ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπσθεση Αρ. 907/2002)

19 Μαρτίου, 2004

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ'ων η αίτηση.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους (ο αιτητής), που είναι Δάσκαλος Ειδικής Εκπαίδευσης - Εκπαιδευτικός Λειτουργός, προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή), με την οποία τοποθετήθηκε για τα χρόνια 2002-2003 στα ειδικά σχολεία "Απόστολος Λουκάς" και "Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού Λεμεσού".

 

(α) Τα γεγονότα.

Ο αιτητής υπηρετούσε το σχολικό έτος 1999/2000 στο Δημοτικό Σχολείο Ύψωνα και η Επιτροπή αποφάσισε τη μετάθεση του από την 1/9/2000 στο ειδικό σχολείο "Απόστολος Λουκάς" και το "Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού Λεμεσού". Η υπ' αριθμό 1090/2000 προσφυγή που καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω μετάθεσης έγινε δεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο αφού κρίθηκε ότι η απόφαση έπασχε λόγω ελλιπούς έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολογίας. Το θέμα απασχόλησε ξανά την Επιτροπή η οποία αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να υπάρξει συμμόρφωση γιατί το θέμα αφορούσε "διοικητική πράξη με ημερομηνία λήξεως" και η σχολική χρονιά 2000-2001 αποτελούσε ήδη παρελθόν. Έτσι το αίτημα του αιτητή για τη μετάθεση του σε δημοτικά σχολεία απορρίφθηκε και αποφασίστηκε όπως παραμείνει και για την επόμενη χρονιά 2002-2003 στο Ειδικό Σχολείο Απόστολος Λουκάς και στο Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού, με το πιο κάτω σκεπτικό:

"6. Η Επιτροπή επανεξετάζοντας την ακυρωθείσα απόφασή της για μετάθεση του κου Χαράλαμπου Χαραλάμπους από το Δημοτικό Σχολείο Ύψωνα στο ειδικό σχολείο Απ. Λουκά και Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού Λεμεσού βρίσκει ότι αυτή αποτελεί διοικητική πράξη με ημερομηνία λήξεως· δηλαδή ισχύει μόνο για τη σχολική χρονιά 2000/2001. Ως εκ τούτου, η συμμόρφωση της Επιτροπής με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκ των πραγμάτων είναι ανέφικτη, επειδή η σχολική χρονιά 2000/2001 έχει ήδη παρέλθει και ο αιτητής έχει υπηρετήσει στα σχολεία στα οποία είχε μετατεθεί και τα οποία σημειωτέον βρίσκονται σε κοντινότερη απόσταση από την έδρα του σε σχέση με το Δημοτικό Σχολείο Ύψωνα που υπηρετούσε προηγουμένως.

    1. Στη συνέχεια η Επιτροπή μελετά αίτημα του κου Χαράλαμπου Χαραλάμπους που υποβλήθηκε μέσω του κου Ανδρέα Αγγελίδη, δικηγόρου, όπως η πιο πάνω ακυρωθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή για τη μετάθεση του πελάτη του σε δημοτικά σχολεία τη σχολική χρονιά 2002-2003.
    2. Η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη ότι:
      1. Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του με αρ. 53.575 ημερ. 25.4.2001 ενέκρινε την πρόταση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού που μεταξύ άλλων προέβλεπε και το διορισμό επτά (7) εκπαιδευτικών Ψυχολόγων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνετο και ο κ. Χαράλαμπος Χαραλάμπους) σε ειδικά σχολεία και όχι σε δημοτικά σχολεία, και
      2. Το έγγραφο της Αρμόδιας Αρχής με αρ. Φακ. 7.16.32 και ημερ. 9.7.2002 με το οποίο γίνεται εισήγηση προς την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας όπως οι δάσκαλοι Ειδικής Εκπαίδευσης των ειδικοτήτων Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας, Φυσιοθεραπείας, Ειδικής Γυμναστικής, Μουσικοθεραπείας και Εργοθεραπείας θα στελεχώνουν και θα απασχολούνται αποκλειστικά με παιδιά που φοιτούν σε ειδικά σχολεία.

αποφασίζει να απορρίψει το αίτημα του κ. Χαραλάμπους για μετάθεση του σε δημοτικά σχολεία. Περαιτέρω η Επιτροπή αποφασίζει την παραμονή του και κατά τη σχολική χρονιά 2002-2003 στο Ειδικό Σχολείο Απόστολος Λουκάς και στο Παιδικό Αναρρωτήριο Ερυθρού Σταυρού."

 

 

(β) Η προσφυγή.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι λανθασμένη και θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη γιατί παραβιάζει τις αρχές του δεδικασμένου και γιατί πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξειδικεύσει τις αριθμητικές αποτιμήσεις αναφορικά με τον αιτητή και ότι παραγνώρισε πλήρως την προηγούμενη δικαστική απόφαση, υιοθετώντας μια "καθαρά αλαζονική στάση".

Εκ μέρους της Επιτροπής υποβλήθηκε ότι η ακυρωθείσα πράξη αποτελούσε "διοικητική πράξη περιορισμένης χρονικής ισχύος" που ίσχυε μόνο για τη σχολική χρονιά 2000-2001. Έτσι δεν ετίθετο θέμα επανεξέτασης αφού η χρονιά 2000-2001 είχε καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η επίδικη απόφαση ήταν μια νέα απόφαση που έλαβε υπόψη τους λόγους που οδήγησαν στην προηγούμενη ακύρωση και ότι αυτή περιείχε την απαραίτητη αιτιολογία που ήταν η εξυπηρέτηση των εκπαιδευτικών αναγκών.

Η επανεξέταση του θέματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.5 του Συντάγματος ήταν υποχρεωτική και η Επιτροπή έπρεπε να υιοθετήσει μια θετική προσέγγιση σύμφωνα με το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης μέσα σε λογικά χρονικά πλαίσια. Όπως αναφέρει η παράγραφος 146.5 του Συντάγματος,

"Η κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην."

 

Η Επιτροπή αντί να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου αποφάσισε ότι "η συμμόρφωση της με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκ των πραγμάτων είναι ανέφικτη", επειδή η ακυρωθείσα πράξη αποτελούσε "διοικητική πράξη με ημερομηνία λήξεως". Η απόφαση αυτή παραβλέπει τις συνέπειες που έχει επιφέρει στον αιτητή που υποχρεώθηκε να υπηρετήσει στα ειδικά σχολεία. Όπως αναφέρεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 242-243,

"δδ΄. Πράξεις περιωρισμένης χρονικής ισχύος. Διοικητική πράξις, ισχύουσα εφ' ωρισμένον χρονικόν διάστημα, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως και μετά την παρέλευσιν του χρονικού διαστήματος καθ' ον ίσχυσεν, εφ' όσον κατέλιπε διοικητικής φύσεως συνεπείας, ων την άρσιν διώκει η αίτησις. Εφ' όσον όμως η προσβαλλόμενη πράξις δεν ίσχυεν πλέον κατά τον χρόνον της καταθέσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδέ διετήρησε διοικητικής φύσεως αποτελέσματα έναντι του αιτούντος, δεν προσβάλλεται παραδεκτώς και η αίτησις στερείται αντικειμένου. Η πλέον πρόσφατος όμως νομολογία προσανατολίζεται προς την άποψιν, ότι εφ' όσον η προσβαλλομένη πράξις εφηρμόσθη και παρήγαγεν αποτέλεσμα καθ' ον χρόνον ίσχυσεν, παραδεκτώς προσβάλλεται δι' αιτήσεως ακυρώσεως, έστω και αν κατά την συζήτησιν έχη λήξει η ισχύς ταύτης, εφ' όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα."

 

Στην παρούσα περίπτωση είναι ορθό ότι η σχολική χρονιά 2000-2001 αποτελούσε παρελθόν όταν επανεξεταζόταν το θέμα, όμως οι δυσμενείς επιδράσεις που είχε υποστεί ο αιτητής δεν είχαν εξαφανιστεί. Η Επιτροπή όφειλε να προβεί στην άρση των παραχθέντων αποτελεσμάτων και όχι να παρακάμψει τη δικαστική απόφαση, αποφασίζοντας την περαιτέρω παραμονή του αιτητή σε αυτά τα σχολεία. Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Αντωνιάδου ν. ΘΟΚ (1990) 3 ΑΑΔ 1879, 1884, στην οποία σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

"Είναι γεγονός ότι η αιτήτρια δεν ζήτησε αποζημιώσεις κάτω από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος μετά την ακυρωτική απόφαση. Δε θα σχολιάσω εδώ αν εδικαιούτο και ποιές θα ήσαν οι αποζημιώσεις σε μια τέτοια περίπτωση παρόλο που θα πρέπει να προβληθεί το ερώτημα που εγείρεται από το γεγονός ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί βέβαιο ότι η αιτήτρια δεν είχε οριστικά επιλεγεί αντί του ενδιαφερόμενου μέρους του οποίου ο διορισμός ακυρώθηκε. Αφού λοιπόν δεν υπήρξε απόφαση, κάτω από το Άρθρο 146.5 επιβάλλετο η ενεργός συμμόρφωση του Θ.Ο.Κ. με την επανεξέταση του θέματος παρόλο που η ακυρωθείσα πράξη ήταν περιορισμένης χρονικής ισχύος και η περίοδος αυτή είχε λήξει πριν την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης. Αναμφίβολα σε περίπτωση που κατά την επανεξέταση η αιτήτρια θα επιλεγόταν ως η πιο κατάλληλη για να διοριστεί αντί του ενδιαφερόμενου μέρους, θα διοριζόταν ασφαλώς αναδρομικά για την περίοδο στην οποία αναφερόταν η ακυρωθείσα απόφαση και τότε θα εδικαιούτο σε αποζημιώσεις για την απώλεια της ευκαιρίας να εργαστεί και τον μισθό, έστω και αν δεν ήταν φυσικά δυνατό να εργασθεί αναδρομικά για την περίοδο εκείνη. Με τον τρόπο αυτό θα γινόταν πλήρης αποκατάσταση της αιτήτριας μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος και το δικαίωμα για αποζημιώσεις κάτω από το Άρθρο 146.6 θα αποτελούσε θέμα του ιδιωτικού δικαίου σε αντιδιαστολή προς την υποχρέωση του Άρθρου 146.5 που βρίσκεται στο χώρο του δημοσίου δικαίου."

 

Κατά τη διάρκεια της εξέτασης της προσφυγής 1090/2000 υποβλήθηκε εκ μέρους του αιτητή και έγινε δεκτή από το Δικαστήριο εισήγηση ότι δεν είχε γίνει αριθμητική αποτίμηση του ιδίου με τους άλλους δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης. Ο αιτητής εισηγείται ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου αφού στη νέα απόφαση δεν περιέχεται οτιδήποτε που μπορεί να θεωρηθεί ως συμμόρφωση προς την προηγούμενη ακυρωτική απόφαση. Η θέση του αιτητή είναι ορθή. Η επίδικη απόφαση αναφέρεται απλά στο διορισμό επτά Εκπαιδευτικών Ψυχολόγων (μεταξύ των οποίων και ο αιτητής) σε ειδικά αντί σε δημοτικά σχολεία και στην εισήγηση της αρμόδιας Αρχής ότι οι δάσκαλοι ειδικής εκπαίδευσης θα πρέπει να στελεχώνουν και να ασχολούνται αποκλειστικά με παιδιά που φοιτούν σε ειδικά σχολεία.

Μπορεί η επίδικη απόφαση να αναφέρεται στην ανάγκη επάνδρωσης των ειδικών σχολείων με δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης, όμως και στην παρούσα περίπτωση ελλείπει η σύγκριση του αιτητή προς τους άλλους δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης, που θα αιτιολογούσε την παραμονή του στα σχολεία που είχε μετατεθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 39(1) και (2) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (αρ. 10/69), οι μεταθέσεις των εκπαιδευτικών λειτουργών διενεργούνται από την Επιτροπή σύμφωνα με κριτήρια, όρους, προϋποθέσεις και διαδικασία που καθορίζονται. Τα κριτήρια συνυπολογίζονται μετά την αριθμητική αποτίμησή τους σε μονάδες από την Επιτροπή με υιοθέτηση του κατάλληλου μαθηματικού τύπου και με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή. Ο Κανονισμός 12(1) των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 218/87 καθιερώνει διάφορα κριτήρια μεταθέσεων με βάση τα οποία καθορίζεται σειρά προτεραιότητας που ακολουθείται από την Επιτροπή κατά τη διενέργεια των μεταθέσεων. Η βαρύτητα του κάθε κριτηρίου αποφασίζεται από την Επιτροπή εκ των προτέρων σε απόφαση πολιτικής, με σύστημα αριθμητικής αποτίμησης των κριτηρίων αυτών σε μονάδες. Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως υπήρχαν, πέραν των επτά που συμπεριλήφθηκαν στο σχετικό κατάλογο, και άλλοι δάσκαλοι ειδικής εκπαίδευσης που δεν υπηρετούσαν σε ειδικά σχολεία. Στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής 1090/2000 το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παρά το γεγονός της επίκλησης από την Επιτροπή του άρθρου 39 και των Κανονισμών της ΚΔΠ 212/87 (πιο πάνω), δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο της απόφασης για μετάθεση του αιτητή ότι έλαβε χώραν "ειδική προσέγγιση ως προς την αριθμητική αποτίμηση των κριτηρίων που να αφορά στους δασκάλους ειδικής εκπαίδευσης". Κατά την επανεξέταση του θέματος που οδήγησε στην παρούσα προσφυγή σημειώνεται η ίδια παράλειψη. Γίνεται αναφορά στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και στην εισήγηση της αρμόδιας αρχής, όμως και πάλι δεν φαίνεται να απασχόλησε την Επιτροπή το ζήτημα των μονάδων των επηρεαζόμενων δασκάλων ειδικής εκπαίδευσης.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα σε βάρος των καθ'ων η αίτηση.

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο