ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Προσφυγή αρ. 653/01)

 

8 Μαρτίου 2004

[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΒΒΑ

Αιτητής,

- ν. -

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

Καθού η αίτηση.

----------------------------------< /P>

Μ. Ιωαννίδης, για τον αιτητή

Ι. Νικολάου, για τον καθού η αίτηση

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθών η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 8.6.01, με την οποία απέρριψαν το αίτημα του για να του επιτρέπεται να συναλλάσσεται και(ή για να δώσουν την έγκριση τους στα μέλη να αποδέχονται εντολές από τον αιτητή για διάθεση και απόκτηση τίτλων αξιών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Πραγματικά γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή

Το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (το Συμβούλιο), στη συνεδρία του ημερ. 29/3/01, επιλήφθηκε του παραπόνου του αιτητή σχετικά με την επίκληση του Καν. 20 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, στην οποία προέβη η χρηματιστηριακή εταιρεία Touch Shares Brokers Ltd. (μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών) εναντίον του, για ισχυριζόμενες οφειλές του αιτητή προς την εν λόγω χρηματιστηριακή εταιρεία, έπειτα από μια συναλλαγή της 28/9/00 για αγορά 90,000 μετοχών της εταιρείας Frindlays Investments Ltd. Αυτό είχε σαν συνέπεια την τοποθέτηση του ονόματος του αιτητή σε κατάλογο απαγόρευσης συναλλαγών. Το Συμβούλιο αφού μελέτησε το όλο θέμα αποφάσισε να ασκήσει την εξουσία που παρέχεται από τον Καν. 20(2) και να δώσει την έγκριση του στα χρηματιστηριακά γραφεία μέλη του να αποδέχονται εντολές από τον αιτητή. Η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 30/3/01.

 

Μετά την απόφαση της 30/3/01, ακολούθησε στις 24/4/01 νέα επιστολή της χρηματιστηριακής εταιρείας Touch Shares Brokers Ltd. προς όλα τα μέλη τη Χρηματιστηρίου, με την οποία γινόταν και πάλιν επίκληση του Καν. 20 και επανατοποθετείτο ο αιτητής σε κατάλογο απαγόρευσης συναλλαγών.

Στη συνέχεια, και αφού προηγήθηκε επιστολή των δικηγόρων του αιτητή προς το Διευθυντή του Χρηματιστηρίου ημερ. 10/5/01, με την οποία τονίζετο το καθήκον του Συμβουλίου να αφαιρέσει το όνομα του αιτητή από τον κατάλογο απαγόρευσης, για τους ίδιους λόγους που έγινε και στις 30.3.01, το Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 7/6/01, έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση απόφασης που να επιτρέπει στα χρηματιστηριακά γραφεία μέλη του να αποδέχονται εντολές από τον αιτητή και πληροφόρησε ανάλογα τους δικηγόρους του με επιστολή ημερ. 8/6/01. Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η εν λόγω απόφαση.

Εκκρεμούσης της παρούσας προσφυγής, εκδόθηκε απόφαση στην πολύ παρόμοια με την υπό εξέταση υπόθεση Φάνος Θεοφάνους ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, προσφ. αρ. 652/01, ημερ.13/5/02, όπου ο καν. 20(2) κρίθηκε ως αντισυνταγματικός, ως παραβιάζων τα άρθρ. 23, 25 και 26 του Συντάγματος. Το Συμβούλιο αφαίρεσε από τον κατάλογο απαγόρευσης συναλλαγών τα ονόματα όλων των προσώπων που είχαν τοποθετηθεί σε αυτόν, μεταξύ των οποίων και αυτό του αιτητή. Με επιστολή του ημερ. 22/7/02, πληροφόρησε τους δικηγόρους του αιτητή για την απόφαση του. Για την ορθή μάλιστα και έγκαιρη εφαρμογή της συγκεκριμένης απόφασης εξέδωσε σχετική ανακοίνωση ημερ. 26/6/02.

Προδικαστική ένσταση

Έλλειψη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης - Θέσεις των μερών επί της προδικαστικής ένστασης

Εγείρεται κατ' αρχάς από μέρους του Συμβουλίου, προδικαστική ένσταση όσον αφορά την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, δηλαδή, δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης αλλ' εναντίον διοικητικών μέτρων εσωτερικής φύσης. Η εισήγηση διατυπώνεται χωρίς να εξειδικεύεται ή να αιτιολογείται καθ' οιονδήποτε τρόπο αλλά και χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε νομολογία που να την υποστηρίζει.

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, παραθέτει αυτό που σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελεί την έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης, κύριο στοιχείο της οποίας είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος συνιστάμενου στη δημιουργία, τροποποίηση η κατάλυση μιας νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα μεταξύ των διοικούμενων.

Λόγοι ακύρωσης της επίδικης απόφασης

Επί της ουσίας, είναι καταρχήν εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, ότι η παραγρ. 2 του Καν. 20 δυνάμει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, παραβιάζει τα άθρ. 23, 25 και 26 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν αντίστοιχα το δικαίωμα κτήσης και διάθεσης οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας, το δικαίωμα άσκησης οποιουδήποτε επαγγέλματος ή επίδοσης σε οποιαδήποτε απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία και το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι. Ειδικότερα υποστηρίζεται πως περιορισμοί στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα προαναφερόμενα άρθρα 23 και 25 του Συντάγματος, μόνο με βάση νόμο και όχι με κανονισμούς δυνατόν να τεθούν. Εξάλλου οι περιορισμοί που δυνατόν να τεθούν στο δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρ. 26 του Συντάγματος μόνο βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων δύνανται να τεθούν, όπως επίσης ρητά προβλέπεται σ' αυτό. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού του αυτού, ο δικηγόρος του αιτητή, παραπέμπει στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και πιο συγκεκριμένα στην απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Police v. Theodorou N. Hondrou and another (1962) 3 R.S.C.C. p. 82, στην οποία διατυπώθηκε με σαφήνεια η σχετική αρχή.

Είναι ισχυρισμός του αιτητή ότι στην προκείμενη περίπτωση τέθηκαν περιορισμοί στα δικαιώματα του να αποκτά ή να διαθέτει την κινητή του περιουσία, δηλαδή να αγοράζει μετοχές ή να διαθέτει τις μετοχές που κατέχει καθώς και να επιδίδεται στην απασχόληση ή εργασία του επενδυτή, με βάση την παράγρ. 2 του καν. 20 και όχι από οποιαδήποτε διάταξη του νόμου. Συνεπώς, ο εν λόγω κανονισμός είναι εκτός των πλαισίων των άρθρ. 23 και 25 του Συντάγματος.

Όσον αφορά τώρα το άρθρ. 26 του Συντάγματος, είναι η θέση του ότι ο περιορισμός που επιβλήθηκε δυνάμει της παραγρ. 2 του καν. 20 στο δικαίωμα του να συμβάλλεται και ειδικότερα, στο να προβαίνει σε χρηματιστηριακές συναλλαγές εντός των θεσμικών πλαισίων του χρηματιστηρίου δεν ανάγεται με οποιοδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε γενική αρχή του δικαίου των συμβάσεων. Κατά συνέπεια λοιπόν παραβιάστηκε και το άρθρ. 26 του Συντάγματος.

Περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει ως δεύτερο λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης ότι ο Καν. 20(2) είναι ultra vires του άρθρ. 71(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 (Ν. 14(1)/93) όπως έχει τροποποιηθεί. Ειδικότερα υποστηρίζεται πως ο εν λόγω κανονισμός θεσπίστηκε καθ' υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρέχει το συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου στο Συμβούλιο για έκδοση με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου Κανονισμών.

O δικηγόρος του καθού η αίτηση Συμβουλίου δεν σχολιάζει καθόλου τους προβαλλόμενους από μέρους του αιτητή λόγους ακύρωσης της επίδικης απόφασης. Κι' αυτό, γιατί είναι εισήγηση του, πως το Συμβούλιο με την απόφαση του, που περιέχεται την επιστολή που απεστάλη στους δικηγόρους του αιτητή και φέρει ημερομηνία 22/7/02, ουσιαστικά ανακαλεί την προσβαλλόμενη απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή επίσης με επιστολή, στις 8.6.01.

Είναι ειδικότερα ισχυρισμός του Συμβουλίου, πως ενόψει της ανάκλησης της προσβαλλόμενης απόφασης, η υπό εξέταση προσφυγή δεν δύναται πλέον να προωθηθεί και συνεπώς πρέπει να διαγραφεί λόγω έλλειψης αντικειμένου. Η συνέχιση της εκδίκασης της δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό. Για να συνεχιστεί η δίκη, θα πρέπει ο αιτητής να αποδείξει ότι έχουν προκύψει σ' αυτόν ζημιογόνες συνέπειες από την προσβαλλόμενη πράξη ενώ αυτή βρισκόταν ακόμα σε ισχύ οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν ή δεν εξαφανίστηκαν με την ανάκληση της. Προς ενίσχυση δε της θέσης του αυτής, παραπέμπει στη νομολογία και πιο συγκεκριμένα στα όσα έχουν λεχθεί όσον αφορά τις γενικές αρχές που διέπουν την κατάργηση της δίκης στην υπόθεση Irrigation Divison "Katzibos" v. The Republic (1983)3 C.L.R. 1068, και Kyriakides v. The Rpublic 1 R.S.C.C. 66, 74 καθώς επίσης και στα συγγράμματα Τσάτσος «Αίτηση Ακυρώσεως»3η έκδοση, σελ. 372 και Σπηλιωτόπουλος «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 2η έκδοση, σελ. 454.

Παραθέτω τα αποσπάσματα από τα εν λόγω συγγράμματα: Τσάτσος «Αίτηση Ακυρώσεως», σελ.372:

«Εάν η ζημιογόνος πράξις της διοικήσεως δεν ανακληθή, αλλά καταργηθή ή ανακληθή, αλλ' ουχί πλήρως, δηλαδή εξ υπαρχής, αλλ' από τινος χρονικού σημείου μεταγενεστέρου της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, εξεταστέον αποβαίνει, εάν εκ της ισχύος αυτής από του χρόνου της εκδόσεως μέχρι της τοιαύτης ανακλήσεως παρήχθησαν αποτελέσματα ζημιούντα τον προσφυγόντα και δεκτικά πλέον ανατροπής μόνον δι' ακυρώσεως. Εις ήν περίπτωσιν παρήχθησαν τοιαύτα εκ της προσβαλλομένης πράξεως αποτελέσματα, η αίτησις ακυρώσεως, παρά την από χρονικού σημείου εφ' εξής μόνον επενεργούσαν ανακλητικήν πράξιν, δεν αποστερείται του αντικειμένου της. Εις ήν περίπτωσιν όμως δεν παρήχθησαν τοιαύτα εκ της προσβαλλομένης πράξεως αποτελέσματα, τουλάχιστον ως προς τον αιτούντα ή παρήχθησαν ως προς αυτόν αλλά μετά το χρονικόν σημείον, αφ' ού η ανάκλησις ενεργεί, η περί ακυρώσεως αίτησις αποβαίνει άνευ αντικειμένου.»

Και στο Σπηλιωτόπουλο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», σελ. 454:

«Η δίκη καταργείται (ΝΔ 170/1973 άρθρον 32), πλην της περιπτώσεως ελλείψεως υποκειμένου και λόγω ελλείψεως αντικειμένου εις τας ακολούθους περιπτώσεις: ....................... ανακλήσεως της διοικητικής πράξεως εν τω συνόλω της μετά την κατάθεσιν της αιτήσεως ακυρώσεως ή της προσφυγής, ρητής (ΣΕ 3201/1978) ή σιωπηράς, προκυπτούσης εκ πράξεως του αυτού οργάνου ρυθμιζούσης το αυτό θέμα (ΣΕ 3570/1978) (ιν) ............................ (ν) αντικαταστάσεως ή τροποποιήσεως της προσβληθείσης διοικητικής πράξεως μετά την κατάθεσιν της αιτήσεως ακυρώσεως (ΣΕ 2349/1978), (νι) λήξεως της ισχύος της διοικητικής πράξεως χωρίς να παραμένουν διοικητικής φύσεως συνέπειαι (ΣΕ 3958/1978)»

Παραπέμπει επίσης και στα όσα έχουν λεχθεί στην απόφαση Καλλιμάχου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 135 και ειδικότερα στο απόσπασμα που περιέχεται σ' αυτήν από την υπόθεση Χρίστος Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 973. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα: (βλ. σελ. 144-145)

«Το ερώτημα που τίθεται είναι: Το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από ανάκληση εξ' ολοκλήρου της προσβαλλόμενης πράξης ερευνά ή όχι εάν η ανάκληση άφηκε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο, ή εάν ο αιτητής έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά, η οποία δεν εξαφανίστηκε από την ανάκληση, ή/και εάν συνεχίζει να έχει έννομο συμφέρον;

Αφού λάβαμε υπόψη μας τις πρόνοιες των σχετικών παραγράφων του άρθρ. 146 του Συντάγματος, τις βασικές του Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημιά ή βλάβη, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.»

Είναι εισήγηση του συνηγόρου του Συμβουλίου ότι δεν παρέμεινε οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη εις βάρος του αιτητή από την προσβαλλόμενη απόφαση που ανακλήθηκε, ταυτόχρονα δε τονίζεται πως ανκαι σύμφωνα με τη νομολογία είναι αρκετή η ύπαρξη του ενδεχομένου να προκλήθηκε τέτοια ζημιά, αυτό δεν είναι επαρκές, αν στηρίζεται σε ασαφείς και αόριστους ισχυρισμούς που δεν υποστηρίζονται από τα στοιχεία της υπόθεσης. Η ισχυριζόμενη ζημιά θα πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά και κατ' ευθεία από την ίδια την προσβαλλόμενη πράξη και όχι από οποιαδήποτε άλλη παρεμπίπτουσα αιτία ή θεμέλιο.

Ο δικηγόρος του αιτητή απαντώντας στους προβαλλόμενους από μέρους του Συμβουλίου ισχυρισμούς, αφού προβαίνει καταρχάς σε μια αναδρομή της νομολογίας επί του θέματος των γενικών αρχών που διέπουν την κατάργηση της δίκης (βλ. Christodoulides v. The Republic (1978) 3 C.L.R. 189, Hapeshis v. Rpublic (1979) 3 C.L.R. 550, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) Payiatas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1239, και Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2067 ημερ. 24/6/98) υποστηρίζει τα εξής: Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογιακή αρχή το Ανώτατο Δικαστήριο, για να αποφασίσει αν η ανάκληση της προσβαλλόμενης πράξης επέφερε κατάργηση της εξετάζει, κατά πόσο η πράξη στο χρόνο που ίσχυε, δεν έχασε το αντικείμενο της. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υποκαθιστά το Επαρχιακό Δικαστήριο. Είναι αρμοδιότητα του τελευταίου να αποφασίσει την ύπαρξη ή μη ζημιάς ή βλάβης και την έκταση της.

Ενόψει των πιο πάνω, είναι συνεπώς εισήγηση του, πως στην υπό εκδίκαση υπόθεση, κατά το χρόνο που ίσχυε η προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο με την άρνηση του να εκδώσει απόφαση με την οποία να δίνεται έγκριση στα μέλη του Χρηματιστηρίου να δικαιούνται να αποδέχονται εντολές από τον αιτητή τού αποστέρησαν την άσκηση των συνταγματικών του δικαιωμάτων να αποκτά ή να διαθέτει την κινητή του περιουσία, να αγοράζει δηλαδή ή να διαθέτει τις μετοχές που κατέχει καθώς επίσης και να προβαίνει σε χρηματιστηριακές συναλλαγές εντός των θεσμικών πλαισίων του Χρηματιστηρίου, επομένως η ηθική βλάβη που ο ίδιος υπέστη από το διασυρμό του με την εν λόγω απόφαση είναι προφανής. Υποστηρίζεται ακόμη πως εκ πρώτης όψεως προκύπτει και υλική ζημιά εις βάρος του τουλάχιστον σε σχέση με τις μετοχές που κατά το συγκεκριμένο χρόνο κατείχε.

Τα ζητήματα που προβάλλουν γι' απάντηση θα πρέπει να εξεταστούν με την πιο κάτω σειρά:

1. Η προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου αναφορικά με την εκτελεστότητα της επίδικης απόφασης.

2. Οι συνέπειες της ανάκλησης της επίδικης απόφασης.

3. Οι λόγοι ακύρωσης αν το δικαστήριο απορρίψει τις θέσεις του Συμβουλίου επί των πιο πάνω δύο θεμάτων.

1. Το εκτελεστόν της επίδικης απόφασης

Η ένσταση επί της εκτελεστότητας της επίδικης απόφασης εγκαταλείπεται εκ των πραγμάτων από το Συμβούλιο από τη στιγμή που ισχυρίζεται ότι με την ανάκληση της επίδικης απόφασης έχουν εξαφανιστεί οι οποιεσδήποτε συνέπειες προέκυψαν από αυτή. Όντως δεν γίνεται καμιά αναφορά σ' αυτό το θέμα στη γραπτή αγόρευση του Συμβουλίου. Επικεντρώνει την προσοχή του στον ισχυρισμό ότι η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου. Δε θα ασχοληθώ με το θέμα τούτο περαιτέρω, παρά να πω ότι ένα τέτοιο θέμα είναι δημόσιας τάξης και μπορεί αυτεπάγγελτα να εξεταστεί από το δικαστήριο. Εξετάζοντας το βρίσκω ότι επρόκειτο για εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο του δικαστηρίου.

2. Οι συνέπειες της ανάκλησης της επίδικης απόφασης.

Η επιχειρηματολογία των μερών παρατέθηκε πιο πάνω. Βρίσκω για λόγους που εν συντομία παραθέτω πιο κάτω ότι η προσφυγή δεν είναι άνευ αντικειμένου. Σύμφωνα με τα γεγονότα ο αιτητής αδυνατούσε να κάμει πράξεις στο χρηματιστήριο ένεκα της ανακληθείσας απόφασης του Συμβουλίου. Εξ ορισμού οι συναλλαγές στο χρηματιστήριο διεξάγονται με σκοπό την πραγματοποίηση κέρδους. Κατά πόσο ο αιτητής την περίοδο που παρέμεινε εκτός χρηματιστηρίου θα πραγματοποιούσε κέρδος ή όχι είναι άσχετο για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Η απόδειξη της οποίας συγκεκριμένης ζημίας δεν πρόκειται να γίνει ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Με βάση τις αρχές που αναφέρθηκαν πιο πάνω είναι αρκετό ο αιτητής να πείσει ότι δυνητικά μπορούσε να προκύψει τέτοια ζημιά χωρίς την ανάγκη συγκεκριμενοποίησης της.

Εν κατακλείδι βρίσκω ότι η προσφυγή δεν είναι άνευ αντικειμένου και μπορεί να προχωρήσει για εξέταση των λόγων ακύρωσης.

3. Οι λόγοι ακύρωσης

Όπως ήδη αναφέρθηκε η ανάκληση της επίδικης απόφασης ακολούθησε το ακυρωτικό αποτέλεσμα στην υπόθεση Φάνος Θεοφάνους ν. Συμβουλίου Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (ανωτέρω) όπου ηγέρθησαν και αποφασίστηκαν τα ίδια ζητήματα. Υιοθετώ την απόφαση του αδελφού δικαστή Χατζηχαμπή από την οποία και παραθέτω εκτεταμένο απόσπασμα:

«.........Η σχετική αρχή διατυπώθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Police v. Hondrou et al, (1962) 3 RSCC 87. Όπως το έθεσε ο Forsthoff, P. στη σελ. 86:

«It is only the people of a country themselves, through their elected legislators, who can decide to what extent its fundamental rights and liberties, as safeguarded by the Constitution, should be restricted or limited and this principle is inherently contained in all constitutions, such as ours, which expressly safeguard the fundamental rights and liberties and adopt the doctrine of the separation of powers.

In the opinion of the Court, therefore, the expression imposed by law in paragraph 3 of Article 23, the expression prescribed by law in paragraph 2 of Article 25 and like expressions in other Articles of Part II of the Constitution mean, in so far as laying down and defining the extent and framework of the particular restriction or limitation is concerned, a law of the House of Representatives. This does not however, prevent the House of Representatives from delegating its power to legislate in respect of prescribing the form and manner of, and the making of other detailed provisions for, the carrying into effect and applying the particular restriction or limitation within the framework as laid down by such law, e.g. the addition of further items or instances falling within the restriction or limitation in question. Such a course is presumed to be included in the will of the people as expressed through the particular law of its elected representatives."

Στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για περιορισμό που τέθηκε με νόμο ο δε κανονισμός να αφορά μόνο την περαιτέρω διεκπεραίωση του υπό του νόμου τεθέντος περιορισμού, αλλά για περιορισμό που τέθηκε απ' ευθείας και μόνο από τον κανονισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ο κανονισμός 20(2) είναι εκτός των πλαισίων των Άρθρων 23 και 25 του Συντάγματος.

Εξάλλου, και ως προς το Άρθρο 26 τα πράγματα είναι καθαρά. Ο κ. Νικολάου δεν σχολιάζει την εισήγηση του κ. Χαραλάμπους ως προς το Άρθρο 26, περιοριζόμενος στα αφορώντα την έννοια του όρου «νόμος» στα πλαίσια των Άρθρων 23 και 25. Το άρθρο 26 όμως δεν αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν με νόμο. Αναφέρεται σε περιορισμούς που μπορούν να τεθούν μόνο βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, και έτσι δεν αφορά τη διάκριση μεταξύ νόμου και κανονισμών αλλά τις ίδιες τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Και είναι σαφές ότι ο περιορισμός τον οποίο ο κανονισμός 20(2) επιδιώκει να επιβάλει στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι δεν ανάγεται καθ' οιονδήποτε τρόπο σε οποιαδήποτε γενική αρχή του δικαίου των συμβάσεων. Ο κανονισμός 20(2) λοιπόν σαφώς παραβιάζει το Άρθρο 26 του Συντάγματος.»

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Το Συμβούλιο να πληρώσει τα έξοδα.

 

Γ. Αρέστης, Δ.

 

/Κας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο