ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 967
21 Οκτωβρίου, 2003
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΔΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 300/2002)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Έναρξη ― Ο όρος της γνώσης του διοικουμένου για να εκκινήσει η προθεσμία ― Περιστάσεις εμπροθέσμου της προσφυγής, στην κριθείσα περίπτωση προσβολής απόφασης του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Διοικητική πράξη ― Εκτελεστή πράξη σε αντιδιαστολή προς πράξη ακαδημαϊκής φύσης ― Διαγραφή φοιτητή από το μητρώο του Πανεπιστημίου Κύπρου ― Κρίθηκε ότι αποτελεί πράξη εκτελεστή, υποκείμενη σε προσφυγή ― Απορρίφθηκε συναφής ισχυρισμός ότι συνιστούσε πράξη εκτελέσεως ― Περιστάσεις.
Έννομο Συμφέρον ― Έννομο συμφέρον φοιτητή, να προσβάλλει την διαγραφή του από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες αναγνωρίστηκε παρά τις προηγηθείσες ενέργειες αλλά και άλλες προσφυγές που είχε καταχωρίσει και αποσύρει η αιτήτρια ― Δεν υπήρχε κατάχρηση διαδικασίας.
Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Κανόνες για την αναστολή φοίτησης που εξέδωσε το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου, επί τη βάσει του Άρθρου 32 του περί Πανεπιστημίου Νόμου αρ. 144/89, αλλά χωρίς να τηρηθούν οι πρόνοιες του ― Κρίθηκε ότι οι Κανόνες παραβιάζουν το Άρθρο 32 του Ν. 144/89, αλλά και το Άρθρο 82 του Συντάγματος.
Η αιτήτρια ζήτησε με την προσφυγή την ακύρωση της απόφασης διαγραφής της από το μητρώο εγγραφής του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η έμφαση του παραπόνου του πατέρα της αιτήτριας εν προκειμένω, ήταν στην άρνηση του Πανεπιστημίου να της αναγνωρίσουν τέσσερις διδακτικές μονάδες με βάση τα πτυχία που έλαβε από το εξωτερικό. Δεν έκαμε παράπονο για τη διαγραφή της κόρης του. Αν το γνώριζε διερωτάται κάποιος γιατί να μη το έκαμνε.
Το Πανεπιστήμιο δέχεται ότι για πρώτη φορά η αιτήτρια έλαβε γνώση των λόγων μη απάντησης του αιτήματός της γι' αναγνώριση των πτυχίων του εξωτερικού με την έκθεση της Επιτρόπου. Συναφώς δε αναφέρεται ότι σαν δικαιολογία για την άρνηση αυτή και τη μη απάντηση στο αίτημα ήταν η διαγραφή της. Εμμέσως πλην σαφώς δέχονται ότι η διαγραφή της γνωστοποιήθηκε με την έκθεση της Επιτρόπου. Από την άλλη δεν εξηγούν πως με άλλο τρόπο η αιτήτρια έλαβε γνώση της διαγραφής της. Είναι το Πανεπιστήμιο που έχει το βάρος απόδειξης της γνώσης της διαγραφής και εν αμφιβολία το θέμα λύεται υπέρ του διοικούμενου. Η προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα αφού φέρει ημερ. 4/4/02 και η αιτήτρια έλαβε γνώση στις 28/1/02 με την έκθεση της Επιτρόπου.
2. Οι συνέπειες της επίδικης απόφασης ήταν καταλυτικές για τις σχέσεις της αιτήτριας με το Πανεπιστήμιο και η σχετική απόφαση υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου.
Κάτω από τις περιστάσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης, η διαγραφή της αιτήτριας δεν ήταν απλά πράξη παρεπόμενη της άρνησης του Πανεπιστημίου ν' αναστείλει την φοίτηση για δεύτερη φορά. Εξάλλου η πράξη αυτή από μόνη της δεν επέφερε ακόμη και με τη συλλογιστική του Πανεπιστημίου τη διαγραφή της αιτήτριας. Με τη δική τους λογική η διαγραφή επήλθε όταν η αιτήτρια δεν προσήλθε για εγγραφή. Επομένως μεταξύ της πράξης που το Πανεπιστήμιο θεωρεί σαν την εκτελεστή διοικητική πράξη και της διαγραφής μεσολάβησε η ενέργεια της αιτήτριας. Η άρνηση χορήγησης αναστολής δεν επέφερε αυτόματα τη διαγραφή της κατ' εφαρμογή της προηγούμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης. Μετά την ενέργεια της αιτήτριας, το Πανεπιστήμιο προχώρησε με βάση τα νέα δεδομένα στην απόφαση για τη διαγραφή της η οποία και δημιούργησε υποχρεώσεις και δικαιώματα διαφορετικά αυτών που δημιούργησε η απόφαση για μη αναστολή φοίτησης. Πρόκειται για αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3. Έγινε προσπάθεια να υποστηριχθεί η θέση ότι η διαγραφή της αιτήτριας ήταν το αποτέλεσμα των δικών της παράνομων ενεργειών. Στην υπό κρίση υπόθεση μετά τις όποιες ενέργειες της αιτήτριας, μεσολαβεί η απόφαση του πανεπιστημίου και είναι αυτής της απόφασης που κρίνεται η νομιμότητα.
Η αιτήτρια έχει ενεστώς έννομον συμφέρον, μέσα στην έννοια του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Δεν υπάρχει εδώ κατάχρηση διαδικασίας. Οι δύο προσφυγές που προηγήθηκαν αφορούσαν αποφάσεις του Πανεπιστημίου άσχετες με την παρούσα, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα γεγονότα βρίσκονταν σε στενή σχέση και αλληλουχία.
4. Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου εξέδωσε «Κανόνες» για την «Αναστολή Φοίτησης» και για την «Διαγραφή Φοιτητών». Οι εκδοθέντες «Κανόνες» παραβιάζουν τόσο το Άρθρο 82 του Συντάγματος όσο και τον Νόμο 144/89. Το Άρθρο 82 προβλέπει ότι οι Νόμοι τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Ανάλογη πρόνοια υπάρχει στο Άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Οι κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η απόφαση του Πανεπιστημίου εν προκειμένω, για διαγραφή της αιτήτριας, εκδόθηκαν με βάση το Άρθρο 32 του σχετικού Νόμου και θα έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί πράγμα που δεν έγινε. Η επίδικη απόφαση εφόσον στηρίζεται σε κανονισμούς που δεν τέθηκαν σε ισχύ είναι άκυρη.
Πιο συγκεκριμένα με βάση το Άρθρο 32 είναι απαραίτητο όπως εκδοθούν Κανονισμοί οι οποίοι να εξουσιοδοτούν την έκδοση Κανόνων, οι οποίοι να ρυθμίζουν ζητήματα που στο άρθρο αυτό καθορίζονται. Τέτοιοι κανονισμοί ούτε εκδόθηκαν ούτε και δημοσιεύθηκαν. Άρα οι Κανόνες εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση.
Δεν μπορεί να είναι ευθύνη του διοικούμενου να οριοθετήσει το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ενέργειές του κινούνται αλλά της διοίκησης να προκαθορίσει το νομικό πλαίσιο που να διαγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ιδίας κυρίως, αλλά και του διοικούμενου. Το πανεπιστήμιο ενήργησε στη βάση ανύπαρκτων κανονισμών άρα χωρίς εξουσία και η απόφασή του είναι παράνομη και άκυρη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 286,
Προεστός v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 233,
Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1429,
Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357,
Ploussiou v. Central Bank (1983) 3 C.L.R. 398.
Προσφυγή.
Κ. Καλλής, για την Αιτήτρια.
Αλ. Λυκούργου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
�
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Το Πανεπιστήμιο Κύπρου (στο εξής το Πανεπιστήμιο) αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και ασκεί αρμοδιότητες και εξουσίες δυνάμει ομώνυμου Νόμου αρ. 144/89, όπως αργότερα τροποποιήθηκε. Η αιτήτρια ήταν το ακαδημαϊκό έτος 1997-98 φοιτήτρια στο τέταρτο έτος στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων. Ζήτησε μ' επιστολή της προς τη Σύγκλητο όπως της επιτραπεί η επανεξέταση στο υποχρεωτικό μάθημα της Στατιστικής στο οποίο είχε αποτύχει, για δεύτερη φορά, επειδή στο μεταξύ είχε εξασφαλίσει θέση σε Πανεπιστήμιο του εξωτερικού για το επόμενο έτος. Το αίτημα της απορρίφθηκε σαν αντιβαίνον στους ισχύοντες κανονισμούς.
Η αιτήτρια ζήτησε μ' επιστολή ημερ. 10/10/98 από το Συμβούλιο του Τμήματος στο οποίο φοιτούσε αναστολή φοίτησης για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος (1998-99) για προσωπικούς λόγους. Το αίτημα εγκρίθηκε. Το ακαδημαϊκό αυτό έτος η αιτήτρια φοίτησε σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και απέκτησε πτυχίο Β.Α. Το επόμενο ακαδημαϊκό έτος ενεγράφη σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας και απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο Μ.Β.Α. Με επιστολή της ημερ. 9/10/99 ζήτησε από το Συμβούλιο του Τμήματος της, αναστολή φοίτησης για το ακαδημαϊκό έτος 1999-2000. Σε συνεδρία του Τμήματος ημερ. 16/11/99 το αίτημα απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό ότι δεν δίδονταν λόγοι για την αναστολή και η αίτηση ήταν εκπρόθεσμη, επιπλέον δε γιατί η διάρκεια σπουδών παρατείνεται μέχρι δώδεκα εξάμηνα και η αιτήτρια ήταν ήδη στο ενδέκατο.
Αφού η αιτήτρια συμπλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμιο της Αγγλίας μ' επιστολή ημερ. 18/1/01 ζήτησε από το Συμβούλιο του Τμήματος της αναγνώριση των δύο πτυχίων που απέκτησε στο εξωτερικό και πιστωθεί με τις μονάδες που υπολείπονται γι' απόκτηση του πτυχίου της. Η αιτήτρια δεν έλαβε απάντηση και στις 22/2/01 απέστειλε νέα επιστολή για υπενθύμιση. Δεν έλαβε απάντηση σε καμιά.
Με επιστολή του πατέρα της ημερ. 6/4/01 υποβλήθηκε εκ μέρους της παράπονο προς την Επίτροπο Διοίκησης αναφορικά με το αίτημα γι' αναγνώριση των πτυχίων του εξωτερικού και την μη απάντηση της επιστολής της. Η Επίτροπος ζήτησε τις απόψεις του Πανεπιστημίου, οι οποίες δόθηκαν μ' επιστολή ημερ. 12/6/01 και εξηγείται γιατί το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει δεκτό. Αφού στην επιστολή αυτή δίδεται το ιστορικό της όλης υπόθεσης όπως παρατέθηκε ήδη πιο πάνω, η παράγρ. 1(β) έχει ως εξής:
«Μετά την απόρριψη από το Τμήμα Ε.Δ.Ε. (16/11/99) της αίτησης για αναστολή φοίτησης για 2η χρονιά, και αφού δεν προσήλθε να εγγραφεί στο εαρινό εξάμηνο 1999-2000, η φοιτήτρια διαγράφηκε αυτόματα από το Πανεπιστήμιο.»
Η Επίτροπος έκαμε έκθεση που φέρει ημερομ. 28/1/02. Είναι ισχυρισμός του Πανεπιστημίου ότι η θέση του όσον αφορά το αίτημα της αιτήτριας που τίθεται με τις δύο επιστολές της, που δεν απαντήθηκαν, τής κοινοποιήθηκε με την πιο πάνω έκθεση της Επιτρόπου.
Στις 23/9/98 η αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή με αριθμό 844/98 εναντίον της απόρριψης του αιτήματος της για επαναληπτική εξέταση την οποία απέσυρε στις 16/6/00. Την ίδια τύχη είχε η προσφυγή της με αριθμό 1571/99 που καταχώρησε στις 15/12/99 κατά της απόφασης γι' απόρριψη του αιτήματος της για δεύτερη αναστολή φοίτησης.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ' ού η αίτηση για διαγραφή της αιτήτριας από το μητρώο εγγραφής του Πανεπιστημίου Κύπρου, η οποία περιήλθε σε γνώση της με την επιστολή της Επιτρόπου Διοικήσεως (τεκμήριο 1) ημερομηνίας 28/1/02 (Αρ. Φακ. Α/Π 354/2001) είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Με τη γραπτή ένσταση του το Πανεπιστήμιο προβάλλει τις ακόλουθες ενστάσεις:
(α) Η επίδικη απόφαση δεν υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου με βάση το άρθρ. 146 του Συντάγματος
(β) Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
(γ) Η προσφυγή συνιστά κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών.
(δ) Η αιτήτρια στερείται εννόμου αποτελέσματος.
�
Βρίσκω ότι, πριν την εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της αιτήτριας, κατά λογική προτεραιότητα θα πρέπει να εξετάσω τις προδικαστικές ενστάσεις με την ακόλουθη σειρά:
(α) Το εκπρόθεσμο της προσφυγής.
(β) Απόφαση μη υποκείμενη στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(γ) Έλλειψη εννόμου συμφέροντος.
(δ) Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας.
�
(α) Το εκπρόθεσμο της προσφυγής
Είναι η θέση των συνηγόρων του Πανεπιστημίου ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε μετά την εκπνοή των 75 ημερών. Είναι ο ισχυρισμός τους ότι φαίνεται από την επιστολή του πατέρα της αιτήτριας ημερ. 6/4/01 ότι αυτή γνώριζε από τότε τα της διαγραφής της, διότι καταγγέλλει ότι «η θυγατέρα του αποβλήθηκε ή/και αποπέμφθηκε» από το Πανεπιστήμιο». Στηρίζονται στο πιο κάτω απόσπασμα του παραπόνου:
«Καταγγέλλω το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και την Κυβέρνηση γενικά για την απάθεια με την οποίαν αντικρίζουν το φαινόμενο της αποβολής και αποπομπής των φοιτητών από το Πανεπιστήμιο Κύπρου ............. χωρίς ποτέ να ενδιαφερθούν να ζητήσουν από τους κρατούντες στο Ίδρυμα αυτό που στηρίζουν αυτές τους τις ενέργειες.»
Επομένως ισχυρίζονται είναι ανακριβές αυτό που η αιτήτρια λέγει ότι έλαβε γνώση της διαγραφής της με την επιστολή της Επιτρόπου στις 28/1/02.
Είναι η θέση των συνηγόρων της αιτήτριας ότι η ουσία του παραπόνου του πατέρα της αφορούσε την άρνηση του Πανεπιστημίου να της επιτρέψει να παρακαθήσει σε δεύτερη εξεταστική περίοδο. Τα υπόλοιπα συνιστούσαν γενική καταγγελία και δεν σήμαιναν ότι γνώριζε για την διαγραφή της θυγατέρας του.
Επισημαίνεται επίσης ότι γίνεται παραδοχή με την αγόρευση των συνηγόρων του Πανεπιστημίου αλλά και την ένσταση τους ότι «η θέση του Πανεπιστημίου .................... κοινοποιήθηκε σε αυτή διά της έκθεσης ημερομ. 28/1/02 την οποία η Επίτροπος Διοικήσεως υπέβαλε ......................»
Θα συμφωνήσω με τις θέσεις των συνηγόρων της αιτήτριας. Όντως η έμφαση του παραπόνου του πατέρα της αιτήτριας ήταν στην άρνηση του Πανεπιστημίου να της αναγνωρίσουν τέσσερις διδακτικές μονάδες με βάση τα πτυχία που έλαβε από το εξωτερικό. Όχι βέβαια όπως εκ λάθους στην αγόρευση τους οι συνήγοροι της αιτήτριας το θέτουν «γι' άρνηση να επανεξετασθεί στο μάθημα της Στατιστικής». Αυτό όμως δεν αλλάζει την ουσία του πράγματος. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι δεν έκαμε παράπονο για τη διαγραφή της κόρης του. Αν το γνώριζε διερωτάται κάποιος γιατί να μη το έκαμνε. Η αναφορά του κατά τρόπον γενικό ότι «το Πανεπιστήμιο παράνομα αποβάλλει φοιτητές και τους αρνείται το δικαίωμα επανεξέτασης........» δεν σημαίνει απαραίτητα γνώση της διαγραφής. Δεν λέγει ότι η θυγατέρα του αποβλήθηκε και αποπέμφθηκε όπως λανθασμένα ισχυρίζονται οι συνήγοροι του Πανεπιστημίου.
Είναι εξάλλου ορθή η επισήμανση ότι το Πανεπιστήμιο δέχεται ότι για πρώτη φορά η αιτήτρια έλαβε γνώση των λόγων μη απάντησης του αιτήματος της γι' αναγνώριση των πτυχίων του εξωτερικού με την έκθεση της Επιτρόπου. Συναφώς δε αναφέρεται ότι σαν δικαιολογία για την άρνηση αυτή και τη μη απάντηση στο αίτημα ήταν η διαγραφή της. Εμμέσως πλην σαφώς δέχονται ότι η διαγραφή της γνωστοποιήθηκε με την έκθεση της Επιτρόπου. Από την άλλη δεν εξηγούν πως με άλλο τρόπο η αιτήτρια έλαβε γνώση της διαγραφής της. Είναι το Πανεπιστήμιο που έχει το βάρος απόδειξης της γνώσης της διαγραφής και εν αμφιβολία το θέμα λύεται υπέρ του διοικούμενου (βλ. μεταξύ άλλων Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 286).
Η προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα αφού φέρει ημερ. 4/4/02 και η αιτήτρια έλαβε γνώση στις 28/1/02 με την έκθεση της Επιτρόπου. Η ένσταση αυτή απορρίπτεται.
(β) Απόφαση μη υποκείμενη στον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου
Είναι ισχυρισμός των συνηγόρων του Πανεπιστημίου ότι πρόκειται για μη εκτελεστή διοικητική απόφαση. Αποτελεί αρμοδιότητα ακαδημαϊκής φύσης η απόφαση για διαγραφή φοιτητών έξω από τα όρια του ακυρωτικού ελέγχου επί τη βάσει του άρθρ. 146 του Συντάγματος. Γίνεται επίκληση των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Χριστόδουλος Προεστός ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 233 και Vrahimis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1429.
Στο πλαίσιο αυτής της ένστασης τίθεται διαζευκτικά ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί πράξη εκτέλεσης της απόφασης του Πανεπιστημίου για μη παροχή αναστολής φοίτησης για δεύτερη φορά και η διαγραφή επήλθε αυτόματα σαν συνέπεια της μη προσέλευσης της για εγγραφή. Η αιτήτρια καταχώρησε εναντίον της απόφασης για μη αναστολή την προσφυγή αρ. 157/99 και στη συνέχεια την απέσυρε. Οριστικοποιήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο η νομιμότητα της απόφασης. Όσες αποφάσεις στηρίζονται σ' αυτή τεκμαίρονται νόμιμες και εν πάση περιπτώσει στερούνται εκτελεστότητας.
Οι συνήγοροι της αιτήτριας απαντούν στο πρώτο μέρος της ένστασης επικαλούμενοι το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Vrahimis (ανωτέρω) και συγκεκριμένα στη σελ. 1435:
"The flexibility in their approach lies in readiness to assume jurisdiction when a given act has, not-withstanding its formal characteristics, noticeable consequences upon the subject. Similar flexibility was shown by the Supreme Court in the case of Roditis v. Republic (1965) 3 C.L.R. 230. In accordance with the principles of administrative law explained above, the exercise of disciplinary power by the school authorities, over pupils or students of a school, is an act of internal management of the school, unless designed to break or sever the association of the pupil with the school, in which case it becomes prejudicial to his status and, as such, justiciable."
Eφόσον, ως υποστηρίζεται, από τους συνηγόρους της αιτήτριας η επίδικη απόφαση οδηγεί στον τερματισμό της σχέσης της αιτήτριας με το Πανεπιστήμιο δεν πρόκειται για πειθαρχική απόφαση μη υποκείμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Τα γεγονότα της διαφοροποιούνται από αυτά της υπόθεσης Προεστός (ανωτέρω) όπου επρόκειτο γι' απόρριψη αιτήματος φοιτητή για επανεξέταση.
Συμφωνώ με την εισήγηση των συνηγόρων της αιτήτριας. Έχει εδώ πλήρη εφαρμογή η αρχή που διατυπώνεται στην υπόθεση Vrahimis (ανωτέρω). Οι συνέπειες της επίδικης απόφασης ήταν καταλυτικές για τις σχέσεις της αιτήτριας με το Πανεπιστήμιο και η σχετική απόφαση υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Αυτό το μέρος της ένστασης απορρίπτεται.
Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος οι συνήγοροι της αιτήτριας με αναφορά σε σχετικές αυθεντίες ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης προηγηθείσας εκτελεστής απόφασης αλλ' αυτοτελή εκτελεστή απόφαση.
Παραπέμπω σχετικά με το θέμα στην υπόθεση Μάρω Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου και Άλλων (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357. Αναφέρονται στη σελ. 361 τα εξής σχετικά:
«Πράξη εκτέλεσης, όπως ο όρος υποδηλώνει και το διοικητικό δίκαιο αναγνωρίζει, δεν μπορεί να είναι άλλη από απόφαση επαγόμενη την εκτέλεση προγενέστερης εκτελεστής απόφασης. Το αντικείμενο της εκτέλεσης είναι μορφοποιημένο και δεκτικό εφαρμογής ως έχει. Η διάκριση μεταξύ εκτελεστών πράξεων, αφενός, και πράξεων εκτέλεσης, αφετέρου, εξηγείται και στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, στην οποία ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων αναφέρθηκε. Το ακόλουθο απόσπασμα κατοπτρίζει τις διαφορές και σηματοδοτεί τη διάκριση μεταξύ των αντίστοιχων πράξεων:-
Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοση της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεση τους. Πράξη εκτέλεσης είναι εκείνη που έχει ως λόγο την εφαρμογή εκτελεστής πράξης. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης που όπως υποδηλώνει ο όρος η πράξη δεν είναι αφ' εαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης. (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας, 1929-1959, σελ. 240, Τσάτσος - Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 127 κ.επ., και Στασινόπουλος - Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 125). Χρήσιμη αναφορά για τη φύση και χαρακτήρα των πράξεων της Αρχής Λιμένων μπορεί να γίνει στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 882 καθώς και τα χαρακτηριστικά πράξεων εξουσίας.»
Βρίσκω ότι κάτω από τις περιστάσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης η διαγραφή της αιτήτριας δεν ήταν απλά πράξη παρεπόμενη της άρνησης του Πανεπιστημίου ν' αναστείλει την φοίτηση για δεύτερη φορά. Εξάλλου η πράξη αυτή από μόνη της δεν επέφερε ακόμη και με τη συλλογιστική του Πανεπιστημίου τη διαγραφή της αιτήτριας. Με τη δική τους λογική η διαγραφή επήλθε όταν η αιτήτρια δεν προσήλθε για εγγραφή. Επομένως μεταξύ της πράξης που το Πανεπιστήμιο θεωρεί σαν την εκτελεστή διοικητική πράξη και της διαγραφής μεσολάβησε η ενέργεια της αιτήτριας. Η άρνηση χορήγησης αναστολής δεν επέφερε αυτόματα τη διαγραφή της κατ' εφαρμογή της προηγούμενης εκτελεστής διοικητικής πράξης. Μετά την ενέργεια της αιτήτριας το Πανεπιστήμιο προχώρησε με βάση τα νέα δεδομένα στην απόφαση για τη διαγραφή της η οποία και δημιούργησε υποχρεώσεις και δικαιώματα διαφορετικά αυτών που δημιούργησε η απόφαση για μη αναστολή φοίτησης. Βρίσκω ότι πρόκειται για αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη στον ακυρωτικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και αυτό το μέρος της ένστασης απορρίπτεται.
(γ) Έλλειψη εννόμου συμφέροντος
Θα μεταφέρω αυτούσιο μέρος της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του πανεπιστημίου.
«Είναι, περαιτέρω, η θέση μας πως η πιο πάνω προσφυγή είναι απαράδεκτη και γιατί το συμφέρον το οποίο η αιτήτρια επιδιώκει να προστατεύσει δηλ. το συμφέρον της να παραμένει στο μητρώο των φοιτητών του Πανεπιστημίου, παρά την αποτυχία της σε υποχρεωτικό μάθημα και παρά την επιλογή της να μη εγγραφεί και να μη φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο, όπως της υποδείχθηκε αρμοδίως, δεν είναι έννομο. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις η παραμονή της αιτήτριας στο μητρώο των φοιτητών του πανεπιστημίου αντίκειται στο δίκαιο και δεν αναγνωρίζεται από αυτό. Καταχρηστικά δε η αιτήτρια επιδιώκει να άρει τα αποτελέσματα των ιδίων πράξεων της.
Υπενθυμίζουμε πως η διαγραφή της αιτήτριας από το μητρώο του Πανεπιστημίου επήλθε αυτόματα εφ' όσον η αιτήτρια δεν προσήλθε για να εγγραφεί και να φοιτήσει κατά το ακαδημαϊκό έτος 1999-2000.
...........................................................................................................
Το συμφέρον της αιτήτριας να παραμένει εγγεγραμμένη στο μητρώο των φοιτητών του Πανεπιστημίου, παρά το ότι αυτή δεν προσήλθε για εγγραφή ως όφειλε, μετά τη λήψη της αναστολής φοίτησης που της παραχωρήθηκε για το ακαδημαϊκό έτος 1998-99, δεν προβλέπεται από τους περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμους.»
Έχω την άποψη ότι με τον τρόπο που επιχειρηματολογούν οι συνήγοροι του Πανεπιστημίου θέτουν την άμαξα μπροστά από το άλογο. Το αν καλώς ή κακώς διαγράφηκε η αιτήτρια από το μητρώο του πανεπιστημίου είναι το ζητούμενο. Δεν μπορεί το δικαστήριο να αποφασίζει αυτό το ζήτημα εκ προοιμίου λέγοντας ότι η αιτήτρια ενήργησε παράνομα και άρα δεν έχει και ενεστώς έννομο συμφέρον.
Οι καθών η αίτηση στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους κυρίως στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη, «Το Έννομον Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως», (1998) σελ. 26-27. Αναφέρεται μεταξύ άλλων, (και πιστεύω ότι είναι σ' αυτό το απόσπασμα που στηρίζει τη θέση του το Πανεπιστήμιο) ότι:
«Το συμφέρον είναι έννομο, όταν δεν αντίκειται στο δίκαιο ή όταν αναγνωρίζεται από το δίκαιο. .............................................
Αντίθεση του συμφέροντος προς το δίκαιον υπάρχει:
...............όταν επιδιώκεται η άρση των ιδίων πράξεων του αιτούντος, εφόσον «Κατά γενικήν εις το δίκαιον κρατούσαν αρχήν ουδείς δύναται να στραφή κατά των ιδίων αυτού ενεργειών και πράξεων.»
Προφανώς με τα πιο πάνω γίνεται προσπάθεια να υποστηριχθεί η θέση ότι η διαγραφή της αιτήτριας ήταν το αποτέλεσμα των δικών της παράνομων ενεργειών. Φρονώ ότι υπάρχει παρερμηνεία των πιο πάνω τα οποία στηρίζονται σε απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα γεγονότα της οποίας παρατίθενται στο σχετικό σύγγραμμα και πόρρω απέχουν αυτών της παρούσας υπόθεσης. Επρόκειτο για τον ιδρυτή κοινωφελούς ιδρύματος ο οποίος με την ιδρυτική πράξη επέβαλε συγκεκριμένο όρο και στη συνέχεια προσέβαλε το Π.Δ., με το οποίο είχε εγκριθεί ο οργανισμός του ιδρύματος στον οποίο ο όρος περιλαμβανόταν. Στην υπό κρίση υπόθεση μετά τις όποιες ενέργειες της αιτήτριας μεσολαβεί η απόφαση του πανεπιστημίου και είναι αυτής της απόφασης που κρίνεται η νομιμότητα.
Δεν υπεισέρχομαι σε περαιτέρω συζήτηση των στοιχείων του εννόμου συμφέροντος αφού η συζήτηση περιορίστηκε σ' αυτό ειδικά το ζήτημα. Βρίσκω ότι η αιτήτρια έχει ενεστώς έννομον συμφέρον μέσα στην έννοια του άρθρ. 146 του Συντάγματος. Και αυτή επομένως η ένσταση απορρίπτεται.
(δ) Κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας
Βάθρο για τον υπό κρίση ισχυρισμό αποτελεί το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε πριν την παρούσα καταχωρίσει άλλες δύο προσφυγές που απέσυρε. Η πρώτη αφορούσε απόφαση του Πανεπιστημίου για απόρριψη αιτήματος για επαναληπτική εξέταση και η δεύτερη απόφαση για απόρριψη αιτήματος για δεύτερη αναστολή φοίτησης.
Φρονώ ότι δεν υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας. Οι δύο προσφυγές αφορούσαν αποφάσεις του Πανεπιστημίου άσχετες με την παρούσα, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι τα γεγονότα βρίσκονταν σε στενή σχέση και αλληλουχία. Δεν βρίσκω σκόπιμο να επεκταθώ περαιτέρω. Η ένσταση απορρίπτεται.
Η ουσία της προσφυγής
Έχοντας απορρίψει τις προδικαστικές ενστάσεις προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής. Βάση για την ακύρωση της επίδικης απόφασης αποτελεί ο ισχυρισμός ότι οι κανονισμοί πάνω στους οποίους στηρίχθηκε είναι εκτός των πλαισίων του εξουσιοδοτούντος νόμου (ultra vires).
Η επιχειρηματολογία των συνηγόρων της αιτήτριας είναι ως εξής.
Το άρθρ. 32 του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989, αρ. 144/89 (στο εξής ο Νόμος) στο βαθμό που αφορά την παρούσα υπόθεση προνοεί τ' ακόλουθα:
«32 (1) Αφού τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο μπορεί ύστερα από συνεννόηση με τη Σύγκλητο να εκδίδει κανονισμούς για ή αναφορικά με τη ρύθμιση οποιουδήποτε ζητήματος που αφορά την οργάνωση, διαχείριση και διοίκηση του Πανεπιστημίου και ειδικότερα, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των προηγουμένων, για ή αναφορικά με ............................................................................................................
(ζ) τις εξετάσεις ή την αξιολόγηση για υποτροφίες, βοηθήματα, βραβεία, πτυχία και διπλώματα και τη χορήγηση πτυχίων περιλαμβανομένων τιμητικών τίτλων και τη χορήγηση διπλωμάτων ή άλλων πιστοποιητικών
..............................................................................................................
(ιζ) τον καθορισμό ή τη ρύθμιση οποιουδήποτε ζητήματος ή θέματος που χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού ή ρύθμισης με βάση τον παρόντα Νόμο ή του οποίου ο καθορισμός ή ρύθμιση είναι αναγκαία για τους σκοπούς του παρόντα Νόμου.
(2) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Συμβούλιο μπορούν να προνοούν για την έκδοση κανόνων, είτε από το Συμβούλιο είτε, αφού τηρηθούν οι τυχόν από τους Κανονισμούς προβλεπόμενοι όροι, από τη Σύγκλητο ή άλλο πρόσωπο ή σώμα που καθορίζεται στους Κανονισμούς.
(3) Κανονισμοί που εκδίδονται από το Συμβούλιο θα εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και θα κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Αν μετά πάροδο εξήντα ημερών από την κατάθεση τους η Βουλή των Αντιπροσώπων με απόφαση της δεν τροποποιήσει ή ακυρώσει τους Κανονισμούς στο σύνολό τους ή μερικώς, τότε αυτοί αμέσως μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας δημοσιεύονται την επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας και τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση αυτή.»
Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου εξέδωσε «Κανόνες» για την «Αναστολή Φοίτησης» και για την «Διαγραφή Φοιτητών».
Οι εκδοθέντες «Κανόνες» παραβιάζουν τόσο το άρθρ. 82 του Συντάγματος όσο και τον Νόμο. Το άρθρ. 82 προβλέπει ότι οι Νόμοι τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση τους στην Επίσημη Εφημερίδα. Ανάλογη πρόνοια υπάρχει στο άρθρ. 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Οι κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η απόφαση του Πανεπιστημίου για διαγραφή της αιτήτριας εκδόθηκαν με βάση το άρθρ. 32 του σχετικού Νόμου και θα έπρεπε να είχαν δημοσιευθεί πράγμα που δεν έγινε. Η επίδικη απόφαση εφόσον στηρίζεται σε κανονισμούς που δεν τέθηκαν σε ισχύ είναι άκυρη.
Πιο συγκεκριμένα με βάση το άρθρ. 32 είναι απαραίτητο όπως εκδοθούν Κανονισμοί οι οποίοι να εξουσιοδοτούν την έκδοση Κανόνων οι οποίοι να ρυθμίζουν ζητήματα που στο άρθρο αυτό καθορίζονται. Τέτοιοι κανονισμοί ούτε εκδόθησαν ούτε και δημοσιεύθηκαν. Άρα οι Κανόνες εκδόθηκαν χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Πανεπιστήμιο στην ουσία δεν απαντά στις πιο πάνω θέσεις των συνηγόρων της αιτήτριας. Η ουσία των όσων ισχυρίζονται είναι ότι έπρεπε η αιτήτρια να υποδείξει ότι τα αιτήματα που έθεσε ήταν νόμιμα βασιζόμενα δηλαδή σε νομοθετικές διατάξεις. Εκπλήττομαι πραγματικά για τη θέση αυτή. Δεν μπορεί να είναι ευθύνη του διοικούμενου να οριοθετήσει το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι ενέργειες του κινούνται αλλά της διοίκησης να προκαθορίσει το νομικό πλαίσιο που να διαγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ιδίας κυρίως αλλά και του διοικούμενου.
Θα συμφωνήσω πλήρως με τις θέσεις των συνηγόρων της αιτήτριας. Δεν υπάρχουν με βάση το άρθρ. 32(1) του Νόμου Κανονισμοί τους οποίους το Συμβούλιο από μόνο του ή σε συνεννόηση με τη Σύγκλητο να έχει εκδώσει και με βάση τους οποίους να έχουν εκδοθεί Κανόνες.
Αν υποτεθεί ότι οι Κανόνες που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου στις 22/1/98 και 26/2/98 οι οποίοι προνοούν για ζητήματα διαγραφής φοιτητών είναι Κανονισμοί στην έννοια του άρθρ. 32(1) του Νόμου τότε με βάση το ίδιο το άρθρ. 32(3) του Νόμου θα έπρεπε να είχαν εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και να είχαν κατατεθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων και κατόπιν να είχαν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Τίποτε από τα πιο πάνω δεν έχει συμβεί. Επομένως υπάρχουν Κανόνες ή Κανονισμοί πάνω στη βάση των οποίων το Πανεπιστήμιο προχώρησε στη διαγραφή της αιτήτριας που παραβιάζουν τις πρόνοιες του άρθρ. 32 του Νόμου αλλά και του άρθρ. 82 του Συντάγματος. Το πανεπιστήμιο ενήργησε στη βάση ανύπαρκτων κανονισμών άρα χωρίς εξουσία και η απόφαση του είναι παράνομη και άκυρη. Αν χρειάζεται να παραπέμψω σε σχετικές αποφάσεις από την πληθώρα που υπάρχει κάμνω αναφορά στην υπόθεση Ploussiou v. Central Bank (1983) 3 C.L.R. 398.
H επίδικη απόφαση είναι παράνομη και άκυρη. Η προσφυγή επιτυγχάνει. Το Πανεπιστήμιο να πληρώσει τα έξοδα της αιτήτριας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.