ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>Υπόθεση Αρ. 1595/2000
28 Iανουαρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με τα Αρθρα 24, 28 και 146 του Συντάγματος.
ΝΙΚΟΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
ν.
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος,
- - - - - -
Γ. Κουκούνης
, για τους αιτητές.Γ. Λαζάρου, για τους καθ΄ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν με την προσφυγή αυτή την επιβολή φορολογίας εισοδήματος για τα έτη 1990 - 1995, φορολογίες έκτακτης εισφοράς για τους πρόσφυγες για τις τριμηνίες 1/90 - 2/92 και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τις εξαμηνίες των ετών 1990-1995.
Ο καθ΄ου η αίτηση ζήτησε από τους αιτητές να υποβάλουν δηλώσεις εισοδήματος μαζί με ελεγμένους λογαριασμούς για τα έτη 1991 - 1994 γιατί παρέλειψαν να τα υποβάλουν. Δεν το έπραξαν και ακολούθησε ποινική δίωξη. Εκδόθηκε διάταγμα συμμόρφωσης και επιβλήθηκε πρόστιμο. Υποβλήθηκαν στη συνέχεια. Ο καθ΄ου η αίτηση ζήτησε ακολούθως να υποβληθούν για εξέταση λογιστικά βιβλία και δικαιολογητικά σχετικά με αγορές, πωλήσεις και άλλες εμπορικές πράξεις για τα έτη 1990 - 1995. Οι αιτητές υπέβαλαν τα βιβλία και τα δικαιολογητικά που τους ζητήθηκαν για τα έτη 1991 - 1995, δεν τα υπέβαλαν όμως για το έτος 1990.
Ο καθ΄ου η αίτηση προέβηκε σε έρευνα των στοιχείων που του υποβλήθηκαν και λειτουργοί του είχαν συναντήσεις με εκπροσώπους των αιτητών, οι οποίοι δήλωσαν ότι αδυνατούσαν να παρουσιάσουν βιβλία και αποδεικτικά στοιχεία για το έτος 1990.
Διαπίστωσε ότι τα αποδεικτά στοιχεία που υποβλήθηκαν για τεκμηρίωση των πωλήσεων και των εισπράξεων ήταν σκόρπια σε φακέλους χωρίς να είναι ταξινομημένα. Καθώς και ότι χρησιμοποιούνταν πολλές σειρές με τους ίδιους αριθμούς τιμολογίων χωρίς να μπορεί να εξακριβώσει από τις καταχωρήσεις στα βιβλία κατά πόσο όλα τα εισοδήματα των επίδικων ετών συμπεριλήφθηκαν στους λογαριασμούς που υποβλήθηκαν. Λειτουργοί του ανέφεραν στον ελεγκτή των αιτητών αδυναμίες που εντόπισαν, από την έρευνα που διεξήγαγαν, στους τρόπους έκδοσης τιμολογίων. Διαπίστωσαν ανεπαρκή περιγραφή των προϊόντων πώλησης, ακύρωση τιμολογίων χωρίς να επισυνάπτεται το πρωτότυπο, συμπλήρωση του δεύτερου αντίγραφου τιμολογίου με πένα με αποτέλεσμα τη δημιουργία του εύλογου ερωτήματος τι στοιχεία υπήρχαν στο πρωτότυπο και αλλοίωση του αύξοντα αριθμού τιμολογίων με τη χρήση διορθωτικού υγρού. Ενόψει των αδυναμιών αυτών ο καθ΄ου η αίτηση ανέφερε στον ελεγκτή των αιτητών ότι θα προέβαινε σε έλεγχο για επιβεβαίωση του ποσοστού μεικτού κέρδους.
Εν τω μεταξύ οι αιτητές υπέβαλαν προσφορά για πληρωμή του ποσού των Λ.Κ. 50.000 πλέον τόκους για διευθέτηση των φορολογικών τους υποχρεώσεων για τα επίδικα έτη. Λειτουργοί του καθ΄ου η αίτηση μελέτησαν την προσφορά αυτή, την οποία δεν βρήκαν ικανοποιητική.
Ακολούθησαν προσπάθειες των λειτουργών του καθ΄ου η αίτηση, σε συναντήσεις με εκπροσώπους των αιτητών για διευθέτηση των φορολογικών τους υποχρεώσεων χωρίς να υποβληθεί ικανοποιητική πρόταση.
Ο καθ΄ου η αίτηση προέβηκε σε εξακρίβωση του ποσοστού μεικτού κέρδους στα επίδικα έτη, αφού διαπίστωσε ότι ήταν ψηλότερο από εκείνο που παρουσίαζαν οι λογαριασμοί που υποβλήθηκαν. Για το έτος 1990, που όπως λέχθηκε δεν υποβλήθηκαν στοιχεία, αποφάσισε να αυξήσει το ποσοστό μεικτού κέρδους στο ύψος του ποσοστού μεικτού κέρδους που εξακρίβωσε για το έτος 1991.
Γνωστοποίησε στους αιτητές, με επιστολή του ημερομηνίας 29.6.2000, τις διαπιστώσεις από τους ελέγχους που διεξήγαγε και την πρόθεσή του να τροποποιήσει τους προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος των επίδικων ετών. Ανέφερε ότι σε περίπτωση που διαφωνούσαν με τα ποσά που λήφθηκαν υπόψη στον καθορισμό του φορολογητέου εισοδήματος μπορούσαν να υποβάλουν γραπτώς τη διαφωνία τους, τεκμηριώνοντας τους ισχυρισμούς τους. Διαφορετικά θα προχωρούσε στην επικύρωση των υπό ένταση φορολογιών που επισυνάφθηκαν στην επιστολή.
Οι αιτητές δεν υπέβαλαν καμιά απάντηση και ο καθ΄ου η αίτηση έστειλε στις 18.10.2000 τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας, οι οποίες και προσβάλλονται με την προσφυγή.
Ο δικηγόρος των αιτητών πρόβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και συνεπώς είναι αυθαίρετη.
Ισχυρίστηκε για να αποδείξει τη θέση του αυτή ότι οι λογαριασμοί που υποβλήθηκαν για το έτος 1990 έγιναν δεκτοί από τον καθ΄ου η αίτηση και δεν μπορούσε να επανέλθει σ΄αυτούς χωρίς να ενημερώσει τους αιτητές.
Προκύπτει από τα γεγονότα ότι ο καθ΄ου η αίτηση προέβηκε στις 5.9.1991 σε αρχική τροποποίηση των προσδιορισμών του φορολογητέου εισοδήματος που παρουσίασαν οι λογαριασμοί που υποβλήθηκαν για το έτος 1990 και έστειλε στους αιτητές Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας. Αργότερα, στις 6.12.96, έκρινε ότι το εισόδημα για το οποίο φορολογήθηκαν οι αιτητές για τα έτη 1990 και 1991 ήταν χαμηλότερο του κανονικού, με αποτέλεσμα να στείλει νέες φορολογίες για τις οποίες οι αιτητές υπέβαλαν ενστάσεις.
Διαφωνώ με τον ισχυρισμό του δικηγόρου των αιτητών ότι οι λογαριασμοί για το έτος 1990 έγιναν δεκτοί από τον καθ΄ου η αίτηση.
Αργότερα, ενώ ο καθ΄ου η αίτηση ζήτησε από τους αιτητές να υποβάλουν για εξέταση βιβλία και δικαιολογητικά για τα έτη 1990 - 1995 δεν τα υπέβαλαν για το έτος 1990. Γι΄αυτό το λόγο η αύξηση του ποσοστού μεικτού κέρδους έγινε με βάση τα ευρήματα του ελέγχου στα οποία κατέληξε ο καθ΄ου η αίτηση για το έτος 1991. Ο ισχυρισμός του πρέπει να απορριφθεί.
Ισχυρίστηκε στη συνέχεια ο δικηγόρος των αιτητών ότι ο καθ΄ου η αίτηση, χωρίς έρευνα και ταξινόμηση των στοιχείων, αυθαίρετα, καθόρισε ότι το ποσοστό μεικτού κέρδους που πραγματοποίησαν οι αιτητές ήταν ψηλότερο από αυτό που παρουσιάστηκε στους λογαριασμούς.
Ο ισχυρισμός του αυτός επίσης είναι αβάσιμος. Προκύπτει από τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο καθ΄ου η αίτηση, αφού μελέτησε τα λογιστικά βιβλία και τα δικαιολογητικά που ζήτησε από τους αιτητές, διαπίστωσε αδυναμίες στους λογαριασμούς τους, οι οποίες αναφέρθηκαν στον ελεγκτή των αιτητών. Τονίστηκε ότι ενόψει αυτών θα προχωρούσε σε έλεγχο για επιβεβαίωση του ποσοστού μεικτού κέρδους που παρουσιαζόταν στους λογαριασμούς. Τα ευρήματα του ελέγχου που διεξήγαγε έδειξαν ότι το ύψος του ποσοστού μεικτού κέρδους ήταν ψηλότερο από εκείνο που παρουσιαζόταν στους λογαριασμούς των αιτητών τα επίδικα έτη.
Οι αιτητές δεν μπορούν να επικαλούνται την αδυναμία τους να δώσουν στοιχεία ως λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης ως αυθαίρετης. Αφού τα βιβλία και τα στοιχεία που έδωσαν δεν ήταν ικανοποιητικά και δεν μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για την εξακρίβωση των πραγματικών τους εισοδημάτων τα επίδικα έτη, ήταν εύλογα επιτρεπτό για τον καθ΄ου η αίτηση να υπολογίσει το ποσοστό μεικτού κέρδους, στηριζόμενος στη δική του έρευνα. Λειτουργοί του καθ΄ου η αίτηση προσπάθησαν να συζητήσουν τα ευρήματα της έρευνάς τους με εκπροσώπους των αιτητών κατά τις συναντήσεις που είχαν μαζί τους, χωρίς αποτέλεσμα.
Είναι θεμελιώδης αρχή του φορολογικού δικαίου ότι ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί και παρουσιάζει στις φορολογικές αρχές όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τον προσδιορισμό του εισοδήματός του. Δεν αποτελεί ευθύνη των φορολογικών αρχών η αναζήτηση στοιχείων αναφορικά με τα εισοδήματα του φορολογούμενου. Η παράλειψή του να υποβάλει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία δίνει το δικαίωμα στον καθ΄ου η αίτηση να απορρίψει τους ισχυρισμούς του και να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και τα ευρήματα της έρευνας που διεξήγαγε στη συγκεκριμένη περίπτωση. (Βλ. Τσίκκος ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, Α.Ε. 2566, ημερ. 3.11.2000).
Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.
FONT>Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.