ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 774/2003)

 

3 Ιουνίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ

Αιτητής,

 

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

____________________

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Στιβαρού (κα.), για την Καθ΄ ης η αίτηση.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση ημερ. 6.6.2003 με την οποία παρά την αποκατάσταση του αιτητή (μετά από προσφυγές) στη θέση Διευθυντή Προσωπικού αναδρομικά από 1.4.1995 απέρριψε το αίτημα του για αναδρομική προαγωγή του στη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή από 20.9.1996 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος και ότι παραλήφθηκε να διαταχθεί να γίνει.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Με απόφαση του ημερ. 21.3.1995 το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Α.Η.Κ.) αποφάσισε την προαγωγή του Γενέθλιου Παπαδόπουλου (το Ε.Μ.) στη θέση Διευθυντή Προσωπικού (η επίδικη θέση) από 1.4.95. Η απόφαση εκείνη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 13.12.96 λόγω πλημμέλειας στην υπέρ του Ε.Μ. σύσταση που ο Διευθυντής διατύπωσε τόσο στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και στο Διοικητικό Συμβούλιο. Ακολούθησε επανεξέταση. Με τη δεύτερη απόφαση επαναπροήχθη το Ε.Μ.. Ασκήθηκε προσφυγή και την 1.12.97 ακυρώθηκε και η δεύτερη απόφαση λόγω παράνομης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Ακολούθησε και τρίτη εξέταση. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. προήχθη ξανά το Ε.Μ.. Ασκήθηκε και πάλιν προσφυγή η οποία οδήγησε στην ακύρωση της προαγωγής του Ε.Μ.. Η Α.Η.Κ. άσκησε έφεση η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 5.6.2002 (βλ. Α.Η.Κ. ν. Ευσταθιάδη, Α.Ε. 2989/5.6.2002). Ως αποτέλεσμα της απόφασης της Ολομέλειας η Α.Η.Κ. επανεξέτασε το θέμα στη συνεδρία της ημερ. 31.10.2002. Αποφάσισε την προαγωγή του αιτητή στην επίδικη θέση αναδρομικά από την 1.4.1995.

Με επιστολή του προς την Α.Η.Κ. ημερ. 12.3.2003 ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρθηκε στην «αποκατάσταση του αιτητή». Παρατήρησε ότι τη θεωρεί «ως μερική και όχι πλήρη». Αυτό γιατί «ο κάτοχος της θέσης μέχρι την ακυρωτική απόφαση (κ. Γ. Παπαδόπουλος) έπρεπε να επανέλθει στη θέση Διευθυντή Περιφέρειας και άρα έπρεπε συνεπακόλουθα να καταστεί κενή και η θέση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή στην οποία προήχθηκε με βάση την ακυρωθείσα από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφαση».

Ο αιτητής - συνέχισε η επιστολή - «έπρεπε με την γενόμενη ήδη αποκατάσταση του να τύχει προαγωγής στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή από την ίδια ημερομηνία κατά την οποία προήχθηκε σ΄ αυτή ο κ. Γ. Παπαδόπουλος».

Τέλος ο δικηγόρος του αιτητή κάλεσε την Α.Η.Κ. όπως εξετάσει άμεσα το θέμα και επιφύλαξε τα δικαιώματα του αιτητή.

Το πιο πάνω αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε με επιστολή του Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών της Α.Η.Κ. ημερ. 6.6.2003. Η επιστολή αναφέρεται στην αναδρομική προαγωγή του αιτητή στην επίδικη θέση και όχι του Ε.Μ.. Στην επιστολή επισημαίνεται ότι «η τελευταία προαγωγή του Γενέθλιου Παπαδόπουλου στη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, όπου και αφυπηρέτησε, δεν επηρεάστηκε από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή 329/98, δηλαδή δεν συμπαρασύρθηκε σε ακυρότητα, λόγω της ακύρωσης της προαγωγής του στην κατώτερη θέση του Διευθυντή Προσωπικού».

Ο λόγος για τον οποίο δεν επηρεάστηκε - συνεχίζει η επιστολή - είναι «ότι, η αποκατάσταση του Γενέθλιου Παπαδόπουλου στη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή είχε ήδη καλυφθεί με την απόφαση στις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 367/98 κ.α. Ιωάννης Χατζηπαύλου κ.α. ν. Α.Η.Κ., ημερ. 11.8.99, στην οποία λέχθηκε ότι η πράξη της αποκατάστασης του Παπαδόπουλου στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και άρα δεν τίθεται θέμα εννόμου συμφέροντος για προσβολή της, γεγονός που κατέστη δεδικασμένο στην Αναθεωρητική Έφεση 2908 Ανδρέας Ξενοφώντος ν. Α.Η.Κ., απόφαση ημερ. 15.2.2002. Η δε προαγωγή του Παπαδόπουλου στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, έχει καταστεί τελεσίδικη, με την απόσυρση των σχετικών Προσφυγών εναντίον της. Ενώ δηλαδή οι ανθυποψήφιοι του Γενέθλιου Παπαδόπουλου, είχαν την ευκαιρία να προσβάλουν αυτή την προαγωγή του στη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτή Γενικού, με τις Προσφυγές τους 880/96, Σωκράτη Προδρομίτη ν. Α.Η.Κ., 945/96, Ανδρέα Ξενοφώντος ν. Α.Η.Κ. και 946/96 Ιωάννη Χατζηπαύλου ν. Α.Η.Κ., στη συνέχεια τις απέσυραν, με συνέπεια αυτή να καταστεί τελεσίδικη».

Η επιστολή καταλήγει ως εξής:

«Με την προαναφερθείσα απόφαση της Αρχής ημερ. 31.10.2002, ο πελάτης σας Ανδρέας Ευσταθιάδης (ο οποίος ας σημειωθεί, ουδέποτε κατείχε τη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών & Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή και ούτε υπήρξε καθ΄ οιονδήποτε χρόνο υποψήφιος για προαγωγή στην εν λόγω θέση), προάχθηκε στη θέση του Διευθυντή Προσωπικού, αναδρομικά από την 1.4.1995.

Είναι η θέση αυτή που ο πελάτης σας επεδίωξε τρεις φορές με τις Προσφυγές του 491/95, 229/97 και 329/98 και ως αποτέλεσμα και της απορριπτικής απόφασης του Εφετείου στην Αναθεωρητική Έφεση 2989 Α.Η.Κ. ν. Ευσταθιάδη, ημερ. 5.6.2002, που κατεχωρήθη εναντίον της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή 329/98, η Αρχή επανεξέτασε το όλο θέμα, συμμορφώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου και προήξε αναδρομικά στην προσβαλλόμενη θέση τον πελάτη σας Ανδρέα Ευσταθιάδη.

Επομένως, η θέση μας στο αίτημα σας είναι ότι, με την προαναφερθείσα απόφαση της η Αρχή, συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο και αποκατέστησε πλήρως τον Ανδρέα Ευσταθιάδη στη θέση που διεκδικούσε. Κατά συνέπεια απορρίπτουμε το αίτημα του να τύχει προαγωγής στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή από την ίδια μέρα που προήχθη σε αυτήν ο Γενέθλιος Παπαδόπουλος.»

Ο δικηγόρος του αιτητή επανήλθε με επιστολή του προς την Α.Η.Κ. ημερ. 21.7.2003. Πληροφόρησε την Α.Η.Κ. ότι εμμένει στη θέση του. Η Α.Η.Κ. απάντησε με επιστολή του Γραμματέα/Διευθυντή Νομικών Υπηρεσιών. Πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή ότι εμμένει στη θέση της όπως αυτή του κοινοποιήθηκε με την επιστολή της ημερ. 6.6.2003 το περιεχόμενο της οποίας υιοθετεί πλήρως.

Οι προδικαστικές ενστάσεις:

Η Α.Η.Κ. ήγειρε τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις στην ένσταση της:

  1. Η προσβαλλόμενη «παράλειψη» και/ή άρνηση δεν αποτελεί παράλειψη και/ή εκτελεστή διοικητική πράξη με το νόημα της παραγ. 1 του αρ. 146 του Συντάγματος.
  2. Ο αιτητής στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να ζητά αναδρομική προαγωγή σε θέση για την οποία δεν ήταν υποψήφιος και που αν ακόμα ήταν υποψήφιος δεν σημαίνει ότι θα προαγόταν σ΄ αυτήν άνευ ετέρου.

Στην αρχική γραπτή του αγόρευση ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, αναφέρθηκε στο αρ. 146.5 του Συντάγματος. Υπέβαλε ότι αυτό «επιβάλλει υποχρέωση για πλήρη και άμεση συμμόρφωση προς το δικαστικό αποτέλεσμα της πιο πάνω Α.Ε. 2989». Υπήρξε μεν επανεξέταση και δικαίωση - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - «με αναδρομική προαγωγή από 1.4.95 του αιτητή σε θέση από την οποία όμως ο τότε προαχθείς και Ε.Μ. στην Α.Ε. 2989 προήχθηκε αργότερα στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή που αφού ακυρώθηκε αυτή του 1995 ως συνεπακόλουθο του Παρτ. 1 έχασε και την επόμενη θέση. Θέση που εδικαιούτο ή ενομιμοποιείτο να κριθεί ως υποψήφιος και να έχει ο αιτητής αφού αποκαταστάθηκε από το 1995 και εξαφάνισε από τη θέση το τότε ενδιαφερόμενο πρόσωπο που με βάση αυτή κατέλαβε τη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή».

Σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη «δικαιωματικά - δικαίωμα αναφοράς και υποβολή αιτημάτων στη διοίκηση - ζήτησε ο αιτητής να του δοθεί ως παρεπόμενο της αποκατάστασης του από το 1995 στη θέση που εδικαιούτο έκτοτε και από την οποία καθ΄ όλα προσοντούχος αναδρομικά εδικαιούτο». Το ζήτημα - κατέληξε - έπρεπε να εξεταστεί από το Διοικητικό Συμβούλιο. «Δεν έγινε τούτο. Άρα αναρμόδια απορρίφθηκε και αντίθετα προς την υποχρέωση για πλήρη συμμόρφωση και αποκατάσταση της σταδιοδρομίας του αιτητή κατά το αίτημα του παραρ. 4, εξακολουθεί να εκκρεμεί το θέμα. Ο αιτητής λοιπόν δικαιούται σε ότι παρέλειψε η Α.Η.Κ.».

Από την άλλη η κα. Στιβαρού, εκ μέρους της Α.Η.Κ., αναφέρθηκε πρώτα στις πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις της. Έκαμε αναφορά στο σκεπτικό της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης (στην Α.Ε. 2989). Υπέβαλε ότι η μόνη υποχρέωση της Α.Η.Κ. για συμμόρφωση με το πιο πάνω ακυρωτικό δεδικασμένο ήταν, κατά την επανεξέταση, να καλέσει εκ νέου το Διευθυντή για να δώσει τη σύσταση του ενώπιον των νόμιμα πλέον συγκροτημένων οργάνων. Αυτό ακριβώς έγινε κατά την επανεξέταση και το αποτέλεσμα ήταν η αναδρομική προαγωγή του αιτητή από 21.3.95 στη θέση Διευθυντή Προσωπικού. Παρ΄ όλα αυτά - συνέχισε - ο αιτητής εγείρει την παρούσα προσφυγή, προσβάλλοντας την ισχυριζόμενη παράλειψη της Α.Η.Κ. να τον προάξει επίσης αναδρομικά, στη θέση του Αναπληρωτή από 20.9.96, με τον ισχυρισμό ότι «... αυτός ως προσοντούχος και ως ο πραγματικά και νόμιμος κάτοχος της θέσης Διευθυντή Προσωπικού, ήταν ο μόνος νομιμοποιημένος διεκδικητής της έκτοτε κενωθείσας θέσης του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή».

Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση η κα. Στιβαρού υπέβαλε ότι «αποτελεί καλά καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι, η 'παράλειψη' για να είναι αντικείμενο προσφυγής, πρέπει ν΄ αφορά σε απόφαση που η διοίκηση ανκαι νομικά υποχρεωμένη να λάβει, παραλείπει να το πράξει. Έκαμε αναφορά στην Ασιήκαλη ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 428/96/7.9.99.

Επανέλαβε ότι η μόνη υποχρέωση της Α.Η.Κ. ήταν να συμμορφωθεί με το ακυρωτικό δεδικασμένο, πράγμα το οποίο και έπραξε με αποτέλεσμα την αναδρομική προαγωγή του αιτητή στη θέση του Διευθυντή Προσωπικού. Οποιαδήποτε άλλη διαδικασία προαγωγής - συμπλήρωσε -ήταν ανεξάρτητη και δεν σχετίζεται με την αναδρομική προαγωγή του αιτητή, ο οποίος στηρίζει τις θέσεις του πάνω σε εντελώς υποθετικές θέσεις. Τόνισε δε ότι «ενώ και ο αιτητής ήταν υποψήφιος για διορισμό στη θέση Αναπληρωτή, εντούτοις δεν προσέβαλε την προαγωγή του Ε.Μ. στη θέση εκείνη. Το γεγονός και μόνο ότι ακυρώθηκε η προαγωγή του Ε.Μ. στην κατώτερη θέση (Διευθυντή Προσωπικού) δε σημαίνει ότι άνευ ετέρου θα έπρεπε να γίνει επανεξέταση και για την πλήρωση της ανώτερης θέσης του Αναπληρωτή». Εν πάση περιπτώσει - κατέληξε - με κανένα τρόπο η αναδρομική προαγωγή του αιτητή στην κατώτερη θέση (Διευθυντή Προσωπικού) συνεπάγεται την αυτόματη 'αποκατάσταση' του στην επόμενη θέση (Αναπληρωτή) και συνεπώς δεν τίθεται θέμα παράλειψης της Α.Η.Κ. να τον 'αποκαταστήσει' στη θέση αυτή.

Αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση - έλλειψη εννόμου συμφέροντος - η κα. Στιβαρού υπέδειξε ότι «εντελώς παραπλανητικά αναφέρεται ότι ο αιτητής ήταν ο 'μόνος νομιμοποιημένος διεκδικητής', αφού όπως φαίνεται από τον κατάλογο υποψηφίων για τη θέση Αναπληρωτή, υπήρχαν 4 υποψήφιοι που διεκδικούσαν τη θέση με προαγωγή (Χατζηπαύλου, Ξενοφώντος, Προδρομίτης και Παπαδόπουλος) και 6 υποψήφιοι που διεκδικούσαν την πλήρωση της θέσης με διορισμό (ο αιτητής και οι επίσης υποψήφιοι Φιλίππου, Δυμιώτης, Ιωάννου, Μάρκου και Κεφάλας)». Επί του προκειμένου η κα. Στιβαρού παρέπεμψε στο Παράρτημα Α της αγόρευσης της το οποίο αποτελεί «κατάλογο των αιτητών για τη θέση Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή».

Από τα πιο πάνω, σύμφωνα με την κα. Στιβαρού, προκύπτει ότι ο αιτητής δεν ήταν ο μόνος υποψήφιος για τη θέση. Αλλά ακόμα και να γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του ότι ήταν ο μόνος υποψήφιος για τη θέση και να κατείχε τα σχετικά προσόντα, δεν ήταν βέβαιο ότι θα διοριζόταν στη θέση του Αναπληρωτή, αφού θα μπορούσε να κριθεί ως μη κατάλληλος. Παρέπεμψε στην Βαλανίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 220/99/13.3.2001.

Περαιτέρω η κα. Στιβαρού υπέβαλε ότι σύμφωνα με το σχετικό νομικό καθεστώς (βλ. Καν. 13(2) της Κ.Δ.Π. 291/86) όπως έχει ερμηνευθεί στην Γιάλλουρου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2400/23.12.99 και το οποίο αφορά την πλήρωση θέσεων της κατηγορίας πρώτου διορισμού και προαγωγής (όπως η θέση του Αναπληρωτή) θα έπρεπε πρώτα να διερευνηθεί η δυνατότητα πλήρωσης της θέσης με προαγωγή (για την οποία υπήρξαν 4 υποψήφιοι) και μόνο αν δεν υπήρχαν υποψήφιοι ή κατάλληλοι υποψήφιοι, να προχωρήσει η εξέταση των υποψηφιοτήτων για διορισμό. Η Α.Η.Κ. στην παρούσα περίπτωση περιόρισε την επιλογή στους υποψηφίους για προαγωγή μόνο. Συνεπώς - κατέληξε - το γεγονός και μόνο ότι ήταν υποψήφιος για διορισμό στη θέση, ούτε καν τον νομιμοποιούσε να κριθεί ως υποψήφιος εφόσον η επιλογή περιορίστηκε στους υποψηφίους για προαγωγή μόνο και ο αιτητής εν πάση περιπτώσει ουδέποτε προσέβαλε το γεγονός αυτό, δηλαδή του αποκλεισμού του ως υποψηφίου.

Αναφορικά με την ουσία της προσφυγής και την εισήγηση του κ. Αγγελίδη περί αναρμόδιας απόρριψης του αιτήματος του (βλ. σελ. 6, πιο πάνω) η κα. Στιβαρού υπέβαλε ότι η σχετική εισήγηση παραβλέπει ότι η εξέταση του θέματος αρμοδιότητας οργάνου, έπεται της εξέτασης του θέματος του έννομου συμφέροντος και της εκτελεστότητας της πράξης. Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε στην Παπαδοπούλου κ.α. ν. Ρ.Ι.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, 9 . Παρέπεμψε, επίσης, στην Παπαμάρκου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 795/2000/1.2.2001.

Επομένως - συμπλήρωσε - «για να μπορέσει το «Δικαστήριο να υπεισέλθει στην εξέταση αυτού του λόγου ακυρότητας, θα πρέπει ο αιτητής να παρακάμψει τα εμπόδια των προδικαστικών ενστάσεων για το έννομο συμφέρον και την εκτελεστότητα».

Οι θέσεις του κ. Αγγελίδη επί των προδικαστικών ενστάσεων αναπτύχθηκαν στην απαντητική του αγόρευση. Υπέβαλε ότι ο αιτητής έχει δικαίωμα αναφοράς στη διοίκηση δυνάμει του αρ. 29 του Συντάγματος και του αρ. 33 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99). Άσκησε το δικαίωμα αναφοράς και με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την απόρριψη του αιτήματος του. Το ερώτημα που εγείρεται - συνέχισε - είναι κατά πόσο το «αίτημα απορρίφθηκε νόμιμα από αρμόδιο όργανο». Το εάν είχε ή όχι η Α.Η.Κ. υποχρέωση εκ του νόμου να εξετάσει ή να αποδεχθεί το αίτημα του αιτητή, δεν είναι έργο του Δικηγόρου της να το αποφασίσει, αλλά καθήκον του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ.. Κάτι το οποίο παρέλειψε να διενεργήσει, αφού το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε από αναρμόδιο όργανο. Δεν μπορεί - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - η αγόρευση της καθ΄ ης η αίτηση να υποστηρίζει ως διοικητικό όργανο ή υποκαθιστώντας το έργο της διοίκησης ότι, δεν είχε δικαίωμα να προαχθεί αναδρομικά ο αιτητής στη θέση του Αναπληρωτή από 20.9.96 χωρίς τούτο να το αποφασίσει θετικά ή αρνητικά το Αρμόδιο Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ.. Ούτε βέβαια μπορεί να ισχυρίζεται χωρίς απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ότι με κανένα τρόπο η αναδρομική προαγωγή του αιτητή στην κατώτερη θέση (Διευθυντή Προσωπικού) δεν το καθιστούσε προσοντούχο για την επόμενη θέση.

Αναφορικά με το έννομο συμφέρον ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε:

«Ο αιτητής με το αίτημα του ζήτησε, όπως με την γενομένη ήδη αποκατάσταση του στη θέση Διευθυντή Προσωπικού αναδρομικά από 1.4.1995 απέκτησε αυτόματα ιδιότητα προσοντούχου διεκδικητή για προαγωγή στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή από την ίδια ημερομηνία κατά την οποία προήχθηκε σ΄ αυτή ο κ. Γ. Παπαδόπουλος ο οποίος δεν συγκρίθηκε τότε με αιτητή που τώρα απέκτησε την αμέσως κατώτερη θέση αναδρομικά. Είχε τουλάχιστο το δικαίωμα να κριθεί ως προσοντούχος γι΄ αυτή την προαγωγή.

Η απόρριψη του αιτήματος του και δη από αναρμόδιο όργανο επηρέασε τα έννομα του συμφέροντα δυσμενώς. Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά σε τελική ανάλυση συνίσταται στο εάν έπρεπε να αποκατασταθεί πλήρως ο αιτητής κατά το άρθρο 146.5 του Συντάγματος και στη θέση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή.»

Επί τους ουσίας της υπόθεσης ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι ο αιτητής τώρα υπέβαλε αίτημα για να κριθεί - αφού αποκαταστάθηκε η σταδιοδρομία του μετά την ακύρωση και κατείχε πλέον θέση έκτοτε που του επέτρεπε να κριθεί για προαγωγή στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Διεκδίκησε και αυτός τη θέση στον ουσιώδη χρόνο ως προσοντούχος για προαγωγή αναδρομικά και με στόχο την πλήρη αποκατάσταση του σύμφωνα με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος.

Αναφορικά με την εισήγηση της κας Στιβαρού ότι η εξέταση του θέματος αρμοδιότητας οργάνου έπεται της εξέτασης του θέματος του έννομου συμφέροντος και της εκτελεστότητας της πράξης ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι ο λόγος ακυρότητας για έλλειψη αρμοδιότητας πρέπει να πετύχει γιατί πράξη αναρμόδιου οργάνου δεν μπορεί να παραμένει σε ισχύ. Παρέπεμψε στην Δημοκρατία ν. Μελέτης (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 στην οποία κρίθηκε ότι απόφαση που λαμβάνεται από αναρμόδιο όργανο πρέπει να ακυρώνεται εφόσον αποκτήσει οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο.

Παρατηρώ: Με το επίδικο αίτημα του ο αιτητής ζήτησε να τύχει προαγωγής στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Με την αγόρευση του συνήγορου του υποστήριξε ότι «υπέβαλε αίτημα για να κριθεί ως προσοντούχος για προαγωγή αναδρομικά». Τούτων λεχθέντων πρέπει να διευκρινίσω ότι οι προδικαστικές ενστάσεις θα κριθούν με βάση το συγκεκριμένο αίτημα που υπέβαλε ο αιτητής με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 12.3.2003 (βλ. σελ. 3, πιο πάνω), ήτοι: «Ο αιτητής έπρεπε με την γενόμενη ήδη αποκατάσταση του να τύχει προαγωγής στη θέση Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή από την ίδια ημερομηνία κατά την οποία προήχθηκε σ΄ αυτή ο κ. Γ. Παπαδόπουλος».

Συμφωνώ με την εισήγηση της κας Στιβαρού ότι η εξέταση του θέματος του εννόμου συμφέροντος και της εκτελεστότητας προηγείται της εξέτασης του θέματος της αρμοδιότητας. Αυτό έχει βεβαιωθεί όχι μόνο στην Παπαδόπουλος (πιο πάνω) αλλά και στην Καρατσή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1547/2000/15.3.2001 (απόφαση της Ολομέλειας) στην οποία λέχθηκε: «... προϋπόθεση για την ανάληψη και άσκηση δικαιοδοσίας από το δικαστήριο αποτελεί η ύπαρξη δικαιοδοσίας. Δεν ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου, για το λόγο και μόνο ότι τίθεται νομιμοφανές αίτημα ενώπιόν του».

Στην παρούσα υπόθεση και οι δύο προδικαστικές ενστάσεις άπτονται θέματος δικαιοδοσίας. Επομένως θα πρέπει να επιλυθούν για να διαφανεί πρώτα κατά πόσο το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία.

Αρχίζω με την πρώτη προδικαστική ένσταση. Η νομική υποχρέωση της διοίκησης ύστερα από την ακυρωτική απόφαση ήταν η επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης της θέσης Διευθυντή Προσωπικού. Η διοίκηση συμμορφώθηκε με την πιο πάνω υποχρέωση της και διόρισε τον αιτητή αναδρομικά από την 1.4.95. Στην ουσία με το αιτητικό της προσφυγής επιδιώκεται η ακύρωση της παράλειψης της Α.Η.Κ. να διορίσει τον αιτητή αναδρομικά στη θέση του Διευθυντή Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Έχει νομολογηθεί ότι παράλειψη υπόκειται σε αναθεώρηση μόνο όπου αυτή συνίσταται στη μη εκπλήρωση θετικής υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο Νόμος (Δήμος Λάρνακος ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 400, 402). Στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να γίνεται λόγος για θετική υποχρέωση της διοίκησης να διορίσει τον αιτητή - και μόνο τον αιτητή - στην εν λόγω θέση. Το μόνο ίσως δικαίωμα που θα είχε ο αιτητής ήταν δικαίωμα να ήταν ένας από τους υποψηφίους. Ωστόσο ο αιτητής δεν ζήτησε να του δοθεί τέτοιο δικαίωμα, ζήτησε διορισμό Η διοίκηση δεν είχε θετική υποχρέωση να τον διορίσει. Επομένως η κατ΄ ισχυρισμό παράλειψη της δεν υπόκειται σε αναθεώρηση. Η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.

Η πρώτη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και για ένα δεύτερο λόγο, ο οποίος έχει ως εξής:

Στην Μελέτη (πιο πάνω), στην οποία με παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης, η αρμοδιότητα για παραχώρηση τουρκοκυπριακής γης ανήκε στην Κεντρική Επιτροπή Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσίων. Η επίδικη απόφαση για μείωση του κλήρου του αιτητή λήφθηκε από την Επαρχιακή Επιτροπή. Η Ολομέλεια (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.) έκρινε ότι: «Η απόφαση της Επαρχιακής Επιτροπής όσο και αν δεν ήταν νόμιμη, δεν ήταν ανυπόστατη. Απόκτησε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο και ορθά ακυρώθηκε (βλ. Παντελής Αναστάση ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3085)».

Η Μελέτη (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στις υποθέσεις Phivos Chr. Motors Agency Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 363, 376, Σάββα ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 2322/26.3.99 και Σιαμμασιάν ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2352/28.9.99.

Στην Σιαμμασιάν (πιο πάνω) η απόφαση σχετικά με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του αιτητή λήφθηκε από το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Στην απόφαση της Ολομέλειας που εκδόθηκε από τον Νικολάου, Δ. λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την εκτελεστότητα:

«Προχωρούμε στο ζήτημα της διοικητικής αρμοδιότητας. Το ποιός είχε αρμοδιότητα να επιληφθεί του αιτήματος του εφεσείοντος και να το αποφασίσει, δεν χρειάζεται να το διερευνήσουμε. Διότι, ακόμα και αν το πάρουμε ως δεδομένο πως ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν ήταν ο αρμόδιος, είναι εντούτοις προφανές ενόψει της σχέσης της θέσης που κατείχε με τα υπηρεσιακά προβλήματα υπαλλήλων και της φύσης γενικά του θέματος ότι η απόφαση του απέκτησε 'οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο': βλ. Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 (σελ. 440) και την πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Σάββα ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 2322, ημερ. 26 Μαρτίου 1999. Γι΄ αυτό η απόφαση του ήταν ούτως ή άλλως εκτελεστή. Παρεχόταν λοιπόν δικαιοδοτικά η δυνατότητα ελέγχου του ζητήματος της αρμοδιότητας όπως και οποιουδήποτε άλλου ζητήματος. Αλλά στην προκείμενη περίπτωση η απόφαση του Διευθυντή δεν προσεβλήθη.»

Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής ζήτησε να διορισθεί σε μια θέση την οποία κατείχε ο κ. Παπαδόπουλος από το 1996 μέχρι το 2003 και η οποία - θέση - είχε ήδη καταργηθεί όταν ο αιτητής υπέβαλε το σχετικό αίτημα. Το αίτημα του δεν εξετάσθηκε από το αρμόδιο όργανο ήτοι το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ.. Έχω την άποψη πως η απόρριψη αιτήματος για αναδρομικό διορισμό σε θέση η οποία είχε καταργηθεί δεν αποκτά οποιαδήποτε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο. Δεν είναι επομένως εκτελεστή. Αν ο αιτητής θεωρούσε ότι η απόφαση που του κοινοποιήθηκε με την πιο πάνω επιστολή της Α.Η.Κ. ημερ. 6.6.2003 λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο είχε δικαίωμα ν΄ αναφερθεί στο αρμόδιο όργανο, δυνάμει του αρ. 29 του Συντάγματος και των αρ. 33-37 του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99 και να ζητήσει απάντηση από το αρμόδιο όργανο.

Αναφορικά με το έννομο συμφέρον θεωρώ ότι τότε μόνο ο αιτητής θα είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη αν συνέτρεχαν οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Ότι ήταν ο μόνος υποψήφιος.

(β) Ότι θα κρινόταν ως κατάλληλος για τη θέση.

Αναφορικά με την πρώτη προϋπόθεση τα γεγονότα καταδείχνουν ότι δεν ήταν ο μόνος υποψήφιος. Αναφορικά με τη δεύτερη δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα κρινόταν ως κατάλληλος. Ακολουθεί πως στερείται εννόμου συμφέροντος.

Η επιτυχία των προδικαστικών ενστάσεων οδηγεί στη διαπίστωση ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει την προσφυγή. Έπεται πως δεν μπορεί να εξετασθεί και ο μοναδικός λόγος ακύρωσης - της έλλειψης αρμοδιότητας.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο