ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 399
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 890/2000)
20 Μαΐου, 2004
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ'ων η αίτηση.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή ο Χριστόδουλος Χριστοδούλου (αιτητής) προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), σύμφωνα με την οποία του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της απόλυσης.
(α) Τα γεγονότα.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας διαδικασίας ο αιτητής κατείχε τη θέση του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Κατόπιν διαπίστωσης ότι προσωπικό του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων απασχολείτο στην υπό ανέγερση κατοικία του αιτητή κοντά στο χώρο του νέου ΓΣΠ στη Λευκωσία και της αστυνομικής έρευνας που επακολούθησε, προσάφθηκαν εναντίον του 11 κατηγορίες που αφορούσαν το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας από δημόσιο λειτουργό κατά παράβαση των άρθρων 4 και 105 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου, Ποινική Υπόθεση 26262 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας). Κατόπιν παραδοχής του ο αιτητής καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι μηνών. Ως αποτέλεσμα της κοινοποίησης της απόφασης προς την ΕΔΥ, η τελευταία ζήτησε τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 84(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (αρ. 1/90), κατά πόσο το αδίκημα για το οποίο ο αιτητής είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση ενείχε έλλειψη τιμιότητας ή ηθικής αισχρότητας. Κατόπιν της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα ότι το αδίκημα "οπωσδήποτε ενέχει έλλειψη τιμιότητας στα πλαίσια του άρθρου 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου", η ΕΔΥ κάλεσε τον αιτητή να υποβάλει τις θέσεις του (σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 84 του Νόμου 1/90) πριν από την επιβολή ποινής. Ο αιτητής εκπροσωπήθηκε με δικηγόρο ο οποίος πρόβαλε τις θέσεις του αιτητή υποβάλλοντας ότι η ΕΔΥ δεν ήταν υποχρεωμένη να επιβάλει πειθαρχική ποινή και ότι σε περίπτωση που κρινόταν ότι η επιβολή ποινής ήταν αναπόφευκτη, δεν θα έπρεπε να επιλεγόταν η ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης ή της απόλυσης. Η ΕΔΥ επεφύλαξε την απόφασή της και προτού εκδοθεί η απόφαση ο αιτητής απηύθυνε μέσω του Διευθυντή Φυλακών προς την ΕΔΥ επιστολή παραίτησης. Η ΕΔΥ πληροφόρησε τον αιτητή στις 11/3/99 ότι το αίτημά του δεν μπορούσε να εξεταστεί πριν από την επιβολή ποινής. Η ΕΔΥ τελικά του επέβαλε την ποινή της απόλυσης. Παραθέτω προς τούτο το σχετικό σκεπτικό:
"Ύστερα από αυτό, η Επιτροπή προχώρησε στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής που αρμόζει στις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής ενόψει του συνόλου των γεγονότων, χωρίς να επηρεάζεται καθόλου από την ισχυριζόμενη αναφορά ως προς τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Προς το σκοπό αυτόν η Επιτροπή εξέτασε με προσοχή τους ισχυρισμούς του κ. Αγγελίδη και σημείωσε τη σοβαρότητα όλων των κακουργημάτων που ο πελάτης του έχει παραδεχθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και που απέβλεπαν σε κέρδος και το γεγονός ότι ο καταδικασθείς ως Διευθυντής κατείχε την υψηλοτέρα βαθμίδα στην ιεραρχία των θέσεων του Τμήματος. Η Επιτροπή σημείωσε επίσης ότι ο δικηγόρος του Χριστοδούλου στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ποινική διαδικασία είχε καλέσει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη ότι, πρόσθετα με την καταδίκη που το Δικαστήριο θα επέβαλλε στον πελάτη του, αυτός θα τιμωρηθεί πειθαρχικά με σοβαρό κίνδυνο να χάσει τη σταδιοδρομία του και όλα τα συνταξιοδοτικά του δικαιώματα.
Έχοντας υπόψη τις πρόνοιες του σχετικού Νόμου, τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης, όπως εκτίθενται και στην απόφαση του Δικαστηρίου και όλα όσα ανέφερε ο κ. Αγγελίδης, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μόνη πειθαρχική ποινή που αρμόζει στην υπόθεση και που μπορεί να λειτουργήσει ως αποτρεπτική είναι η ποινή της απόλυσης από σήμερα, την οποία και αποφάσισε να επιβάλει στο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Χριστόδουλο, Διευθυντή του Τμήματος Ανάπτυξης Υδάτων. Ως συνέπεια της πειθαρχικής αυτής ποινής θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του σχετικού Νόμου, που προνοούν, μεταξύ άλλων, ότι η απόλυση συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων του λειτουργού με ειδική πρόνοια σ' ό,τι αφορά τη σύνταξη στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα πρόσωπα.
Περαιτέρω, η Επιτροπή, σημειώνοντας ότι ο Χριστοδούλου τελούσε σε διαθεσιμότητα από 27.5.98 μέχρι τις 29.12.98 που καταδικάστηκε σε φυλάκιση, αποφάσισε να μην επιστραφεί σ' αυτόν οποιοδήποτε μέρος των απολαβών του που είχε κατακρατηθεί κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητάς του."
(β) Οι λόγοι της προσφυγής.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ότι,
(i) Η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για παραίτηση.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το αίτημά του για παραίτηση που υποβλήθηκε μέσω του Διευθυντή Τμήματος Φυλακών στις 9/3/99 πριν από την απόφαση για την απόλυσή του, συνιστούσε ένα νόμιμο δικαίωμα προβλεπόμενο από το Νόμο (Ν. 1/90), που απορρίφθηκε από την ΕΔΥ "εσφαλμένα και υπό νομική πλάνη". Αμφισβητώντας δε τη βασιμότητα των λόγων για τους οποίους η ΕΔΥ έκρινε πως δεν ήταν δυνατή η εξέταση του αιτήματος με τον τρόπο και κατά το χρονικό σημείο που υποβλήθηκε, εισηγήθηκε ότι υπήρξαν "μεροληπτικές ενέργειες για αλλότριο σκοπό" με στόχο τη "βάναυση και βαρύτατη" τιμωρία του. Όπως ορθότατα υποδείχθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο της ΕΔΥ, η προσβαλλόμενη στην προκείμενη περίπτωση πράξη είναι η πειθαρχική ποινή της απόλυσης που επιβλήθηκε στον αιτητή στις 11/3/99 και συνεπώς ο έλεγχος νομιμότητας των ενεργειών της ΕΔΥ περιορίζεται στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η μη αποδοχή της παραίτησης του αιτητή αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής Χριστόδουλος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 522/99, της 13/9/2000, στην οποία αποφασίστηκε ότι η σχετική απόφαση της ΕΔΥ δεν αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν περιείχε τη βούληση της πάνω στην ουσία του αιτήματος. Σημειώνεται παρεμπιπτόντως ότι με το αιτητικό της προσφυγής του στην υπόθεση 522/99, όπως είχε αρχικά διατυπωθεί, ο αιτητής ζητούσε την ακύρωση τόσο της απόφασης για μη αποδοχή της παραίτησής του, όσο και της ποινής της απόλυσης. Ως αποτέλεσμα διατάχθηκε από το Δικαστήριο στις 16/6/2000 ο διαχωρισμός των αιτούμενων θεραπειών και έτσι το αίτημα για την ποινή της απόλυσης διαχωρίστηκε και αποτελεί το επίδικο θέμα της παρούσας διαδικασίας. Επομένως οι ισχυρισμοί που αφορούν στη στάση της ΕΔΥ έναντι του αιτήματος παραίτησης του αιτητή είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι.
(ii) Η ποινή της απόλυσης ήταν υπέρμετρα επαχθής και δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις και η ΕΔΥ μπορούσε να επιλέξει, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειάς της, μια άλλη κύρωση που δεν θα είχε τις καταστρεπτικές και επιζήμιες για τα οικονομικά συμφέροντα του αιτητή, επιπτώσεις που επιφέρει η ποινή της απόλυσης.
Εκ μέρους της ΕΔΥ υποβλήθηκε ότι η ΕΔΥ κινήθηκε μέσα στα πλαίσια των προνοιών του άρθρου 79 του Νόμου 1/90 το οποίο προβλέπει την επιβολή δέκα πειθαρχικών ποινών, μεταξύ των οποίων και η απόλυση και ότι η ποινή που επιβλήθηκε ενέπιπτε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη το σύνολο των γεγονότων, συμπεριλαμβανομένων των όσων προβλήθηκαν από το δικηγόρο του αιτητή, όπως επίσης τη σοβαρότητα του αδικήματος και όλες τις πιθανές επιπτώσεις της ποινής που επιβλήθηκε. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω θα πρέπει να λεχθεί ότι σύμφωνα με την απόφαση Republic v. Mozoras (1970) 3 CLR 210, η επιλογή της ποινής δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Η απόφαση Mozoras υιοθετήθηκε στις υποθέσεις Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 508 και Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 778, στην οποία αφού εκτέθηκαν τα όρια του δικαστικού ελέγχου που είναι δυνατό να ασκηθεί, τονίσθηκε ότι,
"Η θέση της νομολογίας στο συζητούμενο θέμα έχει επαναβεβαιωθεί πρόσφατα από την Ολομέλεια στην Α.Ε. 1389 Ανδρέας Αζίνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 20.7.99. Εκδίδοντας την απόφαση ο Π. Αρτέμης Δ. αναφέρει:
«Έχει ....... νομολογηθεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος να ελέγχει, μεταξύ άλλων, την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής.»
(
Republic v. L. Georghiades (1972) 3 CLR 594, Θεοδωρίδης ν. Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Α.Ε. 801, ημερομηνίας 16/6/1989 και Παπαφώτης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 411 ημερομηνίας 30/5/1989)."
Στην παρούσα περίπτωση η εισήγηση ότι η ποινή ήταν υπέρμετρα επαχθής δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επέμβασης από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Το θέμα έχει ήδη εξεταστεί και αποφασιστεί νομολογιακά σε ένα μεγάλο αριθμό υποθέσεων. Η εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Το άρθρο 84 του Νόμου 1/90 δεν προβλέπει τη δυνατότητα τερματισμού της υπαλληλικής σχέσης.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 84 του Ν. 1/90, σε περίπτωση καταδίκης υπαλλήλου για αδίκημα που ενέχει "έλλειψη τιμιότητας" η ΕΔΥ προχωρεί στη διαδικασία επιβολής πειθαρχικής ποινής, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 84,
"84.-(1) Όταν δημόσιος υπάλληλος καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, είτε η καταδίκη επικυρωθεί ύστερα από έφεση είτε δεν ασκηθεί έφεση η Επιτροπή λαμβάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα αντίγραφο των πρακτικών της διαδικασίας του δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση και του δικαστηρίου στο οποίο τυχόν ασκήθηκε έφεση.
(2) Μέσα σε προθεσμία που θα καθοριστεί, μέχρις ότου δε η προθεσμία αυτή καθοριστεί μέσα σε δυο εβδομάδες από τη λήψη του αντίγραφου των πρακτικών της διαδικασίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή ζητά τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά πόσο το αδίκημα ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αποφαίνεται πάνω σ' αυτό το γρηγορότερο και σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης η Επιτροπή, χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης και αφού δώσει στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο την ευκαιρία να ακουστεί, προβαίνει στην επιβολή της πειθαρχικής ποινής την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις."
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι υπήρξε παράλειψη της ΕΔΥ να ενημερώσει το Γενικό Εισαγγελέα περί της υποβολής του αιτήματος παραίτησης, ότι η ΕΔΥ απεμπόλησε τη διακριτική της εξουσία και την αποφασιστική της αρμοδιότητα ενεργώντας ως απλή σφραγίδα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα σε σχέση με τη φύση του αδικήματος και ότι, επέβαλε, χωρίς να ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει, την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, πειθαρχική ποινή που επέφερε τη λύση της υπαλληλικής σχέσης. Το άρθρο 84 του Ν. 1/90, συνεχίζει η σχετική εισήγηση, δεν παρείχε στην ΕΔΥ την εξουσία επιβολής της ποινής της απόλυσης.
Οι πιο πάνω εισηγήσεις είναι παντελώς αβάσιμες. Η ΕΔΥ ενήργησε μέσα στη διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 84, ζητώντας τις απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα προτού προχωρήσει στην επιβολή της ποινής.
Αναφορικά με την παραίτηση του αιτητή θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αρμοδιότητα εξέτασης αιτημάτων παραίτησης εκ μέρους δημοσίων υπαλλήλων, όπως και οι προϋποθέσεις υποβολής και αποδοχής τους, καθορίζονται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν. 1/90) και πιο συγκεκριμένα από το άρθρο 53 του Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί από τους Νόμους 27(1)/94 και 60(1)/96. Η διαδικασία επίσης διέπεται από τον Κανονισμό 30 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών Κανονισμών) του 1991 (ΚΔΠ 98/91). Η εξουσία εξέτασης αιτήσεων παραίτησης επαφίεται, σύμφωνα με το πιο πάνω νομικό πλαίσιο, στην ΕΔΥ χωρίς να προβλέπεται εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα.
Αναφορικά με την εισήγηση του αιτητή, σύμφωνα με την οποία η ΕΔΥ δεν ήταν υποχρεωμένη να υιοθετήσει την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, για τη φύση του αδικήματος, έχει νομολογηθεί πως η γνωμάτευση που δίνεται μέσα στα πλαίσια του άρθρου 84, έχει δεσμευτικό χαρακτήρα. Παρόμοιοι ισχυρισμοί εγέρθηκαν στην απόφαση Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2551, της 25/9/2000, όπου το ζήτημα αντιμετωπίσθηκε ως ακολούθως:
"Υποστηρίχτηκε πρωτοδίκως πως η ΕΔΥ ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 84. Κατά την εισήγηση, το άρθρο 84 δεν καθιστά δεσμευτική τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα η οποία, εν πάση περιπτώσει, ήταν εσφαλμένη και αναιτιολόγητη. Ο συνάδελφός μας, αφού σημείωσε πως δεν εγειρόταν ζήτημα συνταγματικής φύσης, έκρινε ως εξής:
«Κατά την κρίση μου, η άποψη της ΕΔΥ περί της δεσμευτικότητας της γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα είναι ορθή. Η πρόνοια στο εδάφιο 2 του άρθρου 84 ότι ο Γενικός Εισαγγελέας "αποφαίνεται" και ότι "σε περίπτωση καταφατικής γνωμοδότησης" η ΕΔΥ προχωρεί "χωρίς περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης" προσδιορίζει με σαφήνεια το καθεστώς και δεν αφήνει χώρο για άλλη ερμηνεία.» ................. Το κυρίαρχο εν προκειμένω είναι η νομοθετική διάταξη που διέπει το θέμα και, σε πλήρη συμφωνία προς την πρωτόδικη απόφαση, κρίνουμε πως σαφώς η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα είναι, στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης, δεσμευτική για την ΕΔΥ."
Επομένως, η ΕΔΥ ορθά έκρινε ότι δεσμευόταν, ως προς τη φύση του αδικήματος, από τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα και προχώρησε, χωρίς άλλες διατυπώσεις, όπως ορίζει το άρθρο 84, στη διαδικασία επιβολής ποινής. Είχε την ευχέρεια να επιλέξει την πειθαρχική ποινή "την οποία θα δικαιολογούσαν οι περιστάσεις". Ανάμεσα στις προβλεπόμενες στο άρθρο 79 ήταν, όπως ήδη επισημάνθηκε, και αυτή της απόλυσης. Η ΕΔΥ έχει επομένως ενεργήσει νόμιμα κατά την ενάσκηση των εξουσιών της με βάση το άρθρο 84.
(iv) Επιβολή "διπλής ποινής" για το ίδιο αδίκημα, χωρίς πειθαρχική δίκη και κατά παράβαση του άρθρου 12.2 του Συντάγματος.
Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι ο τελευταίος έχει τιμωρηθεί διπλά για το παράπτωμα του, κατά παράβαση μάλιστα του άρθρου 12.2 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει την αρχή ότι "ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου δια το αυτό αδίκημα" και ότι "ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης, προεκλήθη θάνατος". Εφόσον ο αιτητής είχε ήδη τιμωρηθεί από το Ποινικό Δικαστήριο, υποβλήθηκε ότι η ποινή της απόλυσης με την παρεπόμενη συνέπεια της απώλειας των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί πειθαρχική δίκη, συνιστούσε διπλή καταδίκη. Προς τούτο ο δικηγόρος του αιτητή επικαλέστηκε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Azina v. Cyprus, 566679/00, της 20/6/2002, με την εισήγηση ότι η στέρηση της σύνταξης ως συνεπακόλουθο της επιβληθείσας ποινής της απόλυσης, αποτελεί δεύτερη "εξαιρετικά καταστρεπτική" και ανεπίτρεπτη ποινή.
Εκ μέρους της ΕΔΥ έχει υποβληθεί ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την απόφαση
Azinas γιατί σε εκείνη την περίπτωση το υπό εξέταση ζήτημα ήταν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και μόνο, ενώ στην προκείμενη περίπτωση το αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι η νομιμότητα της επιβληθείσας ποινής της απόλυσης. Επιπρόσθετα έχει υποβληθεί ότι δεν αμφισβητήθηκε στην απόφαση στην Azinas το δικαίωμα της ΕΔΥ να προχωρήσει στην επιβολή πειθαρχικής ποινής, πέραν της ποινής που επιβλήθηκε στον αιτητή μετά την ποινική του καταδίκη και είναι παραδεκτό με επιφύλαξη ότι παραμένει ανοικτό το ενδεχόμενο, με βάση το απόφθεγμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην Azinas, να διεκδικήσει ο αιτητής τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα. Οι θέσεις της ΕΔΥ είναι ορθές. Αρχικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία επιβολής πειθαρχικής ποινής με βάση το άρθρο 84, δεν προϋποθέτει, σε περίπτωση αδικήματος που ενέχει έλλειψη τιμιότητας, πειθαρχική δίκη. Ο Νόμος είναι σαφέστατος. Η ΕΔΥ προβαίνει "χωρίς περαιτέρω έρευνα" μετά την ποινική καταδίκη και τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, στην επιβολή πειθαρχικής ποινής, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο. Το άρθρο 79(7) του Ν. 1/90 ορίζει ότι,"(7) Η απόλυση συνεπάγεται απώλεια όλων των ωφελημάτων αφυπηρέτησης:
Νοείται ότι στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα, αν υπάρχουν, υπαλλήλου που απολύθηκε, καταβάλλεται σύνταξη, σαν αυτός να είχε πεθάνει κατά την ημερομηνία της απόλυσής του, που θα υπολογίζεται πάνω στη βάση των πραγματικών ετών υπηρεσίας του."
Η επιβολή της ποινής της απόλυσης προκύπτει από την ορθή εφαρμογή του Νόμου. Η προηγούμενη ποινική καταδίκη δεν εμπόδιζε την πειθαρχική τιμωρία του αιτητή, αφού πρόκειται για δύο ξεχωριστές διαδικασίες. Αυτό τονίσθηκε εξάλλου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην
Azinas, par. 43:"The Court does not doubt that it was necessary for the national authorities to take disciplinary measures in addition to the criminal conviction of the applicant."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Το Δικαστήριο δεν αμφιβάλλει ότι ήταν αναγκαίο για τα εθνικά όργανα να πάρουν πειθαρχικά μέτρα επιπρόσθετα από την ποινική καταδίκη του αιτητή."
Συνεπώς δεν επρόκειτο για περίπτωση διπλής τιμωρίας του αιτητή. Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, η απόρριψη της προσφυγής με την οποία αμφισβητείτο η νομιμότητα της απόφασης για την απόλυσή του, είναι αναπόφευκτη αφού δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε ελαττωματικό κατά την εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών διατάξεων από την ΕΔΥ.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ