτερο οικονομικό προσωπικό. Στο οποίο ανήκει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Τα προσόντα αυτά είναι τα ίδια με εκείνα που προβλέπονται για το Ανώτατο Οικονομικό προσωπικό. Ο υποψήφιος «.... δέον να έχη Πανεπιστημιακόν τίτλον εις τα Οικονομικά ή ισοδύναμον Πανεπιστημιακόν τίτλον αναγνωρισμένον υπό της Αρχής ή τον Επαγγελματικόν τίτλον CHARTERED ACCOUNTANT ή Certified Accountant ή Cost and Works Accountant». Και όπως για όλες τις περιπτώσεις - σύμφωνα με τον Καν. 8(2) - «επιπροσθέτως της μητρικής γλώσσης, δέον να γνωρίζει μίαν των γλωσσών Αγγλικής ή Γαλλικής». Για δε την προαγωγή, ο Καν. 10(4) προβλέπει ότι χρειάζεται η συμπλήρωση τριετούς τουλάχιστον υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό.

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε προσληφθεί κατόπιν προκήρυξης θέσης. Η σχετική δημοσίευση, την οποία παρουσίασε η συνήγορος της Α. Πιερίδου, είχε ως επικεφαλίδα «ΚΕΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΥ "B" - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ». Πιο κάτω διευκρινιζόταν ότι η Αρχή δεχόταν «αιτήσεις για την πλήρωση θέσων Προϊσταμένου "B" στο Μηχανογραφικό Τμήμα της Αρχής». Για τα απαιτούμενα προσόντα αναφέρονταν, παραδόξως, τα εξής:

«α) Πανεπιστημιακός τίτλος στην επιστήμη Ηλεκτρονικών Διερευνητών (Computer Science) ή ισοδύναμα προσόντα αποδεκτά από την Αρχή.

β) Άριστη γνώση της μητρικής γλώσσας και της Αγγλικής.»

 

Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε πτυχίο φυσικών επιστημών και μεταπτυχιακό στην επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών (M.Sc in Computer Science). Προσλήφθηκε με βάση, προφανώς, το δεύτερο προσόν. Παρομοίως, στην ίδια διαδικασία, προσλήφθηκε και ο προαναφερθείς Λοΐζος Λοΐζου. Τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της Αρχής, ημερ. 15 Απριλίου 1983, δεν περιέχουν, σε σχέση με το θέμα των προσόντων του οικονομικού προσωπικού, οποιαδήποτε διευκρίνιση αναφορικά με τη διάσταση μεταξύ Κανονισμού και προκήρυξης για εκείνη τη θέση.

Η εισήγηση ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατείχε τα ελάχιστα ειδικά προσόντα στηρίζεται στην άποψη ότι ο τίτλος «M.Sc in Computer Science» δεν θα μπορούσε να αναγνωριζόταν από την Αρχή ως ισοδύναμος με τίτλο στα Οικονομικά. Παρατηρώ ότι, αφού και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεται τίτλος πανεπιστημιακός, η πρόνοια για «ισοδύναμον τίτλον» δεν μπορεί παρά να αφορά στη θεματολογία και όχι, όπως συνήθως, στο επίπεδο του αντίστοιχου προσόντος. Δεν θα επεκταθώ όμως για να συζητήσω την έννοια του εν λόγω όρου. Το κατά πόσο το «ισοδύναμον» σημαίνει συναφές ή παρόμοιο ή κάτι άλλο, είναι ζήτημα που πρωτογενώς εξετάζει η Αρχή.

Στην προκείμενη περίπτωση η Αρχή θεώρησε ότι το θέμα δεν επιδεχόταν συζήτησης γιατί ήδη ρυθμιζόταν από την απόφαση πρόσληψης του ενδιαφερόμενου προσώπου - όπως και του Λοΐζου Λοΐζου - στο Οικονομικό Προσωπικό και επομένως, εφόσον ανήκε στο Οικονομικό Προσωπικό, θα έπρεπε εξ ορισμού να κατείχε και το αντίστοιχο απαιτούμενο προσόν. Κατ΄ αναλογίαν ίσως προς τον κανόνα τον οποίο η πλειοψηφία της Ολομέλειας έθεσε στην Πογιατζή ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 442, και επεξήγησε στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου, Α.Ε. 3020, ημερ. 2 Ιουλίου 2002. Το Συμβούλιο της Αρχής ανέφερε σχετικά τα εξής:

«Ακολούθως το Συμβούλιο παρατήρησε ότι οι Υποτμηματάρχες Λοΐζος Λοΐζου (3438) και Λουΐζα Βαρνάβα (2665) προσλήφθηκαν ως Προϊστάμενοι Υπηρεσίας Β΄ Οικονομικού Προσωπικού, με την απόφαση της Αρχής που περιέχεται στο πρακτικό με αρ. 22/83 της συνεδρίας 4/83 ημερομηνίας 15.4.83 και ότι τα προσόντα τους είναι ισότιμα με εκείνα του Ανώτερου Οικονομικού Προσωπικού, γι΄ αυτό και συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των υποψηφίων που κατέχουν τα προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Β)(γ).»

 

Παρέλειψε όμως το Συμβούλιο να αναφερθεί στην εξέταση του παρόμοιου θέματος κατά το 1991, όταν με τα ίδια κατ΄ ουσίαν δεδομένα αποφάσισε πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο - όπως και ο Λοΐζος Λοΐζου - δεν είχε το υπό αναφορά απαιτούμενο προσόν και στο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο επεκύρωσε εκείνη την απόφαση της Αρχής με τα εξής (Δημητριάδης, Δ.):

«Συμφωνώ με τη θέση του δικηγόρου της καθ΄ ης η αίτηση ότι ο Κανονισμός 8(1) Β(γ) δεν καθιστά υποψηφίους όσους ανήκουν στο Οικονομικό Προσωπικό αλλά όσους έχουν τα προσόντα του Κανονισμού 8(1)(Α)(β).

.................................. .................................................. .................................................. ...................

Η αρμοδία Αρχή δεν συμπεριέλαβε τον αιτητή στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων για τη θέση, αφού μετά από μελέτη και έρευνα των ακαδημαϊκών προσόντων των υποψηφίων έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα ελάχιστα ειδικά προσόντα που προβλέπονταν στους Κανονισμούς της Αρχής όπως φαίνεται στα πρακτικά της Αρχής στα οποία αναφορά έγινε πιο πάνω.

Σύμφωνα πάντοτε με τη Νομολογία του Δικαστηρίου τούτου:-

"Η προσφυγή δεν είναι λαϊκή αγωγή. Νομιμοποιείται στην έγερση προσφυγής πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρο, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος."

.................................. .................................................. .................................................. ...................

Από τα πιο πάνω είναι καθαρό ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα προσόντα που προβλέπονται στους σχετικούς κανονισμούς. Για το λόγο αυτό ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος και ως εκ τούτου η προσφυγή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται .........»

 

Η Αρχή όφειλε να συζητούσε τη δυνατότητα μεταβολής της ήδη χαραχθείσας γραμμής και να προέβαινε σε ειδική αιτιολόγηση της μεταβολής, δεδομένου ότι η μεταβολή επενεργούσε ουσιωδώς στη συμπερίληψη του ενδιαφερόμενου προσώπου στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων και επηρέαζε δυσμενώς τις αιτήτριες: βλ. Σελεάρη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 602.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο