ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκ. Υπ. Αρ.955/01, 999/01, 1000/01 1009/01, 1020/01, 1088/01, 1089/01
22 Απριλίου, 2004
[ ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
Yπ. Αρ. 955/01
Αναστασία Κασπαρή,
Αιτητές< /FONT>,
ν
.Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
- - - - - - -
Υπ. Αρ. 999/01
Αιτητές,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
Υπ. Αρ. 1000/01
ΑΡΕΣΤΕΙΑ ΑΣΠΡΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - -
Υπ. Αρ. 1009/01
ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - -
Υπ. Αρ. 1020/01
ΜΑΡΙΑ ΔΟΥΛΑΠΠΑ ΛΟΙΖΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - -
Υπ. Αρ. 1088/01
ΑΝΤΩΝΙΑ Μ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - -
Υπ. Αρ. 1089/01
ΑΝΤΩΝΙΑ Μ. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ης η αίτηση.
- - - - -
Α. Κωνσταντίνου
, για την αιτήτρια στην 955/01Α.Σ. Αγγελίδης, για αιτητή στις 999/01, 1000/01 και 1020/01
Μ. Κυπριανού, για αιτητή στη 1009/01
Κυριακόπουλος, για αιτητές στις 1088/01 και 1089/01
Ρ. Παπαέτη, για καθ΄ων η αίτηση
Χ. Παπαφώτη για Δ. Παπαδόπουλο, για ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Φιλοκύπρου Ιωάννου σε όλες τις προσφυγές εκτός στη 1088/01
Γ. Νικολαϊδης
για Λ. Παπαφιλίππου, για ενδιαφερόμενο μέρος 5 στη 999/01, ενδιαφερόμενο μέρος 1 στη 1000/01 και ενδιαφερόμενο μέρος 7 στη 1020/01Ν. Παρτασίδου για Α. Τριανταφυλλίδη, για ενδιαφερόμενα μέρη Ι. Θεοδοσίου και Ε.Χ" Σάββα
Α. Ευσταθίου, για ενδιαφερόμενο μέρος Γ. Κουρτέλλα σε όλες τις προσφυγές εκτός των 955/01 και 1088/01
Σ. Νικολάου για Α. Παπαχαραλάμπους, για ενδιαφερόμενα μέρη Νικολάου, Τοουλιά και Παπαδοπούλου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με απόφασή της ημερομηνίας 22.8.01 επέλεξε για διορισμό στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 2ης τάξης στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οίκησης τους Αλκείδη Κωνσταντίνο, Θεοδοσίου Ιφιγένεια, Ιωάννου-Φιλοκύπρου Μαρία, Κουρτέλλα Γεωργία, Νικολάου Νεοφυτούλλα, Παπαδοπούλου Μάρω, Χατζησάββα Ειρήνη και Τοουλιά Μαίρη. Προσβάλλεται ο διορισμός και των οκτώ ως εξής: Με την προσφυγή 955/01 όλων, πλην των Αλκείδη και Κουρτέλλα. Με την προσφυγή 999/01 όλων, πλην των Νικολάου και Τοουλιά. Με την προσφυγή 1000/01 όλων, πλην της Παπαδοπούλου. Με την προσφυγή 1009/01 όλων, πλην των Αλκείδη, Παπαδοπούλου και Τοουλιά. Με την προσφυγή 1020/01 όλων. Με την προσφυγή 1088/01 της Παπαδοπούλου. Με την προσφυγή 1089/01 των Θεοδοσίου, Ιωάννου-Φιλοκύπρου, Κουρτέλλα και Χατζησάββα.
Δημοσιεύτηκαν οκτώ θέσεις Λειτουργού Πολεοδομίας 2ης τάξης, οι οποίες είναι θέσεις πρώτου διορισμού. Σύμφωνα με τη δημοσίευση, οι ανάγκες της υπηρεσίας απαιτούσαν οι υποψήφιοι να κατείχαν για τις επτά θέσεις τα προσόντα που καθορίζονται στις παραγράφους 3(1)(α) ή (β) του σχεδίου υπηρεσίας και για τη μια θέση τα προσόντα που καθορίζονται στην παράγραφο 3(1)(δ), που προνοούν τα ακόλουθα:
«3(1)(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος στην Πολεοδομία ισότιμο με δίπλωμα ή τίτλο Πανεπιστημίου του Ηνωμένου Βασιλείου ή μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου Πολεοδομίας του Ηνωμένου Βασιλείου ή άλλου Επαγγελματικού Ιδρύματος αναγνωρισμένου ως ισότιμου
ή
(β) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος που να επιτρέπει στον κάτοχό του να εγγραφεί ως Αρχιτέκτονας ή Πολιτικός Μηχανικός σύμφωνα με τον περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμο
ή
(γ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
ή
(δ) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος στις Οικονομικές Επιστήμες, τη Γεωγραφία, την Κοινωνιολογία ή άλλο θέμα αποδεκτό για εισδοχή για μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολεοδομία.»
Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε, αφού εξέτασε τα προσόντα των 314 υποψηφίων, έκρινε ότι 290 κατείχαν τα προσόντα των παραγράφων 3(1)(α) ή (β) και (δ) που τους επέτρεπαν να είναι υποψήφιοι τόσο για τη μια θέση όσο και για τις υπόλοιπες επτά και 24 κατείχαν τα προσόντα της παραγράφου 3(1)(δ) που τους επέτρεπαν να είναι υποψήφιοι για τη μια θέση.
Στη συνέχεια κάλεσε τους υποψηφίους σε γραπτή και προφορική εξέταση. Αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα των εξετάσεων, τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αποφάσισε να περιλάβει στον προκαταρκτικό κατάλογο
32 υποψηφίους. Σ΄αυτούς περιλαμβάνονταν τα ΕΜ, η αιτήτρια Κασπαρή Αναστασία (προσφυγή 955/01), οι αιτητές Ιακωβίδης Φραντζέσκος και Παπαευτυχίου Ευτύχιος (προσφυγή 999/01) και η αιτήτρια Θεοδοσίου Αντωνία (προσφυγές 1088/01 και 1089/01). Οι 32 αυτοί υποψήφιοι διεκδικούσαν και τις οκτώ θέσεις.Η ΕΔΥ επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης των θέσεων στη συνεδρία της ημερομηνίας 9.7.01. Αφού εξέτασε τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα ενώπιόν της στοιχεία, προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου. Σ΄αυτόν περιλαμβάνονταν όλοι οι υποψήφιοι του προκαταρκτικού καταλόγου καθώς ακόμα μια υποψήφια, η Λοϊζίδου Μαρία Στεφάνου, με βάση τις πρόνοιες των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997 και 1998 (Ν. 55(1)/97 και τροποποιητικός Ν. 100(1)/98).
Ακολούθως η ΕΔΥ κάλεσε σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οίκησης, ο οποίος προέβη σε αξιολόγηση της απόδοσής τους.
Αποφάσισε να εφαρμόσει τις πρόνοιες των Νόμων 55(1)/97 και 100(1)/98 για μια από τις οκτώ θέσεις. Καλύπτονταν από τους Νόμους αυτούς οι υποψήφιες Τοουλιά Μαίρη (ΕΜ) και Λοϊζίδου Μαρία Στεφάνου. Μετά από σύγκριση των δύο υποψηφίων, η ΕΔΥ επέλεξε την Τοουλιά Μαίρη, η οποία είχε ψηλότερη βαθμολογία κατά τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αξιολογήθηκε από την ΕΔΥ κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση σε ψηλότερο επίπεδο.
Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι οι επτά υποψήφιοι που αναφέρθηκαν πιο πάνω υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε για διορισμό.
Προσφυγή 955/01
Η αιτήτρια Κασπαρή στην 955/01 πρόβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς: Ισχυρίστηκε ότι το ΕΜ Τοουλιά δεν κατείχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο και ότι λανθασμένα τέθηκε στο σχέδιο υπηρεσίας η σημείωση ότι ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο. Είναι η θέση της ότι, αφού δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα, λανθασμένα εφαρμόστηκαν οι Νόμοι 55(1)/97 και 100(1)/98. Πρόβαλε περαιτέρω ότι οι Νόμοι αυτοί κηρύχθηκαν αντισυνταγματικοί από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η Ολομέλεια στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένης Κωνσταντίνου, Α.Ε. 3385, ημερομηνίας 26.9.02, κήρυξε ως αντισυνταγματικό το άρθρο 3 των Νόμων αυτών. Κρίθηκε στην υπόθεση αυτή ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 28 του Συντάγματος αποκλείει κάθε διάκριση για οποιοδήποτε λόγο, μη ρητά προβλεπόμενη από το Σύνταγμα.
Η εφαρμογή του άρθρου 3 των Νόμων με βάση το οποίο η ΕΔΥ προέβη στην επιλογή του ΕΜ Τοουλιά πλήττει το κύρος της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης αυτής και κατά συνέπεια πρέπει να ακυρωθεί η απόφαση της ΕΔΥ εν μέρει, όσο αφορά την επιλογή για διορισμό του ΕΜ Τοουλιά. Η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση συμφωνεί με την ακύρωση του διορισμού αυτού. Εν όψει της κατάληξής μου αυτής η εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών που αφορούν το ΕΜ αυτό περιττεύει.
Πρόβαλε περαιτέρω η αιτήτρια της προσφυγής 955/01, ότι η έρευνα στην οποία προέβη η ΕΔΥ για να διαπιστώσει αν το ΕΜ Παπαδοπούλου κατείχε την απαιτούμενη καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας ήταν ελλιπής. Ανέφερε ότι ίσως η ΕΔΥ θεώρησε ως τεκμήριο κατοχής του απαιτούμενου επιπέδου το απολυτήριο γυμνασίου. Παρέπεμψε στο φάκελο του ΕΜ, στον οποίο δεν υπάρχει αντίγραφο του απολυτηρίου παρά μόνο βεβαίωση του Υπουργείου παιδείας, στην οποία αναφέρεται ότι το εν λόγω ΕΜ αποφοίτησε από το Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου και πέτυχε στις προεισαγωγικές εξετάσεις του Ιουλίου 1974 για τον Πολυτεχνικό κύκλο.
Οι δικηγόροι του ΕΜ ανέφεραν ότι το απολυτήριο του ΕΜ χάθηκε λόγω της Τουρκικής Εισβολής και ότι ενώπιον της ΕΔΥ υπήρχε η βεβαίωση που αναφέρθηκε.
Η ΕΔΥ καθιέρωσε αποδεκτά τεκμήρια για γνώση της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας σε απαιτούμενα από σχέδια υπηρεσίας επίπεδα. Η απόφασή της αυτή κοινοποιήθηκε σε όλη τη Δημόσια Υπηρεσία με σχετική εγκύκλιο της. Όσο αφορά την «καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας» το τεκμήριο που έχει καθιερωθεί είναι απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης.
Θεωρώ ότι η ΕΔΥ νόμιμα καθιέρωσε τέτοιο κριτήριο. Δε διαπίστωσα ελλιπή έρευνα. Η ΕΔΥ, αφού εξέτασε τα προσόντα των υποψηφίων, υιοθέτησε τη θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι ορισμένοι υποψήφιοι κατείχαν το απαιτούμενο επίπεδο της αγγλικής γλώσσας με βάση τα στοιχεία που υπέβαλαν στην αίτησή τους και υπέβαλε σε εξέταση εκείνους που δεν κατείχαν αποδεικτικά στοιχεία. Ορθά έγινε αποδεκτή η βεβαίωση του Υπουργείου Παιδείας, την οποία, αφού υπήρχε στο φάκελο του ΕΜ, θεωρώ ότι η ΕΔΥ έλαβε υπόψη. Η αιτήτρια έχει το βάρος να πείσει το Δικαστήριο ότι το εν λόγω ΕΜ δεν κατείχε το προσόν αυτό, για να ανατρέψει το τεκμήριο. Δεν το έχει πετύχει και συνεπώς ο σχετικός λόγος ακύρωσης πρέπει να απορριφθεί. (Βλ. Μαίρη Αλετράρη Κοντού ν. Κυπριακή Δημοκρατία, προσφυγή 1344/00, 18.4.02).
Ισχυρίστηκε ακολούθως η αιτήτρια, ότι η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο για επιλογή. Θα αφήσω την εξέταση του ισχυρισμού αυτού στη συνέχεια, αφού εξετάσω προηγουμένως τον ισχυρισμό που πρόβαλαν άλλοι αιτητές, ότι πάσχει η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να αποδώσει μονάδες στους υποψηφίους για την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση, καθώς και για τα προσόντα και την πείρα τους ως αναιτιολόγητη.
Προσφυγή 999/01
Οι αιτητές Ιακωβίδης και Παπαευτυχίου στην προσφυγή 999/01, πρόβαλαν ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν προέβη σε έρευνα για την κατοχή από τους υποψηφίους του πλεονεκτήματος της πείρας της παραγράφου 4 του σχεδίου υπηρεσίας, που προνοεί τα ακόλουθα:
«πείρα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα».
Είναι η θέση τους ότι οι ίδιοι είχαν το πλεονέκτημα αυτό.
Ανέφεραν ότι συνήψαν συμφωνία με την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για παροχή υπηρεσιών συμβούλου αρχιτέκτονα για συγκεκριμένα δημόσια έργα. Ο δικηγόρος του αιτητή Ιακωβίδη επισύναψε στη γραπτή αγόρευσή του αντίγραφο της συμφωνίας παροχής υπηρεσιών συμβούλου αρχιτέκτονα για την ετοιμασία ανάθεσης και παρακολούθησης της μελέτης των επεκτάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε ιδιώτη μελετητή από το Σεπτέμβρη 2000 μέχρι το Σεπτέμβρη 2002 που ο αιτητής υπέγραψε καθώς και αντίγραφο της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για την ανάθεση καθηκόντων συμβούλου αρχιτέκτονα στην ομάδα διεύθυνσης του έργου του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο πλαίσιο των όρων απασχόλησης της αναφερθείσας συμφωνίας. Επισύναψε επίσης αντίγραφο της συμφωνίας παροχής συμβούλου αρχιτέκτονα για τα νέα έργα στην αστυνομία και τις επεκτάσεις των υφισταμένων κτιρίων από τον Οκτώβριο 2000 μέχρι τον Οκτώβριο 2002 που υπέγραψε ο αιτητής Παπαευτυχίου.
Είναι σωστή η θέση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι οι συμφωνίες, τις οποίες συνήψαν οι αιτητές με την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι συμφωνίες ιδιωτικού δικαίου για τη διεκπεραίωση συγκεκριμένων όρων
. δεν αποτελούν διορισμό με έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως απαιτεί η παράγραφο 2 του σχεδίου υπηρεσίας.Πέραν τούτου αξιοσημείωτοι είναι οι όροι μίσθωσης της συμφωνίας, οι οποίοι καθορίζουν:
«3.4 Ο Αρχιτέκτονας δεν θα υπάγεται σε οποιουσδήποτε όρους υπηρεσίας δημοσίων υπαλλήλων και δεν θα υπάγεται ιεραρχικά σε οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο.
Ορθά δε θεωρήθηκε η πείρα αυτή των αιτητών ως πλεονέκτημα με βάση την παράγραφο 4, αφού δεν αποκτήθηκε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση ή σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία και έτσι πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός.
Πρόβαλαν στη συνέχεια οι αιτητές ότι ο Διευθυντής του Τμήματος αναρμόδια προέβη σε κρίση για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.
Η διαδικασία για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού διέπεται από το άρθρο 33 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90). Καθορίζεται στην παράγραφο 10 του άρθρου αυτού ότι η ΕΔΥ μπορεί να βοηθείται κατά την προφορική εξέταση από λειτουργό ή λειτουργούς, οι οποίοι λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.
Προκύπτει ότι η παρουσία του Διευθυντή και η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων ήταν νόμιμη. Δεν αποτέλεσε κριτήριο επιλογής παρά μόνο παράγοντα για τη μόρφωση της κρίσης της ΕΔΥ για την απόδοση των υποψηφίων.
Θα εξετάσω σε μεταγενέστερο στάδιο τον ισχυρισμό τους ότι η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ κατέστη το αποφασιστικό κριτήριο για επιλογή, όπως αναφέρθηκε και στην προσφυγή 955/01.
Προσφυγή 1000/0
1Η αιτήτρια Ασπρίδου πρόβαλε ότι πάσχει η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να ετοιμάσει ένα κατάλογο με 32 υποψηφίους που διεκδικούσαν τις οκτώ θέσεις. Έπρεπε, υποστήριξε, να ετοιμάσει δύο καταλόγους
. στον ένα να περιλαμβάνονταν 28 υποψήφιοι για τις επτά θέσεις και στον άλλο 4 υποψήφιοι για τη μια θέση. Η ίδια ήταν υποψήφια με βάση τα προσόντα της παραγράφου 3(1)(δ) του σχεδίου υπηρεσίας.Η Συμβουλευτική Επιτροπή κατάρτισε δύο καταλόγους. Στον ένα περιλαμβάνονταν 290 υποψήφιοι που κατείχαν τα προσόντα των παραγράφων 3(1)(α) ή (β) και (δ), που τους καθιστούσαν υποψήφιους τόσο για τη μια θέση όσο και για τις υπόλοιπες επτά. Στον άλλο περιλαμβάνονταν 24 υποψήφιοι που κατείχαν τα προσόντα της παραγράφου 3(1)(δ), που τους καθιστούσαν υποψήφιους για τη μια θέση. Ακολούθως, αφού έλαβε υπόψη της τα ενώπιόν της στοιχεία, περιέλαβε 32 υποψηφίους στον προκαταρκτικό κατάλογο. Η ΕΔΥ ζήτησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή να κατονομάσει εκείνους που διεκδικούσαν τις επτά θέσεις και εκείνους που διεκδικούσαν τη μία. Η Συμβουλευτική Επιτροπή διευκρίνισε ότι οι 32 υποψήφιοι του προκαταρκτικού καταλόγου περιλαμβάνονται στους 290 υποψήφιους που κατέχουν τα προσόντα που τους καθιστούν υποψήφιους τόσο για τη μια θέση όσο και για τις υπόλοιπες επτά και συνεπώς διεκδικούν και τις οκτώ θέσεις.
Κρίνω ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν νόμιμη.
Προβλήθηκε στη συνέχεια ότι πάσχει η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να αποδώσει μονάδες στους υποψηφίους για την απόδοσή τους στην προφορική εξέταση καθώς και για τα προσόντα και την πείρα τους. Τον ισχυρισμό αυτό πρόβαλαν οι αιτήτριες Νικολαϊδου στην προσφυγή 1009/01, Δουλαππά Λοϊζίδου στην προσφυγή 1020/01 και Α. Θεοδοσίου στις προσφυγές 1088/01 και 1089/01.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να βαθμολογήσει την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιόν της με 40 μονάδες. Παραχώρησε στους υποψηφίους μονάδες με βάση την κρίση που είχε για τον καθένα από την εξέταση αυτή και προέβη στους χαρακτηρισμούς «εξαίρετος», «σχεδόν εξαίρετος», «πάρα πολύ καλός», «καλός», «σχεδόν καλός».
Η Ολομέλεια στην υπόθεση Πούρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2847, ημερομηνίας 30.4.01, έκρινε ότι η νομολογία δε δικαιολογεί την άποψη ότι πρέπει να αναγράφεται το περιεχόμενο (δηλαδή ερωτήσεις-απαντήσεις) της προφορικής εξέτασης. Ο νόμος απαιτεί ρητή αιτιολογία της γενικής εντύπωσης. Στην Δημοκρατία ν. Ευθυμίου, (1993) 3 Α.Α.Δ. 485, υποδείχθηκε ότι πρέπει να δίνονται οι λόγοι για τη γενική εντύπωση. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη σελίδα 489:
«Αντικείμενο της αιτιολόγησης είναι η παροχή των λόγων για τη μόρφωση της «Α» ή της «Β» γενικής εντύπωσης. Η αιτιολόγηση έγκειται στον προσδιορισμό των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που δικαιολογούν τη βαθμολογία η οποία αποδίδεται. Όπως στη γραπτή έτσι και στην προφορική εξέταση το αντικείμενο της αξιολόγησης είναι οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβάλλονται και η διάρθρωσή τους.»
Ούτε ο νόμος ούτε η νομολογία απαιτούν η απαίτηση για αιτιολογία να επεκτείνεται πέραν της γενικής εντύπωσης, ώστε να καλύπτει και τα όσα το όργανο που διενήργησε την προφορική εξέταση θεώρησε από άποψης βαθμολόγησης πως συνέθεταν τα επί μέρους για να δικαιολογήσουν τη γενική εντύπωση.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να βαθμολογήσει τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων με 10 μονάδες. Κατάρτισε κατάλογο στον οποίο καταγράφονται τα προσόντα και η πείρα και η βαθμολογία που τους αποδόθηκε. Η αξιολόγηση τους ανήκει στο διοικητικό όργανο. Οι μονάδες που δόθηκαν υποστηρίζονται από τη λεπτομερή καταγραφή των προσόντων και της πείρας.
Εν πάση περιπτώσει όμως, η προβολή του ισχυρισμού αυτού δεν ωφελεί τους αιτητές λόγω της μεγάλης διαφοράς της συνολικής βαθμολογίας γραπτής και προφορικής εξέτασης που συγκέντρωσαν τα ΕΜ σε σχέση με αυτή των αιτητών, με εξαίρεση τη βαθμολογία του ΕΜ Ιωάννου-Φιλοκύπρου, που ήταν η ίδια με αυτή της αιτήτριας Θεοδοσίου και τη βαθμολογία του ΕΜ Νικολάου που ήταν ελαφρώς χαμηλότερη από αυτή της αιτήτριας Α. Θεοδοσίου, της οποίας όμως δεν προσβάλλει το διορισμό. Η αιτήτρια Θεοδοσίου, όμως, περιλαμβανόταν στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και συνεπώς η προβολή του ισχυρισμού αυτού δεν την ωφελεί.
Εξέτασα τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από τους αιτητές Κασπαρή, Ιακωβίδη και Παπαευτυχίου, ότι η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ ήταν το αποφασιστικό κριτήριο για επιλογή και ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει από αοριστία.
Από το σχετικό πρακτικό της ΕΔΥ προκύπτει ότι έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της γραπτής και της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξάχθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοσή τους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.
Από τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου διαπίστωσα ότι τα ΕΜ εξασφάλισαν ψηλότερη συνολική βαθμολογία από τους αιτητές που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο στη γραπτή και προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ τα ΕΜ Αλκείδης, Ιωάννου-Φιλοκύπρου, Κουρτέλλα, Νικολάου και Χατζησάββα αξιολογήθηκαν ως εξαίρετα. Τα ΕΜ Θεοδοσίου και Παπαδοπούλου ως σχεδόν εξαίρετα. Οι αιτητές Κασπαρή, Ιακωβίδης, Παπαευτυχίου και Α. Θεοδοσίου ως πολύ καλοί. Οι υπόλοιποι αιτητές, όπως προκύπτει από τα γεγονότα που παρέθεσα δεν περιλαμβάνονταν στον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ούτε στον τελικό κατάλογο της ΕΔΥ.
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η ΕΔΥ, αφού ανέφερε τα κριτήρια τα οποία έλαβε υπόψη για την επιλογή των ΕΜ, προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων και διαπίστωσε ότι τα ΕΜ υπερείχαν των άλλων υποψηφίων. Οι αιτητές δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους ότι η απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ ήταν το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό
ότι η απόφαση της ΕΔΥ πάσχει από αοριστία.Προσφυγή 1020/01
Η αιτήτρια Δουλαππά-Λοϊζίδου πρόβαλε ότι πάσχει η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής γιατί ήταν μέλος της ο κ. Δαβερώνας. Εξήγησε ότι η ίδια υπήρξε μάρτυρας κατηγορίας σε πειθαρχική υπόθεση εναντίον του, η οποία εξετάστηκε από την ΕΔΥ και επιβλήθηκε ποινή.
Είναι νομολογημένο πως η ύπαρξη προκατάληψης και η έλλειψη αντικειμενικότητας θα πρέπει να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα είτε από γεγονότα που πηγάζουν από επίσημα διοικητικά έγγραφα, είτε από άλλα γεγονότα που οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα για την ύπαρξη μεροληψίας. Το βάρος της απόδειξης φέρει ο διάδικος που ισχυρίζεται την έλλειψη αμεροληψίας και ο οποίος θα πρέπει να παρουσιάσει συγκεκριμένες αποδείξεις για τη θεμελίωση των ισχυρισμών του.
Στην υπόθεση
Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437, λέχθηκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε από κάποιον δημόσιο υπάλληλο στο παρελθόν σε ποινική ή πειθαρχική διαδικασία εναντίον άλλου δημόσιου υπαλλήλου δεν μπορεί να αποδείξει έλλειψη αμεροληψίας του δεύτερου εναντίον του πρώτου. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στη σελ. 449:«Τhe lack of impartiality by public officer A against public officer B must be established, with sufficient certainty, either by facts emerging from relevant administr
ative records or by safe inferences to be drawn from the existence of such facts; it is not, for example, sufficient, by itself, in order to prove lack of impartiality of A towards B, the fact that A has made, in the past, in the course of the proper exercise of his official duties, adverse confidential reports in respect of B, or that A has otherwise expressed officially an adverse view regarding B with the result that B has instituted legal proceedings in this connection against A, or that B has given in the past evidence either in a criminal trial or disciplinary proceedings against A."Οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί για τους λόγους που εξήγησα.
Εν όψει των πιο πάνω, ο διορισμός του ΕΜ Μαίρης Τοουλιά ακυρώνεται.
Οι διορισμοί των υπόλοιπων ενδιαφερόμενων μερών επικυρώνονται και οι σχετικές προσφυγές απορρίπτονται.Επιδικάζονται έξοδα εναντίον όλων των αιτητών πλην της αιτήτριας στην 955/01. Στην 955/01 δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.