ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 922/2002)
23 Ιουνίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Σ. Σταυρινός, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Α. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αρμόδια Αρχή με έγγραφό της ημερομηνίας 12.4.2002 και αρ. Υ.Π.Π. 15.15.11, ζήτησε για πρώτη φορά την προκήρυξη κενών θέσεων καθηγητή στην ειδικότητα της Φωτογραφίας καθώς επίσης και την ετοιμασία καταλόγων διοριστέων για την εν λόγω ειδικότητα. Ακολούθησε στις 17.4.2002 συνεδρία της καθ΄ης η αίτηση Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής η Επιτροπή) κατά την οποία αποφασίστηκε η προκήρυξη των ζητηθέντων θέσεων. Επρόκειτο για θέσεις στη Μέση Γενική Εκπαίδευση στις κλίμακες Α8-Α10 των οποίων η σχετική προκήρυξη δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.4.2002.
Υποβλήθηκαν έγκαιρα, 23 συνολικά αιτήσεις, μεταξύ των οποίων εκείνη του αιτητή (Χρίστου Μιλτιάδους) και εκείνες των ενδιαφερομένων μερών (Ελένης Περικλέους, Νικόλα Ιορδάνους και Ανδρονίκης Ξενοφώντος).
Το έργο της αξιολόγησης όλων των υποβληθέντων αιτήσεων ανέλαβε η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή η οποία μετά την εξέταση αυτών, στις συνεδρίες της ημερομηνίας 17.6.2002, 15.7.2002 και 16.7.2002 αντίστοιχα, αποφάσισε την έγκριση μόνο τριών από αυτές. Επρόκειτο για τις αιτήσεις των τριών ενδιαφερομένων μερών τα ονόματα των οποίων περιλήφθηκαν στο μεταξύ, στον κατάλογο διοριστέων που είχε καταρτιστεί από αυτήν.
Ο αιτητής είναι πτυχιούχος στην ειδικότητα της Φωτογραφίας από τα Τ.Ε.Ι. Ελλάδας. Η εξέταση της αίτησης του δεν ολοκληρώθηκε. Με απόφαση της η Επιτροπή στις 15.7.2002 αναφέρει:-
«Η Επιτροπή αποφασίζει να αναβάλει την περαιτέρω εξέταση των αιτήσεών τους μέχρις ότου συγκεντρώσει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για αναγνώριση των πτυχίων/διπλωμάτων που εκδίδονται από τα Τ.Ε.Ι. Ελλάδας. Προς το σκοπό αυτό η Επιτροπή βρίσκεται σε επαφή με το ΚΥΣΑΤΣ και αναμένει τις θέσεις και απόψεις του.»
Η μη συμπερίληψη του ονόματος του αιτητή στον κατάλογο διοριστέων που καταρτίστηκε από την Επιτροπή, είχε ως αποτέλεσμα την από μέρους του υποβολή ένστασης προς αυτήν, ημερομηνίας 26.7.2002. Απάντηση στην εν λόγω ένσταση δόθηκε με την επιστολή της Επιτροπής ημερομηνίας 20.9.2002, το ακριβές κείμενο της οποίας είχε ως εξής:-
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με την οποία υποβάλλετε ένσταση για τη μη συμπερίληψή σας στον πίνακα διοριστέων Καθηγητών Φωτογραφίας και σας πληροφορώ τα ακόλουθα.
2. Η ένστασή σας εξετάζεται και θα ενημερωθείτε για το αποτέλεσμα το συντομότερο δυνατό.»
Στη συνέχεια, επειδή υπήρχε άμεση ανάγκη στελέχωσης των σχολείων μέσης εκπαίδευσης κατά το σχολικό έτος 2002-2003 που άρχιζε την 1.9.2002, με τρεις Καθηγητές Φωτογραφίας, η Επιτροπή, απεφάσισε το διορισμό από 2.9.2002 πάνω σε έκτακτη βάση, και για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, με δυνατότητα ανανέωσης του μετά από ολιγοήμερη διακοπή, των τριών ενδιαφερομένων μερών, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονταν στον προαναφερθέντα κατάλογο διοριστέων που είχε ήδη καταρτιστεί.
Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση με την οποίαν δεν συμπεριέλαβαν τον αιτητή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Φωτογραφίας και περαιτέρω σαν συνέπεια τούτου διόρισαν παρά την ένσταση του, από 2.9.2001 τους 1. Ελένη Περικλέους, 2. Νικόλα Ιορδάνους και 3. Ανδρονίκη Ξενοφώντος ως έκτακτους καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης (Φωτογραφία) αντί και/ή στη θέση του αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Στις 20.12.2002 το ΚΥΣΑΤΣ πληροφόρησε τον αιτητή ότι το πτυχίο του έχει αναγνωρισθεί ως τίτλος ισότιμος προς Πανεπιστημιακό. Η Επιτροπή, κατόπιν τούτου, κατάρτισε αναθεωρημένο κατάλογο διοριστέων και κατέταξε τον αιτητή πρώτο, προηγούμενο των Ε/Μ. Το συμβόλαιο των Ε/Μ δεν ανανεώθηκε και η Επιτροπή αποφάσισε ότι, αν θα γίνονταν έκτακτοι διορισμοί για το σχολικό έτος 2003-2004 ο αιτητής θα διορίζετο.
Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των Ε/Μ αρ. 1 και 3 εγείρουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι ο αιτητής απώλεσε το έννομο συμφέρον του αφού ο διορισμός των Ε/Μ έχει ήδη λήξει και επίσης ότι ο αιτητής συμπεριλήφθηκε στον αναθεωρημένο κατάλογο διοριστέων με αύξοντα αρ. 1, προηγούμενος των Ε/Μ. Το Ε/Μ αρ. 1, επίσης ισχυρίζεται ότι ουδέποτε ο αιτητής είχε ενεστώς έννομο συμφέρον αφού δεν συμπεριλαμβάνετο στον κατάλογο διοριστέων.
Δεν θα συμφωνούσα με τον τελευταίο ισχυρισμό. Ο αιτητής μετείχε ως υποψήφιος στην όλη διαδικασία υποβάλλοντας έγκυρη αίτηση με στόχο τον διορισμό του και αντί αυτού προτιμήθηκαν τα Ε/Μ. Η ίδια η Επιτροπή δεν περιέλαβε τον αιτητή στον μόλις καταρτισθέντα κατάλογο γιατί, όπως η ίδια αναφέρει, δεν ολοκλήρωσε την έρευνα της για το πτυχίο του αιτητή. Παρ΄ όλα ταύτα προχώρησε στους διορισμούς. Κατά συνέπεια ο αιτητής είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη.
Οι επίδικοι διορισμοί ήταν διάρκειας έξι μηνών. Έληξαν την 1.3.2003, δηλαδή 5 μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Η δικηγόρος του Ε/Μ αρ. 3 υποστηρίζει ότι με τη λήξη του διορισμού των Ε/Μ το έννομο συμφέρον του αιτητή κατέστη παρελθόν. Η νομολογία επίσης αναγνωρίζει ότι η προσφυγή παραμένει άνευ αντικειμένου και εκλείπει έτσι το έννομο συμφέρον του αιτητή. Είναι επίσης νομολογημένο ότι η δυνατότητα ακύρωσης μιας πράξης μετά τη λήξη της ισχύος της υπάρχει γιατί ο αιτητής μπορεί να επιδιώξει αποζημίωση δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος μόνο μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Η μόνο προϋπόθεση που τίθεται από τη νομολογία είναι η πιθανολόγηση ζημίας για τον αιτητή που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της ισχύος της πράξης.
Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι ο μη διορισμός του αιτητή έχει παραγάγει δυσμενή αποτελέσματα γι΄ αυτόν. Επομένως ο αιτητής έχει έννομο συμφέρον να επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης ακόμη και μετά που έχει παύσει να ισχύει ο διορισμός των Ε/Μ γιατί μόνο μετά την ακυρωτική απόφαση μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα του για διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλέπε, Ανδρέας Γ. Ιωάννου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, Υπόθεση Αρ. 17/2002, ημερ. 5.5.2003).
Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Στην υπό εξέταση υπόθεση κύριο επιχείρημα του αιτητή για ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι ότι η καθ΄ης η αίτηση ενήργησε χωρίς τη δέουσα έρευνα και ενάντια στην αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις πράξεις της διοίκησης. Ειδικότερα υποστηρίζει, πως ενώ στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση για τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με την αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας του τίτλου του αιτητή, (ο οποίος όπως ήδη ειπώθηκε κατείχε πτυχίο στην ειδικότητα της Φωτογραφίας από τα ΤΕΙ Αθήνας), είχε κριθεί αναγκαία από την ίδια την Επιτροπή, εν τούτοις στη συνέχεια η καθ΄ης η αίτηση δεν εφάρμοσε την εν λόγω απόφασή της, αλλά προτού συμπληρώσει τη συγκεκριμένη έρευνα προχώρησε στο διορισμό των ενδιαφερομένων μερών χωρίς καν να αποφασίσει αν ο αιτητής ήταν προσοντούχος ή όχι. Σύμφωνα με τη θέση του αιτητή, η Επιτροπή προτού προβεί στην τελική πράξη του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών, μια πράξη δυσμενή και άνισης μεταχείρισης γι΄ αυτόν είχε καθήκον και υποχρέωση να αναμείνει την ολοκλήρωση της προαναφερθείσας έρευνας. Βρισκόμαστε, συνεχίζει η εισήγηση του αιτητή, μπροστά σε μια περίπτωση κατά την οποία η διοίκηση ενήργησε με πλήρη έλλειψη καλής πίστης και ενάντια στις αρχές της χρηστής διοίκησης πλήττοντας την εμπιστοσύνη του πολίτη προς αυτήν.
Περαιτέρω υποστηρίζεται επίσης πως στην προκειμένη περίπτωση η καθ΄ης η αίτηση δεν προέβη ούτε σε ερμηνεία των προσόντων του αιτητή σε σχέση με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης αλλά ούτε και σε εφαρμογή αυτού όπως ακριβώς είχε καθήκον να πράξει σύμφωνα με τη νομολογία. Και όλα αυτά παρά το ότι ήταν σε γνώση της πως κατά το σχολικό έτος 2002-2003 υπήρχε άμεση ανάγκη στελέχωσης των σχολείων μέσης εκπαίδευσης με τρεις Καθηγητές Φωτογραφίας, της ειδικότητας δηλαδή την οποία αφορούσαν οι επίδικες θέσεις.
Αν ανατρέξουμε στα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου θα δούμε ότι ο αιτητής στην υπό εξέταση υπόθεση, υποβάλλοντας την ένστασή του για τη μη συμπερίληψή του στον κατάλογο διοριστέων, ημερομηνίας 26.7.2002, επεσύναψε ταυτόχρονα και σχετική αλληλογραφία μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του ΚΥΣΑΤΣ Κύπρου ημερομηνίας 23.5.2002 από την οποία προέκυπτε ξεκάθαρα ότι όλοι οι απόφοιτοι των ΤΕΙ (ως είναι η περίπτωση του αιτητή) θεωρούνται απόφοιτοι ανώτατης εκπαίδευσης οποτεδήποτε κι΄ αν αποφοίτησαν. Πρόσθετα δε επισύναψε ενώπιον της Επιτροπής και δύο άλλα έγγραφα ημερομηνίας 23.4.2002 και 7.2.2002 αντίστοιχα που κι΄ αυτών η μελέτη οδηγούσε αναμφισβήτητα στο ίδιο προαναφερόμενο αποτέλεσμα.
Συνεπώς είναι εισήγηση του αιτητή πως στην προκείμενη περίπτωση η καθ΄ης η αίτηση όφειλε, προτού προσφέρει διορισμό στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, να λάβει υπόψη της τα έγγραφα που αυτός παρουσίασε και να τον κρίνει σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας ως προσοντούχο.
Κακόπιστα, συνεχίζει ο ισχυρισμός του, η Επιτροπή δεν εξέτασε αμέσως την ένσταση του με αποτέλεσμα το γεγονός αυτό να καταλήξει στο μη διορισμό του από το Σεπτέμβριο του 2002.
Είναι η θέση του δε πως η απόφαση της καθ΄ης η αίτηση να μην ολοκληρώσει την εξέταση της αίτησης και/ή ένστασής του πάσχει, παρασύρει δε σε ακυρότητα και την τελική απόφαση του διορισμού των ενδιαφερομένων προσώπων. (Βλ.
Ioannou v. The Electricity Authority of Cyprus (1981) 3 C.L.R. 280, 299). Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή, τονίζει ο αιτητής, ότι η ακυρότητα προπαρασκευαστικής πράξης οδηγεί σε ακύρωση και την τελική διοικητική πράξη στην ολότητά της, γιατί από τη φύση τους τα συνθετικά στοιχεία της πράξης δεν είναι χωριστά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.Αποτελεί ισχυρισμό της συνηγόρου της Επιτροπής πως το θέμα κατόχων πτυχίων από τα ΤΕΙ απασχόλησε εν γένει την Επιτροπή και όχι μόνο για την περίπτωση του αιτητή. Επομένως είναι εισήγησή της πως στην υπό εξέταση υπόθεση δεν υπήρξε οποιαδήποτε εσκεμμένη ή κακόπιστη συμπεριφορά έναντι του αιτητή.
Τονίζει δε πως επειδή υπήρχε πλειάδα αιτητών για διάφορες ειδικότητες με πτυχία τα οποία στο πρόσφατο παρελθόν δεν θεωρούνταν ισότιμα με πτυχία πανεπιστημίου η Επιτροπή αποτάθηκε στο κατά νόμο αρμόδιο σώμα, το ΚΥΣΑΤΣ, για να διευκρινίσει το όλο ζήτημα. Η Επιτροπή συνεχίζει η συνήγορος της καθ΄ης η αίτηση δεν δεσμεύεται από αποφάσεις οργάνων άλλου κράτους, δεσμεύεται όμως από τις αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρμόδιο σώμα στην προκειμένη περίπτωση για την αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας ενός πτυχίου σύμφωνα με το Ν. 68(Ι)/96 είναι το ΚΥΣΑΤΣ, συνεπώς είναι η θέση της πως δεν μπορούσε η Επιτροπή να πάρει μεμονωμένες αποφάσεις για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Επισημαίνει δε πως στην παρούσα περίπτωση δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της καλής πίστης ή της
χρηστής διοίκησης αλλά θέμα υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος το οποίο υπαγόρευε την ορθή διαδικασία για μια τόσο σοβαρή και με επιπτώσεις σε πολλούς απόφαση. Σύμφωνα με τη γνώμη της, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια λανθασμένη απόφαση η οποία θα αποτελούσε προηγούμενο και στους υπόλοιπους. Αν δε στο μεταξύ έπρεπε για τις ανάγκες της Παιδείας να γίνουν οι έκτακτοι διορισμοί που έγιναν, αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποφευχθεί.Κατά την άποψή της το συμφέρον της Παιδείας προηγείται από το ατομικό συμφέρον ενός αιτητή. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού παραπέμπει στα όσα αναφέρονται σχετικά με την έννοια και τα αξιολογικά στοιχεία του δημοσίου συμφέροντος στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Έκτη Έκδοση 1993 «Η δραστηριότητα που ασκεί η Δημόσια Διοίκηση - το συγκεκριμένο συμφέρον τους
».Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της καθ΄ης η αίτηση. Σύμφωνα με τη νομολογία η Επιτροπή είναι το κατ΄ εξοχήν αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας που αφορούν στους διορισμούς και προαγωγές των εκπαιδευτικών. Η Επιτροπή επομένως έχει καθήκον να προβαίνει στη διεξαγωγή έρευνας προς εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη για την ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας. Η έκταση δε της έρευνας εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και αυτή διεξάγεται είτε από το ίδιο το όργανο είτε μέσω άλλου προσώπου, αρχής ή οργάνου. Ωστόσο, η τελική εκτίμηση των γεγονότων, η εφαρμογή του νόμου και η λήψη της τελικής απόφασης είναι ζητήματα τα οποία ανάγονται στην κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως ήδη έχει λεχθεί ο αιτητής υπέβαλε την ένστασή του για τη μη συμπερίληψή του στον κατάλογο διοριστέων στις 26.7.2002, μαζί δε μ΄ αυτήν επισύναψε και σχετικά έγγραφα ημερομηνίας 23.4.2002, 23.5.2002 και 7.2.2002 τα οποία αποδείκνυαν ότι το πτυχίο του από τα ΤΕΙ Αθήνας στην ειδικότητα της Φωτογραφίας ήταν ισότιμο με πτυχίο Πανεπιστημίου. Παρόλα αυτά η Επιτροπή ενώ γνώριζε ότι υπήρχε άμεση ανάγκη στελέχωσης των σχολείων μέσης εκπαίδευσης κατά το σχολικό έτος 2002-2003 που άρχιζε την 1.9.2002 με τρεις Καθηγητές Φωτογραφίας προτού προβεί στην ολοκλήρωση της εξέτασης της ένστασης του αιτητή ενόψει και των δεδομένων που είχε ενώπιόν της προέβη στο διορισμό των ενδιαφερομένων μερών από 2.9.2002. Απάντηση δε στη συγκεκριμένη ένσταση του αιτητή έδωσε μόλις στις 20.9.2002, αυτή δε ήταν πολύ γενική. Είχε ως εξής: «Η ένστασή σας εξετάζεται και θα ενημερωθείτε για το αποτέλεσμα το συντομότερο δυνατό.»
Η Επιτροπή προτού ολοκληρώσει την έρευνα της όσον αφορά τα προσόντα του αιτητή, υποψήφιου για τις επίδικες θέσεις, ούτως ώστε να τον περιλάβει στον κατάλογο διοριστέων ή όχι, προχώρησε στο διορισμό των Ε/Μ αποκλείοντας τον αιτητή. Η Επιτροπή δεν εξέτασε έγκαιρα την
ένσταση του αιτητή προτού προχωρήσει στους διορισμούς των Ε/Μ. Εάν ο αιτητής εδικαιούτο να εγγραφεί στον κατάλογο διοριστέων, πράγμα που εκ των υστέρων βεβαιώθηκε, δεν θα είχε μόνο προσδοκία διορισμού αλλά και βεβαιότητα, αφού θα τοποθετείτο πρώτος μπροστά από τα Ε/Μ.Καταλήγω ότι ο σχετικός λόγος ακυρότητας ευσταθεί. Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν είναι αναγκαίο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους που προβάλλονται.
Η προσφυγή γίνεται δεκτή με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ