ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 936
14 Οκτωβρίου, 2003
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΧΡΙΚΟΠΑΛ ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
4. ΥΠΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 531/2002)
Λατομεία ― Αίτηση για πολεοδομική άδεια λατομικής ανάπτυξης ― Απόρριψή της και έκδοση της άδειας στη συνέχεια κατά παρέκκλιση της δήλωσης πολιτικής, υπό όρους και για συγκεκριμένη χρονική περίοδο ― Περιστάσεις ακυρότητας της μη ανανέωσης της άδειας τελικά, λόγω παραβίασης της καλής πίστης εκ μέρους της διοίκησης και λόγω ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας.
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές Αρχές ― Αρχή της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου ― Ακύρωση πολεοδομικής απόφασης στην κριθείσα περίπτωση, λόγω παραβίασης των εν λόγω αρχών μεταξύ άλλων.
Οι αιτητές ζήτησαν την ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής προσφυγής τους κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να απορρίψει αίτημά τους για παράταση της ισχύος της πολεοδομικής άδειας για λατομική ανάπτυξη, που είχε προγενέστερα εκδοθεί υπέρ των αιτητών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η διοίκηση στην προκείμενη περίπτωση ενήργησε έξω από την αρχή της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης που ο διοικούμενος δικαιούται να έχει προς αυτή. Είναι γεγονός ότι η χορηγηθείσα αρχικά πολεοδομική άδεια ήταν διάρκειας μόνο 2 ετών. Όμως στην χορηγηθείσα άδεια υπήρχε όρος, ο οποίος δημιουργούσε στους αιτητές την εύλογη προσδοκία ότι η ισχύς της άδειας θα μπορούσε να παραταθεί. Ο τεθείς μάλιστα όρος διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αφήνεται να νοηθεί ότι θα ήταν δυνατή η ανανέωση ισχύος της άδειας, εφόσον υπήρχαν δύο προϋποθέσεις: (α) μη τροποποίηση των υφιστάμενων συνθηκών και (β) μη παραβίαση των άλλων όρων της άδειας.
Η διοίκηση δεν απέρριψε την ανανέωση της άδειας για οποιοδήποτε από τους δύο λόγους που καθόρισε βάσει των οποίων δεν θα προχωρούσε σε ανανέωση αλλά ακριβώς για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απέρριψε την αρχική αίτηση.
Το Δικαστήριο θα ήθελε να τονίσει ότι η παραχώρηση της αρχικής άδειας δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων μεταξύ διοίκησης και διοικούμενου. Η απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτό το γεγονός. Η εμπιστοσύνη των αιτητών προς την καθ' ης η αίτηση ήταν δικαιολογημένη με βάση τα όσα προηγήθηκαν και μπορούσαν λογικά να αναμένουν ανάλογη μεταχείριση. Δεν μπορούσε η διοίκηση να προβάλλει τους ίδιους ακριβώς λόγους που είχαν ήδη δοθεί πριν τη δημιουργία αυτής της νέας κατάστασης.
2. Υπ' αυτή την έννοια η επίδικη πράξη πάσχει και γιατί λήφθηκε χωρίς να γίνει η δέουσα έρευνα και χωρίς να δοθεί ικανοποιητική δικαιολογία. Η πολεοδομική αρχή πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης είχε ζητήσει στοιχεία από τους αιτητές, τα οποία και δόθηκαν και είχαν σχέση με αλλαγές που δυνατόν να επήλθαν μετά την χορήγηση της άδειας. Αυτά τα στοιχεία δεν φαίνεται να μελετήθηκαν ούτε να λήφθηκαν υπόψη πριν την απόρριψη της αίτησης.
Η ανεπαρκής ή παντελής έλλειψη αιτιολόγησης μιας απόφασης, σε συνδυασμό μάλιστα με την απουσία έρευνας των στοιχείων της υπόθεσης, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ιερόπουλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3913,
Droushiotis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546,
Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25,
Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474.
Προσφυγή.
Η. Δημοσθένους, για την Αιτήτρια.
Χρ. Ιωσηφίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,για τους Καθ' ών η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Οι αιτητές υπέβαλαν το 1994 αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για λατομική ανάπτυξη ήτοι εξόρυξη διαβασικού πετρώματος σε αριθμό τεμαχίων γης στο χωριό Αγ. Παύλος της επαρχίας Λεμεσού. Η πολεοδομική αρχή αρνήθηκε τη χορήγηση τέτοιας άδειας. Σαν λόγοι της απόφασης αυτής δόθηκαν οι πιο κάτω:
(1) Η προτεινόμενη ανάπτυξη ήταν εκτός των καθορισμένων περιοχών της Δήλωσης Πολιτικής και ούτε πληρούσε τις προϋποθέσεις της Δήλωσης Πολιτικής γι' ανάπτυξη εκτός Λατομικών Ζωνών και εντός Περιοχής Εξαιρετικής Φυσικής Ομορφιάς.
(2) Η ανάπτυξη ήταν ορατή από κύριο δρόμο.
(3) Θα επηρέαζε ουσιωδώς το φυσικό περιβάλλον.
(4) Δεν διέθετε κατάλληλη δημόσια προσπέλαση.
(5) Δεν υπογράφετο από τους ιδιοκτήτες των επηρεαζομένων τεμαχίων.
�
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης έγινε ιεραρχική προσφυγή και αίτηση για παραχώρηση άδειας κατά παρέκκλιση της Δήλωσης Πολιτικής. Στις 12/3/96 αρμόδια Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την προσφυγή αλλ' ενέκρινε την έκδοση άδειας με όρους. Η πολεοδομική αρχή κατόπιν τούτου χορήγησε άδεια διάρκειας 2 ετών από την έκδοση του προνομίου από την αρμόδια αρχή.
Στις 20/1/98 με βάση τη χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στο όνομα του Λουκά Νικηφόρου το προνόμιο λατομείου το οποίο και κατόπιν αίτησης μεταβιβάστηκε στους αιτητές. Το εν λόγω προνόμιο έληγε στις 19/1/00. Είναι η θέση των αιτητών η οποία και δεν αμφισβητείται από τους καθών η αίτηση ότι πριν την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και του προνομίου αυτοί είχαν συμμορφωθεί με τους όρους που τους είχαν τεθεί.
Να σημειωθεί επίσης σ' αυτό το σημείο ότι μεταξύ των όρων που η Πολεοδομική Αρχή είχε τάξει για τη χορήγηση άδειας ήταν και ο εξής:
«Δε θα παραταθεί η ισχύς της Πολεοδομικής άδειας αν οι υφιστάμενες συνθήκες τροποποιηθούν ή αν οι αιτητές παραβούν οποιοδήποτε από τους πιο πάνω όρους.»
Στις 16/9/99 οι αιτητές έκαμαν αίτηση για παράταση ισχύος της πολεοδομικής άδειας αλλά η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση. Οι λόγοι άρνησης είναι σχεδόν ταυτόσημοι με αυτούς που δόθηκαν για την απόρριψη της πρώτης αίτησης για πολεοδομική άδεια και παρατέθηκαν πιο πάνω, πλην του τελευταίου.
Να σημειωθεί ότι πριν την απόρριψη της αίτησης η πολεοδομική αρχή είχε ζητήσει από τους αιτητές τ' ακόλουθα πρόσθετα στοιχεία:
(α) Δήλωση-βεβαίωση για μη ύπαρξη αλλαγής στην περιοχή.
(β) Χωρομετρικά σχέδια των ορίων του προνομίου.
(γ) Αντίγραφα τίτλων ιδιοκτησίας των τεμαχίων των ευρισκομένων εντός του προνομίου.
�
Οι αιτητές συμμορφώθηκαν με τα πιο πάνω. Αναφέρεται συναφώς ότι είναι ισχυρισμός των αιτητών που δεν αντικρούεται από την άλλη πλευρά ότι αγόρασαν τα τεμάχια γης που βρίσκονται εντός του προνομίου.
Υποβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών ιεραρχική προσφυγή. Το Υπουργείο Εσωτερικών αφού έλαβε τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής και του Επάρχου Λεμεσού ετοίμασε σημείωμα προς την αρμόδια Υπουργική Επιτροπή. Η τελευταία εξέτασε την υπόθεση στις 15/3/02 και με απόφαση ίδιας ημερομηνίας απέρριψε την προσφυγή η οποία και γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 9/4/02.
Οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή προσβάλλουν την απόφαση για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής ημερ. 15/3/02 σαν άκυρη, παράνομη, αδικαιολόγητη, αβάσιμη και στερούμενη εννόμου αποτελέσματος.
Οι αιτητές με την αγόρευση τους στο Δικαστήριο προωθούν τα πιο κάτω νομικά επιχειρήματα για ακύρωση της επίδικης απόφασης.
(α) Από τη στιγμή που τα δεδομένα βάση των οποίων εκδόθηκε η πολεοδομική άδεια δεν έχουν αλλάξει η διοίκηση παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης πάνω στην οποία εδράζονται οι σχέσεις της με τον διοικούμενο, επικαλούμενη τους ίδιους λόγους για απόρριψη της αίτησης τους οποίους είχε επικαλεσθεί και για την αρχική απόρριψη της πολεοδομικής άδειας.
(β) Δεν υπήρξε η δέουσα έρευνα και δεν υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση της απόφασης από τη στιγμή που δεν λήφθηκαν από την Υπουργική Επιτροπή οι απόψεις διαφόρων υπηρεσιών που είχαν γραπτώς τεθεί ενώπιον της.
Οι καθών η αίτηση απαντούν στα πιο πάνω ως εξής:
Δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της καλής πίστης αφής στιγμής οι αιτητές γνώριζαν ότι η αρχική πολεοδομική άδεια εκδόθηκε για περιορισμένο χρόνο και υπό όρους και μάλιστα κατά παρέκκλιση της Δήλωσης Πολιτικής. Τίποτε δεν επέβαλλε όπως η κατά παρέκκλιση εκδοθείσα άδεια συνεχίσει να βρίσκεται σε ισχύ.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για την παράλειψη να ληφθούν υπόψη οι απόψεις διαφόρων τμημάτων που σχετίζονται με τον ισχυρισμό για ελλειπή έρευνα και αξιολόγηση απαντά ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υπεισέλθει σε τεχνικά θέματα, τα οποία η διοίκηση είναι πλέον αρμόδια να εξετάσει.
Αναφορικά με το θέμα της καλής πίστης παραπέμπω στο σύγγραμμα του Π. Δ. Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, (1992) στις σελ. 175-177 αναφέρονται τα εξής:
«Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.
...........................................................................................................
Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη: Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. ..........................................................
Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντι της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. Συγκεκριμένα, κακόπιστη είναι η συμπεριφορά της διοικήσεως, όταν αίρει εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση κίνητρα που πρόβλεψε ο νόμος για να προσελκύσει ορισμένη συμπεριφορά του ιδιώτη (συχνά στη νομοθεσία επενδύσεων ή εισαγωγής ξένου συναλλάγματος). Ή όταν αντίκειται σε υποσχέσεις ή «δεσμευτικές» ή «επίσημες» πληροφορίες των αρμόδιων αρχών ή πληροφορίες, την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος (αν και όχι απλές πληροφορίες χωρίς δέσμευση).
Τα ανωτέρω ισχύουν όμως μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει την διοίκηση από την υποχρέωση της να εφαρμόσει τον νόμο, αν και μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του κράτους προς αποζημίωση.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται (αν και όχι σταθερά) ότι δεν είναι καλόπιστη και επομένως δεν συγχωρείται η ανατροπή μιας παράνομης πραγματικής καταστάσεως, που έγινε ανεκτή επί πολύ χρόνο, εκτός εάν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως ή αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη.»
Πλείστα από τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν μεταξύ άλλων στις υποθέσεις Ιερόπουλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3913, Droushiotis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25.
Έχω την άποψη ότι η διοίκηση στην προκείμενη περίπτωση ενήργησε έξω από την αρχή της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης που ο διοικούμενος δικαιούται να έχει προς αυτή. Είναι γεγονός ότι η χορηγηθείσα αρχικά πολεοδομική άδεια ήταν διάρκειας μόνο 2 ετών. Όμως στην χορηγηθείσα άδεια υπήρχε όρος ο οποίος δημιουργούσε στους αιτητές την εύλογη προσδοκία ότι η ισχύς της άδειας θα μπορούσε να παραταθεί. Ο τεθείς μάλιστα όρος διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνεται να νοηθεί ότι θα ήταν δυνατή η ανανέωση ισχύος της άδειας εφόσον υπήρχαν δύο προϋποθέσεις: (α) μη τροποποίηση των υφιστάμενων συνθηκών και (β) μη παραβίαση των άλλων όρων της άδειας.
Οι αιτητές επομένως μπορούσαν να αναμένουν ότι εφόσον υπήρχαν οι πιο πάνω προϋποθέσεις λογικά θα ανανεώνετο και η ισχύς της άδειας τους. Στηριζόμενοι στα πιο πάνω προχώρησαν σε πλήρη συμμόρφωση με τους όρους αδείας όπως βεβαίως είχαν και υποχρέωση, αλλά και στη δημιουργία δαπανών. Δεν αντικρούεται από την καθής η αίτηση ο ισχυρισμός ότι αγοράσθηκαν από τους αιτητές τα επηρεαζόμενα από το προνόμιο κτήματα. Φαίνεται μάλιστα ότι το ζήτημα της ιδιοκτησίας των κτημάτων είχε σημασία γιαυτό και μεταξύ των λόγων απόρριψης της πρώτης αίτησης το 1994 ήταν η έλλειψη υπογραφής, δηλαδή, συγκατάθεσης από τους ιδιοκτήτες των επηρεαζομένων κτημάτων. Μετά τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας οι αιτητές έσπευσαν να λύσουν το πρόβλημα τούτο με την αγορά των κτημάτων. Η Πολεοδομική Αρχή φαίνεται να γνώριζε τούτο γιαυτό και στους λόγους απόρριψης της αίτησης για ανανέωση δεν επικαλούνται αυτόν το λόγο. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η διοίκηση δεν απέρριψε την ανανέωση της άδειας για οποιοδήποτε από τους δύο λόγους που καθόρισε βάσει των οποίων δεν θα προχωρούσε σε ανανέωση αλλά ακριβώς για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απέρριψε την αρχική αίτηση.
Το Δικαστήριο θα ήθελε να τονίσει ότι η παραχώρηση της αρχικής άδειας δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων μεταξύ διοίκησης και διοικούμενου. Η απόρριψη της αίτησης για ανανέωση της άδειας δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς να ληφθεί υπόψη αυτό το γεγονός. Η εμπιστοσύνη των αιτητών προς την καθής η αίτηση ήταν δικαιολογημένη με βάση τα όσα προηγήθηκαν και μπορούσαν λογικά να αναμένουν ανάλογη μεταχείριση. Δεν μπορούσε η διοίκηση να προβάλλει τους ίδιους ακριβώς λόγους που είχαν ήδη δοθεί πριν τη δημιουργία αυτής της νέας κατάστασης.
Υπ' αυτή την έννοια η επίδικη πράξη πάσχει και γιατί λήφθηκε χωρίς να γίνει η δέουσα έρευνα και χωρίς να δοθεί ικανοποιητική δικαιολογία. Υπενθυμίζεται εδώ συναφώς ότι η πολεοδομική αρχή πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης είχε ζητήσει στοιχεία από τους αιτητές τα οποία και δόθηκαν και είχαν σχέση με αλλαγές που δυνατόν να επήλθαν μετά την χορήγηση της άδειας. Αυτά τα στοιχεία δεν φαίνεται να μελετήθηκαν ούτε να λήφθηκαν υπόψη πριν την απόρριψη της αίτησης.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της εξ Υπουργών Επιτροπής η οποία εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή. Την απέρριψε «για τους ίδιους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση από την Πολεοδομική Αρχή». Δεν προέβηκε σε περαιτέρω έρευνα. Η αιτιολογία της απόφασης της είναι αυτή της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, την οποία φαίνεται ότι και υιοθετεί. Χρειάζεται επομένως να εξετασθεί η απόφαση της τελευταίας. Το δικαστήριο δε θ' ασχοληθεί με το σύνολο της αλλά θα εξετάσει δειγματοληπτικά κάποια σημεία της. Όταν για πρώτη φορά απορρίφθηκε η πολεοδομική άδεια το 1994 ένας των λόγων που δόθηκαν ήταν ότι «η ανάπτυξη δε διαθέτει κατάλληλη, ικανοποιητική, άνετη και ασφαλή δημόσια προσπέλαση ...............» Όταν τελικά στις 31/7/96 χορηγήθηκε πολεοδομική άδεια ένας των όρων ήταν όπως: «η πρόσβαση προς το χώρο του λατομείου από τον κύριο δρόμο .........να διατηρείται σε καλή κατάσταση και τμήμα της μήκους 100 m από τη συμβολή της με τον πιο πάνω κύριο δρόμο να ασφαλτοστρωθεί». Με την απορριπτική απόφαση της 30/11/00 δίδεται σαν ένας των λόγων απόρριψης το γεγονός ότι «η ανάπτυξη δεν διαθέτει κατάλληλη και ικανοποιητική δημόσια προσπέλαση ......................». Είναι στην ουσία ο ίδιος λόγος που δόθηκε το 1994. Δεν εξετάσθηκε και δεν σχολιάσθηκε αν υπήρξε συμμόρφωση με τον όρο που τέθηκε. Στην περίπτωση που υπήρξε συμμόρφωση πως εξακολουθούσε η κατάσταση να ήταν η ίδια αφού υπήρχε νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε με απαίτηση της διοίκησης. Η έλλειψη αιτιολογίας και έρευνας είναι προφανής.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Δαγτόγλου (ανωτέρω), σελ. 284:
«Η γενική δικαστική προστασία εξάλλου επιβάλλει αιτιολόγηση των δυσμενών ατομικών διοικητικών πράξεων, ώστε ο δικανικός έλεγχος να είναι δυνατός, ευχερής και αποδοτικός....................................................................................................
Η υποχρέωση της διοικήσεως να αιτιολογεί τις πράξεις της, βοηθά τέλος και τον αυτοέλεγχο της διοικήσεως.»
Η ανεπαρκής ή παντελής έλλειψη αιτιολόγησης μιας απόφασης σε συνδυασμό μάλιστα με την απουσία έρευνας των στοιχείων της υπόθεσης αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης για τους λόγους που εξηγούνται και στα πιο πάνω αποσπάσματα. (Βλ. μεταξύ άλλων, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474).
Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Η καθής η αίτηση να πληρώσει τα έξοδα όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.