ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 660/2001)
5 Μαρτίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Καθ΄ου η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης,
για τους Αιτητές.Γ. Ερωτοκρίτου (κα), για το Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ΄ων η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με δύο διαδοχικές επιστολές ημερ. 2.7.2001 και 19.7.2001, με την οποία απέρριψαν και/ή δεν ικανοποίησαν το καθ΄ όλα νόμιμο αίτημα των αιτητών για καταβολή μισθού και μισθοδοτικών ωφελημάτων με βάση την μισθοδοτική κλίμακα όπως τους πληροφόρησε γραπτώς ο Υπουργός Οικονομικών από 22.10.99, πράξη που αποδέχθηκαν οι αιτητές, είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.»
Στις 21.10.1999 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε το διορισμό του Προέδρου και των Μελών, μεταξύ των οποίων και των αιτητών, του Εφοριακού Συμβουλίου για θητεία 4 ετών, σύμφωνα με το άρθρο 4Α των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμου του 1978 έως 1999, καθορίζοντας ταυτόχρονα ότι το ύψος της αντιμισθίας των μελών θα ισοδυναμούσε με το βασικό μισθό της μισθοδοτικής κλίμακας Α15 επεκτεινόμενης κατά δύο προσαυξήσεις, αυξημένα με τις εκάστοτε γενικές και τιμαριθμικές αυξήσεις επί των βασικών μισθών.
Την επομένη ο Υπουργός Οικονομικών πληροφόρησε τους αιτητές για το διορισμό τους καθώς και τα σχετικά με το ύψος και τον τρόπο καθορισμού της αντιμισθίας που θα τους καταβάλλετο. Οι αιτητές αποδέχθηκαν το διορισμό τους.
Οι αιτητές στις 3.7.2000 με επιστολή τους προς τον Υπουργό Οικονομικών διαμαρτυρήθηκαν για το λόγο ότι η αντιμισθία που ελάμβαναν ήταν χαμηλότερη από αυτή που ορίζεται στην επιστολή διορισμού τους. Το Υπουργείο Οικονομικών απάντησε με επιστολή ημερ. 15.2.2001, διατυπώνοντας την άποψη ότι η τοποθέτηση τους έγινε στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας όπως γίνεται σε όλες τις περιπτώσεις διορισμού στη Δημόσια Υπηρεσία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας με γνωμοδότηση του ημερ. 9.4.2001 αποφάνθηκε ότι ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε εξουσία, σύμφωνα με τη νομοθεσία, να καθορίσει την αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου. Τέτοια εξουσία είχε μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο. Έτσι το Υπουργικό Συμβούλιο στις 23.5.2001 αποφάσισε να επιβεβαιώσει την αρχική του απόφαση ημερ. 21.10.1999.
Οι αιτητές προβάλλουν δύο λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης. Πρώτο την αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και σαν αποτέλεσμα παραπλάνησης των αφού, όπως ισχυρίζονται, αυτοί αποδέχθηκαν τον διορισμό τους θεωρώντας ότι το ύψος της αντιμισθίας τους ήταν αυτό που περιγραφόταν στην επιστολή του Υπουργού Οικονομικών για το διορισμό τους από το Υπουργικό Συμβούλιο. Με το δεύτερο λόγο οι αιτητές ισχυρίζονται ότι αναιτιολόγητα και χωρίς έρευνα το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ακολούθησε την πρόταση του Υπουργού Οικονομικών.
Οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη γιατί στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης αλλά, όπως ισχυρίζονται, χρηματικής διαφοράς από σύμβαση.
Η προδικαστική αυτή ένσταση δεν ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση αφορούσε διορισμό σε δημόσια θέση με καθορισμένη χρονική διάρκεια και όχι συμβατικό διορισμό. Η διαφορά που προέκυψε αφορά διεκδίκηση του δικαιώματος καταβολής του μισθού όπως αυτός καθορίστηκε με την πράξη διορισμού. Η προσβαλλόμενη απόφαση εμπίπτει ως ορίζεται στο Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, στις εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Σε πανομοιότυπη υπόθεση ο Καλλής, Δ. στην υπόθεση Ειρήνη Αττεσλή ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Προσφυγή Αρ. 294/02, ημερ. 23.5.2003 ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνώ:-
«Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η αληθινή φύση της διαφοράς αφορά στο νομικό δικαίωμα της αιτήτριας να διεκδικήσει την αντιμισθία η οποία της είχε προσφερθεί με το έγγραφο διορισμού της και αντίστοιχα τη νομική υποχρέωση των καθ΄ων η αίτηση να της καταβάλουν εκείνη την αντιμισθία. Δεν συνιστά με οποιοδήποτε τρόπο χρηματική αμφισβήτηση. Η επίδικη διαφορά συνδέεται «αμέσως προς την κατά νόμον» ρύθμιση της σχέσεως της αιτήτριας με την διοίκηση. Άλλωστε το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του ημερ. 21.2.2001 (βλ. σελ. 6, πιο πάνω) αποφάσισε να ζητήσει γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο είναι νομικά δεσμευμένο να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας. Κρίνω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του ιδίου άρθρου. Έπεται πως η σχετική προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»
(Βλέπε επίσης: Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη κ.ά., Α.Ε. 3121, ημερ. 31.1.2003)
Επί της ουσίας ο συνήγορος των αιτητών προβάλλει ως λόγο ακυρώσεως την αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση που είχε σαν αποτέλεσμα την παραπλάνηση των αιτητών αφού, όπως ισχυρίζονται αυτοί αποδέχθηκαν τον διορισμό θεωρώντας ότι το ύψος της αντιμισθίας τους ήταν αυτό που περιγραφόταν στην επιστολή του Υπουργού Οικονομικών για τον διορισμό τους.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός των αιτητών ευσταθεί. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά υπήρξε από μέρους της διοίκησης έλλειψη συντονισμού και συνεννόησης αφού, όντως, ως προς τον καθορισμό του ύψους της αντιμισθίας των αιτητών, υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και της επιστολής του Υπουργού Οικονομικών, διορισμού των αιτητών. Έτσι δικαιολογημένα οι αιτητές αποδεχόμενοι τον διορισμό τους θεώρησαν ως αντιμισθία τους αυτή που αναγράφετο στην επιστολή διορισμού που τους στάληκε από τον Υπουργό Οικονομικών. Οι αιτητές δεν είχαν υπόψη τους την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε.
Στην απόλυτα παρόμοια υπόθεση Ειρήνη Αττεσλή (πιο πάνω), ο Καλλής, Δ. στην απόφαση του αφού αναλύει με πάσα λεπτομέρεια τη νομική αρχή της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς της Διοίκησης με παραπομπή στη νομολογία καταλήγει ως ακολούθως με τα οποία συμφωνώ:-
«Νομικό βάθρο Νομικό βάθρο της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 9.4.2001 (βλ. σελ. 6, πιο πάνω), σύμφωνα με την οποία το ύψος της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και επομένως ο Υπουργός Οικονομικών δεν «είχε εξουσία καθορισμού της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου». Πράγματι ούτως έχουν τα πράγματα. Σύμφωνα με τον Καν. 11 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 139/99) «στον Πρόεδρο και στα μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου καταβάλλεται αντιμισθία το ύψος της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.». Ωστόσο πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παραπέμφθηκε στον Υπουργό Οικονομικών «για ενημέρωση και τις απαραίτητες ενέργειες» (βλ. σελ. 2, πιο πάνω). Ο τελευταίος με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 22.10.99 επέλεξε να προσφέρει στην αιτήτρια αντιμισθία διαφορετική από εκείνη που είχε καθορισθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η αιτήτρια διατείνεται ότι ένας από τους λόγους που απεφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση την οποία κατείχε - επί της κλίμακας Α15 - και να αποδεχθεί το διορισμό ήταν η αντιμισθία. Κρίνω, επομένως, ότι η Διοίκηση μέσω του Υπουργού δημιούργησε μια κατάσταση η οποία οδήγησε την αιτήτρια στην αποδοχή του διορισμού της. Θα έλεγα, επομένως
Το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των αρχών της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς λόγω του ότι ο Υπουργός Οικονομικών είχε ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα (βλ. την πιο πάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας). ΄Οπως υποδεικνύεται από τον Δαγτόγλου (πιο πάνω
) στην παραγ. 390 οι αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς συμπεριφοράς «ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως». Δεν ισχύουν στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας. Στην παρούσα υπόθεση από το κείμενο του πιο πάνω Κανονισμού 11 προκύπτει σαφώς ότι ο καθορισμός του ύψους της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου αποτελεί θέμα το οποίο βρίσκεται εντός της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν υφίσταται θέμα δέσμιας αρμοδιότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο ανέθεσε στον Υπουργό Οικονομικών να υλοποιήσει τη σχετική απόφαση του. Ο τελευταίος, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, επέλεξε να διαφοροποιήσει την απόφαση αναφορικά με το ύψος της αντιμισθίας. Εφόσον ο καθορισμός του ύψους της αντιμισθίας είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας και όχι δέσμιας αρμοδιότητας ισχύουν οι αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς διαφοράς. Οι τελευταίες δεν επιτρέπουν στη διοίκηση να επικαλείται την έλλειψη αρμοδιότητας του Υπουργού και να αγνοεί την κατάσταση που έχει δημιουργήσει για την αιτήτρια. Κρίνω, επομένως, ότι η Διοίκηση έχει παραβεί τις αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς συμπεριφοράς. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν΄ ακυρωθεί.»Δεν έχω να προσθέσω τίποτε πέραν των πιο πάνω. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Η προσφυγή γίνεται δεκτή με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ