ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 890
30 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΟΣ ΠΙΠΕΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 402/2002)
Έννομο Συμφέρον ― Αποδοχή διοικητικής πράξης, στερεί το έννομο συμφέρον προσβολής της ― Απαιτείται όπως η αποδοχή είναι ελεύθερη και ανεπιφύλαχτη.
Πολεοδομία ― Πολεοδομική αίτηση για άδεια ανέγερσης κατοικίας ― Απόρριψή της, βάσει απόψεων «Τεχνικής Επιτροπής Αξιολόγησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα» ― Λόγω της παρανομίας στη συγκρότηση και έρευνα της Επιτροπής, η τελική απόφαση ακυρώθηκε.
Ο περί Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμος του 2001 (Ν. 57(1)/2001) ― Άρθρο 5(1) ― Σύνθεση και Αρμοδιότητες Επιτροπής ― Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η ανέγερση κατοικιών (Άρθρο 3(1)) ― Εν προκειμένω παράνομη η συγκρότηση της Επιτροπής, καθώς και έλλειψη νόμιμης συγκρότησης της Τεχνικής Επιτροπής για υποβολή εισήγησης μετά από έρευνα (Άρθρο 6(2)).
Πολεοδομία ― Απόρριψη αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας ανέγερσης κατοικίας ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Στοιχειοθετήθηκε, εφόσον η απόφαση εκδόθηκε (κατά παραδοχή των καθ' ων η αίτηση), πριν την συμπλήρωση της έρευνας.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης της αίτησής του για χορήγηση πολεοδομικής άδειας.
�Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
�1. Έχει νομολογηθεί ότι η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης αφαιρεί από τον προσφεύγοντα το έννομο συμφέρον, δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, για άσκηση προσφυγής. Στην παρούσα υπόθεση κάθε άλλο παρά ανεπιφύλακτη ήταν η αποδοχή της πράξης από τον αιτητή. Έπεται πως δεν στερείται εννόμου συμφέροντος.
2. Η Επιτροπή που έχει ιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 5(1) του Νόμου 57(Ι)/01, ονομάζεται «Επιτροπή Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων».
Η Επιτροπή η οποία εξέτασε την επίδικη αίτηση ονομάζεται «Τεχνική Επιτροπή Αξιολόγησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα».
Ο Νόμος 57(Ι)/2001 δεν περιλαμβάνει πρόνοια για ίδρυση τέτοιας Τεχνικής Επιτροπής.
Εξέταση των συνθέσεων των δύο Επιτροπών - της Επιτροπής που έχει ιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 5(1) και της Τεχνικής Επιτροπής που έχει εξετάσει την επίδικη αίτηση - αποκαλύπτει ότι η σύνθεση της Τεχνικής Επιτροπής δεν είναι η ίδια με εκείνη που προβλέπεται από το Άρθρο 5(1) του Νόμου 55(Ι)/2001. Επομένως, έστω και αν ήθελε λεχθεί ότι η ως άνω Τεχνική Επιτροπή, η οποία εξέτασε την επίδικη αίτηση, είναι η Επιτροπή που έχει ιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 5(1) του Νόμου, η σύνθεσή της δεν ήταν εκείνη που προβλέπεται από το Άρθρο 5(1) του Νόμου. Έχει, επομένως ενεργήσει με παράνομη σύνθεση και κατά συνέπεια χωρίς αρμοδιότητα.
Πρόσθετα αν πρόκειται για την Τεχνική Επιτροπή που προβλέπεται από το Άρθρο 6(2) του Νόμου, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να αναφέρεται στον ορισμό της, τη σύνθεσή της και τους όρους εντολής της. Επομένως δεν έχει συσταθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 6(2) του Νόμου και έχει και αυτή ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα.
Εκτός από την παράνομη σύνθεση, η οποία επιφέρει έλλειψη αρμοδιότητας, υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή ή η Τεχνική Επιτροπή έχουν ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής προβλέπονται από το Άρθρο 5(2) του Νόμου.
Το Άρθρο 9 του Νόμου καθορίζει τα έργα για τα οποία είναι απαραίτητη η υποβολή Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, από το πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για πολεοδομική άδεια.
Το Άρθρο 12 προβλέπει για το περιεχόμενο της «Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον».
Σχετικό είναι το Άρθρο 13(1) (2) του Νόμου, το οποίο προβλέπει για τη διαδικασία εξέτασης της «Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον».
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την υποβολή Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον ή Προκαταρκτική Έκθεση από τον αιτητή και την παράδοσή τους στην Περιβαλλοντική Αρχή.
Ούτε και έχει τεθεί οτιδήποτε σε σχέση με αίτημα της Περιβαλλοντικής Αρχής, δυνάμει του Άρθρου 5(2) (γ) του Νόμου. Στην απουσία οποιασδήποτε Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, Προκαταρκτικής Έκθεσης ή αιτήματος δυνάμει του Άρθρου 5(2)(γ) η Επιτροπή, που έχει ιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 5(1) του Νόμου, δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα. Το ίδιο ισχύει και για την Τεχνική Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες της καθορίζονται από το Άρθρο 6(2) του Νόμου και, η Τεχνική Επιτροπή ενεργοποιείται μόνο οσάκις καλείται από την Επιτροπή «για να μελετά εξειδικευμένα περιβαλλοντικά θέματα που εγείρονται κατά την εξέταση οποιασδήποτε Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον». Στην απουσία της Μελέτης Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, η Τεχνική Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα δυνάμει του Νόμου.
Ασχέτως λοιπόν με την απουσία οποιουδήποτε υλικού που σχετίζεται με τη σύνθεση της Τεχνικής Επιτροπής και τους όρους εντολής της, η Τεχνική Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα.
Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση οι απόψεις της Τεχνικής Επιτροπής «λήφθηκαν υπόψη ως ουσιώδεις παράγοντες για τους οποίους η ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί».
Η «ακύρωση της πράξεως μπορεί να βασισθεί στην αναρμοδιότητα όχι μόνο του οργάνου που την εξέδωσε, αλλά και των οργάνων των οποίων η κατά τον νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως».
Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω κακής σύνθεσης του γνωμοδοτικού οργάνου - η οποία οδηγεί σε αναρμοδιότητα - και λόγω αναρμοδιότητας του ιδίου οργάνου.
3. Υπεβλήθη εκ μέρους του αιτητή με αναφορά στο Άρθρο 3(1) του Νόμου 57(Ι)/2001 ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στα έργα που εμπίπτουν στο Παράρτημα Ι ή το Παράρτημα ΙΙ του Νόμου. Η ανέγερση κατοικιών δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε κατηγορία έργων που αναφέρεται σ' αυτά τα Παραρτήματα και επομένως δεν εδικαιολογείτο η διεξαγωγή περιβαλλοντικής μελέτης σε σχέση με την αιτούμενη ανάπτυξη, όπως είχε συστήσει το Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Πράγματι η ανέγερση κατοικιών δεν περιλαμβάνεται στα πιο πάνω Παραρτήματα. Επομένως η ενεργοποίηση της Τεχνικής Επιτροπής, η οποία αποτελεί όργανο που λειτουργεί δυνάμει του Νόμου 57(Ι)/2001 έχει λάβει χώραν υπό το κράτος νομικής πλάνης ότι τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος 57(Ι)/2001.
Οι καθ' ων η αίτηση πεπλανημένα έχουν θεωρήσει ότι οι απόψεις της Τεχνικής Επιτροπής αποτελούσαν «ουσιώδεις παράγοντες». Αντίθετα αποτελούσαν μη ουσιώδεις και άσχετους παράγοντες. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και λόγω πλάνης περί το Νόμο. Περαιτέρω η λήψη υπόψη άσχετων παραγόντων οδηγεί, επίσης, στην ακύρωση της πράξεως.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και γιατί είναι το προϊόν μη δέουσας και/ή ανεπαρκούς έρευνας και το προϊόν απόφασης που λήφθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Ενώ η Διοίκηση είχε εγκαινιάσει διαδικασία απαλλοτρίωσης του επίδικου κτήματος και είχε αρχίσει τη σχετική έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή του επίδικου κτήματος ήταν εφικτή και είχε ζητήσει επί του προκειμένου τις απόψεις των αρμοδίων κυβερνητικών οργάνων, στο τέλος παραδέχθηκε ότι κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας. Πρόκειται επομένως για κλασσική περίπτωση λήψεως απόφασης, χωρίς τη δέουσα έρευνα. Έχει νομολογηθεί ότι παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται, επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 4 (Α) Α.Α.Δ. 276,
Tzavellas a.o. v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490,
Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703,
Frangides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90,
Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245,
Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101,
HadjiPaschali ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 101,
Zinieris (No.1) ν. Republic (1975) 3 C.L.R. 224,
Economou ν. Republic (1970) 3 C.L.R. 420,
Paphitis ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 300,
Ioannides ν. Republic (1972) 3 C.L.R. 318,
Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,
Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Β) Α.Α.Δ. 1314,
Tryfon v. Republic (1968) 3 C. L.R. 28,
Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341,
Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341,
Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519.
Προσφυγή.
Μ. Σπανού, για τον Αιτητή.
Χρ. Ιωσηφίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης κτήματος υπ' αρ. εγγραφής 3036, τεμάχιο 1686 (το επίδικο τεμάχιο) στην Κακοπετριά. Την 7.11.96 υπέβαλε αίτηση για πολεοδομική άδεια με σκοπό την ανέγερση ενός κέντρου αναψυχής και μιας κατοικίας στο επίδικο τεμάχιο. Η αίτηση του απορρίφθηκε στις 28.5.1997. Ακολούθως ο αιτητής, στις 6.8.97 υπέβαλε νέα αίτηση για πολεοδομική άδεια για ανέγερση δύο κατοικιών, αντί ενός κέντρου αναψυχής και μιας κατοικίας. Οι καθ' ων η αίτηση, αφού εξέτασαν τη νέα αίτηση την απέρριψαν στις 23.2.98. Η αίτηση εξετάστηκε με βάση το καθεστώς της Ζώνης «Ζ1» που ίσχυε κατά το χρόνο της έκδοσης της απόφασης - στις 23.2.98 - και όχι της Ζώνης «Η1» που ίσχυε κατά το χρόνο της υποβολής της νέας αίτησης - στις 6.8.97. Ο αποφασιστικός λόγος για τον οποίο δεν παραχωρήθηκε η άδεια ήταν ότι «η κάλυψη και ο συντελεστής δόμησης της προτεινόμενης οικοδομής ανέρχονται στο 0.70:1 και 114:1 αντίστοιχα αντί να μην υπερβαίνουν το 0.06:1 δεδομένου ότι το τεμάχιο από τις 14.8.97 εμπίπτει στη ζώνη Ζ1 (προηγούμενη ζώνη Η1) κατά παράβαση των προνοιών της παραγ. 2(δ) της Πολιτικής 9(Γ) (β) της Δήλωσης Πολιτικής».
Ο αιτητής άσκησε την Προσφυγή 398/98 εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 19.3.99 (βλ. Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Α) Α.Α.Δ. 276) ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Έκρινε ότι δοθέντος ότι υπήρξε ανεπίτρεπτη καθυστέρηση των καθ' ων η αίτηση να επιληφθούν του πρώτου αιτήματος του αιτητή «είναι φανερό ότι το νομικό καθεστώς με βάση το οποίο θα έπρεπε να εξεταστεί το επακόλουθο δεύτερο αίτημα ήταν εκείνο που ίσχυε πριν τις 14.8.97 δηλαδή η προηγούμενη Ζώνη «Η1» και όχι η Ζώνη «Ζ1». Επομένως οι καθ' ων η αίτηση ενήργησαν κατά ουσιώδη πλάνη περί τον εφαρμοστέο νόμο.
Σημειώνεται ότι βάσει του Καν. 5(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90) οι καθ' ων η αίτηση είχαν υποχρέωση να απαντήσουν στο πρώτο αίτημα του αιτητή «μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από της υποβολής του ή μέσα σε μεγαλύτερη προθεσμία που τυχόν θα συμφωνείτο γραπτώς».
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης η Πολεοδομική Αρχή εγκαινίασε διαδικασία επανεξέτασης της αίτησης του αιτητή για πολεοδομική άδεια. Αρχικά ζήτησε τις απόψεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων δεδομένου ότι το επίδικο τεμάχιο βρίσκεται στην ελεγχόμενη περιοχή Κακοπετριάς σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, Κεφ. 31. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων απάντησε με επιστολή του ημερ. 30.9.99. Πληροφόρησε την Πολεοδομική Αρχή ότι «δεν εγκρίνει την υποβληθείσα μελέτη» γιατί, ανάμεσα σ' άλλα, αυτή παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα συνοχής και συνέπειας στην αρχιτεκτονική έκφραση και γιατί το όλο σύνολο δεν εντάσσεται ούτε ως προς τη μορφή ούτε ως προς το ύψος στον παραδοσιακό χαρακτήρα της ελεγχόμενης περιοχής. Ταυτόχρονα το Τμήμα Αρχαιοτήτων διαπίστωσε ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη στο επίδικο τεμάχιο που βρίσκεται μέσα στην κοίτη του ποταμού θα έχει σοβαρές συνέπειες στο περιβάλλον που είναι ιδιαίτερα αξιόλογο. Για το λόγο αυτό συνέστησε όπως «ζητηθούν απόψεις από την Υπηρεσία Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων».
Η αίτηση του αιτητή για πολεοδομική άδεια εξετάστηκε και από τη «Συμβουλευτική Επιτροπή Αρχιτεκτονικού Ελέγχου» στη συνεδρία της ημερ. 7.9.99. Παραθέτω το σχετικό μέρος των πρακτικών της συνεδρίας εκείνης:
«.... η Επιτροπή εξέφρασε την ανησυχία της για το γεγονός ότι η προτεινόμενη ανάπτυξη θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον αλλά επίσης θα αποκόψει τη θέα του ποταμού από το δρόμο κλείνοντας το μοναδικό ελεύθερο χώρο από την πλευρά αυτή. Ως θέμα αρχής, η Επιτροπή εισηγείται τη διατήρηση του φυσικού χώρου και προτείνει να γίνουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Το Τμήμα Αρχαιοτήτων προτρέπεται να εισηγηθεί στην Κοινοτική Αρχή και στην Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας τη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος με απαλλοτρίωση του τεμαχίου 1686 και των εφαπτόμενων με αυτό μικρότερων τεμαχίων.»
Όσον αφορά την αρχιτεκτονική μελέτη που υποβλήθηκε, η Επιτροπή αφού εξέτασε τα σχέδια έκρινε ότι η μελέτη δεν μπορεί να εγκριθεί γιατί, ανάμεσα σ' άλλα, παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα συνοχής και συνέπειας τόσο στην αρχιτεκτονική έκφραση όσο και στη χρήση υλικών.
Το περιεχόμενο του πιο πάνω πρακτικού τέθηκε υπόψη του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως από το Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων (βλ. επιστολή ημερ. 30.9.99). Στις 17.1.2000 ζητήθηκαν οι απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας, του Διευθυντή Τμήματος Δημοσίων Έργων και εκ νέου του Τμήματος Αρχαιοτήτων σχετικά με την πιο πάνω δεύτερη παράγραφο των πρακτικών της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου που έγινε στις 7.9.99 και η οποία αφορούσε εισήγηση για απαλλοτρίωση του τεμαχίου 1686 καθώς και εφαπτόμενων γειτονικών τεμαχίων.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων πληροφόρησε την Πολεοδομική Αρχή ότι το θέμα δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Τμήματος του.
Ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων απάντησε ότι «συμμερίζεται απόλυτα την ανησυχία της Επιτροπής Αρχιτεκτονικού Ελέγχου για τις επιπτώσεις που η αιτούμενη ανάπτυξη θα έχει στο περιβάλλον του ποταμού και για το λόγο αυτό ζήτησε τη διεξαγωγή προκαταρκτικής περιβαλλοντικής μελέτης» (βλ. επιστολή ημερ. 16.3.2000).
Η αίτηση εξετάστηκε και από την Τεχνική Επιτροπή Αξιολόγησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα στη συνεδρία της ημερ. 19.5.2000. Παραθέτω τα πρακτικά της συνεδρίας:
«Μετά από συζήτηση, η Επιτροπή έκρινε ότι, η ανέγερση κατοικιών στο συγκεκριμένο χώρο δεν ενδείκνυται από περιβαλλοντικής άποψης, λόγω της ύπαρξης της συμβολής δυο παραποτάμων και των αναπόφευκτων περιβαλλοντικών προβλημάτων που θα δημιουργηθούν κατά την κατασκευή των κατοικιών. Προβλήματα, επίσης, διαπιστώθηκε ότι θα δημιουργηθούν για τη διασφάλιση της εισόδου και εξόδου οχημάτων από τις οικίες, αφού αυτό θα γίνεται μέσα από το γεφύρι, ενώ ανησυχίες εκφράστηκαν για θέματα δημόσιας υγείας και ρύπανσης του ποταμού, στην περίπτωση που ανεγερθούν οικίες σε χώρο που, ουσιαστικά, βρίσκεται μέσα σε κοίτη ποταμού. Επίσης, ο χώρος έχει σημαντική περιβαλλοντική αξία και ανοικτή θέα κατά μήκος της κοίτης, η οποία αναπόφευκτα, στην περίπτωση ανέγερσης του έργου, θα διακοπεί.
Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση για αλλαγή των ζωνών της συγκεκριμένης περιοχής και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε σκόπιμη η αλλαγή αυτή, τα κυκλοφοριακά προβλήματα που θα δημιουργηθούν, την αναπόφευκτη επέμβαση στην κοίτη ποταμού και τις ανησυχίες για ρύπανση, αποφάσισε ότι, για περιβαλλοντικούς λόγους, δεν ενδείκνυται η παραχώρηση της σχετικής άδειας και ότι κρίνεται σκόπιμο όπως η Δημοκρατία προχωρήσει στην απόκτηση με ανταλλαγή ή αποζημίωση, ή με απαλλοτρίωση, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η προστασία του χώρου.»
Ο Έπαρχος Λευκωσίας απάντησε ότι δεν είχε αρμοδιότητα για την απαλλοτρίωση του συγκεκριμένου χώρου λόγω του ότι η απαλλοτρίωση αφορά περιβαλλοντικούς σκοπούς και εισηγείτο όπως ο χώρος απαλλοτριωθεί από το Κοινοτικό Συμβούλιο Κακοπετριάς ή από το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος (βλ. επιστολές του ημερ. 5.9.2000 και 5.10.2000).
Σε σχέση με το θέμα της απαλλοτρίωσης ζητήθηκαν και οι απόψεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Κακοπετριάς. Το τελευταίο δήλωσε ότι λόγω οικονομικών δυσκολιών δεν μπορούσε να προβεί στην απαλλοτρίωση (βλ. επιστολή του ημερ. 13.11.2000).
Η Πολεοδομική Αρχή διερεύνησε και κατά πόσο το Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος μπορούσε να προβεί στην απαλλοτρίωση του επίδικου κτήματος. Το Υπουργείο αποτάθηκε στο Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Του εξέθεσε το ιστορικό της υπόθεσης και για υποβοήθηση του Υπουργείου στην επίλυση του δύσκολου, ομολογουμένως, αυτού θέματος, με τρόπο ώστε να διασφαλίζονται, τόσο τα συμφέροντα του αιτητή όσο και η προστασία του περιβάλλοντος, παρακάλεσε όπως :
(α) πληροφορηθεί την αξία του τεμαχίου σε τρέχουσες τιμές, και
(β) εντοπιστεί, αν είναι δυνατόν, τεμάχιο ή τεμάχια κατάλληλα για ανταλλαγή.
�
Ο Διευθυντής του Κτηματολογίου πληροφόρησε το Υπουργείο ότι η αγοραία αξία του επίδικου κτήματος ήταν της τάξεως των £20.000. Όσον αφορά το θέμα ανταλλαγής με κρατική γη, υπέδειξε ότι αυτό είναι ευθύνη του ιδίου του ιδιοκτήτη του πιο πάνω ακινήτου, ο οποίος θα πρέπει να υποδείξει το προς ανταλλαγή κρατικό τεμάχιο. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να αποταθεί στον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας, ο οποίος θα τον ενημερώσει για τη σχετική διαδικασία υποβολής αίτησης για ανταλλαγή ιδιωτικής γης με κρατική γη (βλ. επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερ. 17.8.2001).
Στις 10.9.2001 ο αιτητής κατάθεσε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Προσφυγή με αρ. 747/2001 εναντίον της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να επανεξετάσουν αίτηση για πολεοδομική άδεια, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω προσφυγή υπ' αρ. 398/98 ημερ. 19.3.99. Ως αποτέλεσμα της προσφυγής την 7.2.2002 δόθηκαν οδηγίες από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας, όπως η Πολεοδομική Αρχή επανεξετάσει τάχιστα την αίτηση.
Η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή με απόφαση της ημερ. 27.2.2002. Παραθέτω τους λόγους της απόρριψης:
«ΛΟΓΟΙ ΑΡΝΗΣΕΩΣ ΧΟΡΗΓΗΣΕΩΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΑΡ. ΑΙΤΗΣΕΩΣ: ΛΕΥ/0527/1997/Α
(500) Η αιτούμενη ανάπτυξη χωροθετείται σε εξαιρετικά ευαίσθητη τοποθεσία από απόψεως φυσικού περιβάλλοντος δεδομένου ότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Αγ. Νικολάου και Καρβουνά με τον ποταμό Καρκώτη και αποτελεί ουσιαστικά μέρος της κοίτης των εν λόγω ποταμών σε βάθος 5 - 6 μ. κάτω από την κεντρική γέφυρα της Κακοπετριάς. Το τεμάχιο εμπίπτει επίσης στην 'ελεγχόμενη περιοχή' σύμφωνα με τον περί Αρχαιοτήτων Νόμο, είναι ορατό από το δρόμο και αποτελεί το μοναδικό σημείο ελεύθερης οπτικής επαφής με τον ποταμό. Εν όψει των πιο πάνω κρίνεται ότι η αιτούμενη ανάπτυξη θα επηρεάσει πολύ αρνητικά το αξιόλογο φυσικό περιβάλλον της περιοχής κατά παράβαση της Πολιτικής 3(Α) 1 (στ) της Δήλωσης Πολιτικής.
(501) Οι απόψεις της Τεχνικής Επιτροπής Αξιολόγησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα αναφορικά με την περιβαλλοντική αξία του χώρου και των προβλημάτων επηρεασμού του φυσικού περιβάλλοντος από την προτεινόμενη ανάπτυξη λήφθηκαν ως ουσιώδεις παράγοντες για τους οποίους η ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί (Πολιτική 3(Α) 1 (ι) της Δήλωσης Πολιτικής).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΙΤΗΤΗ:
(α) Η αίτηση έχει εξετασθεί με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν τις 14.3.97, δηλαδή με βάση την πολεοδομική ζώνη Η1 και όχι τη ζώνη «Ζ1» ως η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή με αρ. 398/98 η οποία επισυνάπτεται.
(β) Πληροφορείστε ότι εν όψει της πιο πάνω απόφασης δύνασθε με βάση το άρθρο 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου να υποβάλετε εντός προθεσμίας 6 μηνών από την ημερομηνία της παρούσας πολεοδομικής απόφασης αίτηση για απαίτηση για αποζημίωση σε σχέση με ουσιώδη μείωση της οικονομικής αξίας της ιδιοκτησίας σας συνέπεια της εν λόγω απόφασης.
(γ) Η καθυστέρηση στη λήψη απόφασης για την πιο πάνω αίτηση οφείλεται στο γεγονός ότι η Πολεοδομική Αρχή, δεδομένου ότι η αιτούμενη ανάπτυξη δεν ικανοποιούσε τις πιο πάνω πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής, με σκοπό τη διερεύνηση θέματος απαλλοτρίωσης ή ανταλλαγής του τεμαχίου με κρατική γη, ζήτησε τις απόψεις αρμοδίων Κυβερνητικών Τμημάτων. Σημειώνεται ότι εν λόγω έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα.
(δ) Εν όψει των πιο πάνω σοβαρών λόγων απόρριψης η αίτηση δεν έχει μελετηθεί σε λεπτομέρεια όσον αφορά θέματα αισθητικής της οικοδομής.»
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης - ημερ. 27.2.2002.
Η προδικαστική ένσταση.
Ο κ. Ιωσηφίδης, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, έχει εγείρει προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκε ότι η υποβολή απαίτησης για αποζημίωση, δυνάμει του άρ. 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν 90/72) αφαιρεί από τον αιτητή κάθε δυνατότητα συνέχισης της παρούσας προσφυγής. Ο αιτητής - συνέχισε ο κ. Ιωσηφίδης - δεν νομιμοποιείται να αποδέχεται μια διοικητική πράξη, εδώ την απόφαση απόρριψης της αίτησης του για έκδοση πολεοδομικής άδειας, για σκοπούς αποκόμισης οικονομικού οφέλους-αποζημίωσης και να προσβάλλει ταυτόχρονα, με την παρούσα προσφυγή, την νομιμότητα της ίδιας διοικητικής απόφασης, στην οποία ο ίδιος στηρίζει την απαίτηση για αποζημίωση.
Από την άλλη η κα. Σπανού, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι το άρ. 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/72) επιβάλλει την καταχώρηση αίτησης για αποζημιώσεις εντός 6 μηνών από τη λήψη της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση για πολεοδομική άδεια. Αν ο αιτητής - συνέχισε η κα. Σπανού - ανέμενε το αποτέλεσμα της προσφυγής προτού προχωρήσει την αίτηση για αποζημιώσεις θα είχε εκπνεύσει η ως άνω εξάμηνη προθεσμία. Ο αιτητής - συμπλήρωσε η κα. Σπανού - άσκησε πρώτα την παρούσα προσφυγή στις 13.5.2002 και την τελευταία ημέρα της ως άνω εξάμηνης προθεσμίας υπέβαλε αίτηση για αποζημιώσεις μαζί με συνοδευτική επιστολή ημερ. 26.8.2002 στην οποία ανέφερε και τα εξής:
«Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται άνευ βλάβης και με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ως άνω πελάτη μας όσον αφορά την προσφυγή υπ' αρ. 402/02 την οποία έχει καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο για ακύρωση της πολεοδομικής απόφασης την οποία αφορά η εν λόγω αίτηση.
Ο πελάτης μας εμμένει και θα εξακολουθήσει να εμμένει στη θέση του ότι η εν λόγω πολεοδομική απόφαση είναι παράνομη και άκυρη και σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχεται τη νομιμότητα της.
Η αίτηση του για αποζημιώσεις υποβάλλεται εξ ανάγκης προς συμμόρφωση του με το άρθρο 67 του Ν. 90/72, έτσι ώστε να μη απωλέσει το δικαίωμα του για αποζημιώσεις σε περίπτωση που η ως άνω πολεοδομική απόφαση ήθελε κριθεί ως νόμιμη.»
Έχει νομολογηθεί ότι η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας διοικητικής πράξης αφαιρεί από τον προσφεύγοντα το έννομο συμφέρον, δυνάμει του άρ. 146.2 του Συντάγματος, για άσκηση προσφυγής. Στην παρούσα υπόθεση κάθε άλλο παρά ανεπιφύλακτη ήταν η αποδοχή της πράξης από τον αιτητή. Έπεται πως δεν στερείται εννόμου συμφέροντος. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Η ουσία της προσφυγής.
Πρώτος λόγος ακύρωσης - Η απόρριψη της αίτησης στηρίχθηκε στις απόψεις της Τεχνικής Επιτροπής Αξιολόγησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα, η οποία ήταν νομικά ανύπαρκτο Όργανο ή συνεδρίασε με παράνομη σύνθεση.
Η κα. Σπανού υπέβαλε ότι η ίδρυση και σύνθεση της Επιτροπής Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων προβλέπεται από το άρ. 5(1) του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμο του 2001 (57(Ι)/2001). Πουθενά - συνέχισε η κα. Σπανού - στο Νόμο 57(Ι)/2001 δεν γίνεται αναφορά σε Τεχνική Επιτροπή Αξιολόγησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα. Η σύνθεση της πιο πάνω Τεχνικής Επιτροπής - συμπλήρωσε η κα. Σπανού - δεν είναι αυτή που προνοείται στο άρ. 5(1) του Νόμου 57(Ι)/2001. Συνεπώς «δεν πρόκειται περί της ίδιας Επιτροπής ή αν πρόκειται περί αυτής η σύνθεση της όταν λήφθηκε η απόφαση της για το επίδικο θέμα ήταν παράνομη». Επομένως - κατέληξε η κα. Σπανού - «η ως άνω Τεχνική Επιτροπή είναι νομικά ανυπόστατη εφ' όσον δεν έχει συσταθεί δυνάμει οιουδήποτε Νόμου ή Κανονισμού».
Ο κ. Ιωσηφίδης δεν έχει επιχειρηματολογήσει επί του πιο πάνω λόγου ακύρωσης.
Η Επιτροπή που έχει ιδρυθεί δυνάμει του αρ. 5(1) του Νόμου ονομάζεται «Επιτροπή Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων». Η σύνθεση της έχει ως εξής:
(α) Το Διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ή εκπρόσωπο του ο οποίος ενεργεί ως Πρόεδρος της Επιτροπής·
(β) το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως ή εκπρόσωπό του·
(γ) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή εκπρόσωπο του·
(δ) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας ή εκπρόσωπό του· και
(ε) το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ή εκπρόσωπο του:
�Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε από τα πιο πάνω μέλη της Επιτροπής αναθέτει σε εκπρόσωπό του να συμμετάσχει στη συνεδρία, ο εν λόγω εκπρόσωπος πρέπει να είναι καλός γνώστης και πλήρως ενημερωμένος από τεχνική και επιστημονική άποψη επί των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης·
(στ) ένα μέλος που επιλέγεται από τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου Κύπρου και είναι μόνιμο μέλος του διδακτικού του προσωπικού·
(ζ) ένα μέλος που υποδεικνύεται από την Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων Κύπρου.»
�
Η Επιτροπή η οποία εξέτασε την επίδικη αίτηση ονομάζεται «Τεχνική Επιτροπή Αξιολόγησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Διάφορα Έργα». Συνήλθε με την πιο κάτω σύνθεση:
«Ν. Γεωργιάδης Υπηρεσία Περιβάλλοντος, Πρόεδρος
Γ. Κουμούρης Υπουργείο Υγείας
Μ. Ποντίκης Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων
Χρ. Μαληκκίδης Τμήμα Εργασίας
Λ. Χατζηστερκώτης Υπουργείο Εσωτερικών
Α. Αγαπίου Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως
Μ. Χατζηδά «» «»
Α. Χατζηπαναγή Επαρχιακό Γραφείο Πολεοδομίας και Οικήσεως Λευκωσίας
Α. Τζιακούρης Ελεγκτική Υπηρεσία
Γ. Γιωργαλλής Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας
Π. Ξενοφώντος Δήμος Στροβόλου
Α. Αντωνίου Υπηρεσία Περιβάλλοντος
Χρ. Πανταζή «» «»
Παρέστησαν:
Α. Καραμοντάνη A.L.A. Planning Partnership
Μ. Μούττα «» «»
Α. Αντρέου Εταιρεία Chris Cash and Carry»
Κρίνω ότι ο Νόμος 57(Ι)/2001 δεν περιλαμβάνει πρόνοια για ίδρυση τέτοιας Τεχνικής Επιτροπής. Περιέχει πρόνοια η οποία παρέχει την εξουσία στην Επιτροπή, που ιδρύεται δυνάμει του αρ. 5(1) του Νόμου, να «ορίζει ειδικές τεχνικές επιτροπές για να μελετούν εξειδικευμένα περιβαλλοντικά θέματα που εγείρονται κατά την εξέταση οποιασδήποτε Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, να καθορίζει τους όρους εντολής τους και να λαμβάνει υπόψη τα σχετικά πορίσματα που ετοιμάζουν» (βλ. αρ. 6(2) του Νόμου).
Εξέταση των συνθέσεων των δύο Επιτροπών - της Επιτροπής που έχει ιδρυθεί δυνάμει του αρ. 5(1) και της Τεχνικής Επιτροπής που έχει εξετάσει την επίδικη αίτηση - αποκαλύπτει ότι η σύνθεση της Τεχνικής Επιτροπής δεν είναι η ίδια με εκείνη που προβλέπεται από το αρ. 5(1) του Νόμου 55(Ι)/2001, γιατί δεν παρίστατο ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας ή εκπρόσωπος του, εκπρόσωπος της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου και εκπρόσωπος της Ομοσπονδίας Περιβαλλοντικών Οργανώσεων. Πρόσθετα παρίστατο εκπρόσωπος του Δήμου Στροβόλου και εύλογα διερωτάται ένας τί ρόλο μπορεί να διαδραματίσει σε σχέση με θέματα που αφορούν την κοινότητα της Κακοπετριάς. Επίσης έλαβαν μέρος και τρεις εκπρόσωποι της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος αντί ένας καθώς και τρεις εκπρόσωποι του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αντί ένας. Επομένως, έστω και αν ήθελε λεχθεί ότι η ως άνω Τεχνική Επιτροπή, η οποία εξέτασε την επίδικη αίτηση, είναι η Επιτροπή που έχει ιδρυθεί δυνάμει του αρ. 5(1) του Νόμου, η σύνθεση της δεν ήταν εκείνη που προβλέπεται από το αρ. 5(1) του Νόμου. Έχει, επομένως ενεργήσει με παράνομη σύνθεση και κατά συνέπεια χωρίς αρμοδιότητα (βλ. Δαγτόγλου, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, παραγ. 581: «Αναρμόδιο είναι κάθε μη νόμιμα συγκροτημένο όργανο.»)
Πρόσθετα αν πρόκειται για την Τεχνική Επιτροπή που προβλέπεται από το αρ. 6(2) του Νόμου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να αναφέρεται στον ορισμό της, τη σύνθεση της και τους όρους εντολής της. Επομένως δεν έχει συσταθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του αρ. 6(2) του Νόμου και έχει και αυτή ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα.
Εκτός από την παράνομη σύνθεση, η οποία επιφέρει έλλειψη αρμοδιότητας, υπάρχει και άλλος λόγος για τον οποίο η Επιτροπή ή η Τεχνική Επιτροπή έχουν ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα. Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής προβλέπονται από το αρ. 5(2) του Νόμου και έχουν ως εξής:
«(2) Αρμοδιότητες της Επιτροπής είναι -
(α) Να μελετά το περιεχόμενο κάθε μιας Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον και Προκαταρκτικής Έκθεσης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον και να συμβουλεύει την περιβαλλοντική αρχή αναφορικά με τις επιπτώσεις που η εκτέλεση ή λειτουργία του έργου στο οποίο αυτή αφορά, ενδέχεται να επιφέρει στο περιβάλλον·
(β) να εξετάζει κατά πόσο επιβάλλεται να υποβληθεί Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον σε οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία υποβλήθηκε και μελετήθηκε Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον ή ζητήθηκαν οδηγίες με βάση το εδάφιο (1) ή (6) του άρθρου 16 και να συμβουλεύει επί τούτου την περιβαλλοντική αρχή· και
(γ) να συμβουλεύει την περιβαλλοντική αρχή, ύστερα από αίτημά της, αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.»
Ο όρος «Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» που συναντούμε στο πιο πάνω αρ. 5(2) σημαίνει «έγγραφο ή σειρά εγγράφων που καταρτίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 12» (βλ. αρ. 2(1) του Νόμου). Ο δε όρος «Περιβαλλοντική Αρχή» που συναντούμε στο ίδιο άρθρο σημαίνει «το Διευθυντή της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος» (βλ. αρ. 2(1) του Νόμου).
Το αρ. 9 του Νόμου καθορίζει τα έργα για τα οποία είναι απαραίτητη η υποβολή Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από το πρόσωπο που υποβάλλει αίτηση για πολεοδομική άδεια. Αυτά είναι τα έργα του Παραρτήματος Ι του Νόμου 57(Ι)/2001 ή του Παραρτήματος ΙΙ. Για μεν τα πρώτα ο αιτητής υποβάλλει ως αναπόσπαστο μέρος της αίτησης του «Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» για δε τα δεύτερα «Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον».
Το αρ. 12 στο οποίο γίνεται αναφορά στον πιο πάνω ορισμό του όρου «Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» προβλέπει για το περιεχόμενο της «Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον».
Σχετικό είναι το αρ. 13(1) (2) του Νόμου το οποίο προβλέπει για τη διαδικασία εξέτασης της «Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον». Αυτή παραλαμβάνεται από την Περιβαλλοντική Αρχή και αποστέλλεται για εξέταση στην Επιτροπή, που έχει ιδρυθεί δυνάμει του Άρθρου 5(1) του Νόμου 57(Ι)/2001. Η τελευταία προχωρεί σε αξιολόγηση της και προβαίνει σε αιτιολογημένη εισήγηση της προς την Περιβαλλοντική Αρχή.
Λαμβάνω υπόψη τις πιο πάνω Νομοθετικές διατάξεις. Θεωρώ ότι για να λειτουργήσει η Επιτροπή Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων πρέπει:
(α) να υποβληθεί «Μελέτη Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» ή «Προκαταρκτική Έκθεση Επιπτώσεων στο Περιβάλλον» από τον αιτητή, και παραπομπή των μελετών αυτών από την Περιβαλλοντική Αρχή στην Επιτροπή, ή
(β) αίτημα της Περιβαλλοντικής Αρχής προς την Επιτροπή για παροχή συμβουλής - προς την Περιβαλλοντική Αρχή - «αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου (βλ. αρ. 5(2) (γ) του Νόμου 57(Ι)/2001).
Περαιτέρω, σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του αρ. 6(2) του Νόμου 57(Ι)/2001 η απαραίτητη προϋπόθεση για την λειτουργία μιας Τεχνικής Επιτροπής είναι η ύπαρξη Μελέτης Εκτίμησης στο Περιβάλλον.
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την υποβολή Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον ή Προκαταρκτική Έκθεση από τον αιτητή και την παράδοση τους στην Περιβαλλοντική Αρχή.
Ούτε και έχει τεθεί οτιδήποτε σε σχέση με αίτημα της Περιβαλλοντικής Αρχής δυνάμει του αρ. 5(2)(γ) του Νόμου. Στην απουσία οποιασδήποτε Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον, Προκαταρκτικής Έκθεσης ή αιτήματος δυνάμει του αρ. 5(2) (γ) η Επιτροπή που έχει ιδρυθεί δυνάμει του αρ. 5(1) του Νόμου δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα. Το ίδιο ισχύει και για την Τεχνική Επιτροπή. Οι αρμοδιότητες της καθορίζονται από το αρ. 6(2) του Νόμου και, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, η Τεχνική Επιτροπή ενεργοποιείται μόνο οσάκις καλείται από την Επιτροπή «για να μελετά εξειδικευμένα περιβαλλοντικά θέματα που εγείρονται κατά την εξέταση οποιασδήποτε Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον». Στην απουσία της Μελέτης Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον η Τεχνική Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα δυνάμει του Νόμου.
Ασχέτως λοιπόν με την απουσία οποιουδήποτε υλικού που σχετίζεται με τη σύνθεση της Τεχνικής Επιτροπής και τους όρους εντολής της, θεωρώ ότι η Τεχνική Επιτροπή στην παρούσα υπόθεση έχει ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα.
Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση οι απόψεις της Τεχνικής Επιτροπής «λήφθηκαν υπόψη ως ουσιώδεις παράγοντες για τους οποίους η ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί».
Η «ακύρωση της πράξεως μπορεί να βασισθεί στην αναρμοδιότητα όχι μόνο του οργάνου που την εξέδωσε, αλλά και των αργάνων των οποίων η κατά τον νόμο απαιτούμενη γνωμοδότηση προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξεως» (βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 581).
Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω κακής σύνθεσης του γνωμοδοτικού οργάνου - η οποία οδηγεί σε αναρμοδιότητα - και λόγω αναρμοδιότητας του ιδίου οργάνου.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Η προσβαλλόμενη πράξη έχει ληφθεί υπό νομική πλάνη και συγκεκριμένα υπό την εσφαλμένη εντύπωση ότι τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος 57(Ι)/2001.
Η κα. Σπανού με αναφορά στο αρ. 3(1)* του Νόμου 57(Ι)/2001 υπέβαλε ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στα έργα που εμπίπτουν στο Παράρτημα Ι ή το Παράρτημα ΙΙ του Νόμου. Η ανέγερση κατοικιών - συνέχισε η κα. Σπανού - δεν εμπίπτει σε οποιαδήποτε κατηγορία έργων που αναφέρεται σ' αυτά τα Παραρτήματα και επομένως «δεν εδικαιολογείτο η διεξαγωγή περιβαλλοντικής μελέτης σε σχέση με την αιτούμενη ανάπτυξη, όπως είχε συστήσει το Τμήμα Αρχαιοτήτων».
Πράγματι η ανέγερση κατοικιών δεν περιλαμβάνεται στα πιο πάνω Παραρτήματα. Επομένως η ενεργοποίηση της Τεχνικής Επιτροπής, η οποία αποτελεί όργανο που λειτουργεί δυνάμει του Νόμου 57(Ι)/2001 έχει λάβει χώραν υπό το κράτος νομικής πλάνης ότι τυγχάνει εφαρμογής ο Νόμος 57(Ι)/2001.
Οι καθ' ων η αίτηση πεπλανημένα έχουν θεωρήσει (βλ. παραγ. (501) της απόφασής τους, πιο πάνω) ότι οι απόψεις της Τεχνικής Επιτροπής αποτελούσαν «ουσιώδεις παράγοντες». Αντίθετα αποτελούσαν μη ουσιώδεις και άσχετους παράγοντες. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και λόγω πλάνης περί το Νόμο. Περαιτέρω η λήψη υπόψη άσχετων παραγόντων οδηγεί, επίσης, στην ακύρωση της πράξεως (Tzavellas and Another v. Republic (1975) 3 C.L.R. 490).
Τέλος η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί γιατί είναι το προϊόν μη δέουσας και/ή ανεπαρκούς έρευνας και το προϊόν απόφασης που λήφθηκε καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (βλ. Νομικό σημείο 4 της προσφυγής).
Ενώ η Διοίκηση είχε εγκαινιάσει διαδικασία απαλλοτρίωσης του επίδικου κτήματος και είχε αρχίσει τη σχετική έρευνα με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο η απαλλοτρίωση ή ανταλλαγή του επίδικου κτήματος ήταν εφικτή και είχε ζητήσει επί του προκειμένου τις απόψεις των αρμοδίων κυβερνητικών οργάνων στο τέλος παραδέχθηκε ότι κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας (βλ. παραγ. (γ) των λόγων απόρριψης πιο πάνω). Πρόκειται επομένως για κλασσική περίπτωση λήψεως απόφασης χωρίς τη δέουσα έρευνα. Έχει νομολογηθεί ότι: «παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, αποτελεί από μόνη της λόγο ακύρωσης λόγω της παράβασης των αρχών του διοικητικού δικαίου. Η σχετική απόφαση καθίσταται το προϊόν πλημμελούς άσκησης της σχετικής διακριτικής ευχέρειας και ακυρώνεται επειδή ισοδυναμεί με απόφαση αντίθετη προς το νόμο και καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (Βλ. Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Frangides v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Andreou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 101, HadjiPaschali ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 101, Zinieris (No.1) ν. Republic (1975) 3 C.L.R. 224, Economou ν. Republic (1970) 3 C.L.R. 420, Paphitis ν. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, Ioannides ν. Republic (1972) 3 C.L.R. 318, Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4(Β) Α.Α.Δ. 1314). Η ίδια αρχή ισχύει και σε σχέση με απόφαση που έχει ληφθεί χωρίς επαρκή γνώση και έρευνα όλων των σχετικών παραγόντων (Βλ. Tryfon v. Republic (1968) 3 C. L.R. 28, 42, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 341, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Andreou, πιο πάνω και Φιλιππίδης, πιο πάνω)».
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
* Το αρ. 3(1) προβλέπει:
«3(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος εφαρμόζεται για κάθε έργο που εμπίπτει σε κατηγορία έργων του Παραρτήματος Ι ή του Παραρτήματος ΙΙ του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων δημόσιων έργων και έργων για την εκτέλεση των οποίων απαιτείται ή δεν απαιτείται η χορήγηση πολεοδομικής ή άλλης άδειας ή έγκρισης με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου.»