ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 1109/2002)
23 Ιουνίου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΔΕΛΦΟΙ ΠΕΤΡΟΥ (ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΙΟΝΤΑ) ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
Α. Παπαχαραλάμπους, για την Αιτήτρια.
Α. Κακογιάννη, για Κακογιάννη & Δημητρίου, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή η εταιρεία Αδελφοί Πέτρου (Γαλακτοκομικά Προϊόντα) Λτδ (η αιτήτρια) αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή), με την οποία η Αρχή επέβαλε στην αιτήτρια αναθεωρημένη χρέωση για κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος ύψους £81.882,05.(α) Τα γεγονότα.
Η αιτήτρια εταιρεία διατηρεί υποστατικό στη Λάρνακα και ασχολείται με την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων. Στο υποστατικό της αιτήτριας υπάρχει εγκατεστημένος μετρητής ο οποίος καταμετρά την κατανάλωση ηλεκτρισμού και με βάση την εκάστοτε ένδειξη του, η Αρχή προβαίνει στην ανάλογη χρέωση σύμφωνα με την εκάστοτε τιμή διατίμησης (TARIFF) του ρεύματος, όπως αυτή καθορίζεται από τα κατά καιρούς εκδιδόμενα διατάγματα. Το Δεκέμβριο του 2001, κατά τη διενέργεια ελέγχου του μετρητή της αιτήτριας, διαπιστώθηκε ότι τα ειδικά σφραγίσματα είχαν αφαιρεθεί. Οι εργαστηριακοί έλεγχοι που ακολούθησαν σε συνδυασμό με τη διερεύνηση του ιστορικού των μηνιαίων καταναλώσεων από το 1997 μέχρι το 2001, αποκάλυψαν ότι από τον Ιούνιο του 1997 γίνονταν αλλοιώσεις στην ένδειξη του μετρητή καθόλη τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου και ότι η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος που είχε καταγραφεί από το μετρητή ήταν χαμηλότερη από την αναμενόμενη.
Η αρχική αξίωση της Αρχής για την καταβολή ποσού Λ.Κ. 112.228,97 αναθεωρήθηκε στη συνέχεια με την επίδικη επιστολή της 13/9/2002, της οποίας το περιεχόμενο ήταν το ακόλουθο:
"PETROU BROS DAIRY PRODUCTS LTD
ΤΘ 40260
6302 Λάρνακα
13 Σεπτεμβρίου 2002
Κύριοι
Αναθεώρηση της χρέωσης για μη καταγραφείσα κατανάλωση στο υποστατικό σας στη Γεωργίου Γρίβα Διγενή, 6043 Λάρνακα
Αρ. Μετρητή: 335670
Κωδικός Αρ. Λογαριασμού: 255 48 0900071
Διατίμηση: 22
Η Αρχή Ηλεκτρισμού διά του παρόντος σας πληροφορεί ότι αναθεωρεί τη χρέωση που σας κοινοποιήθηκε με την επιστολή της, ημερ. 13 Φεβρουαρίου 2002, διά της οποίας αξίωνε την από μέρους σας καταβολή του ποσού των £112.228,97. Όπως γνωρίζετε το ποσό αυτό είχε υπολογισθεί ως η αξία της υπολογισθείσας από την Αρχή ποσότητας του ηλεκτρικού ρεύματος που εξαιτίας της παράνομης επέμβασης που έγινε στον πιο πάνω μετρητή, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στα υποστατικά σας, δεν έχει καταγραφεί, πλέον εισφορά ΡΙΚ, ΦΠΑ, έξοδα διερεύνησης και αντικατάστασης του μετρητή και τόκους.
Όπως σας είχε κοινοποιηθεί και στη σχετική επιστολή μας η αξία της μη καταγραφείσας κατανάλωσης είχε υπολογισθεί σε ετήσια βάση και χρεώθηκε σύμφωνα με το μέσο όρο τιμής των περιόδων μετρήσεως εκάστου έτους. Η αναθεωρημένη χρέωση βασίζεται πάνω στις πραγματικές τιμές των περιόδων μετρήσεως εκάστου έτους και περιλαμβανομένης της αξίας της μη καταγραφείσας κατανάλωσης, της εισφοράς στο ΡΙΚ, το ΦΠΑ και τους τόκους μέχρι τις 31.8.2002, ανέρχεται στις £81.882,05.
Καλείσθε όπως συμμορφωθείτε με την παρούσα ειδοποίηση εντός 20 ημερών από την ημερομηνία της παρούσης με την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού σε ένα από τα κατά τόπους Γραφεία της Αρχής. Διαφορετικά, η Αρχή θα είναι υποχρεωμένη, βάσει της υφιστάμενης Νομοθεσίας, να προβεί στη λήψη όλων των ενδεδειγμένων μέτρων περιλαμβανομένης και της διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, όχι μόνο στα υποστατικά σας, για τα οποία οφείλονται τα πιο πάνω ποσά αλλά και σε όλα τα υποστατικά σας σε σχέση με τα οποία είστε ή δυνατό να γίνετε καταναλωτής, καθώς επίσης και της λήψης δικαστικών διαβημάτων."
Κατόπιν επιστολής των δικηγόρων της αιτήτριας ημερομηνίας 18/11/2002, η Αρχή παρέθεσε με επιστολή της ημερομηνίας 21/11/2002 τον τρόπο υπολογισμού του ποσού των £81.882,05 για τη μη καταγραφείσα κατανάλωση για τα έτη 1997-2001. Στις 22/11/2002 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ο καθορισμός του ποσού των £81.882,05 είναι παράνομος και θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί,
(γ) Οι προδικαστικές ενστάσεις.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αρχής ισχυρίζεται προδικαστικά ότι η προσφυγή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί,
(i) Η επίδικη απόφαση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της Αρχής ότι η προσφυγή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί η υποχρέωση καταβολής του αιτούμενου ποσού βασίζεται πάνω στη συμβατική σχέση της αιτήτριας με την Αρχή και επομένως η διαφορά εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Η πιο πάνω προδικαστική ένσταση είναι ορθή. Η Αρχή είναι οργανισμός δημόσιου δικαίου και το πλαίσιο της λειτουργίας της οριοθετείται από τον περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμο, Κεφ. 171. Σκοπός της εγκαθίδρυσής της είναι η παραγωγή και η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και προς το σκοπό αυτό έχει εξουσία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 44 του Κεφ. 171, να εκδίδει με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, Κανονισμούς με τους οποίους καθορίζονται οι όροι παροχής ή διακοπής της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και η διατίμηση της κατανάλωσής της. Η Αρχή έχει νομική υποχρέωση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στο κοινό με όρους που ο καταναλωτής υποχρεούται να τηρεί. Το ερώτημα δε που προκύπτει στην παρούσα διαδικασία είναι αν η επιβολή της αναθεωρημένης χρέωσης για μη καταγραφείσα κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, αποτελεί πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Το ερώτημα αν μια πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημόσιου δικαίου εξετάστηκε στην υπόθεση Shoham (Cyprus) Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου ((2000) 1 ΑΑΔ 404) από την απόφαση της οποίας σημειώνω τα πιο κάτω:
"Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη της διοίκησης εμπίπτει εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης πράξης ή απόφασης. Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας και υπό τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η υπόσταση του Οργάνου το οποίο έλαβε την απόφαση καθώς και οι περιστάσεις λήψης της. Είναι δυνατό για το ίδιο Όργανο να ενεργεί είτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου ή εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ανάλογα με τη φύση της πράξης του. Αυτό που αποτελεί τον σημαντικό και αποφασιστικό παράγοντα είναι η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης λειτουργίας, αντικείμενο της προσφυγής. Όπου η λειτουργία του διοικητικού οργάνου έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την προαγωγή δημοσίου σκοπού αυτός ο σκοπός έχει θεωρηθεί σαν χαρακτηριστικό πράξης ή απόφασης εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου. (Βλ. Greek Registrar of the Co-Operative Societies etc. v. Nicolaides (1965) 3 C.L.R. 164, 170, 171 και Vakana v. Republic, 3 R.S.C.C. 91).
Το ότι μια πράξη η οποία πρωτίστως επηρεάζει ιδιωτικά δικαιώματα μπορεί να ενταχθεί στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου λόγω κάποιου ιδιαίτερου συμφέροντος του κοινού στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης έχει τονιστεί στην
Republic v. M.D.M. Estate Development Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655 (απόφαση Ολομέλειας).Αυτό που είναι σχετικό για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι κατά πόσο σε σχέση με τη συγκεκριμένη λειτουργία οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν με την ιδιότητα "οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν", εντός της έννοιας του αρ. 146.1 του Συντάγματος. (Βλ.
Stamatiou v. The Electricity Authority of Cyprus, 3 R.S.C.C. 44, 45-46)."
Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882 και στην υπόθεση Δρ. Γεωργίου ν. ΑΗΚ (1995) 3 ΑΑΔ
424, όπου ο Δικαστής Νικολαΐδης που εξέδωσε την απόφαση της Ολομέλειας σημείωσε χαρακτηριστικά τα πιο κάτω:"Οι σχέσεις μεταξύ της Αρχής και των καταναλωτών ρυθμίζονται με συμβάσεις που οι όροι τους περιγράφονται στους Κανονισμούς και στους Γενικούς Όρους Παροχής και που λίγο πολύ είναι αμετάβλητοι. Ο νόμος επιβάλλει στην Αρχή την υποχρέωση να παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στο κοινό. Η υποχρέωση αυτή της Αρχής διέπεται και ρυθμίζεται από ωρισμένες αρχές (βλ. άρθρο 15 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.
Διοικητική πράξη είναι κάθε νομική, μονομερής πράξη αρμοδίου διοικητικού οργάνου, που ενεργεί σαν τέτοιο και η οποία μπορεί να παράξει έννομα αποτελέσματα (βλ. Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 49). Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή κατά τη διακοπή της παροχής δεν ενήργησε σαν διοικητικό όργανο, αλλά στην προσπάθειά της να διασφαλίσει τα συμβατικά της δικαιώματα. Η διακοπή που επήλθε μετά την άρνηση του εφεσείοντος να εξοφλήσει την οφειλή του
, δεν απέβλεπε στην πραγμάτωση των σκοπών της Αρχής που τέθηκαν από το νόμο που την καθίδρυσε, αλλά στη διαχείριση της περιουσίας της και στη διαφύλαξη των συμβατικών της δικαιωμάτων.Από την άλλη, η συγκεκριμένη απόφαση δεν σκοπούσε πρωταρχικά στην προώθηση δημόσιου σκοπού, ούτε επηρεάζει οποιοδήποτε μέρος του κοινού. Αντίθετα, απευθύνεται προς ένα συγκεκριμένο καταναλωτή ο οποίος παρέβη τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Βέβαια υπό κάποια έννοια, κάθε απόφαση της διοίκησης ενδιαφέρει το κοινό, αλλά ο βαθμός
ενδιαφέροντος ποικίλει ανάλογα με την έκταση στην οποία η σχετική απόφαση δυνατόν να το επηρεάσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η μεμονωμένη πράξη της Αρχής εκτός από τον εφεσείοντα δεν επηρεάζει οποιονδήποτε άλλο. Αναντίλεκτα το κοινό ή κάποια μερίδα του, λόγω του εθνικά ευαίσθητου χαρακτήρα των κινήτρων του εφεσείοντος, επιδεικνύει ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη απόφαση της Αρχής, η απόφαση όμως αυτή καθ' εαυτή δεν επηρεάζει το κοινό, παρά μόνο παρεμπιπτόντως. Το θέμα ουσιαστικά έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μόνο για την Αρχήν αφ' ενός, ως μέσο εξαναγκασμού προς είσπραξη των οφειλομένων και για τον εφεσείοντα αφ' ετέρου, ως συμβαλλόμενο και επηρεαζόμενο καταναλωτή.Η εξουσία της Αρχής να διακόπτει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος δεν στηρίζεται στο imperium της, ούτε αποτελεί δημόσια εξουσία. Αποτελεί εξουσία που της παρέχεται και πηγάζει από τη σύμβαση που υπέγραψε με το συγκεκριμένο καταναλωτή. Ο Κανονισμός 19 που ενσωματώνεται στη σχετική συμφωνία δημιουργεί μονομερές συμβατικό δικαίωμα, το οποίο η Αρχή μπορεί
να ασκήσει χωρίς επηρεασμό των οποιωνδήποτε άλλων θεραπειών που διαθέτει προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού. Το ότι η σχέση διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι η Αρχή είναι υποχρεωμένη προς είσπραξη των οφειλόμενων να προσφύγει στα κοινά Δικαστήρια, αφού αντίθετα με τις διοικητικές πράξεις, για εφαρμογή των δικαιωμάτων της απαιτείται εκείνο που στο Ηπειρωτικό Ιδιωτικό Δίκαιο καλείται τίτλος εκτελεστός, ήτοι η ύπαρξη δικαστικής απόφασης. Με άλλα λόγια η Αρχή, παρά την ισχυρή πράγματι πίεση που εξασκεί με τη διακοπή της παροχής, δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να εισπράξει τα οφειλόμενα σ' αυτήν ποσά, παρά μόνο αν εξασφαλίσει δικαστική απόφαση. Η διακοπή παροχής από μόνη της δεν καταλήγει σε εξασφάλιση των συμβατικών της δικαιωμάτων.Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης της Αρχής δεν ήταν η προώθηση δημόσιου σκοπού, αλλά ο διακανονισμός και η προστασία των δικαιωμάτων της σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η απόφαση της Αρχής υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, αναπόφευκτα θα καταλήγαμε στην εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών όπως αναφύονται από τη συμβατική τους σχέση, εξέταση που εξ ίσου αναπόφευκτα θα κατέληγε σε απόφαση του Δικαστηρίου επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου εκπηγαζόντων δικαιωμάτων τους, έργο σαφώς εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (βλ.
The Freeshops Ltd. v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 2081, 2085)."
Στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια είχε, σύμφωνα με τη συμβατική της δέσμευση με την Αρχή, την υποχρέωση να προστατεύει το μετρητή που ήταν εγκατεστημένος στα υποστατικά της και να καταβάλλει έγκαιρα τα καθοριζόμενα ποσά. Η ενέργεια της Αρχής να καθορίσει το οφειλόμενο ποσό μετά την επέμβαση που διαπιστώθηκε στο
μετρητή της αιτήτριας, βασίζεται στο σχετικό Κανονισμό και πηγάζει από το χαρακτήρα της ιδιωτικής σύμβασης της αιτήτριας και της Αρχής. Η σύμβαση αυτή καθορίζει και το χαρακτήρα της σχέσης των διαδίκων που περιορίζεται στην άσκηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου. Η διαφορά που προέκυψε δεν απέβλεπε στην προώθηση δημόσιου σκοπού και δεν επηρέαζε το ευρύτερο κοινό. ΄Ηταν απλά μια διαφορά οικονομικής φύσης μεταξύ των διαδίκων που διέπεται από τις αρχές του ιδιωτικού δικαίου.Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ