ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Προσφυγή αρ. 1008/02)

3 Μαρτίου 2004

[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ

Αιτητής,

- ν. -

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθής η αίτηση.

--------------------------

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον αιτητή

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση

Α. Κωνσταντίνου, για το ενδιαφερόμενο μέρος

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή και επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) σύμφωνα με την οποία το ε.μ. Ανδρέας Ταξιτάρης προήχθη στη μόνιμη θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Μέριμνας και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων στο Υπουργείο Εσωτερικών από 15/8/02. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ένεκα τούτου με την προκήρυξη της η Επιτροπή στις 4/10/01 αποφάσισε τη δημοσίευση της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και έδωσε προθεσμία τριών εβδομάδων για υποβολή αιτήσεων που έληγε στις 19/11/01. Υποβλήθηκαν 19 αιτήσεις. Εξετάστηκαν σε πρώτο στάδιο από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή της οποίας προεδρεύει ο Γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών. Η τελευταία σύστησε προς την Επιτροπή τέσσερα πρόσωπα μεταξύ των οποίων και τον αιτητή και το ε.μ. Η Επιτροπή σε συνεδρία ημερ. 23/5/02 αποφάσισε να ζητήσει διευκρινίσεις από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για καθορισμό της διάρκειας και της ποιότητας της πείρας σε καθήκοντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης για σκοπούς πλεονεκτήματος και πώς αυτή αποδεικνύεται από τα ενώπιον της στοιχεία ως επίσης να καθορίσει ποιό θέμα θεωρεί κατάλληλο για σκοπούς πλεονεκτήματος με βάση μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο. Τα πιο πάνω ζητήθηκαν σε σχέση και με τους 19 αρχικούς αιτητές. Η Συμβουλευτική Επιτροπή με επιστολή του Προέδρου της ημερ. 11/6/02 απέστειλε στον Πρόεδρο της Επιτροπής τα ζητηθέντα στοιχεία.

Μετά τα πιο πάνω η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει σε προφορική ενώπιον της συνέντευξη τους τέσσερις που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή πράγμα που έγινε στις 2/8/02 στην παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. Την ίδια μέρα η Επιτροπή αποφάσισε να προσφέρει προαγωγή στο ε.μ., που αφού αποδέχθηκε, με απόφαση της η Επιτροπή ημερ. 12/8/02 τον προήγαγε από 15/8/02.

Ο συνήγορος του αιτητή με τη γραπτή αγόρευση του στο δικαστήριο προβάλλει πληθώρα λόγων για την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Με την απαντητική του αγόρευση αποσύρει δύο από αυτούς που το δικαστήριο βρίσκει άσκοπο βέβαια να εξετάσει καίτοι αφορούν κακή σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής, λόγοι που θα μπορούσαν να εξετασθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο αν θεωρούνταν βάσιμοι. Το δικαστήριο βρίσκει ότι καλώς αποσύρθηκαν.

Θα εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους αποφασίζοντας τους ένα προς ένα κάμνοντας αναφορά στην επιχειρηματολογία των μερών.

(1) Πλάνη περί τα προσόντα και την πείρα του αιτητή και μη δέουσα έρευνα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή

Υπάρχει ισχυρισμός ότι στην αναλυτική κατάσταση που επισυνάπτεται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν γίνεται αναφορά σε προσόντα του αιτητή ούτε στην πείρα του σε κάποιες υπηρεσίες. Συγκεκριμένα ότι δεν αναγράφεται ότι έχει άδεια ασκήσεως επαγγέλματος δικηγόρου από το 1974 ούτε ότι έχει περάσει τις εξετάσεις στην Κυπριακή Νομοθεσία. Επίσης δεν αναγράφεται η για 25 χρόνια υπηρεσία του στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας σαν Διοικητικού Λειτουργού, Διοικητικού Λειτουργού Α και Βοηθού Επάρχου και η πείρα του από το 1998 σαν Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού στο Υπουργείο Εσωτερικών και από το 1999 στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας σαν Γραμματέα. Αντίθετα περιέχονται ανακρίβειες στην ίδια έκθεση για τα προσόντα και την πείρα του ε.μ. Η πείρα του αιτητή, κατά το συνήγορο του, στις θέσεις αυτές ήταν σχετική με την επίδικη θέση διότι ασχολείτο με θέματα στέγασης εκτοπισθέντων και διαχείρισης τουρκοκυπριακών περιουσιών ενώ αντίθετα θεωρήθηκε ότι δεν έχει το πλεονέκτημα της πείρας. Αυτά όμως - γίνεται δεκτό - φαίνονται στον προσωπικό του φάκελο και στις υπηρεσιακές του εκθέσεις. Και όμως δεν έγινε δέουσα έρευνα και υπήρξε πλάνη όσον αφορά το πλεονέκτημα της πείρας για τον αιτητή.

Η απάντηση της συνηγόρου για την καθής η αίτηση είναι ότι τα πιο πάνω είναι ανακριβή, και ότι ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο παράρτημα που παραπέμπει ο συνήγορος του αιτητή αναγράφεται όλη η σταδιοδρομία του. Αναγράφεται επίσης ότι έχει επιτύχει σε εξετάσεις με βάση τον περί Δικηγόρων Νόμο, όχι όμως ότι έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος δικηγόρου εφόσον δεν ανανέωνε τέτοια άδεια. Πέραν όμως από τα πιο πάνω είναι η θέση της καθής η αίτηση ότι τα προσόντα και η πείρα του αιτητή περιέχονται στους φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις που ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Με όμοιο περίπου τρόπο απαντά στα πιο πάνω και ο συνήγορος του ε.μ. τονίζοντας επιπλέον ότι οι συνοπτικοί κατάλογοι που ετοιμάζουν υπηρεσιακοί παράγοντες δεν υποκαθιστούν τα στοιχεία των φακέλων που βρίσκονται ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Οι θέσεις των συνηγόρων τόσο της καθής η αίτηση όσο και του ε.μ. είναι ορθές. Αναφορικά με τα προσόντα όντως ο αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου από το 1974 αφού δεν ανανέωνε την άδεια του έκτοτε. Όμως αυτό που είναι σημαντικό τόσο για τα προσόντα όσο και για την πείρα είναι το γεγονός ότι αυτά περιέχονται στους φακέλους και στις υπηρεσιακές εκθέσεις που ήταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η σύνοψη των προσόντων και της πείρας σε καταλόγους που ετοιμάζονται χάριν εύκολης αναφοράς δεν υποκαθιστά τα στοιχεία των φακέλων όταν μάλιστα στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής γίνεται ρητή αναφορά σ' αυτά. Δεν υπήρξε επομένως πλάνη όσον αφορά τα προσόντα και την πείρα του αιτητή αλλ' ούτε και του ε.μ. ούτε ελαττωματική έρευνα (βλ. μεταξύ άλλων Σταύρου Παπαντωνίου ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 2323, ημερ. 16/7/99 και Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 24/00, ημερ. 22/5/01).

Αυτός ο λόγος ακύρωσης επομένως απορρίπτεται.

(2) Μη επαρκής ή νόμιμη αιτιολογία για την κρίση της συνέντευξης

Είναι εδώ η θέση του αιτητή ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ενεργώντας ήδη υπό πλάνη βαθμολόγησε τον αιτητή σαν «σχεδόν εξαίρετος» και το ε.μ. σαν «εξαίρετος» χωρίς να υπάρχει η αναγκαία αιτιολογία. Δεν χρειάζεται να κάμω μνεία στα επιχειρήματα της άλλης πλευράς. Απλή εξέταση του πρακτικού της Συμβουλευτικής Επιτροπής δείχνει ότι αυτός ο λόγος είναι χωρίς βάση. Δίνεται, όπως φαίνεται από τα πρακτικά, σαφής αιτιολογία για τον καθένα από τους υποψήφιους χωριστά που αντικατοπτρίζει την εντύπωση που ο κάθε υποψήφιος άφησε κατά την προφορική συνέντευξη. Υπάρχει αιτιολογία και μάλιστα επαρκής. Θα παραθέσω με τη μορφή παραδείγματος όσα καταγράφονται για τον αιτητή:

«ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ

Οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ήταν σχεδόν εξαίρετες. Ανέπτυξε με σαφήνεια και επιχειρηματολογία όλες τις ερωτήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Έδωσε την εντύπωση ότι μπορεί να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα θέματα και προβλήματα που ενδεχομένως να παρουσιαστούν. Η διαπίστωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ότι πρόκειται για άτομο με πρωτοβουλία. Αξιολογείται ως ΣΧΕΔΟΝ ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ.»

Ο λόγος αυτός ακύρωσης σαν αβάσιμος απορρίπτεται.

(3) Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή πάσχει

Κατά το συνήγορο του αιτητή η σύσταση του Διευθυντή πάσχει διότι έγινε αφενός μεν ύστερα που εξέφρασε κρίση για την εντύπωση που σχημάτισε για την απόδοση κάθε υποψηφίου κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής κάτι μάλιστα που δεν προβλέπεται από τη σχετική νομοθεσία και αφετέρου χωρίς να δίδει αιτιολογία γι' αυτό που τον επηρέασε σ' αυτή του την κρίση και άρα είναι αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος αυτής της κρίσης. Εν πάση όμως περιπτώσει συστήνει το ε.μ. χωρίς σύγκριση και επομένως χωρίς αιτιολογία.

Η απάντηση της συνηγόρου της καθής η αίτηση είναι ότι η νομολογία, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο νόμος δεν προβλέπει ρητά για τη δυνατότητα αξιολόγησης από πλευράς προϊσταμένου των προφορικών συνεντεύξεων, έχει αποδεχθεί την τέτοια αξιολόγηση όταν μάλιστα η Επιτροπή τη συνεκτιμά μαζί με τ' άλλα στοιχεία και δεν τη θεωρεί σαν χωριστό σημείο κρίσης. Παρέπεμψε στην υπόθεση Ιακωβίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 28 που βρίσκω ότι είναι απόλυτα σχετική και παραθέτω απόσπασμα από στη σελ. 32:

«Είναι ορθή η θέση των εφεσιβλήτων και του ενδιαφερομένου προσώπου πως το θέμα είναι εντελώς επουσιώδες και δε θα μας απασχολήσει αν, στο πλαίσιο άλλων περιστατικών θα ήταν παραδεκτή τέτοια ενέργεια. Όταν η ΕΔΥ ανέφερε πως έλαβε υπόψη και τις κρίσεις και απόψεις του Γενικού Διευθυντή ως προς την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, δεν εννοούσε πως αυτά συνιστούσαν ξεχωριστό στοιχείο κρίσης. Αυτές οι κρίσεις δεν εξομοιώνονται προς τη σύσταση (βλ. μεταξύ άλλων Lambis and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 130) και τον περιορισμένο, ούτως ή άλλως, σκοπό τους τον προσδιόρισε η ίδια η ΕΔΥ την ημέρα των συνεντεύξεων. Όπως σημείωσε, «αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή». Και αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως πάρα πολύ καλό, όπως ήταν και η εξ αρχής γενική εντύπωση του Γενικού Διευθυντή.»

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος ότι η σύσταση δεν γίνεται ύστερα από σύγκριση και είναι μη αιτιολογημένη, απαντά ότι σύγκριση δεν είναι αναγκαία εφόσον γίνεται αναφορά στους υποψήφιους που συστήνει.

Εξάλλου ο δικηγόρος του ε.μ. υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει τίποτε το παράτυπο στο να γίνεται αναφορά στη σύσταση του προϊσταμένου στην προφορική συνέντευξη παρέπεμψε στη νομολογία σύμφωνα με την οποία η τέτοια αναφορά δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη, ειδικά δε στην υπόθεση Χρ. Κολιού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2556, ημερ. 19/7/00 από την οποία και παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

«Ούτε και στο ρόλο του Γενικού Διευθυντή ενώπιον της Ε.Δ.Υ. διακρίνουμε οποιαδήποτε πλημμέλεια. Φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ότι η αξιολόγηση στην οποία προέβη, η όντως αναιτιολόγητη, δεν αποτέλεσε στοιχείο κρίσης αλλά μόνο βοήθημα για την Ε.Δ.Υ. να σχηματίσει τη δική της άποψη η οποία, ας σημειωθεί, διέφερε από εκείνη του Γενικού Διευθυντή πλην στην περίπτωση του εφεσείοντος. Έτσι άλλωστε ήταν που η Ολομέλεια αντιμετώπισε τέτοιου είδους ζήτημα στην Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Α.Ε. 1635, ημερ. 21 Ιανουαρίου 1997

Όσον αφορά τη θέση του αιτητή ότι η σύσταση είναι αναιτιολόγητη απαντά ότι δεδομένου ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής κάτι τέτοιο δεν ήταν αναγκαίο με βάση τις πρόνοιες του Νόμου (άρθρ. 34(9) του Ν. 1/90) και της νομολογίας.

Ενόψει των πιο πάνω θέσεων είναι αναγκαίο να δούμε από κοντά τη σύσταση του Διευθυντή και πώς αυτή αξιολογήθηκε και επέδρασε στην απόφαση της Επιτροπής. Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό ημερ. 2/8/02 υποβλήθηκαν ερωτήσεις στους τέσσερεις υποψήφιους τόσο από το Γενικό Διευθυντή όσο και από τα μέλη της Επιτροπής «πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας.» Καταγράφονται στη συνέχεια πιο εξειδικευμένα οι στόχοι των ερωτήσεων. Στο τέλος της προφορικής εξέτασης ο Γενικός Διευθυντής αξιολόγησε τον μεν αιτητή σαν «Σχεδόν παρα πολύ καλός» και το ε.μ. σαν «Παρα πολύ καλός» και στη συνέχεια σύστησε για προαγωγή το ε.μ.

Ακολούθως το πρακτικό αναφέρει:

«...............υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Διευθυντή, (η Επιτροπή) προέβη στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων η οποία έχει ως εξής:

.................................. .................................................. .................................

ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ: Σχεδόν πάρα πολύ καλός. Εκφράζεται με ευχέρεια και διατυπώνει τις θέσεις του με άνεση. Επιχειρηματολογεί αρκετά ικανοποιητικά, χωρίς, όμως, να εμβαθύνει. Ενίοτε, απέφευγε να πάρει σαφή κριτική θέση έναντι προβλημάτων ή να υποβάλει συγκεκριμένες εισηγήσεις για επίλυση τους.

ΤΑΞΙΤΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ: Πάρα πολύ καλός. Διαθέτει πάρα πολύ καλές γνώσεις σχετικές με την υπό πλήρωση θέση. Παρόλο ότι υστέρησε σε κάποιο βαθμό στη δόμηση και τεκμηρίωση των θέσεων που υποστήριζε, εντούτοις προσδιόρισε ικανοποιητικά τα προβλήματα της Υπηρεσίας και πρότεινε πρακτικές και εφικτές λύσεις.»

Σαφώς προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η Επιτροπή προχώρησε και έκαμε και η ίδια τη δική της αξιολόγηση λαμβάνοντας υπόψη και την κρίση του Γενικού Διευθυντή κατά την προφορική εξέταση. Ενόψει των πιο πάνω είναι η άποψη μου ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζουν με αυτά της υπόθεσης Ιακωβίδη ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Δεν βρίσκω τίποτε το παράτυπο στον τρόπο που η Επιτροπή αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Δεν ήταν παράτυπο το να κρίνει ο Γενικός Διευθυντής τους υποψηφίους όσον αφορά την απόδοση τους ούτε το να λάβει η Επιτροπή την κρίση του υπόψη με τον τρόπο που το έκαμε. Ούτε το γεγονός ότι η κρίση του Γενικού Διευθυντή για την προφορική συνέντευξη είναι αναιτιολόγητη φαίνεται να επηρεάζει την κατάσταση σύμφωνα με τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Κολιού ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Όσον αφορά τη θέση ότι η σύσταση του Διευθυντή προς την Επιτροπή για το ε.μ. δεν είναι αιτιολογημένη είναι ορθό ότι με βάση το άρθρ. 34 (9) του Νόμου 1/90 δεδομένου ότι πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής αυτή δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένη.

Ενόψει των πιο πάνω βρίσκω ότι οι λόγοι ακύρωσης που αναπτύχθηκαν από τον αιτητή σε σχέση με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι αβάσιμοι. Αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

(3) Η αντικειμενική εικόνα των φακέλων

Ο συνήγορος του αιτητή εξετάζει και συγκρίνει τον αιτητή και το ε.μ. με αναφορά στα τρία κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Σε σχέση με την αξία παραδέχεται ότι οι δύο είναι ίδιας περίπου αξίας για τα τελευταία πέντε χρόνια αλλά στο σύνολο από το 1985 «ο αιτητής υπερέχει καταφανώς». Όσον αφορά τα προσόντα παραδέχεται και πάλιν ότι οι δύο κατέχουν τα ίδια ακαδημαϊκά προσόντα όμως κάμνει μια σύγκριση της σταδιοδρομία των δύο από του διορισμού τους το 1972 στη δημόσια υπηρεσία για να δείξει ότι ο αιτητής είχε υπηρετήσει για πολλά χρόνια σε πλέον υπεύθυνες και σχετικές με την επίδικη θέση υπηρεσίες. Διερωτάται βεβαίως κάποιος πώς αυτά μπορούν να καταταγούν και εξετασθούν κάτω από το κεφάλαιο «προσόντα».

Όσον δε αφορά την αρχαιότητα υπάρχει ισχυρισμός για σαφή υπεροχή του αιτητή ο οποίος διορίστηκε Διοικητικός Λειτουργός το 1973, προήχθη στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄το έτος 1992 και στη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού τον Αύγουστο του 1997. ενώ το ε.μ. διορίστηκε στις αντίστοιχες θέσεις το 1975, το 1993 και τον Οκτώβρη του 1998.

Στη συνέχεια μάλιστα γίνεται ισχυρισμός, που μένει μετέωρος, ότι κατά την ημερομηνία προαγωγής στην επίδικη θέση το ε.μ. κατείχε τη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α (κλίμακα Α11) ενώ ο αιτητής τη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού (κλίμακα Α13). Αυτά σε αντίθεση με όσα αμέσως πιο πάνω ισχυρίζεται.

Στη συνέχεια ο συνήγορος του αιτητή επιχειρηματολογεί με το ακόλουθο σκεπτικό. Ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα, υπερέχει κατά τεκμήριο σε πείρα και έχει επιπλέον πείρα στα ειδικά καθήκοντα της θέσης και όμως αυτά αγνοήθηκαν για να δοθεί από την Επιτροπή υπέρμετρη σημασία στην εντύπωση κατά την προφορική συνέντευξη. Προς υποστήριξη των πιο πάνω γίνεται εκτεταμένη αναφορά σε νομολογία .

Οι θέσεις της συνηγόρου για την καθής η αίτηση συνοψίζονται στα εξής σε απάντηση των πιο πάνω. Ο αιτητής δεν υπερέχει σε αξία και από άποψης προσόντων κατέχει αυτά που και το ε.μ. Η αρχαιότητα δεν μπορεί έχει αποφασιστική σημασία σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπως η παρούσα. Όσον αφορά την προφορική συνέντευξη, παρόλο ότι η νομολογία επιτρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η εντύπωση που οι υποψήφιοι αφήνουν και προσθέτει στην αξία τους προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, εν πάση περιπτώσει στην παρούσα υπόθεση δεν συνέβη κάτι τέτοιο αλλά συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια.

Πάνω στις ίδιες ανωτέρω γραμμές κινείται και η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του ε.μ. Προσθέτει ότι παρόλο ότι οι δύο από το 1990 μέχρι το 2001 έχουν την ίδια βαθμολογία το ε.μ. υπερέχει σε αξία αφού είχε καλύτερη αξιολόγηση στην προφορική εξέταση ενώπιον τόσον της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Επιτροπής και είχε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Θα συμφωνήσω με τις θέσεις των συνηγόρων της καθής η αίτηση και του ε.μ. Τα γεγονότα αλλά και η νομολογία υποστηρίζουν τις θέσεις τους. Θα εξειδικεύσω την κατάληξη αυτή του Δικαστηρίου αμέσως πιο κάτω. Εν πρώτοις επισημαίνω ότι ο αιτητής δεν ήταν αρκετό να πείσει το δικαστήριο ότι υπερέχει του ε.μ. αλλά ότι υπερέχει έκδηλα ώστε το δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει με άνεση στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπερέβη τ' ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας. Το δικαστήριο δεν αποφασίζει για την Επιτροπή. Ελέγχει απλά την ορθότητα άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας (βλ. μεταξύ άλλων Θεοκλείτου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 451). Ο αιτητής δεν κατόρθωσε, και το βάρος ήταν στους ώμους του, να πείσει ότι η Επιτροπή άσκησε κατά τρόπο λανθασμένο τη διακριτική της ευχέρεια.

Είναι παραδοχή και του αιτητή ότι από άποψης προσόντων δεν υπήρχε υπεροχή του. Όσον αφορά την αξία όντως προκύπτει από τους υπηρεσιακούς φακέλους ότι από το 1990 οι δύο ισοβαθμούν. Είναι δε ορθή η επισήμανση ότι στην αξία που προκύπτει από τη βαθμολογία προστίθεται και η εντύπωση που ο υποψήφιος αφήνει στην προφορική συνέντευξη αλλά και η σύσταση του Διευθυντή. Με δεδομένο ότι το ε.μ. είχε υπέρ του τα πιο πάνω και ήδη αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ότι τίποτε το παράτυπο δεν υπήρξε στον τρόπο που έγιναν οι κρίσεις κατά τις προφορικές συνεντεύξεις και στο πώς δόθηκε η σύσταση του Διευθυντή καταλήγω ότι το ε.μ. υπερείχε σε αξία. Οι πιο κάτω υποθέσεις, στις οποίες και ο συνήγορος του ε.μ. παραπέμπει για το αποτέλεσμα των προφορικών συνεντεύξεων, προσθέτει στην αξία είναι σχετικές: Γ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2701, ημερ. 27/2/01, Χαρ. Σπανού ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 319 και Ο. Στυλιανού κ.α. ν. Κ. Χατζηκωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387. Εξάλλου η υπόθεση Θεοκλείτου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) είναι σχετική με τη θέση ότι η σύσταση του προϊσταμένου μετρά και προσθέτει στην αξία αυτού υπέρ του οποίου γίνεται.

Όσον αφορά την αρχαιότητα η περιορισμένη υπεροχή του αιτητή δεν μπορούσε να του δώσει οποιοδήποτε προβάδισμα όχι μόνον ένεκα των άλλων παραγόντων που υπήρχαν υπέρ του ε.μ. αλλά και γιατί σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η αρχαιότητα παίζει περιορισμένο ρόλο (Βλ. μεταξύ άλλων Γ. Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Όσον αφορά το θέμα της κατ' ισχυρισμό υπέρμετρης σημασίας που δόθηκε στην εντύπωση των προφορικών συνεντεύξεων, παρόλο ότι με βάση τη νομολογία κάτι τέτοιο δε θα ήταν ανεπίτρεπτο σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, τα γεγονότα δεν υποστηρίζουν τη θέση του αιτητή. Δε δόθηκε δηλαδή στο αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης υπέρμετρη σημασία. Συνεκτιμήθηκε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια. Γίνεται μεν ειδική μνεία στο πρακτικό της Επιτροπής στην αξιολόγηση της οποίας έτυχε το ε.μ. κατά την προφορική εξέταση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ίδια την Επιτροπή αλλά γίνεται αμέσως μετά και ειδική μνεία στην εικόνα που αυτός εμφανίζει με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις και στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

Ενόψει όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

(4) Νομικά πάσχουσα η απόφαση της Επιτροπής αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.

Το επιχείρημα του συνηγόρου του αιτητή είναι ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη. Δεν γίνεται, όπως εισηγείται, σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων και απλά καταγράφονται στην απόφαση οι προτιμήσεις της Επιτροπής.

Δε χρειάζεται να αναφερθώ στα επιχειρήματα των άλλων δύο συνηγόρων. Το επιχείρημα από πλευράς αιτητή είναι αβάσιμο. Έχει ήδη απαντηθεί με βάση τα όσα ως τώρα αποφασίστηκαν από το δικαστήριο απαντώντας τους άλλους λόγους ακύρωσης. Πολύ όμως συνοπτικά λέγω ότι εξετάζοντας την επίδικη απόφαση τη βρίσκω πλήρως αιτιολογημένη. Δίδεται σαφής εξήγηση γιατί προτιμήθηκε το ε.μ. έναντι των άλλων υποψηφίων. Στο σημείο μάλιστα που παρακάμπτεται η αρχαιότητα του αιτητή και ενός ακόμη υποψηφίου γίνεται ειδική μνεία σ' αυτό και δίδονται εξηγήσεις. Ούτε και αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί και απορρίπτεται.

Εν κατακλείδι, η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο αιτητής να πληρώσει τα έξοδα.

 

Γ. Αρέστης, Δ.

 

 

/ΚΑς

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο