ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 987
24 Oκτωβρίου, 2003
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΚΥΡΟΠΟΙΙΑ «ΛΕΩΝΙΚ» ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 781/2001)
Λατομεία ― Αναστολή διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων ― Άρθρο 41 σε αντιδιαστολή προς το Άρθρο 39 του περί Ρυθμίσεως Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου, Κεφ. 270 ― Ερμηνεία και εφαρμογή στις περιστάσεις της κριθείσας περίπτωσης.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλημμελής έρευνα συνδυαζόμενη με παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Με την προσφυγή τους οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση του διατάγματος του καθ' ου η αίτηση για αναστολή των παραγόμενων σκύρων στη λατομική σκυροθραυστική τους μονάδα, CY 564.
Το Ανώτατο Δικαστήριο ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι εισήγηση των αιτητών, πως η αρμόδια αρχή, εκδίδοντας το συγκεκριμένο διάταγμα αναστολής της διάθεσης των προϊόντων τους, ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το προαναφερόμενο άρθρο, ξεφεύγοντας των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική ή άλλη πρόνοια δυνάμει της οποίας να αντλείται νομιμοποίηση για την έκδοση ενός τέτοιου �διατάγματος.
Όμως όπως είναι και η θέση της καθής η αίτηση η επίδικη απόφαση - και αυτό άσχετα με το τι είχε προηγηθεί - δεν λήφθηκε επί τη βάση του Άρθρου 41 αλλά του Άρθρου 39, του ίδιου Νόμου, το οποίο δίδει εξουσία όπως κατά την χορήγηση προνομίου λατομείου επιβάλλονται όροι και προϋποθέσεις. Η επίδικη απόφαση παραπέμπει στον όρο 17 που τέθηκε στους αιτητές όταν τους χορηγείτο το προνόμιο λατομείου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο όρος αυτός προβλέπει ότι σε περίπτωση που τα υλικά που παράγονται συστηματικά δεν πληρούν τα Πρότυπα για τα αμμοχάλικα (CYS 14, CYS 64 και CYS 99) τότε είναι δυνατόν ν' αναστέλλεται η λειτουργία του λατομείου.
Στο βαθμό επομένως που η επιχειρηματολογία των αιτητών στηρίζεται στο Άρθρο 41 του Νόμου δεν βοηθά την υπόθεση τους. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί ν' αναπτυχθεί άλλη επιχειρηματολογία αναφορικά με το Άρθρο 39 του Νόμου, είναι σαφές ότι η επίδικη απόφαση δεν λήφθηκε κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 41 και επομένως δεν μπορούν εδώ να εξετασθούν οι προϋποθέσεις και τα όρια εφαρμογής του.
2. Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης της επίδικης απόφασης προβάλλεται η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου των προτύπων για τα αμμοχάλικα, η οποία χαρακτηρίζεται ως πάσχουσα.
Κατ' αρχάς οι αιτητές φαίνεται να δέχονται ότι οκτώ δειγματοληψίες που έγιναν από 11/1/01 μέχρι 15/5/01 παρουσίαζαν απόκλιση από το σχετικό πρότυπο, καίτοι ισχυρίζονται ότι έλαβαν γνώση τους με καθυστέρηση. Δέχονται επίσης ότι η Επιτροπή Ελέγχου έλαβε την επίδικη απόφαση έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αποτελέσματα. Προσβάλλουν την απόφαση επειδή παρόλο ότι τους δόθηκε προθεσμία για συμμόρφωση που έληγε στις 30/6/01 και πριν από τη λήξη της έγιναν δειγματοληψίες που αποδείχθηκε ότι υπήρχε πλέον συμμόρφωση τους, η Επιτροπή δεν ανάμενε τ' αποτελέσματα και δεν τα έλαβε υπόψη όταν λάμβανε την επίδικη απόφαση. Τ' αποτελέσματα λήφθηκαν μετά τις 10/7/01, ημερομηνία της επίδικης απόφασης.
Φαίνεται ότι εδώ το παράπονο των αιτητών είναι δικαιολογημένο. Η απάντηση των καθ' ων η αίτηση κάθε άλλο παρά είναι ικανοποιητική. Αντίθετα θεμελιώνει τον ισχυρισμό της άλλης πλευράς. Υποστηρίζουν ότι τ' αποτελέσματα των δύο δειγματοληψιών που λήφθηκαν πριν τις 30/6/01 δεν λήφθηκαν υπόψη διότι παραλήφθηκαν στις 13 και 18 Ιουλίου αντίστοιχα. Είναι όμως γιαυτό το λόγο που το παράπονο για μη δέουσα έρευνα είναι βάσιμο. Πρέπει η Επιτροπή να γνώριζε για τις δύο νέες δειγματοληψίες διαφορετικά δεν έχει νόημα ο ισχυρισμός ότι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πότε θα ήταν έτοιμα τ' αποτελέσματα. Αποδείχθηκε μάλιστα ότι τ' αποτελέσματα ήρθαν πολύ σύντομα μετά τη συνεδρία της 10/7/01. Δε φαίνεται να προβληματίστηκε η Επιτροπή κατά πόσον τ' αποτελέσματα ήσαν έτοιμα ή όχι. Από τη στιγμή που γνώριζαν ότι υπήρξε νέα δειγματοληψία όφειλαν να αναμένουν τ' αποτελέσματα όταν μάλιστα από τις προηγούμενες δειγματοληψίες που ήταν αρνητικές για τους αιτητές είχε παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα (Η τελευταία είχε γίνει 15/5/01). Δεν υπάρχει άρνηση των καθών η αίτηση ότι τ' αποτελέσματα των δύο δειγματοληψιών που δεν ήταν ενώπιον της στην 10/7/01 ήταν θετικά για τους αιτητές. Αλλά και να μην ήταν είχε υποχρέωση να τ' αναμένει και να τα λάβει υπόψη από τη στιγμή που ήταν μια εξέλιξη που έλαβε χώρα πριν την επίδικη απόφαση. Στηρίχθηκε σε γεγονότα που δεν ήταν πλήρη ενώπιον της. Η εξήγηση ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πότε θα παραλαμβάνονταν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα δεν είναι σοβαρή από πλευράς της διοίκησης. Εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί τέθηκε η προθεσμία των 30 ημερών για συμμόρφωση, και γιατί έγιναν οι νέες δειγματοληψίες.
Η έλλειψη δέουσας έρευνας γύρω από τα γεγονότα που εξετάζονται πριν τη λήψη μιας απόφασης είναι από μόνος του λόγος γι' ακύρωση της απόφασης. Το διοικητικό όργανο εφόσον δεν έχει πλήρη εικόνα των γεγονότων ενεργεί κάτω από πλάνη.
Όμως ο τρόπος ενέργειας της διοίκησης προσβάλλει και την αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις διοίκησης διοικούμενου. (βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 3η έκδοση (1992), σελ. 175-177). Ενώ με δύο επιστολές της Υπηρεσίας Μεταλλείων ετάσσετο προθεσμία 30 ημερών για συμμόρφωση και οι αιτητές είχαν υποχρέωση αλλά και κάθε δικαίωμα βασισμένοι στην προθεσμία αυτή να λάβουν μέτρα και ν' αναμένουν τ' αποτελέσματα των μέτρων υπέστησαν τις συνέπειες μιας απόφασης που λήφθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη όσα η διοίκηση υποσχέθηκε να κάμει ή να μη κάμει πριν την εκπνοή των 30 ημερών. Ναι μεν η προθεσμία είχε παρέλθει όμως δεν έλαβε υπόψη όσα έγιναν εντός της προθεσμίας.
Η απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ημερ. 17/7/01 για την αναστολή διάθεσης των προϊόντων των αιτητών (η επίδικη απόφαση) στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συστάσεις της Επιτροπής και επομένως όσα παραλείφθηκαν από την Επιτροπή αντανακλούν στη δική του απόφαση. Όμως επισημαίνεται και το εξής. Κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης ήσαν έτοιμα τ' αποτελέσματα των δύο δειγματοληψιών της 30/5/01 και 19/6/01 τα οποία βεβαίως δεν λήφθηκαν υπόψη, εφόσον η απόφαση του Υπουργού στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συστάσεις της Επιτροπής.
�Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Πιπερίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 890.
Προσφυγή.
Μ. Αντωνίου για Σ. Αμπίζα, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, για τους Καθ' ών η αίτηση.
�
Cur. adv. vult.
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος με απόφαση του ημερ. 17/7/01, η οποία παρελήφθη από τους αιτητές στις 23/7/01, διέταξε την αναστολή της διάθεσης των σκύρων CYS 64 μεγέθους 10 και 20 χιλιοστών που παράγουν οι αιτητές στη λατομική σκυροθραυστική τους μονάδα, μέχρι να αποδειχθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να τα παράξουν εντός των ορίων των κυπριακών προτύπων.
Με την παρούσα προσφυγή ζητείται η ακύρωση της εν λόγω απόφασης.
Πραγματικά γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή
Οι αιτητές κατέχουν το υπ' αρ. 8777 προνόμιο λατομείου σε περιοχή του χωριού Αγ. Ηλιόφωτες της επαρχίας Λευκωσίας (Λατομική Ζώνη Μιτσερού), για παραγωγή σκύρων και άμμου από ασβεστολιθικό πέτρωμα. Μεταξύ των όρων που τίθενται σε τέτοιου είδους προνόμια λατομείου είναι και ο ακόλουθος, που στο συγκεκριμένο έγγραφο φέρει τον αριθμό 17 και αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Αν τα υλικά που παράγονται, ελεγχόμενα σύμφωνα με τις δοκιμές που καθορίζονται στα Κυπριακά Πρότυπα για τα αμμοχάλικα (CYS 14, CYS64, CYS99), συστηματικά δεν πληρούν τα εν λόγω πρότυπα θα αναστέλλεται η λειτουργία του λατομείου μέχρι να αποδείξει ο αδειούχος ότι είναι σε θέση να παράγει υλικά σύμφωνα με τα εν λόγω πρότυπα. Θεωρούμε ότι γνωρίζετε τα εν λόγω Κυπριακά Πρότυπα καθώς και τους τρόπους διεξαγωγής των σχετικών δοκιμών, για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων των αμμοχαλίκων, που περιέχονται σ' αυτά.»
Ο όρος αυτός, τίθεται από τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος στον οποίο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3(1) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου αρ. 23/62 και της Κ.Δ.Π. 156/93, έχουν εκχωρηθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο οι εξουσίες του άρθρου 39 του περί Ρύθμισης Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου, Κεφ. 270 (όπως τροποποιήθηκε), με στόχο τον έλεγχο των εν λόγω προνομίων λατομείου και τη διασφάλιση της ποιότητας των υλικών που διοχετεύονται τόσο στην οικοδομική βιομηχανία όσο και στην κατασκευή δρόμων.
Στα πλαίσια υλοποίησης της εν λόγω πολιτικής το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του υπ' αρ. 48.152 διόρισε ειδική επιτροπή (τη Συμβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου των Προτύπων για τα Αμμοχάλικα) αποκλειστική αρμοδιότητα της οποίας είναι ο έλεγχος της ποιότητας των προϊόντων των διάφορων λατομικών σκυροθραυστικών μονάδων και η υποβολή εισηγήσεων προς τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ανάλογα με τις διαπιστώσεις και τα ευρήματα του εκάστοτε ελέγχου. Η εν λόγω Επιτροπή στο χρονικό διάστημα μεταξύ 11.1.2001 και 15.5.2001 διενήργησε δειγματοληψίες στα προϊόντα που παράγουν οι αιτητές. Συγκεκριμένα, στην παρουσία εκπροσώπου των αιτητών λήφθησαν 5 δείγματα σκύρων 10 χιλιοστών και 3 δείγματα σκύρων 20 χιλιοστών, τα οποία αφού υποβλήθηκαν σε όλες τις νενομισμένες δοκιμές διαπιστώθηκε ότι η απορροφητικότητα τους υπερέβαινε την τιμή των 4% που είναι το μέγιστο επιτρεπτό όριο του Κυπριακού Προτύπου GYS 64. Εν ολίγοις τα υπό αναφορά δείγματα ήταν όλα εκτός Προτύπων.
Κατόπιν αυτού, οι καθ' ων η αίτηση, μέσω του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Μεταλλείων, απέστειλαν στους αιτητές αριθμό επιστολών με τις οποίες τους πληροφορούσαν για τα αρνητικά αποτελέσματα των συγκεκριμένων δειγματοληψιών, παράλληλα δε τους ζητούσαν όπως καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποκατάσταση της ποιότητας των προϊόντων τους σύμφωνα με τα πρότυπα. Μάλιστα οι δύο τελευταίες εξ' αυτών ημερ. 23/5/01 και 7/6/01 ανέφεραν ότι αν δεν υπήρχε συμμόρφωση από μέρους των αιτητών εντός του χρονικού διαστήματος των 30 ημερών από τη λήψη της πρώτης επιστολής, θα γινόταν εισήγηση από τον ίδιο τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Μεταλλείων προς τον αρμόδιο υπουργό για πλήρη αναστολή των εργασιών του λατομείου τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρ. 41του Κεφ. 270, που προνοεί τερματισμό του προνομίου.
Ακολούθησε η κλήση των αιτητών ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου των Προτύπων για τα αμμοχάλικα στις 10/7/01. Αφού ακούστηκαν τα όσα ο εκπρόσωπος της αιτήτριας εταιρείας ανέφερε σχετικά με τα μέτρα που έλαβε ή προτίθεται να λάβει για την παραγωγή των εν λόγω προϊόντων εντός των ορίων των προτύπων, αποφασίστηκε ομόφωνα όπως γίνει εισήγηση στον Υπουργό για αναστολή της διάθεσης των συγκεκριμένων προϊόντων (σκύρα CYS 64 10 mm και 20 mm) μέχρι να αποδειχθεί ότι οι αιτητές δύνανται να τα παράξουν εντός των προβλεπομένων προτύπων.
Ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος έλαβε γνώση της υπό αναφορά απόφασης της Επιτροπής με επιστολή του προϊσταμένου της Υπηρεσίας Μεταλλείων ημερ. 11/7/01. Στη συνέχεια στάληκε προς τους αιτητές από μέρους των καθών η αίτηση η επιστολή ημερ. 17/7/01, που όπως έχει ήδη αναφερθεί αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Στο σημείο αυτό είναι πιστεύω αναγκαίο να παρατεθεί το ακριβές κείμενο της εν λόγω επιστολής:
«Κυρίους
Σκυροποιία Λεωνίκ Λτδ
Τ.Θ. 21544
1510Λευκωσία
Κύριοι,
Πληροφορείστε ότι σύμφωνα με τον όρο 17 του Π.Λ.8777, ο Υπουργός Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος διατάσσει την αναστολή της διάθεσης των σκύρων CYS 64 10 και 20 mm που παράγετε στη μονάδα, διότι η απορροφητικότητα τους παρουσιάζεται συστηματικά εκτός των κυπριακών προτύπων.»
Ακολούθως, στις 24/9/01, οι αιτητές υπέβαλαν αίτημα «άνευ βλάβης» για άρση του εκδοθέντος διατάγματος το οποίο έγινε αποδεκτό. Ο αρμόδιος υπουργός δια της επιστολής του προς την αιτήτρια εταιρεία ημερ. 5/10/01 ήρε το εν λόγω διάταγμα.
Λόγοι ακύρωσης
Οι αιτητές στη γραπτή τους αγόρευση αναπτύσσουν σειρά νομικών σημείων που κατά την εισήγηση τους τεκμηριώνουν λόγους ακυρότητας. Θ' απαντηθούν όσο χρειάζεται με τη σειρά που τέθηκαν.
Η επίκληση των προνοιών του άρθρ. 41 του Κεφ. 270
Υποστηρίζεται εν πρώτοις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται παντελώς νομικού ερείσματος και ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών με την υπό εξέταση περίπτωση νομοθετικών διατάξεων. Είναι συγκεκριμένα η άποψη τους, πως οι πρόνοιες του άρθρ. 41 του περί Ρύθμισης Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου Κεφ. 270 (όπως τροποποιήθηκε), τις οποίες οι ίδιοι οι καθών η αίτηση επικαλέστηκαν στις εκ μέρους τους αποσταλείσες προειδοποιητικές επιστολές ημερ. 23/5/01 και 7/6/01 αντίστοιχα, δεν παρέχουν στον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος τη δυνατότητα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού πουθενά σ' αυτές δεν προβλέπεται ως μέτρο για την αποκατάσταση της ποιότητας των προϊόντων που συστηματικά παράγονται εκτός των προβλεπομένων προτύπων, η έκδοση διατάγματος αναστολής της διάθεσης τους. Το τι προβλέπεται σύμφωνα με τις εν λόγω πρόνοιες για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιπτώσεων όπως αυτή των αιτητών, είναι η έκδοση διατάγματος τερματισμού του προνομίου λατομείου. Στο σημείο αυτό είναι πιστεύω αναγκαίο να παρατεθεί το ακριβές κείμενο του άρθρ. 41.
«Εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να τερματίζει προνόμιο λατομείου
Αν υπάρξει συνεχιζόμενη παράβαση εκ μέρους του κατόχου προνομίου λατομείου οποιωνδήποτε συμφωνιών όρων ή προϋποθέσεων που περιέχονται σε αυτό και αν ο κάτοχος αυτός δεν επανορθώσει τέτοια παράβαση εντός τέτοιας περιόδου που δεν είναι μικρότερη από τριάντα ημέρες, όπως το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διατάξει, από την ημερομηνία της λήψης γραπτής ειδοποίησης από το Υπουργικό Συμβούλιο για να ενεργήσει με τον τρόπο αυτό, τότε το προνόμιο λατομείου δύναται να τερματιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε απαίτησης εναντίον του κατόχου του η οποία έχει ήδη προκύψει.»
Είναι συνεπώς εισήγηση των αιτητών, πως η αρμόδια αρχή, εκδίδοντας στην προκείμενη περίπτωση το συγκεκριμένο διάταγμα ερμήνευσε και εφάρμοσε λανθασμένα το προαναφερόμενο άρθρο, ξεφεύγοντας των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας αφού δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική ή άλλη πρόνοια δυνάμει της οποίας να αντλείται νομιμοποίηση για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος.
Κατά την άποψη των αιτητών η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μόνο αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής ότι μεταξύ δύο νομίμων μέτρων, η διοίκηση οφείλει να επιλέξει το λιγότερο επαχθές για το διοικούμενο. Στην προκείμενη περίπτωση όμως το μέτρο που εφαρμόστηκε κατά των αιτητών δεν προβλέπεται νομοθετικά, συνεπώς δεν δύναται να ευσταθήσει ο ισχυρισμός που προβάλλεται στην παραγρ. 9 της ένστασης των καθών η αίτηση, ότι ο λόγος που επιλέγηκε από την Επιτροπή Ελέγχου για εισήγηση προς την αρμόδια αρχή το συγκεκριμένο μέτρο της αναστολής ήταν κατ' εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής.
Στα πιο πάνω οι καθών η αίτηση απαντούν ως εξής:
Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε βάσει του άρθρ. 41 του περί Ρύθμισης Μεταλλείων και Λατομείων Νόμου Κεφ. 270 (όπως τροποποιήθηκε) αλλά βάσει του όρου 17 του ΠΛ 8777 των αιτητών που τίθεται και εφαρμόζεται από τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος. Είναι εισήγηση της συνηγόρου των καθών η αίτηση ότι οι προειδοποιητικές επιστολές ημερ. 23/5/01 και 7/6/01 που στάληκαν από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Μεταλλείων στους αιτητές και επικαλούνταν το άρθρ. 41 του Κεφ. 270 αποτελούσαν πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα για να προειδοποιηθούν οι αιτητές πως αν δεν συμμορφώνονταν εντός της δοθείσης σ' αυτούς 30ήμερης προθεσμίας υπήρχε το ενδεχόμενο ολικής αναστολής ή τερματισμού του προνομίου λατομείου.
Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες αυτού του άρθρου δεν παρέχεται εξουσία γι' αναστολή παραγωγής ορισμένου προϊόντος αλλ' εξουσία μόνον για τερματισμό του προνομίου λατομείου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρ. 41 αντικαταστάθηκε με νέο άρθρο με το Νόμο αρ. 132(1)/2001, όμως αυτό έγινε στις 26/10/01 μετά δηλαδή τη λήψη της επίδικης απόφασης και επομένως η παρούσα υπόθεση κρίνεται με βάση το παλιό άρθρ. 41, όπως αυτό έχει εκτεθεί πιο πάνω.
Όμως όπως είναι και η θέση της καθής η αίτηση η επίδικη απόφαση - και αυτό άσχετα με το τι είχε προηγηθεί - δεν λήφθηκε επί τη βάση του άρθρου 41 αλλά του άρθρ. 39, του ίδιου Νόμου το οποίο δίδει εξουσία όπως κατά την χορήγηση προνομίου λατομείου επιβάλλονται όροι και προϋποθέσεις. Η επίδικη απόφαση παραπέμπει στον όρο 17 που τέθηκε στους αιτητές όταν τους χορηγείτο το προνόμιο λατομείου. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο όρος αυτός προβλέπει ότι σε περίπτωση που τα υλικά που παράγονται συστηματικά δεν πληρούν τα Πρότυπα για τα αμμοχάλικα (CYS 14, CYS 64 και CYS 99) τότε είναι δυνατόν ν' αναστέλλεται η λειτουργία του λατομείου.
Στο βαθμό επομένως που η επιχειρηματολογία των αιτητών στηρίζεται στο άρθρ. 41 του Νόμου δεν βοηθά την υπόθεση τους. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί ν' αναπτυχθεί άλλη επιχειρηματολογία αναφορικά με το άρθρ. 39 του Νόμου, είναι σαφές ότι η επίδικη απόφαση δεν λήφθηκε κατ' εφαρμογήν των προνοιών του άρθρ. 41 και επομένως δεν μπορούν εδώ να εξετασθούν οι προϋποθέσεις και τα όρια εφαρμογής του.
Η ελαττωματικότητα της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου
Ως δεύτερος λόγος ακύρωσης της επίδικης απόφασης προβάλλεται η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου των προτύπων για τα αμμοχάλικα, η οποία χαρακτηρίζεται ως πάσχουσα.
Πέραν της εισήγησης των αιτητών, πως έλαβαν γνώση των αρνητικών αποτελεσμάτων των δειγματοληψιών που διενήργησε η αρμόδια επιτροπή επί των προϊόντων τους, σε πολύ μεταγενέστερο στάδιο από αυτό της λήψης των δειγμάτων και πως το χρονικό διάστημα των 30 ημερών που τους δόθηκε ώστε να επιτύχουν συμμόρφωση των συγκεκριμένων προϊόντων τους με τα προβλεπόμενα πρότυπα ξεκινά από την 30/5/01 (ημερομηνία λήψης της επιστολής 23/5/01 των καθών η αίτηση), και λήγει την 30/6/01, υποστηρίζεται, ότι τα θετικά αποτελέσματα τεσσάρων δειγματοληψιών που διενήργησαν επιθεωρητές του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης επί των προϊόντων τους εντός του εν λόγω χρονικού διαστήματος των 30 ημερών, δεν βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής κατά την κρίσιμη συνεδρία της της 10/7/01 και επομένως δεν λήφθηκαν υπόψη. Υποστηρίζεται επίσης, πως από τους διοικητικούς φακέλους της υπόθεσης προκύπτει ως ημερομηνία λήψης των αποτελεσμάτων της δειγματοληψίας της 30/5/01 από την Υπηρεσία Μεταλλείων η 13/7/01 καθώς και ότι αντίγραφο των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων στάληκε στην Επιτροπή το πρωί της 10/7/01 πριν από την έναρξη της συνεδρίας της από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης. Αναφέρεται ακόμη πως τα εν λόγω στοιχεία δεν ήταν τα μόνο θετικά όσον αφορά τα προϊόντα των αιτητών. Η Επιτροπή κατά την κρίσιμη συνεδρία της κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είχε ενώπιον της και τα αποτελέσματα δειγματοληψιών που διενήργησε η εταιρεία Betomix Ltd (πελάτες των αιτητών) στα οποία φαινόταν καθαρά η σταθερή και σαφής βελτίωση που σημειώθηκε επί των προϊόντων των αιτητών στην προθεσμία των 30 ημερών που τους δόθηκε.
Γιατί λοιπόν συνεχίζει η εισήγηση των αιτητών τους παραχωρήθηκε η προαναφερόμενη προθεσμία αφού τα εντός προτύπων αποτελέσματα που παρουσίασαν δεν λήφθηκαν υπόψη στην ολότητά τους, όπως επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε τα διορθωτικά μέτρα που παρουσίασε ενώπιον της Επιτροπής ο εκπρόσωπος της αιτήτριας εταιρείας, αλλά ούτε και τα αποτελέσματα δικών τους δοκιμών τα οποία ήταν εντός προτύπων.
Εξάλλου επί του ιδίου θέματος οι καθών η αίτηση υποστηρίζουν πως τα αποτελέσματα των δειγματοληψιών της 30/5/01 και της 19/6/01, δεν μπορούσαν να τεθούν ενώπιον της Επιτροπής κατά την κρίσιμη συνεδρία της στις 10/7/01, αφού παραλήφθηκαν από την Υπηρεσία Μεταλλείων στις 13 και 18/7/01 αντίστοιχα. Άλλωστε συνεχίζει η εισήγηση των καθών η αίτηση η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πότε θα παραλαμβάνονταν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα για να αναμένει να τα λάβει υπόψη. Έλαβε όμως υπόψη της τα αποτελέσματα της εταιρείας Betomix Ltd, τα οποία κατά την άποψη της δεν επιβεβαίωναν την αναμενόμενη σταθερότητα επί των προϊόντων των αιτητών. Οι τιμές απορροφητικότητας τους ήταν οριακές.
Κατ' αρχάς οι αιτητές φαίνεται να δέχονται ότι οκτώ δειγματοληψίες που έγιναν από 11/1/01 μέχρι 15/5/01 παρουσίαζαν απόκλιση από το σχετικό πρότυπο καίτοι ισχυρίζονται ότι έλαβαν γνώση τους με καθυστέρηση. Δέχονται επίσης ότι η Επιτροπή Ελέγχου έλαβε την επίδικη απόφαση έχοντας υπόψη τα πιο πάνω αποτελέσματα. Προσβάλλουν την απόφαση επειδή παρόλο ότι τους δόθηκε προθεσμία για συμμόρφωση που έληγε στις 30/6/01 και πριν από τη λήξη της έγιναν δειγματοληψίες που αποδείχθηκε ότι υπήρχε πλέον συμμόρφωση τους η Επιτροπή δεν ανάμενε τ' αποτελέσματα και δεν τα έλαβε υπόψη όταν λάμβανε την επίδικη απόφαση. Τ' αποτελέσματα λήφθηκαν μετά τις 10/7/01, ημερομηνία της επίδικης απόφασης.
Φαίνεται ότι εδώ το παράπονο των αιτητών είναι δικαιολογημένο. Η απάντηση των καθών η αίτηση κάθε άλλο παρά είναι ικανοποιητική. Αντίθετα θεμελιώνει τον ισχυρισμό της άλλης πλευράς. Υποστηρίζουν ότι τ' αποτελέσματα των δύο δειγματοληψιών που λήφθηκαν πριν τις 30/6/01 δεν λήφθηκαν υπόψη διότι παραλήφθηκαν στις 13 και 18 Ιουλίου αντίστοιχα. Είναι όμως γιαυτό το λόγο που το παράπονο για μη δέουσα έρευνα είναι βάσιμο. Πρέπει η Επιτροπή να γνώριζε για τις δύο νέες δειγματοληψίες διαφορετικά δεν έχει νόημα ο ισχυρισμός ότι δεν μπορούσαν να γνωρίζουν πότε θα ήταν έτοιμα τ' αποτελέσματα. Αποδείχθηκε μάλιστα ότι τ' αποτελέσματα ήρθαν πολύ σύντομα μετά τη συνεδρία της 10/7/01. Δε φαίνεται να προβληματίστηκε η Επιτροπή κατά πόσον τ' αποτελέσματα ήσαν έτοιμα ή όχι. Από τη στιγμή που γνώριζαν ότι υπήρξε νέα δειγματοληψία όφειλαν να αναμένουν τ' αποτελέσματα όταν μάλιστα από τις προηγούμενες δειγματοληψίες που ήταν αρνητικές για τους αιτητές είχε παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα (Η τελευταία είχε γίνει 15/5/01). Δεν υπάρχει άρνηση των καθών η αίτηση ότι τ' αποτελέσματα των δύο δειγματοληψιών που δεν ήταν ενώπιον της στην 10/7/01 ήταν θετικά για τους αιτητές. Αλλά και να μην ήταν είχε υποχρέωση να τ' αναμένει και να τα λάβει υπόψη από τη στιγμή που ήταν μια εξέλιξη που έλαβε χώρα πριν την επίδικη απόφαση. Στηρίχθηκε σε γεγονότα που δεν ήταν πλήρη ενώπιον της. Η εξήγηση ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πότε θα παραλαμβάνονταν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα δεν είναι σοβαρή από πλευράς της διοίκησης. Εν τοιαύτη περιπτώσει γιατί τέθηκε η προθεσμία των 30 ημερών για συμμόρφωση, και γιατί έγιναν οι νέες δειγματοληψίες.
Η έλλειψη δέουσας έρευνας γύρω από τα γεγονότα που εξετάζονται πριν τη λήψη μιας απόφασης είναι από μόνος του λόγος γι' ακύρωση της απόφασης. Το διοικητικό όργανο εφόσον δεν έχει πλήρη εικόνα των γεγονότων ενεργεί κάτω από πλάνη. Παραθέτω όσα αναφέρονται στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Μάριος Πιπερίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 890, (Καλλής, Δ.), της οποίας μάλιστα τα γεγονότα προσομοιάζουν προς την παρούσα υπό την έννοια ότι διαρκούσης έρευνας από τη διοίκηση που δεν είχε συμπληρωθεί επισπεύσθηκε η λήψη της ακυρωθείσας απόφασης. Αναφέρει:
«Ενώ η διοίκηση είχε εγκαινιάσει διαδικασία απαλλοτρίωσης του επίδικου κτήματος και είχε αρχίσει τη σχετική έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή του επίδικου κτήματος ήταν εφικτή και είχε ζητήσει επί του προκειμένου τις απόψεις των αρμοδίων κυβερνητικών οργάνων στο τέλος παραδέχθηκε ότι κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας (βλ. παράγρ. (γ) των λόγων απόρριψης, πιο πάνω). Πρόκειται επομένως για κλασσική περίπτωση λήψεως απόφασης χωρίς τη δέουσα έρευνα. Έχει νομολογηθεί ότι «παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. Xapolytos ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Frangides ν. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101, HadjiPaschali v. Republic (1980) 3 C.L.R. 101, Zinieris (No. 1) v. Republic (1975) 3 C.L.R. 224, Economou v. Republic (1970) 3 C.L.R. 420, Paphitis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318, Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2452 και Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Β) Α.Α.Δ. 1314). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων (βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C.L.R. 28, 42, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Andreou, πιο πάνω και Φιλιππίδης πιο πάνω).»
Όμως ο τρόπος ενέργειας της διοίκησης προσβάλλει και την αρχή της καλής πίστης που πρέπει να διέπει τις σχέσεις διοίκησης διοικούμενου. (βλ. Π. Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 3η έκδοση (1992), σελ. 175-177). Ενώ με δύο επιστολές της Υπηρεσίας Μεταλλείων ετάσσετο προθεσμία 30 ημερών για συμμόρφωση και οι αιτητές είχαν υποχρέωση αλλά και κάθε δικαίωμα βασισμένοι στην προθεσμία αυτή να λάβουν μέτρα και ν' αναμένουν τ' αποτελέσματα των μέτρων υπέστησαν τις συνέπειες μιας απόφασης που λήφθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη όσα η διοίκηση υποσχέθηκε να κάμει ή να μη κάμει πριν την εκπνοή των 30 ημερών. Ναι μεν η προθεσμία είχε παρέλθει όμως δεν έλαβε υπόψη όσα έγιναν εντός της προθεσμίας.
Η απόφαση του Υπουργού Γεωργίας ημερ. 17/7/01 για την αναστολή διάθεσης των προϊόντων των αιτητών (η επίδικη απόφαση) στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συστάσεις της Επιτροπής και επομένως όσα παραλείφθηκαν από την Επιτροπή αντανακλούν στη δική του απόφαση. Όμως επισημαίνεται και το εξής. Κατά τον χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης ήσαν έτοιμα τ' αποτελέσματα των δύο δειγματοληψιών της 30/5/01 και 19/6/01 τα οποία βεβαίως δεν λήφθηκαν υπόψη εφόσον η απόφαση του Υπουργού στηρίχθηκε αποκλειστικά στις συστάσεις της Επιτροπής.
Η επίδικη απόφαση για τους πιο πάνω λόγους θα πρέπει να ακυρωθεί. Σαν αποτέλεσμα βρίσκω περιττό να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που οι αιτητές επικαλούνται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Οι καθών η αίτηση να πληρώσουν τα έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.