ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 11/2003)

 

13 Φεβρουαρίου, 2004

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,

 

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ ου η αίτηση Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 3.12.2002, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή που είχε υποβάλει ο αιτητής κατά της κρίσης του ως 'παραμένων στον ίδιο βαθμό', που είχε τύχει από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την έκτακτη σύνοδό του το 2002, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Ανήκει στο όπλο του Πυροβολικού. Φέρει από το Δεκέμβριο του 1997 το βαθμό του Υπολοχαγού. Από το Σεπτέμβριο του 2001 υπηρετεί στην 189 Μοίρα Μέσου Πυροβολικού με τα καθήκοντα του Διοικητή της Α΄ Πυροβολαρχίας της Μοίρας. Κατά την έκτακτη σύνοδο του που έλαβε χώραν κατά το έτος 2002 το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών έκρινε τον αιτητή για το έτος 2001 ως «Παραμένοντα στον ίδιο βαθμό» κατά πλειοψηφία. Τρία μέλη του Συμβουλίου έκριναν τον αιτητή ως «παραμένοντα στον ίδιο βαθμό» ενώ τα άλλα δύο μέλη του Συμβουλίου τον έκριναν ως «προακτέο κατ΄ αρχαιότητα». Η πιο πάνω κρίση του αιτητή κυρώθηκε από τον Υπουργό Άμυνας όπως προβλέπεται από τον Καν. 42 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90). Για ν καταλήξει στην πιο πάνω απόφαση της η πλειοψηφία του Συμβουλίου Κρίσεων έλαβε υπόψη τα εξής:

1. Τη φύση και σοβαρότητα των τριών πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται ο αιτητής και από τα οποία συνάγεται ότι δεν επιδεικνύει τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία, αλλά ούτε και την απαιτούμενη επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς και στην ακριβή εκτέλεση των διατασσομένων.

2. Την Έκθεση Ικανότητας του αιτητή της περιόδου από 1.1.96 μέχρι 27.8.96 στην οποία έχει βαθμολογηθεί με έξι (6) στα επιμέρους ουσιαστικά προσόντα 4γ (Ευσυνειδησία), 4η (Συνέπεια και αξιοπιστία) και 6α (Αίσθημα ευθύνης) καθώς και την Γενική Αξιολόγηση στα ερωτήματα γ, δ. «Επιθυμείτε να τον έχετε σε ειρήνη και σε πόλεμο ως Διοικητή;» και «Επιθυμείτε να τον έχετε σε ειρήνη και σε πόλεμο ως Επιτελή;» αναγράφεται η ένδειξη ΟΧΙ/ΟΧΙ.

3. Την Έκθεση Ικανότητας του αιτητή από 5.8.94 έως 31.12.94 στην οποία στη Γενική Αξιολόγηση στα ερωτήματα γ, δ «Επιθυμείτε να τον έχετε σε ειρήνη και σε πόλεμο ως Διοικητή-Επιτελή;» αναγράφεται η ένδειξη ΟΧΙ/ΟΧΙ.

4. Τη φύση των σχολίων που υπάρχουν στις Εκθέσεις Ικανότητας του αιτητή των περιόδων από 5.8.94 μέχρι 31.12.94, από 20.8.95 μέχρι 31.12.95 και από 1.1.96 μέχρι 27.8.96, σύμφωνα με τα οποία «επιδεικνύει μειωμένο ενδιαφέρον για την υπηρεσία και δεν τον χαρακτηρίζει η επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του, ότι πρόκειται για Αξιωματικό ο οποίος δεν διακρίνεται για την ευσυνειδησία, την συνέπεια, την αξιοπιστία και την αφοσίωση του στο καθήκον. Επιδεικνύει μειωμένο αίσθημα ευθύνης και δεν τον χαρακτηρίζει η ακρίβεια στην εκτέλεση των διατασσομένων και η ικανότητα για ανάπτυξη πρωτοβουλίας».

5. Τη σχετικά χαμηλή επίδοση του αιτητή στη Σχ. ΠΖ που φοίτησε και που ήταν «Καλή» (13,40).

6. Όλα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του αιτητή στο στρατό στοιχεία.

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς ημερ. 8.4.2002. Με την ίδια επιστολή ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 43(2) της Κ.Δ.Π. 90/90, είχε δικαίωμα να υποβάλει ιεραρχικά προσφυγή, κατά της πιο πάνω κρίσης του στο Συμβούλιο Επανακρίσεων.

Ο αιτητής άσκησε το πιο πάνω δικαίωμα του. Με αναφορά του ημερ. 22.4.2002 προσέφυγε στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών. Σημειώνεται ότι στην ιεραρχική προσφυγή του αναφέρθηκε στους λόγους επί των οποίων είχε βασισθεί η προσβαλλόμενη με την ιεραρχική προσφυγή κρίση και παρέθεσε τις επί του προκειμένου θέσεις και επιχειρήματα του.

Το Συμβούλιο Επανακρίσεων με απόφαση του, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 3.12.2002 απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή. Σύμφωνα με την επιστολή το Συμβούλιο κατέληξε στην προαναφερθείσα απόφαση αφού έλαβε υπόψη:

«α. Τη φύση και σοβαρότητα των τριών πειθαρχικών παραπτωμάτων που βαρύνεσθε και για τα οποία σας επιβλήθηκαν στις 21.5.94 πειθαρχική ποινή 4ήμερης κράτησης, στις 16.7.94 πειθαρχική ποινή 4ήμερης κράτησης και στις 5.6.96 πειθαρχική ποινή 8ήμερης κράτησης, που φανερώνουν ότι δεν επεδεικνύετε τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία, αλλ΄ ούτε και την απαιτούμενη επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων σας.

β. Ιδιαίτερα την καταδίκη σας από το Στρατιωτικό Δικαστήριο, στις 22.3.01, στην Υπόθεση Αρ. 629/99, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, με ποινή εγγύησης Λ.Κ.500 για δύο χρόνια σε κάθε κατηγορία και να είστε καλής διαγωγής και να τηρείτε την ειρήνη και την τάξη της Δημοκρατίας.»

 

 

 

 

 

 

 

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Οικονομίδης, εκ μέρους του αιτητή, παρέπεμψε στον Καν. 41(6) της Κ.Δ.Π. 90/90. Υπέβαλε ότι με βάση την ορθή ερμηνεία του Καν. 41(6) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σταδιοδρομία του κρινόμενου ως αξιωματικός και όχι η σταδιοδρομία του ως υπαξιωματικός ή ως οπλίτης. Η σχετική πρόνοια - συνέχισε ο κ. Οικονομίδης - «μιλά για την σταδιοδρομία του Αξιωματικού και όχι για τη σταδιοδρομία του στο Στρατό». Είναι αυτονόητο - συμπλήρωσε ο κ. Οικονομίδης - πως η σταδιοδρομία του Αξιωματικού αρχίζει από το διορισμό του ως Αξιωματικός. «Το τί ήταν ή τί έκανε ο διορισθείς ως Αξιωματικός, προτού αυτός επιλεγεί και διοριστεί ως Αξιωματικός, είναι στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη για να διαπιστωθεί η καταλληλότητα του για να διοριστεί ως Αξιωματικός και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν ως στοιχεία της σταδιοδρομίας του ως Αξιωματικός, αφού έλαβαν χώραν προτού αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του Αξιωματικού». Ο αιτητής - κατέληξε ο κ. Οικονομίδης - απέκτησε την ιδιότητα του Αξιωματικού τον Οκτώβριο του 1996. Όλα τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο Κρίσεως (βλ. σελ. 2-3, πιο πάνω) ανάγονται σε χρόνο προτού γνωστοποιηθεί στον αιτητή ο διορισμός του σε Αξιωματικό και συνεπώς είναι εξωγενή ως προς τη σταδιοδρομία του στοιχεία και δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την κρίση του.

Ο κ. Χριστοφόρου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι δεν έχει σημειωθεί παράβαση του πιο πάνω Καν. 41(6) «γιατί ο εν λόγω κανονισμός αναφέρεται στο σύνολο της σταδιοδρομίας ενός αξιωματικού». Αυτό - συνέχισε ο κ. Χριστοφόρου - «σαφώς δεν υπονοεί ότι κάποιος που ήταν υπαξιωματικός και έγινε αξιωματικός η προηγούμενη σταδιοδρομία του διαγράφεται. Η αναφορά - συμπλήρωσε - «στη λέξη αξιωματικός γίνεται επειδή κρίνεται ως αξιωματικός αλλά η σταδιοδρομία του δεν διαγράφεται». Κατά συνέπεια - κατέληξε - «τα πειθαρχικά παραπτώματα που διέπραξε ο αιτητής είτε σαν αξιωματικός είτε σαν υπαξιωματικός ορθά λήφθηκαν υπόψη».

Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί για τους εξής δύο λόγους:

(α) Δεν βρίσκει έρεισμα στο λεκτικό του σχετικού κανονισμού (Καν. 41(6)) και ειδικά στη φράση «ιδιαίτερη όμως σημασία δίδεται στα στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού». Αυτή η φράση σίγουρα υποδηλώνει ότι μπορούν να λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεια που σχετίζονται με την προ του κατεχόμενου βαθμού σταδιοδρομία.

(β) Δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-59, σελ. 391: «Νομίμως ή περί μη προαγωγής κρίσις θεμελιούται επί στοιχείων αναφερομένων εις το σύνολον της σταδιοδρομίας του αξιωματικού: 1431(54), 784(58). Τα συμβούλια κρίσεως στηρίζονται και επί στοιχείων αναγομένων εις εποχήν καθ΄ ην κρινόμενοι έφερον κατωτέρους βαθμούς, δοθέντος ότι λαμβάνουσιν υπ΄ όψιν την καθ΄ όλου σταδιοδρομίαν των κρινομένων: 579(58). Συνεπώς και τας εις το παρελθόν επιβληθείσας πειθαρχικάς ποινάς και τα παραπτώματα δι΄ α επεβλήθησαν: 375(57). Αι πειθαρχικαί ποιναί, εφ΄ όσον τα παραπτώματα, εις α αναφέρονται μαρτυρούσιν έλλειψιν χαρακτήρος και πειθαρχικότητος, δύνανται αυταί και μόναι, ανεξαρτήτως των λοιπών ευμενών στοιχείων, να θεμελιώσουν κρίσιν περί μη προαγωγής: 1066(55), 1580(55), 764(58). Τούτο δεν αντίκειται εις την αρχήν non bis in idem, διότι η δυσμενής περί αξιωματικού κρίσις και η εγγραφή του εις τους πίνακας μη προακτέων δεν αποτελεί πειθαρχικήν ποινήν: 1631(54)». Βλ., επίσης, Απόφαση 579/1958 του Στ.Ε. (Ολ.): «Επειδή, ούτως έχουσα η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι επαρκής και νόμιμος, οι δε προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι: (α) ....................., (β) διότι, κατά τον νόμον (α. 13 §1 Ν.Δ. 2923/54), τα στρατιωτικά συμβούλια κρίσεως των αξιωματικών και των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων λαμβάνουσιν υπ΄ όψιν την καθόλου σταδιοδρομίαν των κρινομένων και, συνεπώς, νομίμως εν προκειμένω το συμβούλιον εστηρίχθη και επί στοιχείων αναγομένων εις εποχήν, καθ΄ ην ο αιτών έφερε βαθμούς κατωτέρους του κατά τον κρίσιμον χρόνον (Απρίλιος 1956) κατεχομένου υπ΄ αυτού.»

Δεύτερος λόγος ακύρωσης.

Ο κ. Οικονομίδης υπέβαλε ότι σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι μπορεί να ληφθεί υπόψη και η προηγούμενη σταδιοδρομία του αιτητή το συμπέρασμα που έχει εξαχθεί, από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, από τα 3 πειθαρχικά παραπτώματα «με τα οποία βαρυνόταν ο αιτητής είναι αντιφατικό με τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου και ως τέτοιο δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την κρίση του αιτητή ή/και να αποτελέσει αιτιολογία ή μέρος της αιτιολογίας της απόφασης του εν λόγω Συμβουλίου να κρίνει τον αιτητή ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό». Ο ευπαίδευτος συνήγορος επεξήγησε ως εξής την σχετική εισήγηση του:

«Από τα 3 πειθαρχικά παραπτώματα, με τα οποία βαρυνόταν ο αιτητής και τα οποία ήταν ένα ημερ. 21.5.1994, ένα ημερ. 10.7.1994 και ένα ημερ. 5.6.1996, το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών συνήγαγε ότι αυτός δεν επιδείκνυε τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία, αλλ΄ ούτε και την απαιτούμενη επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του καθώς και στην ακριβή εκτέλεση των διατασσομένων. Όμως, σε καμιά Έκθεση Ικανότητάς του δεν είχε αξιολογηθεί ο αιτητής με δυσμενή, δηλαδή κάτω από το 7 στην κλίμακα του 10, βαθμολογία στα επιμέρους αυτά στοιχεία ουσιαστικών προσόντων του Αξιωματικού. Σημειώνουμε εδώ ότι, 'Ο ζήλος και το ενδιαφέρον για την υπηρεσία' και 'Η επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων', αποτελούν τα δύο επιμέρους στοιχεία στα οποία αναφέρεται το ουσιαστικό προσόν του Αξιωματικού 'Αφοσίωση στο καθήκον' (βλ. Καν. 33(6) της Κ.Δ.Π. 90/90) και 'Η ακριβής εκτέλεση των διατασσομένων', αποτελεί το ένα από τα δύο επιμέρους στοιχεία στα οποία αναφέρεται το ουσιαστικό προσόν του Αξιωματικού 'Πειθαρχία' (Βλ. Καν. 33(8) της Κ.Δ.Π. 90/90). Σημειώνουμε, επίσης, εδώ ότι στην μοναδική Έκθεση Ικανότητας στην οποία ο Αιτητής αξιολογήθηκε με δυσμενή βαθμολογία, δηλαδή αυτή της περιόδου από 1.1.1996 μέχρι 27.8.1996, η δυσμενής βαθμολογία δεν αναφέρεται στα επιμέρους αυτά στοιχεία ουσιαστικών προσόντων του Αξιωματικού, αλλά σε επιμέρους στοιχεία άλλων ουσιαστικών προσόντων του Αξιωματικού και συγκεκριμένα, στα επιμέρους στοιχεία 'Ευσυνειδησία' και 'Συνέπεια και αξιοπιστία' του ουσιαστικού προσόντος του Αξιωματικού 'Χαρακτήρας' (βλ. Καν. 33(5) της Κ.Δ.Π. 90/90) και στο επιμέρους στοιχείο 'Αίσθημα ευθύνης' του ουσιαστικού προσόντος του Αξιωματικού 'Υπευθυνότητα' (βλ. Καν. 33(7) της Κ.Δ.Π. 90/90).»

Έχω ήδη αποφανθεί (βλ. σελ. 6-7) ότι τα δύο Συμβούλια - το Συμβούλιο Κρίσεως και το Συμβούλιο Επανακρίσεως - μπορούσαν να λάβουν υπόψη τα πειθαρχικά παραπτώματα του αιτητή. Σύμφωνα με την νομολογία, επί της οποίας έχει στηριχθεί η πιο πάνω κρίση μου, οι πειθαρχικές ποινές «εφόσον τα παραπτώματα στα οποία αναφέρονται μαρτυρούν έλλειψη χαρακτήρα και πειθαρχικότητας, μπορούν αυτές 'μόναι' ανεξάρτητα από τα λοιπά ευμενή στοιχεία, να θεμελιώσουν κρίση περί μη προαγωγής». Στην επίδικη κρίση των δύο Συμβουλίων διαπιστώνεται ότι οι πειθαρχικές ποινές φανερώνουν έλλειψη του απαιτούμενου ζήλου, και ενδιαφέροντος για την υπηρεσία, έλλειψη επιμέλειας και τυπικότητας στην εκτέλεση καθηκόντων και μη ακριβή εκτέλεση των διατασσομένων.

Όλα τα ανωτέρω συνιστούν έλλειψη χαρακτήρα και πειθαρχικότητας. Παρά λοιπόν την βαθμολογία του αιτητή στα πιο πάνω στοιχεία, η οποία του επέτρεπε να κριθεί ως «προακτέος κατά αρχαιότητα», θεωρώ ότι τα δύο Συμβούλια δεν έχουν ενεργήσει αντιφατικά. Η νομολογία τους επιτρέπει να λάβουν υπόψη τις πειθαρχικές ποινές «ανεξάρτητα από τα λοιπά ευμενή στοιχεία» - εδώ την βαθμολογία του αιτητή. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τρίτος λόγος ακύρωσης.

Ο τρίτος λόγος ακύρωσης στρέφεται κατά του δεύτερου σκέλους της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων (έχει παρατεθεί στη σελ. 4, πιο πάνω). Ο κ. Οικονομίδης υπέβαλε ότι η καταδίκη του αιτητή από το Στρατιωτικό Δικαστήριο δεν μπορούσε νομίμως να ληφθεί υπόψη. Έρεισμα της σχετικής εισήγησης ήταν οι Καν. 42(3), 43(2) και 44(1) και (5) της Κ.Δ.Π. 90/90, οι οποίοι έχουν ως εξής:

«42(3) Αν ο Υπουργός ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Υπουργικό Συμβούλιο διαφωνεί με την απόφαση του Συμβουλίου ως προς την κρίση Αξιωματικού, πριν κυρώσει τους πίνακες, διαγράφει το όνομά του από τον αντίστοιχο πίνακα και σε περίπτωση που η διαγραφή γίνεται από τον Υπουργό η υπόθεση του Αξιωματικού θεωρείται ότι έχει παραπεμφθεί στο Συμβούλιο Επανακρίσεων.

43(2) Αξιωματικός που κρίθηκε από το Συμβούλιο Κρίσεων ως παραμένων στον ίδιο βαθμό ή εφόσο προβλέπεται και κρίση προακτέος κατ΄ εκλογήν, ως προακτέος κατ΄ αρχαιότητα, δικαιούται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία της γνωστοποίησης σ΄ αυτόν της κρίσης του να προσφύγει ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων.

44(1) Επανάκριση είναι η εξέταση από το Συμβούλιο Επανακρίσεων των υποθέσεων των Αξιωματικών που προσέφυγαν σ΄ αυτό σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του Κανονισμού 43 ή παραπέμφθηκαν σ΄ αυτό σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (3) του Κανονισμού 42.

.................................. .................................................. .................................................. .............

  1. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων δύναται:

(α) Να απορρίψει την προσφυγή.

(β) Να δεχθεί την προσφυγή και να κατατάξει τον ενδιαφερόμενο στη διαβάθμιση της κρίσης που κατά τη γνώμη του έπρεπε να τον είχε κατατάξει το Συμβούλιο Κρίσεων.

(γ) Να επανακρίνει την υπόθεση που παραπέμφθηκε σ΄ αυτό και να γνωστοποιήσει τις αποφάσεις του στους ενδιαφερόμενους αξιωματικούς σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (6) του παρόντος Κανονισμού.»

Σύμφωνα με τον κ. Οικονομίδη ο αιτητής άσκησε το δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής που του παρέχεται από τον Καν. 43(2). Σε τέτοια περίπτωση - συνέχισε ο κ. Οικονομίδης - το Συμβούλιο Επανακρίσεων είχε τη δυνατότητα να απορρίψει την προσφυγή ή να την δεχθεί. Τόνισε ότι δεν προσφερόταν η τρίτη δυνατότητα γιατί αυτή «αφορά τις περιπτώσεις των Αξιωματικών που η κρίση που έτυχαν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών αμφισβητήθηκε από τον Υπουργό Άμυνας και η υπόθεση τους παραπέμφθηκε στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών». «Υπό το γράμμα και το πνεύμα των προνοιών των σχετικών κανονισμών - συμπλήρωσε ο κ. Οικονομίδης - μέσα στην έννοια της φράσης 'να απορρίψει την προσφυγή' δεν ενυπάρχει και η δυνατότητα του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών να αγνοήσει την αιτιολογία που έδωσε το Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, σε σχέση με την οποία πρόβαλε και τα επιχειρήματα του ο αιτητής, και να επικυρώσει την προσβληθείσα κρίση με άλλη δική του αιτιολογία. Τέτοια δυνατότητα - κατέληξε ο κ. Οικονομίδης - ισοδυναμεί με επανάκριση της υπόθεσης και δεν υπάρχει αναφορικά με την πρώτη δυνατότητα του Καν. 44(5) της Κ.Δ.Π. 90/90».

Παρατηρώ: Το δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής στο Συμβούλιο Επανακρίσεων παρέχεται από τον Καν. 43(2). Αυτό εξυπακούει και δικαίωμα στον προσφεύγοντα να προβάλει λόγους, θέσεις και επιχειρήματα που αμφισβητούν την εγκυρότητα ή νομιμότητα της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων περιλαμβανομένης και της αιτιολογίας της. Αυτό είναι που έπραξε και ο αιτητής. Όπως έχε ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 4, πιο πάνω) με την ιεραρχική προσφυγή του ο αιτητής αναφέρθηκε στους λόγους επί των οποίων βασίσθηκε η προσβαλλόμενη με την ιεραρχική προσφυγή κρίση και παρέθεσε τις επί του προκειμένου θέσεις και επιχειρήματα του.

Η ιεραρχική προσφυγή ισοδυναμεί με έφεση. Αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή δικαίου ότι, εκτός αν υπάρχει νομοθετική πρόνοια περί του αντιθέτου, οι εφέσεις αποφασίζονται στη βάση των λόγων της έφεσης σε συνάρτηση με το σκεπτικό ή αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης.

Στην παρούσα υπόθεση η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε με βάση τη δυνατότητα που προσφέρεται από τον Καν. 44(5) (α). Λαμβάνω υπόψη μου το λεκτικό του Καν. 44(5) (α). Έχω την άποψη πως η μόνη επιλογή που παρέχεται στο Συμβούλιο Επανακρίσεων είναι η εξέταση της εγκυρότητας της εκκαλούμενης απόφασης στη βάση της αιτιολογίας της. Το Συμβούλιο δεν έχει εξουσία να εντοπίσει άλλους λόγους ή άλλη αιτιολογία η οποία να μπορεί να θεμελιώσει την προσβαλλόμενη κρίση. Μια τέτοια πορεία θα είχε σαν συνέπεια τις πιο κάτω δύο προεκτάσεις οι οποίες αντιστρατεύονται βασικές αρχές δικαίου:

(α) Ενώ το δικαίωμα της ιεραρχικής προσφυγής παρέχει στον αιτητή το δικαίωμα να ακουστεί και να προβάλει τις θέσεις του επί του θέματος της προσβαλλόμενης κρίσης και των λόγων που οδήγησαν σ΄ αυτή δεν του παρέχεται τέτοιο δικαίωμα σε σχέση με το νέο λόγο επί του οποίου βασίσθηκε το Συμβούλιο Επανακρίσεων. Παραβιάζεται επομένως το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης το οποίο αποτελεί αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Ο αιτητής έχει βέβαια το δίκαιωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Ωστόσο η πρωτογενής αξιολόγηση των γεγονότων - εδώ του γεγονότος της καταδίκης από το Στρατιωτικό Δικαστήριο - ανήκει στο διοικητικό όργανο αφού πρώτα ακούσει και τον ενδιαφερόμενο.

(β) Η ιεραχική προσφυγή έχει οδηγήσει στη χειροτέρευση της θέσης του αιτητή. Αυτό αντιστρατεύεται τη βασική αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσεως του προσφεύγοντος η οποία έχει αναγνωρισθεί από τη Νομολογία μας (reformatio in pejus) (βλ. Cyprus Cement Co. v. Republic (1980) 3 C.L.R 69, 76. Βλ., επίσης, Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, παραγ. 986: «Η ενδικοφανής προσφυγή υποβάλλεται στο όργανο που ορίζει εκάστοτε ο νόμος: δηλαδή στο όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, το ιεραρχικώς προϊστάμενο όργανο ή όργανο που ιδρύει ο νόμος ειδικώς για την κρίση της προσφυγής αυτής. Η προσφυγή δεν επιτρέπεται να οδηγήσει στην χειροτέρευση της θέσεως του προσφεύγοντος (απαγόρευση της reformation in pejus), εκτός αν ο νόμος επιτρέπει το αντίθετο»). Βλ., περαιτέρω, Μιχαήλ Α. Δένδια «Διοικητικό Δίκαιο», Έκδοσις Δευτέρα, (1965) Τόμος Γ, σελ. 114: «Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του προσφεύγοντος ακολουθείται παγίως υπό της νομολογίας, καθ΄ ην τα διοικητικά δικαστήρια, επιλαμβανόμενα διαφορών κατόπιν αιτήσεως τινος των διαδίκων, δεν δύνανται εν τη αδεσμεύτω από των προτάσεων των διαδίκων ενεργεία των να εξέρχωνται των ορίων του αντικειμένου της δίκης ή να καθιστώσι χείρονα την θέσιν αυτών». Βλ. και Ηλία Γ. Κυριακόπουλου «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Γ΄ Ειδικόν Μέρος, Έκδοσις Τετάρτη, σελ. 51).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο