ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 1124
9 Δεκεμβρίου, 2003
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΤΥΛΙΑΝΗ Κ. ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 740/2001)
Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Όροι νομιμότητας ― Ειδικά η αρχή που ενσωματώνεται στο Άρθρο 22 του Ν.158(1)/99 ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Η δυνατότητα παρουσίας ενός προσώπου, πέραν της νόμιμης σύνθεσης του οργάνου, ως πρακτικογράφου ― Η επίδικη απόφαση ακυρώθηκε, διότι στα πρακτικά εμφαίνετο η παρουσία όχι ενός, αλλά τριών επιπλέον προσώπων.
Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) ― Η δέουσα έρευνα που απαιτείται πριν τη λήψη απόφασης περί αναγνώρισης ή μη συγκεκριμένου τίτλου ― Δεν ήταν επαρκής στην κριθείσα περίπτωση που αφορούσε τίτλο προερχόμενο από το "American College of Switzerland".
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της απόρριψης του αιτήματός της για αναγνώριση του ακαδημαϊκού της τίτλου ως ισότιμου και αντίστοιχου προς πανεπιστημιακό πτυχίο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Προβάλλεται κατ' αρχάς ο ισχυρισμός ότι ενώ στις δύο πρώτες συνεδρίες του Συμβουλίου στις οποίες συζητήθηκε το αίτημα της αιτήτριας απουσίαζαν μέλη του στις συνεδρίες που ακολούθησαν αμέσως μετά δε φαίνεται στα πρακτικά ότι τα απόντα μέλη ενημερώθηκαν σχετικά με τα λεχθέντα στην προηγηθείσα συνεδρία.
Είναι η εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι παραβιάστηκε μ' αυτό τον τρόπο η αρχή του διοικητικού δικαίου που ενσωματώνεται και στ' Άρθρα 21 και 22 του Ν. 158(1)/99.
Οι ενέργειες του Συμβουλίου εν προκειμένω υπήρξαν συνέχεια των όσων είχαν συζητηθεί και αποφασισθεί στην 25η συνεδρία στην οποία το μέλος Ι. Παρασκευόπουλος απουσίαζε. Παρουσιάζεται επομένως η δεύτερη φάση συζήτησης της υπόθεσης σαν συνέχεια της πρώτης. Δεν ήταν δύο χωριστές φάσεις στις οποίες λήφθηκαν χωριστές αποφάσεις. Επομένως με βάση το νόμο και τη νομολογία θα έπρεπε να υπάρχει ενημέρωση κάθε απουσιάζοντος μέλους από προηγούμενη συνεδρία. Στο σημείο των πρακτικών που συζητείται το θέμα της αιτήτριας δεν γίνεται καμιά αναφορά για ενημέρωση του Ι. Παρασκευόπουλου για τα όσα λέχθηκαν και αποφασίστηκαν. Επομένως δεν υπήρξε νόμιμη σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης.
2. Όμως η σύνθεση πάσχει και για ένα πρόσθετο λόγο. Στην κρίσιμη συνεδρία δηλαδή, την 28η συνεδρία, όταν λήφθηκε η επίδικη απόφαση παρίσταντο πλην των μελών του Συμβουλίου και άλλα τρία πρόσωπα. Η πλευρά των καθών η αίτηση ισχυρίζεται ότι ήταν τα πρόσωπα που διαδοχικά τηρούσαν τα πρακτικά. Από τα ίδια όμως τα πρακτικά δεν φαίνεται να εγίνετο κάτι τέτοιο. Δεν φαίνεται ότι αποχωρούσαν οι δύο κατ' ισχυρισμό πρακτικογράφοι και ότι παρέμενε πάντοτε μία.
3. Ενώ στην 27η συνεδρία το Συμβούλιο αισθάνθηκε την ανάγκη να ερευνήσει την πληροφορία ότι αρμοδιότητα για θέματα παιδείας στην Ελβετία έχει το κάθε καντόνιο χωριστά και απηύθυνε σχετική επιστολή, παρέκαμψε το θέμα κατά την επόμενη συνεδρία του όταν έλαβε την επίδικη απόφαση.
Επομένως η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα και κάτω από πλάνη περί τα πράγματα που από μόνα τους οδηγούν στην ακύρωση της απόφασης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ευσταθίου κ.ά. ν. Πολυβίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 367,
Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145,
Σιέλλη ν. Α.Η.Κ., Υπόθ. Αρ. 1/01, ημερ. 16.1.2002.
Προσφυγή.
K. Kενεβέζος για Ν. Παπαδόπουλο, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια απέκτησε το πτυχίο του «Bachelor of Science in International Business Administration" από το "American College of Switzerland" που βρίσκεται στην πόλη Leysin του καντονίου Vaud της Ελβετίας. Στις 16/1/01 αυτή υπέβαλε αίτηση στους καθών η αίτηση για την αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου σπουδών σαν ισότιμου και αντίστοιχου «πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου» στον κλάδο διεύθυνση επιχειρήσεων με ειδίκευση στην λογιστική και τα χρηματοοικονομικά. Με επιστολή των καθών η αίτηση ημερ. 15/3/01 η αιτήτρια ενημερώθηκε γι' απόφαση τους ν' απορρίψουν το αίτημα της. Η αιτιολογία όπως περιέχεται στην επιστολή είναι η ακόλουθη:
"To "Τhe American College of Switzerland" δεν είναι αναγνωρισμένο Ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί και άρα δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 12(2) του Νόμου 48(1)/98.
Με βάση το άρθρο 12(2) του Νόμου 48(1)/98 το Συμβούλιο, εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών:
(α) που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή
(β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών.»
Της απόρριψης της αίτησης είχε προηγηθεί αποστολή με ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) αίτημα των καθών η αίτηση προς τον αρμόδιο φορέα της Ελβετίας (το Swiss ENIC) για παροχή πληροφοριών για το υπό αναφορά εκπαιδευτικό ίδρυμα, δεδομένου ότι το τελευταίο δεν περιλαμβανόταν στον κατάλογο εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της Ελβετίας που διέθεταν οι καθών η αίτηση. Με ηλεκτρονικό μήνυμα ελήφθη σχετική απάντηση στις 19/2/01. Έχει ως εξής:
«The American College of Switzerland in Leysin is a private institution and not recognized by the Swiss Government. The Swiss universities do not recognize degrees conferred by this college."
Σε μετάφραση:
«Το American College of Switzerland in Leysin είναι ιδιωτικό ίδρυμα και δεν αναγνωρίζεται από την κυβέρνηση της Ελβετίας. Τα πανεπιστήμια της Ελβετίας δεν αναγνωρίζουν πτυχία που απονέμονται από αυτό το κολλέγιο.»
Να σημειωθεί ότι το μήνυμα των καθών η αίτηση απευθυνόταν προς κάποια Reka Polgar και η απάντηση ήρθε από την ίδια χωρίς να δίδονται περαιτέρω στοιχεία της ιδιότητας της και της υπηρεσίας που αντιπροσωπεύει ή στην οποία εργάζεται.
Το Συμβούλιο μελέτησε το περιεχόμενο του ως άνω μηνύματος στη συνεδρία του που έλαβε χώρα μεταξύ 27 Φεβρουαρίου και 1η Μαρτίου (25η συνεδρία) και δεν έκρινε αναγκαία την αποστολή της αίτησης σε Επιτροπή Κρίσεως και αποφάσισε το ίδιο για την απόρριψη της.
Η αιτήτρια έκαμε νέα αίτηση για επανεξέταση με ημερ. 12/4/01 προσκομίζοντας συμπληρωματικά στοιχεία αναφορικά με τον τίτλο που απέκτησε και το πανεπιστήμιο, τα οποία και στη συνέχεια συμπλήρωσε με επιστολή της ημερ. 2/5/01. Με απόφαση τους οι καθών η αίτηση την οποία κοινοποίησαν στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 25/6/01 απέρριψαν την αίτηση. Η επιστολή έχει ως εξής:
«Σας πληροφορούμε ότι το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την αίτηση σας για επανεξέταση του τίτλου σας με Αρ. Πρωτ. Ε07/00, αποφάσισε να μην αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών σας «Bachelor of Science" που χορηγήθηκε από το «American College of Switzerland" ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο Πανεπιστημιακού Επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση «Διεύθυνση Επιχειρήσεων, Λογιστική και Χρηματοοικονομικά» για τον παρακάτω λόγο:
Το «American College of Switzerland" δεν είναι αναγνωρισμένο Ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί και άρα δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 12(2) του Νόμου 48(1)/98.
Με βάση το άρθρ. 12(2) του Νόμου 48(1)/98 το Συμβούλιο εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών:
(α) που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή
(β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών.»
Είναι αυτή την απόφαση που η αιτήτρια προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή και ζητά δήλωση του δικαστηρίου ότι είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση της νομικής επιχειρηματολογίας των δύο πλευρών είναι χρήσιμο να αναφερθώ σε κάποια περαιτέρω γεγονότα.
Όταν η αιτήτρια υπέβαλλε στις 12/4/01 την αίτηση της για επανεξέταση μαζί επισύναψε και τ' ακόλουθα έγγραφα:
(α) Τηλεoμοιότυπο (fax) από το Departement de l instruction publique του καντονίου του Vaud ότι το περί ου ο λόγος εκπαιδευτικό ίδρυμα σαν ιδιωτικό τέτοιο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης περιλαμβανόταν σε κατάλογο ιδιωτικών ιδρυμάτων πανεπιστημιακού επιπέδου που επισυναπτόταν στο τηλεομοιότυπο.
(β) Βεβαίωση της πρεσβείας της Ελβετίας στην Κύπρο σύμφωνα με την οποία τα θέματα παιδείας με βάση το σύνταγμα της χώρας αφήνονται στην αρμοδιότητα των αρχών των καντονίων και ότι τέτοια αρμόδια αρχή για το καντόνιο του Vaud είναι το Departement de l'instruction publique et de cultes".
(γ) Βεβαίωση από το Middle States Commission on Higher Education καθώς και άλλα έγγραφα που δίδουν πληροφορίες σε σχέση με την αναγνώριση του Ιδρύματος από την αρμόδια αρχή της χώρας εγκαθίδρυσης δηλαδή, τις Η.Π.Α. δεδομένου ότι πρόκειται για Αμερικανικό εκπαιδευτικό ίδρυμα με εγκαταστάσεις στο Leysin, καντόνιο Vaud και με γλώσσα διδασκαλίας την αγγλική.
Το Συμβούλιο μελέτησε τη νέα αίτηση της αιτήτριας σε συνεδρία του μεταξύ 3 και 5 Μαίου 2001 (27η συνεδρία) και αποφάσισε να ζητήσει διευκρινίσεις για το περί ού ο λόγος κολλέγιο και πάλιν από τον αρμόδιο φορέα της Ελβετίας. Στις 30/5/01 αποστάληκε με e-mail αίτημα για σχετικές διευκρινίσεις. Απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο δηλαδή την Reka Polgar. Τής γνωστοποιείται η πληροφόρηση που έδωσε η εδώ πρεσβεία της Ελβετίας και ερωτάται αν με βάση όσα η πρεσβεία αναφέρει το κολλέγιο είναι αναγνωρισμένο. Με μήνυμα ίδιας ημερομηνίας η κα Polgar απαντά ότι το ίδρυμα αυτό δεν αναγνωρίζεται από την πολιτεία αλλ' απλά έχει άδεια να λειτουργεί σχολές μαθημάτων (to run courses) στο καντόνιο του Vaud.
Θα ήθελα σ' αυτό το σημείο να επισημάνω ότι η κα Polgar δεν απαντά το άλλο ερώτημα που της τέθηκε αν είναι ορθή η πληροφορία που η εδώ πρεσβεία της Ελβετίας έδωσε ότι με βάση το σύνταγμα της Ελβετίας η εξουσία για θέματα εκπαίδευσης παραχωρείται για όλη την επικράτεια της χώρας χωριστά σε κάθε καντόνιο.
Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων η αιτήτρια διά του δικηγόρου της ζητεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης για τους λόγους που ακολουθούν όπως αυτά αποκρυσταλλώθηκαν με την τελική αγόρευση που κατέθεσαν στο Δικαστήριο.
(α) Η σύνθεση, συγκρότηση και λειτουργία του Συμβουλίου που έλαβε την απόφαση ήταν παράνομη.
(β) Δεν υπήρξε επαρκής έρευνα πριν τη λήψη της απόφασης, υπήρξε καταχρηστική άσκηση διακριτικής εξουσίας και πλάνη περί τα πράγματα.
(γ) Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.
Θ' αρχίσω την εξέταση των πιο πάνω με τη σειρά που τέθηκαν:
(α) Προβάλλεται κατ' αρχάς ο ισχυρισμός ότι ενώ στις δύο πρώτες συνεδρίες του Συμβουλίου στις οποίες συζητήθηκε το αίτημα της αιτήτριας απουσίαζαν μέλη του στις συνεδρίες που ακολούθησαν αμέσως μετά δε φαίνεται στα πρακτικά ότι τ' απόντα μέλη ενημερώθηκαν σχετικά με τα λεχθέντα στην προηγηθείσα συνεδρία.
Είναι η εισήγηση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι παραβιάστηκε μ' αυτό τον τρόπο η αρχή του διοικητικού δικαίου που ενσωματώνεται και στ' άρθρα 21 και 22 του Ν. 158(1)/99.
Επιπλέον γίνεται εισήγηση ότι υπήρξε παράνομη σύνθεση του Συμβουλίου εφόσον στις συνεδρίες του μετείχαν τρία πρόσωπα που δεν ήσαν μέλη του, όπως φαίνεται από τα πρακτικά και τους εμπιστευτικούς φακέλους για τήρηση των πρακτικών αλλ' η παρουσία πέραν του ενός προσώπου για κάτι τέτοιο δεν εδικαιολογείτο πολύ περισσότερο ενόψει της ιδιότητας με την οποία το καθένα από αυτά περιγράφεται, ήτοι (α) συντονίστρια υπηρεσίας, (β) εκπαιδευτικός λειτουργός και (γ) γραμματειακός λειτουργός.
Στα πιο πάνω η συνήγορος των καθών η αίτηση απαντά ως εξής:
Αναφορικά με το ζήτημα της μη ενημέρωσης των απόντων μελών στις επόμενες συνεδρίες προβάλλεται η θέση ότι αυτό επιτυγχάνετο με τη μελέτη των πρακτικών της προηγούμενης συνεδρίας και την έγκριση τους, πράγμα που φαίνεται στα ίδια τα πρακτικά. Μάλιστα υπάρχει ισχυρισμός ότι ρητά αναφέρεται ότι ο κ. Νατσόπουλος που ήταν απών κατά την 20η συνεδρία ενημερώθηκε κατά την 21η συνεδρία για τις αποφάσεις που λήφθηκαν στην αμέσως προηγούμενη. Επισημαίνεται βεβαίως ότι σ' αυτές τις δύο συνεδρίες δεν συζητήθηκε ειδικά το θέμα της αιτήτριας αλλά γενικότερα θέμα τρόπου εξέτασης αναγνώρισης τίτλων σπουδών.
Με παρέπεμψε και η κα Παπαέτη στο άρθρο 22 του Νόμου 158(1)/99 το οποίο είναι χρήσιμο να παρατεθεί αυτούσιο:
«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Η αιτήτρια διά του συνηγόρου της στα πιο πάνω με την απαντητική της αγόρευση αντιτείνει ότι ενημέρωση δεν είναι αρκετό να γίνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο προς μέλος που απουσίαζε σε προηγούμενη συνεδρία αλλά το ίδιο το μέλος να δηλώνει ρητά και να καταχωρείται στα πρακτικά ότι ενημερώθηκε.
Πριν καταλήξει κάποιος σε οριστική κρίση περί των πιο πάνω θα πρέπει να εξετάσει με προσοχή τα πρακτικά των διαφόρων συνεδριάσεων όπου συζητήθηκε το θέμα της αιτήτριας. Η απόφαση για την απόρριψη αρχικά της αίτησης λήφθηκε στη συνεδρία 27 Φεβρουαρίου - 1η Μαρτίου 2001 (25η συνεδρία). Απών από τη συνεδρία αυτή ήταν ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος. Η αίτηση επανεξέτασης της αιτήτριας εξετάστηκε για πρώτη φορά στη συνεδρία 3-5 Μαΐου 2001 (27η συνεδρία). Ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος ήταν τώρα παρών. Στα πρακτικά της 26ης συνεδρίας που και πάλιν ο Παρασκευόπουλος ήταν παρών δε φαίνεται να έγινε ειδική ενημέρωση επί όσων προηγήθηκαν στην 25η συνεδρία για το ζήτημα της αιτήτριας. Ούτε όμως και στην 27η συνεδρία όπου έλαβε χώρα η επανεξέταση σε πρώτη φάση και τώρα ήταν όλα τα μέλη παρόντα φαίνεται να υπήρξε ειδική ενημέρωση ούτε και δήλωση του Ι. Παρασκευόπουλου ότι ενημερώθηκε για όσα αποφασίστηκαν για το ζήτημα της αιτήτριας κατά την 25η συνεδρία. Η πλέον κρίσιμη για την υπόθεση της αιτήτριας συνεδρία ήταν αυτή της 7-9 Ιουνίου 2001 (28η συνεδρία). Ήταν σ' αυτήν που λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Ούτε και σ' αυτή τη συνεδρία υπάρχει κάτι στα πρακτικά που να δείχνει ότι υπήρξε ενημέρωση του Ι. Παρασκευόπουλου για όσα λέχθηκαν σχετικά στην 25η συνεδρία.
Γεννάται επομένως το ερώτημα: Δεδομένου ότι ο Ι. Παρασκευόπουλος ήταν παρών όταν λήφθηκε απόφαση μετά το αίτημα για επανεξέταση και στις δύο συνεδρίες που ασχολήθηκαν με το θέμα εξακολουθεί η απουσία του από τη συνεδρία που εξέτασε και αποφάσισε την αρχική αίτηση να κάμνει τη σύνθεση και τη διαδικασία γενικά τρωτή;
Μετά που το δικαστήριο επιφύλαξε την απόφαση του και μελετώντας την υπόθεση για έκδοση απόφασης διαπίστωσα ότι ενώπιον μου δεν υπήρχαν τα πλήρη πρακτικά της κάθε συνεδρίας κρίσιμης για την παρούσα υπόθεση. Επανάνοιξα την υπόθεση και κατατέθηκαν τα πλήρη πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου ημερ. 27/2/01-1/3/01 (25η συνεδρία), 3/5/01-5/5/01 (27η συνεδρία) και 7/6/01 - 9/6/01 (28η συνεδρία). Από τη μελέτη των πρακτικών προκύπτει ότι κατά την 27η συνεδρία που άρχισε η επανεξέταση της αίτησης της αιτήτριας αποφασίστηκε όπως:
«Το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη τα επιπρόσθετα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση επανεξέτασης.......... ζητήσει επιπλέον πληροφορίες από τους αρμόδιους φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί το ίδρυμα».
Είναι σαφές ότι οι ενέργειες του Συμβουλίου υπήρξαν συνέχεια των όσων είχαν συζητηθεί και αποφασισθεί στην 25η συνεδρία στην οποία το μέλος Ι. Παρασκευόπουλος απουσίαζε. Παρουσιάζεται επομένως η δεύτερη φάση συζήτησης της υπόθεσης σαν συνέχεια της πρώτης. Δεν ήταν δύο χωριστές φάσεις στις οποίες λήφθηκαν χωριστές αποφάσεις. Επομένως με βάση το νόμο και τη νομολογία θα έπρεπε να υπάρχει ενημέρωση κάθε απουσιάζοντος μέλους από προηγούμενη συνεδρία. Στο σημείο των πρακτικών που συζητείται το θέμα της αιτήτριας δεν γίνεται καμιά αναφορά για ενημέρωση του Ι. Παρασκευόπουλου για τα όσα λέχθηκαν και αποφασίστηκαν. Βρίσκω επομένως ότι δεν υπήρξε νόμιμη σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης (Βλ. μεταξύ άλλων Λουκία Ευσταθίου & Άλλες ν. Παναγιώτας Πολυβίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 367).
Όμως η σύνθεση πάσχει και για ένα πρόσθετο λόγο. Στην κρίσιμη συνεδρία δηλαδή, την 28η συνεδρία, όταν λήφθηκε η επίδικη απόφαση παρίσταντο πλην των μελών του Συμβουλίου και τα τρία πρόσωπα που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Η πλευρά των καθών η αίτηση ισχυρίζεται ότι ήταν τα πρόσωπα που διαδοχικά τηρούσαν τα πρακτικά. Από τα ίδια όμως τα πρακτικά δεν φαίνεται να εγίνετο κάτι τέτοιο. Δε φαίνεται ότι αποχωρούσαν οι δύο κατ' ισχυρισμό πρακτικογράφοι και ότι παρέμενε πάντοτε μία. Η σύνθεση του Συμβουλίου πάσχει και γιαυτό τον πρόσθετο λόγο (Βλ. μεταξύ άλλων Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου & Άλλου (1994) 3 Α.Α.Δ. 145 και Ανδρέας Σιέλλη ν. Α.Η.Κ. Προσφ. Αρ. 1/01, ημερ. 16/1/02).
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται γιαυτό το λόγο.
Όμως θα προχωρήσω ν' ακυρώσω την επίδικη απόφαση και για ένα πρόσθετο λόγο. Δεν υπήρξε εκ μέρους του Συμβουλίου η δέουσα έρευνα. Ενώ στην 27η συνεδρία το Συμβούλιο αισθάνθηκε την ανάγκη να ερευνήσει την πληροφορία ότι αρμοδιότητα για θέματα παιδείας στην Ελβετία έχει το κάθε καντόνιο χωριστά και απηύθυνε σχετική επιστολή παρέκαμψε το θέμα κατά την επόμενη συνεδρία του όταν έλαβε την επίδικη απόφαση. Ανέφερα ήδη ότι το Συμβούλιο έγραψε στην κα Polgar και ζητούσε σχετικές πληροφορίες. Η τελευταία απάντησε σε άλλα ερωτήματα όχι όμως στο πιο πάνω. Το Συμβούλιο δεν επανήλθε ούτε έκαμε άλλη προσπάθεια μέσω άλλων μέσων ενημέρωσης να διευκρινίσει το ζήτημα που ήταν καθόλα σημαντικό για την κρίση του. Θα μπορούσε το ίδιο να κάμει επαφή με την εδώ πρεσβεία της Ελβετίας και όμως το παρέλειψε.
Βρίσκω επομένως ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε χωρίς επαρκή έρευνα και κάτω από πλάνη περί τα πράγματα που από μόνα τους οδηγούν στην ακύρωση της απόφασης.
Δεν βρίσκω σκόπιμο να εξετάσω τον τρίτο λόγο ακύρωσης που επικαλείται η αιτήτρια.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα όπως θα τα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.