ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες προσφυγές αρ. 786/99 και 957/99)
9 Φεβρουαρίου, 2004
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Προσφυγή αρ. 786/99
1. ΒΡΥΩΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Αιτητές
- ν. -
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθής η αίτηση
Προσφυγή αρ. 957/99
ΕΛΕΝΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
Αιτήτρια
- ν. -
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Καθής η αίτηση
--------------------
Α. Σ. Αγγελίδης ,
για τους αιτητές στην προσφ. αρ. 786/99Γ. Παπαντωνίου, για την αιτήτρια στην προσφ. αρ. 957/99
Αλ. Κουντουρή, για την καθής η αίτηση
Α. Ευσταθίου, για τα ε.μ. 1, 2, 3, 5 και 6 στην 786/99
και ε.μ. 1, 2, 3, 4 και 5 στην 957/99
Κ. Καλλής, για το ε.μ. 4 στην 786/99 και 6 στην 957/99
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ:
Οι παρούσες προσφυγές οι οποίες, ύστερα από αίτημα και διάταγμα του δικαστηρίου συνεκδικάζονται, στρέφονται κατά της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου (στο εξής η Αρχή), με την οποία διορίστηκαν στη θέση λιμενικού λειτουργού 2ης τάξης δυνάμει του περί Εντάξεως Έκτακτων Υπαλλήλων στην Αρχή Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1998 (Ν. 89(1)/98) (στο εξής ο Νόμος) τα ενδιαφερόμενα μέρη Ελένη Διονυσίου, Κωνσταντίνος Ιωάννου, Ρολάνδος Α. Ιωάννου, Μάριος Καρακόκκινος, Νίκη Δ. Καστώρη και Χριστόφορος Χριστοφόρου αντί των αιτητών.Πραγματικά γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές
Κατόπιν δύο ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27/10/93 και 29/2/96 αντίστοιχα, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής (στο εξής το Συμβούλιο) στη συνεδρία του στις 11/2/97 επανεξέτασε την πλήρωση των οκτώ θέσεων Λιμενικού Λειτουργού 2ης τάξης που είχαν κενωθεί και αποφάσισε την επαναπλήρωση τους διορίζοντας πρόσωπα άλλα από τα ενδιαφερόμενα μέρη στις παρούσες προσφυγές. Αναφορικά δε με τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν επελέγησαν για επαναδιορισμό, παρόλο που κατά τον ουσιώδη χρόνο της επανεξέτασης υπηρετούσαν στην Αρχή ως Λιμενικοί Λειτουργοί 2ης τάξης αλλά σε έκτακτη βάση, κατόπιν πρόσληψης τους δυνάμει του Νόμου 169/85, αποφασίστηκε όπως ετοιμαστεί νομοσχέδιο για αναδρομικό διορισμό τους, το οποίο αφού πρώτα τεθεί ενώπιον του Νομικού Συμβούλου της Αρχής για νομοτεχνικό έλεγχο προωθηθεί για έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο και ψήφιση από τη Βουλή.
Ακολούθησε ανταλλαγή απόψεων μεταξύ της Αρχής και των αρμοδίων κυβερνητικών υπηρεσιών με αποτέλεσμα να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Εντάξεως Έκτακτων Υπαλλήλων στην Αρχή Λιμένων Κύπρου Νόμος του 1998 ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 13/11/98 (Ν. 89(1)/98).
Το Συμβούλιο σε συνεδρία του στις 8/12/98 αφού ενημερώθηκε σχετικά με τις πρόνοιες του Νόμου αποφάσισε, όπως όλοι οι επηρεαζόμενοι έκτακτοι υπάλληλοι (που δεν είναι άλλοι από τα ενδιαφερόμενα μέρη στις παρούσες προσφυγές) κληθούν σε προφορική συνέντευξη ενώπιον του, σε ημερομηνία που θα καθοριστεί μεταγενέστερα από τον πρόεδρο της Αρχής.
Στο μεταξύ, οι αιτητές στην προσφυγή 786/99, με χωριστές επιστολές τους ημερομηνίας 3/12/1998 ενημέρωσαν την Αρχή ότι εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για διορισμό στη θέση λιμενικού λειτουργού, 2ης τάξης. Ακολούθως ορίστηκε ως ημερομηνία διεξαγωγής των προφορικών συνενετεύξεων των έκτακτων λιμενικών λειτουργών 2ης τάξης η 25/1/99.
Κατά την εν λόγω ημερομηνία το Συμβούλιο επιλήφθηκε κατ' αρχάς των προαναφερομένων επιστολών των Βρυώνη και Κυριάκου Κωνσταντίνου. Αφού δε διαπίστωσε ότι οι συγκεκριμένοι αιτητές δεν πληρούσαν όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου, αποφάσισε όπως οι σχετικές επιστολές τους απαντηθούν κατάλληλα. Ζήτησε μάλιστα να επισημανθεί στις απαντήσεις, πως σε ότι αφορά την προσφυγή καθενός από αυτούς που εκκρεμεί στο Ανώτατο Δικαστήριο, η Αρχή θα αναμένει τα ευρήματα και το περιεχόμενο της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί. Λίγο αργότερα κλήθηκε ενώπιον του Συμβουλίου της Αρχής ο νομικός της σύμβουλος ο οποίος αφού γνωμάτευσε επί του όλου θέματος αποχώρησε. Ακολούθησαν οι χωριστές προφορικές συνεντεύξεις των έξι ενδιαφερομένων μερών. Παρών σ' αυτές ήταν και ο Διευθυντής Εκμετάλλευσης για να εκφράσει τις απόψεις του αναφορικά με την καταλληλότητα καθενός από τους υποψηφίους. Αφού το έπραξε αποχώρησε από τη συνεδρία.
Στη συνέχεια η Αρχή αποφάσισε να συνεχίσει τη συζήτηση του θέματος σε μελλοντική συνεδρία της. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις συνεδρίες του Συμβουλίου ημερ. 3 και 4/5/99 κατόπιν μιας συνολικής συνεκτίμησης όλων των ενώπιον του στοιχείων. Ο διορισμός που προσφέρθηκε στα ενδιαφερόμενη μέρη άρχιζε για μεν τους Μάριο Καρακόκκινο και Νίκη Δ. Καστώρη αναδρομικά από τις 2/5/91, για δε τους Ελένη Διονυσίου, Κωνσταντίνο Ιωάννου, Ρολάνδρο Α. Ιωάννου και Χριστόφορο Χριστοφόρου επίσης αναδρομικά αλλά από τις 15/5/91.
Όσον αφορά τα όσα ακολούθησαν μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης της 29/2/96 πρέπει κατά την άποψη μου να τονιστούν τα ακόλουθα: κατά την επανεξέταση μετά την εν λόγω ακυρωτική απόφαση, η καθής η αίτηση διόρισε στη θέση λιμενικού λειτουργού 2ης τάξης οκτώ άτομα. Ανάμεσα σ' αυτά συγκαταλέγετο και η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή 957/99. Εναντίον της υπό αναφορά απόφασης καταχωρήθηκαν οι προσφυγές αρ. 167/97, 231/97, 290/97, 309/97, 343/97 και 371/97.
Μεταξύ των αιτητών σ' αυτές τις προσφυγές ήταν όχι μόνο οι αιτητές στην παρούσα διαδικασία αλλά και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Στις 29/4/99 το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ακύρωσε τους επίδικους διορισμούς. Η αναθεωρητική έφεση δε υπ' αριθμό 2841 που ασκήθηκε εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης δεν έγινε αποδεκτή. (βλ. Α.Ε. 2841 ημερ. 12/3/02.)
Λόγοι ακύρωσης
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών στην προσφ. 786/99 προβάλλει και αναπτύσσει τους πιο κάτω λόγους οι οποίοι κατά την εισήγηση του οδηγούν στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.
1. Αντισυνταγματικότητα του περί Εντάξεως Εκτάκτων Υπαλλήλων στην Αρχή Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1998 (Ν. 98(1)/98
Είναι ισχυρισμός των αιτητών ότι ο Νόμος δυνάμει του οποίου η καθής η αίτηση Αρχή διόρισε τα ενδιαφερόμενα μέρη στις επίδικες θέσεις είναι αντισυνταγματικός. Ειδικότερα εισηγούνται πως οι διατάξεις του άρθρ. 3 αυτού παραβιάζουν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών αφού βάσει του εν λόγω Νόμου οι επίδικοι διορισμοί επιβλήθηκαν στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ως δέσμια ενέργεια, χωρίς οι θέσεις αυτές αν και πρώτου διορισμού να είναι ανοικτές σε όλους τους προσοντούχους υποψήφιους. Το γεγονός αυτό είναι ανεπίτρεπτο, αντιβαίνει δε πλήρως προς την υπάρχουσα νομολογία, η οποία επί του θέματος της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και του πλαισίου εφαρμογής της κάτω από το σύνταγμα, είναι ρητή και ξεκάθαρη (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.α. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 καθώς και την απόφαση (επίσης της Ολομέλειας) στις συνεκδ. υπ. 534/97 κ.α. Αννα Ηλία κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 23/12/99).
2.
Παραβίαση της αρχής της ισότηταςΗ αρχή της ισότητας η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρ. 28 του Συντάγματος αλλά και από διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, επιβάλλει την προκήρυξη και κατά συνέπεια δημοσίευση όλων των εκάστοτε κενών θέσεων είτε του δημοσίου είτε οποιουδήποτε ημικρατικού οργανισμού ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα σε κάθε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας ο οποίος κατέχει τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα να διαγωνιστεί για διορισμό σ' αυτές. Μόνο μ' αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται το ατομικό δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης όλων των πολιτών.
Είναι εισήγηση των αιτητών, πως ο συγκεκριμένος Νόμος και ειδικότερα το άρθρ. 3 αυτού, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας, προδιαγράφουν και προκαθορίζουν ποιοί θα διοριστούν, περιορίζοντας τους υποψήφιους προς πλήρωση των επίδικων θέσεων σε μόνο τους έκτακτους μιας καθορισμένης περιόδου.
Είναι η θέση τους, πως η όλη διαδικασία που στην προκείμενη περίπτωση ακολουθήθηκε πλήττει κατάφωρα την πεμπτουσία της αρχής της ισοπολιτείας συντελώντας αδικία γενικά, και ειδικά εις βάρος τους. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού τους αυτού παραπέμπουν στην υπάρχουσα νομολογία και ειδικότερα στα όσα λέχθηκαν στις προαναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας (βλ Γιάλλουρου, ανωτέρω και συνεκδ. Υπ. 534/97 κ.α. Άννα Ηλία, ανωτέρω).
3.
Μη συμμόρφωση προς το δικαστικό δεδικασμένοΠροβάλλεται επίσης από μέρους των αιτητών ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή του δεδικασμένου. Είναι συγκεκριμένα εισήγηση τους πως ενόψει των τριών ακυρωτικών αποφάσεων που προηγήθηκαν της επίδικης απόφασης, καθήκον της Αρχής κατά την επανεξέταση ήταν να εφαρμόσει το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τον τότε ουσιώδη χρόνο, και όχι το μεταγενέστερο του εν λόγω χρόνου νόμο 89(1)/98, η επίκληση και εφαρμογή του οποίου κατέληξε στη μονιμοποίηση αναδρομικά (χωρίς την προκήρυξη των επίδικων θέσεων) των ενδιαφερομένων προσώπων, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και της αρχής της ισότητας. (Βλ. μεταξύ άλλων Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, και Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 789, 791 και 796 ημερ. 30/5/89).
Απαντώντας στην αγόρευση τους οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της καθ' ής η αίτηση Αρχής προβάλλουν τις πιο κάτω θέσεις:
Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό των αιτητών περί αντισυνταγματικότητας του Νόμου και παραβίασης διά των προνοιών αυτού της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, η Αρχή εισηγείται ότι ο υπό αναφορά νόμος δεν εξέρχεται του συνταγματικού πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Βουλής των Αντιπροσώπων. Είναι η θέση της, πως ότι επιδιώκεται με το συγκεκριμένο νόμο είναι η καθιέρωση ιδιαίτερων κριτηρίων για την πλήρωση αριθμού θέσεων στην Αρχή, από το νομίμως συντεθειμένο και από το νόμο προβλεπόμενο διοικητικό της συμβούλιο. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού παραπέμπει στην απόφαση της ολομέλειας στη Republic ν. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, (απόφαση πλειοψηφίας), την οποία θεωρεί απόλυτα σχετική. Υποστηρίζει ακόμη ότι ο ν. 89(1)/98 δε διαγράφει ούτε προκαθορίζει ποιοί θα διοριστούν και πως αντικείμενο του είναι η καθιέρωση κανόνα δικαίου.
Ως προς τον επόμενο ισχυρισμό που τέθηκε, σε σχέση και πάλι με την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, λόγω παραβίασης διά των διατάξεων αυτού και της αρχής της ισότητας, η καθ' ής η αίτηση Αρχή υποστήριξε πως το άρθρ. 28 του συντάγματος διαφυλάττει μεν το δικαίωμα της ισότητας δεν απαγορεύει όμως οποιεσδήποτε διαφοροποιήσεις προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος, που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν μια ισορροπία μεταξύ των εργαζομένων. Επισημαίνει δε παραπέμποντας στα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Argiris Mikrommatis and the Republic (Minister of Finance and Another), 2 R.C.C.C. 125, πως είναι γενικά αποδεκτό ότι το άρθρ. 28 του Συντάγματος παραβιάζεται όταν δεν υπάρχει αναλογία μέσου και σκοπού, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση κατά την άποψη της υπάρχει.
Ισχυρισμοί των ενδιαφερομένωφν μερών 1,2, 3, 5, και 6
Προδικαστικές ενστάσεις
1. Μη προσβολή συγκεκριμένης διοικητικής πράξης
Η δικηγόρος των εν λόγω ενδιαφερομένων μερών (ε.μ.) ήγειρε στη γραπτή της αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι οι προσφυγές των αιτητών δεν προσβάλλουν συγκεκριμένη διοικητική πράξη. Ειδικότερα υποστηρίζει ότι οι αιτητές δεν προσδιορίζουν επακριβώς και με σαφήνεια την προσβαλλόμενη πράξη και πότε αυτή εξεδόθη. Αναφερόμενη δε στη νομολογία παραπέμπει σχετικά στο σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου «Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» 1971 όπου στη σελ. 353, παραγ. 173 αυτού αναφέρεται ρητά ότι: «Ο προσδιορισμός της κυρίως προσβαλλομένης πράξεως δέον να είναι σαφής εν τω δικογράφω της αιτήσεως».
2. Έλλειψη εννόμου συμφέροντος από μέρους των αιτητών να προσβάλουν τους επίδικους διορισμούς
Προβάλλεται και δεύτερη προδικαστική ένσταση από μέρους των ε.μ. σύμφωνα με την οποία οι αιτητές και των δύο συνεκδικαζόμενων προσφυγών στην παρούσα διαδικασία στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, σε σχέση με την αιτήτρια στην προσφ. αρ. 957/99 Έλενα Ορθοδόξου, υποστηρίζεται ότι κατά την επανεξέταση μετά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση της 29/2/96, η υπό αναφορά αιτήτρια περιλαμβανόταν ανάμεσα στα οκτώ πρόσωπα που διορίστηκαν στη θέση λιμενικού λειτουργού 2ης τάξης. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκαν οι προσφυγές 167/97, 231/97, 290/97, 309/97, 343/97 και 371/97 οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την ακύρωση των επίδικων διορισμών. Πρόκειται για την τρίτη ακυρωτική απόφαση ημερ. 29/4/99. Ακολούθησε η άσκηση έφεσης εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης η οποία δεν έγινε αποδεκτή. (βλ. Α.Ε. 2841 ημερ. 12/3/02. Στο μεταξύ, ενόψει της απόφασης στην εν λόγω αναθεωρητική έφεση και ενώ ακόμη εκκρεμούσαν οι παρούσες υπό εξέταση προσφυγές, μεσολάβησε η επανεξέταση του όλου θέματος από το συμβούλιο της καθής η αίτηση Αρχής. Το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης επανεξέτασης ήταν η απόφαση του συμβουλίου αυτής ημερ. 26/9/02 σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια Έλενα Ορθοδόξου επαναδιοριζόταν αναδρομικά στη θέση λιμενικού λειτουργού 2ης τάξης από τις 2/5/91. Εισηγούνται λοιπόν τα ε.μ. 1, 2, 3,5 και 6 πως ενόψει των πιο πάνω δεδομένων, η συγκεκριμένη αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος περαιτέρω προώθησης της προσφυγής της αφού το αίτημα της έχει ήδη ικανοποιηθεί. Είναι εισήγηση τους πως στην περίπτωση της τυγχάνουν εφαρμογής οι βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου επί του θέματος της ύπαρξης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί με σαφήνεια τόσο από ελληνική νομολογία όσο και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού τους αυτού παραπέμπουν στην υπόθεση Αντώνης Μαυρουδής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας,(1991) 3 Α.Α.Δ 123, 125, στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το απαιτούμενο έννομο συμφέρον πρέπει, όπως ορθά υποδεικνύεται στην πρωτόδικη απόφαση, να ενυπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από την έγερση μέχρι και την εκδίκαση της προσφυγής.»
Παραπέμπουν επίσης στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Ε΄έκδοση του Ε. Σπηλιωτόπουλου, στις σελ. 432, 439, παραγρ. 463, όπου επίσης αναφέρεται ρητά ότι:
«Το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς, με την έννοια ότι η νομική ή πραγματική κατάσταση, με την οποία συνδέεται ο αιτών (που η μεταβολή της με την προσβαλλόμενη πράξη ή η μη ρύθμιση της με την προσβαλλόμενη παράλειψη προκαλεί σ' αυτόν βλάβη), υφίσταται τόσο κατά τον χρόνο της έκδοσης της πράξης ή της συντέλεσης της παράλειψης όσο και κατά τον χρόνο της άσκησης ή της συζήτησης της αίτησης ακυρώσεως Τον χαρακτήρα του έννομου συμφέροντος ως ενεστώτος δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ικανοποίηση του αιτούντος δεν επέρχεται αμέσως από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης αλλά αναβάλλεται για ορισμένο χρονικό διάστημα, για την εκπλήρωση διατυπώσεων επιβαλλόμενων από τον νόμο (ΣΕ 42/1961). Συμφέρον μέλλον ή ενδεχόμενο (ΣΕ 3564/1977, 2388/1980, 2449/1980) και αόριστο ή απλώς προσδοκώμενο ή παρελθόν καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη.»
Καθώς και στα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 όπου στη σελ. 260 τονίζεται ότι:
«Κατ' άλλην διατύπωσιν, ή αίτησις ακυρώσεως θεωρείται απαράδεκτος ελλείψει συμφέροντος, οσάκις αυτή στρέφεται κατά πράξεως ης η ακύρωσις δεν θα ωφελήση τον αιτούντα ή θα βλάψη αυτόν.»
Πέραν των πιο πάνω, τα ε.μ. 1,2, 3, 5 και 6 προβάλλουν και άλλους ισχυρισμούς σχετικά με την από μέρους της αιτήτριας Έλενας Ορθοδόξου έλλειψη εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης. Με δεδομένο όμως το γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί αναφέρονται στα όσα ίσχυαν πριν από την έκδοση της κρίσιμης απόφασης του Συμβουλίου της Αρχής ημερ. 26/9/02, δεν θα θεωρούσα ότι κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν.
Ούτε όμως οι αιτητές στην προσφ. 786/99 Βρυώνης και Κυριάκος Κωνσταντίνου έχουν έννομο συμφέρον προσβολής των επίδικων διορισμών. Η εισήγηση αυτή των ε.μ. εδράζεται επί των επιστολών ημερ. 3/12/98, που οι εν λόγω αιτητές απέστειλαν στην καθής η αίτηση Αρχή. Ειδικότερα υποστηρίζεται πως μέσω των εν λόγω επιστολών τους, οι συγκεκριμένοι αιτητές ζήτησαν ουσιαστικά το διορισμό τους στις επίδικες θέσεις βάσει του ν. 89(1)/98, επειδή δε, δεν κατέστη δυνατό να διοριστούν, επιδιώκουν εκ των υστέρων την προσβολή του ως αντισυνταγματικού. Δεν δύνανται υποβάλλει η δικηγόρος των υπό αναφορά ε.μ., από τη μια να συναινούν και να επικαλούνται το συγκεκριμένο νόμο και από την άλλη λόγω μη πραγμάτωσης της προσδοκίας τους να τον προσβάλλουν.
Κάτι τέτοιο σύμφωνα με τη νομολογία συνεχίζει η εισήγηση της, είναι απαράδεκτο, αποτελεί δε από μόνο του λόγο για απόρριψη προσφυγής. Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού, παραπέμπει στις υποθέσεις Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249 και Ραφτόπουλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 839/91, ημερ. 14/5/99.
Στο σημείο αυτό είναι πιστεύω χρήσιμο, ενόψει των ανωτέρω ισχυρισμών, να παρατεθεί το πλήρες κείμενο των επιστολών της 3/12/98 ούτως ώστε να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη εικόνα του τι ακριβώς έχει ειπωθεί σ' αυτές.
«1
η επιστολή3 Δεκεμβρίου, 1998
Κύριον
Πρόεδρο
Διοικητικού Συμβουλίου
Αρχής Λιμένων Κύπρου
Κρήτης 23
1061 Λευκωσία
Έντιμε Κύριε
Έχω διαβάσει στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ημερ. 13/11/98, το νόμο 89 (ι) 1998 νόμος για τον διορισμό σε θέσεις Υπαλλήλων που υπηρετούν στην Αρχή Λιμένων Κύπρου σε έκτακτη βάση.
Δράττομαι της ευκαιρίας να σας υπενθυμίσω ότι εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι για τον διορισμό στην θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης τάξεως στην Αρχή Λιμένων Κύπρου από την 1η Μαίου 1991 θέση την οποία δικαιούμαι ένεκα των γραπτών και προφορικών εξετάσεων και της επικύρωσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατόπιν προσφυγών μου.
Σας πληροφορώ ότι είμαι διατεθειμένος να συνεχίσω με όλα τα νομικά ένδικα μέσα μέχρι να δικαιωθώ χωρίς να φισθώ νομικών εξόδων και χρόνου.
Ήδη όπως γνωρίζετε εκκρεμεί μια νέα προσφυγή μου (αρ. 231/97) στο Ανώτατο Δικαστήριο για τον σκοπό αυτό και η οποία βρίσκεται στο τελικό της στάδιο.
Αναμένω ότι θα λάβετε σοβαρά υπόψην την παράκληση μου αυτήν και θα λάβετε όλα τα δέοντα μέτρα τα οποία θα οδηγήσουν στην δικαίωσην μου και θα τερματίσουν την διαιώνιση αυτής της δυσάρεστης κατάστασης.
Με εκτίμηση
Κυριάκος Κωνσταντίνου
2
η επιστολή3 Δεκεμβρίου 1998
Κύριον
Πρόεδρο
Διοικητικού Συμβουλίου
Αρχής Λιμένων Κύπρου
Κρήτης 23
1061 Λευκωσία
Έντιμε Κύριε
Εγώ ο υποφαινόμενος Βρυώνης Κωνσταντίνου (Μητρώο 2182) αναφέρομαι στις δύο επιστολές που σας έχω στείλει ημερομηνίας 26 Ιουνίου 1996 και 4 Φεβρουαρίου 1997 και σας πληροφορώ ότι εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι για διορισμό Λιμενικού Λειτουργού 2ης τάξεως από την 15η Μαίου 1991 ημερομηνία κατά την οποία προσλήφθηκα ως υπάλληλος της Αρχής Λιμένων Κύπρου και την οποία επικύρωσε δυο φορές το Ανώτατο Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας κατόπιν των προσφυγών μου.
Ελπίζω όπως λάβετε όλα τα δέοντα μέτρα προς άρσην αυτής της αναξιοκρατίας και τερματισμό της διαιώνισης αυτής της δυσάρεστης καταστάσεως διότι καθώς γνωρίζετε θα συνεχίσω να διεκδικώ τα νόμιμα δικαιώματα μου μέσω του δικαστηρίου μέχρι τελικής δικαίωσης.
Είναι γνωστόν ότι για την ίδια υπόθεση εκκρεμεί ακόμη μια δική μου προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (αρ. 290/97) και η οποία βρίσκεται το τελικό στάδιο.
Με εκτίμηση
Βρυώνης Κωνσταντίνου»
Σημειώνεται ότι ύστερα από άδεια του Δικαστηρίου είχε επιτραπεί η καταχώρηση συμπληρωματικών αγορεύσεων σε σχέση με το θέμα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η καθής η αίτηση Αρχή σ' αυτό το στάδιο είχε υιοθετήσει όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από το συνήγορο των ε.μ.
Όσον αφορά τους λόγους ουσίας για τους οποίους οι αιτητές προσβάλλουν την επίδικη απόφαση απαντούνται από τα ε.μ. κατ' όμοιον περίπου τρόπο ως από την καθής η αίτηση Αρχή γιαυτό βρίσκω αχρείαστη την επανάληψη τους. Τα ίδια ισχύουν και σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς του άλλου ε.μ. Μάριου Καρακόκκινου.
Απάντηση των αιτητών στην προσφ. 786/99 στους ισχυρισμούς όλων των ε.μ.
Ο δικηγόρος των αιτητών Βρυώνη και Κυριάκου Κωνσταντίνου απαντώντας στις δύο προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από μέρους των ε.μ. 1, 2, 3, 5 και 6 υποστηρίζει αναφορικά με την προβληθείσα ένσταση ότι οι προσφυγές των αιτητών δεν προσβάλλουν συγκεκριμένη διοικητική πράξη ότι το αίτημα των αιτητών είναι συγκεκριμένο και σαφέστατο. Προσβάλλουν, τονίζει την απόφαση της καθής η αίτηση Αρχής η οποία αντί να συμμορφωθεί προς το δικαστικό δεδικασμένο και με επανεξέταση να πληρώσει τις επίδικες θέσεις μετά τις προηγηθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, προχώρησε αντικανονικά με την επίκληση του Νόμου, και διόρισε τα ε.μ. στις θέσεις που ακυρώθηκαν, αναδρομικά, αποκλείοντας με τον επίμαχο νόμο τους αιτητές.
Αναφορικά δε με την εγερθείσα ένσταση περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος από μέρους των αιτητών να προσβάλουν τους επίδικους διορισμούς υποστηρίζει πως ούτε η συγκεκριμένη ένσταση ευσταθεί. Είναι η θέση του (η οποία έχει ήδη λεχθεί και κατά την ανάλυση των λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν από μέρους του) ότι οι κενές θέσεις είτε του δημοσίου είτε οποιουδήποτε ημικρατικού οργανισμού πρέπει να είναι ανοικτές (αρχή της ισότητας) προς όλους τους προσοντούχους υποψήφιους για διεκδίκηση τους. Η ανάγκη αυτή τονίζει καθίσταται πολύ πιο επιτακτική στην προκείμενη περίπτωση που οι θέσεις κενώθηκαν με ακυρωτική απόφαση, οπότε επιβάλλεται επανεξέταση με βάση το τότε νομικό καθεστώς.
Στην υπό εξέταση υπόθεση η Αρχή όχι μόνο δεν επανεξέτασε όπως όφειλε μετά από τρεις κατά σειρά ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου προσοντούχοι υποψήφιοι ήταν και οι αιτητές αλλ΄ αυθαίρετα εφάρμοσε μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου νόμο. Είναι εισήγηση του ότι η καθής η αίτηση αρχή είχε την ευθύνη στην παρούσα περίπτωση να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο ανεξάρτητα από το αν ενδιαφέρθηκαν ή όχι οι αιτητές σύμφωνα με το Νόμο. Επισημαίνει δε πως ούτε το γεγονός ότι ο αιτητής Βρυώνης Κωνσταντίνου ήταν πρώην έκτακτος υπάλληλος της Αρχής Λιμένων Κύπρου και αποχώρησε οικειοθελώς του στερεί το δικαίωμα να διεκδικήσει την επίδικη θέση. Έχει νομολογιακά καθιερωθεί συνεχίζει η εισήγηση του, πως δεν χωρεί κατά κανόνα παραίτηση υπαλλήλου από δημόσιο δικαίωμα (βλ. Σύγγραμμα του καθηγητή Κυριακόπουλου «Διοικητικό Δίκαιο» 4η έκδοση τόμος Β σελ. 289. Είναι δυνατή ρητή ή σιωπηρά παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα κάτω από ορισμένες συνθήκες (Βλ. το πιο πάνω προαναφερόμενο Σύγγραμμα σελ. 291 καθώς και σελ. 124). Βλέπε επίσης: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 260-261). Κατά την άποψη του η περίπτωση των αιτητών δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που αναγνωρίζονται από τη νομολογία.
Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό ότι η έλλειψη εννόμου συμφέροντος από μέρους των αιτητών να προσβάλουν τους επίδικους διορισμούς οφείλεται στο ότι οι ίδιοι με τις επιστολές του 3/12/98 ζήτησαν να διοριστούν βάσει του επίμαχου νόμου 89(1)/98 υποστηρίζεται ότι με τις προαναφερόμενες επιστολές τους οι αιτητές δεν αιτήθηκαν την εφαρμογή του σχετικού νόμου για την περίπτωση τους. Απλά ζήτησαν την αναδρομική αποκατάσταση τους. Ήθελαν να τονίσουν την υποχρέωση της καθής η αίτηση Αρχής για νόμιμη ενέργεια, αφού ένεκα των γραπτών και προφορικών εξετάσεων που είχαν παρακαθίσει για διορισμό στη θέση λιμενικού λειτουργού 2ης τάξης από 1/5/91 και δεν επελέγησαν κατά τρόπο κριθέντα άκυρο, θα έπρεπε μετά που το δικαστήριο τους δικαίωσε σε σειρά προσφυγών να τους διορίσουν στις επίδικες θέσεις. Η Αρχή Λιμένων Κύπρου είχε την ευθύνη να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο από τον ουσιώδη χρόνο του 1991. Ειδικότερα δε σε σχέση με την περίπτωση του αιτητή Βρυώνη Κωνσταντίνου τονίζεται ότι για την περίπτωση καίρια σημασία έχει το γεγονός ότι ο ουσιώδης χρόνος ήταν πολύ πριν από την παραίτηση του. Πέραν των προαναφερθέντων ο δικηγόρος των αιτητών στην προσφ. αρ. 786/99 παραπέμπει σε σχέση με το έννομο συμφέρον αυτών και στα όσα έχουν λεχθεί στις υποθέσεις 534/97 κα. Άννα Ηλία κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 23/12/99.
Όσον αφορά τις δύο προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από τα ε.μ. 1, 2, 3, 5 και 6 περί μη προσβολής διά των συγκεκριμένων προσφυγών συγκεκριμένης διοικητικής πράξης και περί ελλείψεως από μέρους της αιτήτριας Έλενας Ορθοδόξου εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης ισχύουν και πάλι τα όσα αναφέρθηκαν στην προσφ. αρ. 786/99, πρόσθετα όμως θα ήθελα να αναφέρω ότι γίνεται πλούσια αναφορά στη νομολογία (Βλ., Σύγγραμμα Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού δικαίου» σελ. 358 παρ. 395, καθώς και τις αποφάσεις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1966) 3 Α.Α.Δ. σελ. 73, Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208, και Νικόλας ν. Δημοκρατίας προσφ. αρ. 701/93 ημερ. 2/2/95).
Περαιτέρω σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση υποστηρίζεται ότι τότε μόνο δε θα υφίστατο έννομο συμφέρον αυτής ο αναδρομικός διορισμός της θα ήταν χωρίς ενστάσεις ή προσβολές από τρίτα πρόσωπα και αν η ίδια δεν υφίστατο υλικές ή ηθικές ζημιές. Όμως ο συγκεκριμένος διορισμός προσβάλλεται μέχρι σήμερα με 4 προσφυγές. Η αιτήτρια υπέστη υλική και ηθική απώλεια σε σύγκριση με τους
μόνιμους. Είχε εργοδοτηθεί με βάση σύμβαση ορισμένης διάρκειας (ως έκτακτη) για τα έτη 1999 μέχρι 26/9/02 έστω και αν από την 1/10/02 διορίστηκε αναδρομικά στη μόνιμη θέση λιμενικού λειτουργού 2ης τάξης. Τον πρώτο χρόνο δηλαδή το 1999 δεν δικαιούτο άδεια ανάπαυσης, ούτε ασθενείας ούτε πληρωμή κατά τις αργίες. Επίσης τον ίδιο χρόνο δεν έλαβε 13ο μισθό ως οι μονιμοποιηθέντες. Οι πιο πάνω απώλειες δε θα καλυφθούν με τον αναδρομικό διορισμό της ή τουλάχιστο δε θα καλυφθούν πλήρως. Ενόψει των εγερθέντων προσφυγών κατά του αναδρομικού διορισμού της κινδυνεύει να βρεθεί από μόνιμο προσωπικό σε έκτακτο ή ακόμη και χωρίς εργασία που θα σημαίνει γιαυτήν καταστροφή. Επιπλέον τονίζει, τα εμ. ενόψει του διορισμού τους έχουν καταστεί ανώτεροι της με την έννοια της άσκησης ιεραρχίας σ' αυτήν.Παραπέμποντας δε στη νομολογία επισημαίνει ότι στην περίπτωση της αιτήτριας έχουν πλήρη εφαρμογή τα όσα έχουν αναφερθεί στην υπόθεση
Kalos v. Th Republic (1985) 3 C.L.R. 135. Παραπέμπει επίσης στις Α.Ε. 2153, 2154 και 2155 Ελένη Χρυσοστόμου κ.α. ν. Κωνσταντινίδου κ.α. και Κυπριακής Δημοκρατίας σελ. 4.Στις παρούσες προσφυγές εγείρονται πλείστα όσα θέματα. Κύριο και σημαντικό είναι αυτό της αντισυνταγματικότητας του Νόμου με βάση τον οποίο σαν γεγονός ανταντίλεκτο έγινε ο διορισμός των ε.μ. Τα ε.μ. εγείρουν με τις αγορεύεις τους προδικαστικές ενστάσεις κατά της αποδοχής των προσφυγών. Κατά λογική σειρά θα πρέπει αυτές να εξεταστούν πρώτα.
1.
Μη προσβολής συγκεκριμένης διοικητικής πράξηςΒρίσκω τον ισχυρισμό αυτό πλήρως ανεδαφικό και δεν προτίθεμαι να τον σχολιάσω περαιτέρω παρά να πω ότι απλή ανάγνωση της επιδιωκόμενης από τους αιτητές θεραπείας, δείχνει την κενότητα του ισχυρισμού. Η ένσταση αυτή απορρίπτεται.
2.
Έλλειψη έννομου συμφέροντος(α) Ελένη Ορθοδόξου
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον παρά τον αναδρομικό διορισμό της από 2/5/91 ένεκα αφενός μεν της υλικής και ηθικής ζημιάς που υπέστη αλλά και του κινδύνου η προαγωγή της ν' ακυρωθεί με τις προσφυγές που καταχωρήθηκαν εναντίον της. Έχω εξετάσει τις θέσεις αυτές υπό το φως και της νομολογίας που παρατέθηκε πιο πάνω και δεν είναι σκόπιμο να επαναλάβω. Όσον αφορά την πρώτη θέση που προβάλλει παραμένει αδιευκρίνιστη και ατεκμηρίωτη ακόμη και με όσα έθεσε στην αγόρευση του ο δικηγόρος της. Μιλά γι' απώλειες που δεν καλύπτει ο αναδρομικός διορισμός της «ή τουλάχιστον δε θα καλυφθούν πλήρως». Τι εννοεί «δε θα καλυφθούν πλήρως»; Σε ποιά έκταση καλύπτονται και γιατί δεν καλύπτονται πλήρως; Βρίσκω τη θέση αυτή αβάσιμη και την απορρίπτω. Όμως αβάσιμη βρίσκω και τη δεύτερη πτυχή του επιχειρήματος. Ο κίνδυνος ακύρωσης της απόφασης διορισμού της σε μια άλλη διαδικασία δεν μπορεί να την καθιστά ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα.
Βρίσκω εν κατακλείδι ότι η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 957/99 δεν έχει έννομο συμφέρον και η προσφυγή της θα πρέπει ν' αποτύχει. Η προσφυγή απορρίπτεται.
(β) Βρυώνης Κωνσταντίνου
Κυριάκος Κωνσταντίνου
Δε θα επαναλάβω την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε για την κατ' ισχυρισμό έλλειψη εννόμου συμφέροντος από τους πιο πάνω δύο αιτητές. Υπενθυμίζω ότι περιστρέφεται κυρίως γύρω από την επιστολή που ο καθένας απέστειλε στην αρχή. Θα εξετάσω τη νομική πτυχή. Είναι ορθή η θέση των συνηγόρων των ε.μ. ότι δεν επιτρέπεται με βάση τη νομολογία στο διοικούμενο από τη μιά να επιδοκιμάζει και από την άλλη να αποδοκιμάζει μια κατάσταση. Μια τέτοια στάση του στερεί το δικαίωμα να επιδιώκει μέσω του δικαστηρίου την ακύρωση των συνεπειών της κατάστασης αυτής. Σχετικές μεταξύ άλλων είναι οι υποθέσεις
Platis v. The Republic (1978) 3 C.L.R. 384, Dometakis v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1673. Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. China Wanbao Engineering Corporation, A.Ε. 2522, ημερ. 5/7/00 στην οποία και ο συνήγορος των ε.μ. παραπέμπει αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής:«Έχουμε την άποψη, με κάθε εκτίμηση προς το συνάδελφο που επιλήφθηκε της υπόθεσης πρωτόδικα, ότι δεδομένης της εν προκειμένω συμμετοχής της αιτήτριας στο διαγωνισμό, αυτή δεν μπορούσε να προβάλει μετ' εννόμου συμφέροντος ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω κανονισμών. Αποκομίζοντας το όφελος της συμμετοχής στη διαδικασία δεν μπορούσε εν συνεχεία, επειδή η προσδοκία της δεν πραγματώθηκε, να επιδιώξει τη μηδένιση της διαδικασίας. Δηλαδή, να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει.»
Το ερώτημα βεβαίως είναι κατά πόσο τα γεγονότα δικαιολογούν την εφαρμογή της πιο πάνω αρχής. Οι δύο επιστολές παρατέθηκαν πιο πάνω. Όσον αφορά τον Κυριάκο Κωνσταντίνου σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής του ότι επικαλούμενος τον νόμο 89(1)/98 προσπαθεί να επιτύχει διορισμό του στην Αρχή. Με την επιστολή του επιδοκιμάζει τη δυνατότητα που του δίδει ο νόμος για διορισμό και με την προσφυγή αυτή προσβάλλει και αποδοκιμάζει το νόμο όταν εκ των υστέρων δεν κατέστη δυνατός ο διορισμός του. Είναι η απόφαση μου ότι η συμπεριφορά του εμπίπτει στο πλαίσιο της αρχής που παρατέθηκε πιο πάνω και επομένως βρίσκω ότι στερείται εννόμου συμφέροντος για προώθηση της προσφυγής οπότε και η προσφυγή του θα πρέπει ν' αποτύχει και απορριφθεί.
Όσον αφορά την περίπτωση του Βρυώνη Κωνσταντίνου από το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής δεν συνάγεται άμεσα συμπέρασμα επιδοκιμασίας του επίδικου νόμου. Σημειώνω δε ότι κατά το συνήγορο του ο αιτητής με την επιστολή του δε ζήτησε διορισμό του κατ' επίκληση του σχετικού νόμου, αλλ' απλά ζητούσε την αναδρομική αποκατάσταση του. Ο ίδιος ισχυρισμός προβλήθηκε και για τον Κυριάκο Κωνσταντίνου και η απάντηση που δίδεται πιο κάτω ισχύει και γιαυτόν εξίσου. Χρειάζεται κάποια ανάλυση των γεγονότων σε συσχετισμό με την επιστολή. Η επιστολή γράφτηκε στις 3/12/98. Είχε δημοσιευθεί στις 13/11/98 ο Nόμος και αναμενόταν με βάση
το νόμο αυτό πλήρωση θέσεων για τις οποίες ο αιτητής αυτός ενδιαφερόταν. Η επιστολή επομένως γράφτηκε ενόψει της πλήρωσης των θέσεων με βάση τις πρόνοιες του Νόμου. Έχω προβληματιστεί κατά πόσο στο περιεχόμενο της επιστολής θα πρέπει να δοθεί η ερμηνεία που εισηγείται ο δικηγόρος του. Κατέληξα τελικά ότι δεν ήταν αυτός ο σκοπός της επιστολής. Επρόκειτο για προσπάθεια του αιτητή να καταστεί υποψήφιος με βάση το Νόμο. Αν θεωρούσε το Νόμο αντισυνταγματικό και τη διαδικασία πάσχουσα θα το έλεγε ρητά στην επιστολή. Προτίμησε αντίθετα να κρατήσει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα. Εξάλλου αν η θέση του έναντι του Νόμου ήταν από την αρχή αποδοκιμασία το λιγότερο που θα μπορούσε να κάμει ήταν να μη λάβει εκ των προτέρων οποιαδήποτε μέτρα, δηλαδή να μη γράψει την επιστολή και να προσβάλει τους διορισμούς με βάση το Νόμο αν όντως τον θεωρούσε αντισυνταγματικό όταν τελικά θα γίνονταν οι διορισμοί. Καταλήγω επομένως στο συμπέρασμα ότι και αυτός ο αιτητής εμμέσως πλην σαφώς επιδοκίμαζε το νόμο γράφοντας την επιστολή στις 3/12/98 αναμένοντας ότι θα μπορούσε μέσω αυτού να επιτύχει διορισμό και τον αποδοκιμάζει τώρα με την παρούσα προσφυγή. Βρίσκω ότι και αυτός ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος.Επομένως ούτε η προσφυγή 786/99 μπορεί να προωθηθεί και εξετασθεί στην ουσία της και θα πρέπει ν' αποτύχει. Η προσφυγή απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα αποφάσισα όπως κάτω από τις περιστάσεις μη εκδώσω διαταγή για τα έξοδα.
Γ. Αρέστης, Δ.
/ΚΑς