ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< I>(Υπόθεση Αρ. 682/2002)

28 Απριλίου, 2004

 

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΑΡΙΑ ΣΥΜΕΟΥ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Σ. Κλεόπα, για την Αιτήτρια.

Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: H αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση διατάγματος επίσχεσης του τεμαχίου αρ. 44 Φ/Σχ ΧΧΙ.46.6.ΙV στην ενορία Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία επί του οποίου υπάρχει παλαιά οικία. Το εν λόγω τεμάχιο, ιδιοκτησία της αιτήτριας, κηρύχθηκε αναγκαίο για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας ήτοι, για τη μεταστέγαση εκθεσιακών και μουσειακών χώρων του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Η ισχύς του διατάγματος επίσχεσης ήταν για περίοδο ενός έτους.

Πριν από την έκδοση του διατάγματος επίσχεσης, προηγήθηκαν άλλα γεγονότα που έχουν σχέση με το επίδικο θέμα τα οποία με συντομία παραθέτουμε. Το 1971, ύστερα από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου απαλλοτριώθηκε αριθμός υποστατικών για «την επέκταση του κτιρίου και της αυλής του Παγκυπρίου Γυμνασίου». Ένα από τα υποστατικά που απαλλοτριώθηκαν ήταν και το πιο πάνω τεμάχιο της αιτήτριας. Η Σχολική Εφορεία Λευκωσίας για λογαριασμό της οποίας έγινε η απαλλοτρίωση, κατεδάφισε μερικά από τα απαλλοτριωθέντα υποστατικά για να μεγαλώσει η αυλή του σχολείου. Αλλα υποστατικά, μεταξύ των οποίων και η προμνησθείσα οικία της αιτήτριας, δεν θίχτηκαν γιατί έπρεπε να καθοριστεί ποια έργα αθλητικής υποδομής ή άλλα κτίρια θα κατασκευάζονταν στο χώρο των εν λόγω υποστατικών. Στο μεταξύ, τα υποστατικά που δεν είχαν κατεδαφιστεί κηρύχθηκαν ως διατηρητέα στις 5.10.85, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί η κατεδάφιση τους. Η αιτήτρια ζήτησε από τους καθ' ων η αίτηση με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 25.6.98 την ακύρωση της απαλλοτρίωσης και την επιστροφή της οικίας της, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε. Η αιτήτρια άσκησε προσφυγή (υπ. αρ. 641/99) εναντίον της πιο πάνω άρνησης στην οποία, εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου:

«Το συγκεκριμένο ακίνητο έχει απαλλοτριωθεί προ εικοσιπενταετίας και η απαλλοτριούσα αρχή παρέλειψε, για τους δικούς της λόγους, να πραγματοποιήσει το σκοπό για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Το 1985, δεκαπέντε χρόνια πριν, το οίκημα κηρύχθηκε διατηρητέο, με αποτέλεσμα ο σκοπός της απαλλοτρίωσης να μην μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί. Η απαλλοτριούσα αρχή θα έπρεπε να προσφέρει το ακίνητο στη νόμιμη του ιδιοκτήτρια. Παρέλειψε να το πράξει, ακόμα και ύστερα από σχετική επιστολή του δικηγόρου της αιτήτριας.

Εν όψει των πιο πάνω η άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση να ακυρώσουν το διάταγμα απαλλοτρίωσης και να επιστρέψουν το συγκεκριμένο ακίνητο στην αιτήτρια, είναι παράνομη και ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.»

 

Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού έκρινε πως η εν λόγω ιδιοκτησία ήταν αναγκαία για σκοπό άλλο από εκείνο της απαλλοτρίωσης. Και εφόσον η κατεδάφιση της οικίας καθώς και άλλων διατηρητέων κτιρίων ήταν πλέον αδύνατη για την επέκταση του κτιρίου και της αυλής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, το Υπουργείο προχώρησε στην έκδοση του επίδικου διατάγματος επίσχεσης για το σκοπό της δημιουργίας εκθεσιακών και μουσειακών χώρων προς κάλυψη συναφών αναγκών του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα επίσχεσης δεν εκδόθηκε καλόπιστα αλλά προς εξουδετέρωση της ακυρωτικής απόφασης σύμφωνα με την οποία, οι καθ' ων η αίτηση θα έπρεπε να της επιστρέψουν το επίδικο ακίνητο.

Οι καθ' ων η αίτηση, σχεδόν δυο χρόνια μετά την απόφαση, εξέδωσαν, το επίδικο διάταγμα επίσχεσης αντί να συμμορφωθούν με την απόφαση. Το άρθρο 15(3) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το εν λόγω διάταγμα, θέτει το πλαίσιο για την κρίση της νομιμότητας του διατάγματος. Το εν λόγω άρθρο εξουσιοδοτεί την έκδοση διατάγματος επίσχεσης απαλλοτριωθείσας ακίνητης ιδιοκτησίας εάν η εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία καταστεί αναγκαία για άλλο σκοπό δημοσίας ωφέλειας της απαλλοτριούσας αρχής, μη εφαρμοζομένων σε τέτοια περίπτωση του άρθρου 15(2). Το άρθρο 15(2) όπως και το άρθρο 15(3), είναι συνάρτηση του άρθρου 15(1) το οποίο προνοεί για την τύχη της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας σε περίπτωση που μέσα σε τρία χρόνια αφ' ότου περιήλθε στην απαλλοτριούσα αρχή, δεν επετεύχθη ή εγκαταλείφθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ή το όλο ή μέρος της ιδιοκτησίας απεδείχθη ότι υπερβαίνει τις ανάγκες της απαλλοτρίουσας αρχής. Σε τέτοια περίπτωση, το άρθρο 15(1)(α) απαιτεί όπως η απαλλοτριούσα αρχή, προσφέρει για πώληση την ακίνητη ιδιοκτησία στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Το άρθρο 15(2) εφαρμόζεται στην περίπτωση που ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, στον οποίο έγινε η προσφορά, δεν αποδεχθεί την προσφορά (άρθρο 15(2)(α)) ή δεν καταβάλει το τίμημα (άρθρο 15(2)(β)) ή στην περίπτωση που ο σκοπός της απαλλοτρίωσης άνκαι επετεύχθη, η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία έπαυσε να είναι αναγκαία για το σκοπό αυτό (άρθρο 15(2)(γ), οπότε η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να πωλήσει την ιδιοκτησία με δημόσιο πλειστηριασμό. Η διαδικασία του άρθρου 15(2) για πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό δεν εφαρμόζεται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του 15(3), ήτοι, αν «..... η ακίνητος ιδιοκτησία καταστή αναγκαία εν όλω ή εν μέρει δι΄ έτερον σκοπόν της απαλλοτριούσης αρχής εφ΄ όσον ο τοιούτος σκοπός είναι σκοπός δημοσίας ωφελείας ως προβλέπεται εν τω παρόντι Νόμω, και η απαλλοτριούσα αρχή εκδώση διάταγμα ....».

Στην προκειμένη περίπτωση, η οικία της αιτήτριας κατέστη αναγκαία για άλλο σκοπό δημόσιας ωφέλειας της απαλλοτριούσας αρχής που αφορούσε στη δημιουργία εκθεσιακών και μουσειακών χώρων. Ωστόσο, η έκδοση του επίδικου διατάγματος επίσχεσης δεν ήταν υπό τις περιστάσεις εφικτή καθότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος με βάση το άρθρο 15(3) του νόμου προϋποθέτει την ύπαρξη διατάγματος απαλλοτρίωσης ευρισκόμενου σε ισχύ.

Το διάταγμα της απαλλοτρίωσης και η άρνηση των καθ' ων η αίτηση και να επιστρέψουν το ακίνητο στην αιτήτρια ακυρώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, σύμφωνα με τις αρχές της επανεξέτασης και του ουσιαστικού δεδικασμένου, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να τηρήσουν τη συνταγματική πρόνοια του άρθρου 23.5* και να επιστρέψουν το υποστατικό στην αιτήτρια, όπως εξάλλου επιβάλει και η διαδικασία του άρθρου 15(1)(α) του Νόμου. (Βλ. Καλλικά ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 177 και Ευτυχία Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 919/96 ημερ. 25.6.99.)

Εδώ πρέπει να επισημανθούν η κρατική αδράνεια εξαιτίας της οποίας το απαλλοτριωθέν ακίνητο παρέμεινε αναξιοποίητο από το 1971 καθώς και η προσπάθεια αποφυγής της διοίκησης να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο, κατά παράβαση βέβαια των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι δηλωτική της παράλειψης από μέρους της Δημοκρατίας να εκπληρώσει οφειλόμενη ενέργεια η οποία, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσε νόμιμα να τερματισθεί με το διάταγμα επίσχεσης, αλλά μόνο με την επιστροφή της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας στην αιτήτρια. Μόνο κατά την περίπτωση που προσφερθείσα ιδιοκτησία δεν θα γινόταν αποδεκτή από την αιτήτρια και εφόσον τηρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 (βλ. πιο πάνω), θα μπορούσε νόμιμα να εκδοθεί διάταγμα επίσχεσης.

Έχοντας εξετάσει όλα τα γεγονότα της υπόθεσης, τις νομοθετικές πρόνοιες που αφορούν στην δυνατότητα επίσχεσης, των οποίων η ερμηνεία πρέπει να είναι στενή ώστε να συνάδει με το όλο πνεύμα του άρθρου 23 του Συντάγματος που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία και επιτρέπει επεμβάσεις μόνο κάτω από αυστηρούς όρους, αλλά και ενόψει της παρόδου πολλών χρόνων από τη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και την εγκατάλειψη του σκοπού της, έχω τη γνώμη ότι η μόνη νόμιμη οδός για τους καθ' ων η αίτηση ήταν η επιστροφή της ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση που η διοίκηση ήθελε ικανοποιήσει άλλο σκοπό, όπως αυτό για τον οποίο εξέδωσε το επίδικο διάταγμα, στο στάδιο μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, δεν είχε άλλη επιλογή παρά την εκ νέου δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης με περιγραφή του νέου σκοπού.

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Το επίδικο διάταγμα της επίσχεσης ακυρώνεται. Τα έξοδα της αιτήτριας να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο