ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 637
2 Ιουλίου, 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 573/2002)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Απόσπαση ― Απόσπαση του ενδιαφερόμενου προσώπου από το Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών στο «Σπίτι της Κύπρου» στην Αθήνα ― Δεν αποτελεί διοικητική πράξη αλλά πράξη Κυβερνήσεως ― Η απόσπαση έγινε ως επακόλουθη ενέργεια της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για την απόσπαση, βάσει των εξουσιών του, που του παρέχονται από τα Άρθρα 50 και 54 του Συντάγματος ― Η προσφυγή, ως προσβάλλουσα Κυβερνητική Πράξη, κρίθηκε απαράδεκτη.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Μορφωτικού Ακολούθου στην Πρεσβεία της Κύπρου στην Αθήνα, υπεύθυνη για το «Σπίτι της Κύπρου».
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η προσβαλλόμενη πράξη αφορά στην παράταση της απόσπασης της κας Νάσας Παταπίου η οποία συζητήθηκε στη βάση της απόφασης τοποθέτησής της και/ή ανανέωσης της υπηρεσίας της ως Μορφωτικού Ακόλουθου στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, για την περίοδο μέχρι το Δεκέμβριο του 2002.
Το Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα ιδρύθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως κυπριακό πολιτιστικό κέντρο στην Αθήνα και αποτελεί ειδική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στο εξωτερικό. Αποτελεί συνάμα προέκταση της διπλωματικής αποστολής της Κύπρου στο εξωτερικό.
Από το συνδυασμό των σχετικών συνταγματικών διατάξεων (άρθρα 50.1(α) και 54) και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι η τοποθέτηση προσώπου το οποίο ανήκει στην υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στη θέση Μορφωτικού Ακόλουθου στο εξωτερικό με ειδικά καθήκοντα διευθυντή στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα, συναρτάται άμεσα με τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων της Δημοκρατίας, η δε απόφαση καθόσον αφορά την τοποθέτηση αυτή ανάγεται πρωτογενώς στην αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου. Σαφώς πρόκειται για ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων στο εξωτερικό σε ειδικό απεσταλμένο που δεν ανήκει στην διπλωματική υπηρεσία.
Τα καθήκοντα του Μορφωτικού Ακόλουθου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, την προαγωγή των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου, την προβολή της Κύπρου, της Ιστορίας και του Πολιτισμού της και την λειτουργία του Σπιτιού της Κύπρου στην Αθήνα. Στον Μ. Στασινόπουλο «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» (1974) σελ.176-180 περιλαμβάνεται στις κυβερνητικές πράξεις και η κατηγορία πράξεων που συνδέονται «προς τας μετ' άλλων κρατών σχέσεις».
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτό κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράξης ως κυβερνητικής. Παρόλο που υπάρχει περιοριστική τάση στην ερμηνεία πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας ως κυβερνητικών, λόγω του κινδύνου διεύρυνσης των πράξεων που διαφεύγουν το δικαστικό έλεγχο, πράγμα που αντίκειται στην έννοια του κράτους δικαίου, εντούτοις κάθε περίπτωση εξετάζεται με τρόπο εμπειρικό, όταν άγεται για επίλυση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ούτε το γεγονός ότι η τοποθέτηση του Μορφωτικού Ακολούθου έγινε με απόσπαση του ενδ. μέρους από την ΕΔΥ σύμφωνα με την απόφαση ημερ. 27.2.86, ούτε το ότι επρόκειτο για δημόσιο υπάλληλο, δεν αναιρούν την πρωτογενή εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει των Άρθρων 50 και 54 του Συντάγματος. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η τοποθέτηση στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν αλλοιώνει ούτε μπορεί να μεταβάλει την φύση της προσβαλλόμενης πράξης.
Πρόκειται για απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατά ενάσκηση της εξουσίας διαχείρισης των εξωτερικών υποθέσεων, με την οποία αποσκοπούσε στην εύρυθμη λειτουργία πολιτιστικής υπηρεσίας που αποτελεί μέρος της Πρεσβείας της χώρας στο εξωτερικό. Ως τέτοια ήταν αποτέλεσμα άσκησης πολιτειακής εξουσίας, και όχι διοικητικής λειτουργίας η οποία να απολήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μαυρομάτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1006,
Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ.1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1234,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1989 ) 3 Α.Α.Δ. 1005,
Καψός ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2002) 4 Α.Α.Δ. 204,
Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352.
Προσφυγή.
Χρ. Κληρίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η παρούσα είναι η τρίτη προσφυγή που ασκεί ο αιτητής σε σχέση με την τοποθέτηση της κας Νάσας Παταπίου στη θέση Μορφωτικού Ακόλουθου στην Πρεσβεία της Κύπρου στην Αθήνα ως υπεύθυνης για το «Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα».
Ο αιτητής και η κα Παπαπίου ήταν μεταξύ των τριών υποψηφίων που Συμβουλευτική Επιτροπή πρότεινε στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού για τη συγκεκριμένη θέση.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρώτη προσφυγή αρ. 175/00, εκδόθηκε στις 9.2.01 και με αυτή ακυρώθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως αναιτιολόγητη. Η δεύτερη προσφυγή αρ. 830/01 είχε ως αντικείμενο την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 8.8.01 με την οποία αποφασίστηκε η παράταση της υπηρεσίας της κας Παταπίου στην πιο πάνω θέση μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 2001. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην εν λόγω προσφυγή εκδόθηκε στις 3.4.03 και με αυτή, η προσφυγή κρίθηκε ως απαράδεκτη και απορρίφθηκε. Η υπό κρίση προσφυγή στρέφεται εναντίον νεώτερης απόφασης με την οποία παρατάθηκε η υπηρεσία της κας Παταπίου στην ίδια θέση από 1.1.02 μέχρι τέλος Δεκεμβρίου 2002. Ζητούνται οι πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να κηρύττεται η απόφαση και/ή πράξη των Καθ' ων να παρατείνουν την απόσπαση και/ή άλλως πως και/ή να αποσπάσουν και/ή διορίσουν το ενδιαφερόμενο μέρος ως Μορφωτικό Ακόλουθο στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα μέχρι το Δεκέμβριο 2002 και/ή σαν υπεύθυνο για τη λειτουργία του σπιτιού της Κύπρου στην Αθήνα ως το Παράρτημα Α΄ στην παρούσα, άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος και/ή
Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να κηρύττεται η παράλειψη των Καθ΄ων να διορίσουν τον Αιτητή στην ως άνω θέση είναι άκυρη και ότι οι Καθ' ων έχουν υποχρέωση να προχωρήσουν στον διορισμό του Αιτητή στην εν λόγω θέση.
Γ. Δήλωση και/ή απόφαση ότι η απόφαση των Καθ' ων να διορίσουν και/ή να αποσπάσουν το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του Αιτητή στην ως άνω θέση είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή άνευ οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
�
Με κάθε δυνατή συντομία θα παραθέσω την πορεία των διαδικασιών που τηρήθηκαν κατά καιρούς μέχρι τη λήψη της επίδικης απόφασης.
Μετά την έκδοση της πρώτης ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή αρ. 175/00, το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού πρότεινε, κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα, την εφαρμογή της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 26.823 ημερ. 27.2.86 που καθόριζε την διαδικασία μετάθεσης/τοποθέτησης Δημοσίων ή Εκπαιδευτικών Λειτουργών μη μελών της εξωτερικής Υπηρεσίας στις Διπλωματικές Αποστολές στο εξωτερικό. Η διαδικασία αυτή διέφερε από την προηγούμενη γιατί δεν προέβλεπε επιλογή αλλά τοποθέτηση υπαλλήλου στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου (ή του κατ' εξουσιοδότηση Υπουργού Εξωτερικών κατόπιν συνεννόησης με τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού). Η τοποθέτηση θα γινόταν με απόσπαση ή μετάθεση του εν λόγω υπαλλήλου ύστερα από απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ή της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ανάλογα με την περίπτωση.
Σύμφωνα με την προταθείσα νέα διαδικασία, η αρμόδια αρχή υπέβαλε σύσταση προς την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας για απόσπαση του ενδ. μέρους μέχρι 31.8.01 και η ΕΔΥ αποφάσισε επί τούτου στις 13.6.01. Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου προκύπτει η εμπλοκή της ΕΔΥ καθώς και οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου είχαν πλέον τροχιοδρομηθεί στη βάση της νέας διαδικασίας.
Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 8.8.01, αποφάσισε να παρατείνει την υπηρεσία του ενδ. μέρους ως Μορφωτικού Ακόλουθου μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου 2001 (αρ. απόφασης 54.161). Αυτή η απόφαση αποτέλεσε το αντικείμενο της δεύτερης προσφυγής του αιτητή. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο εκτελεστότητας αφού επρόκειτο για «απόφαση εκδήλως προορισμένη να αποτελέσει τη βάση για σύσταση προς την ΕΔΥ η οποία και εν τέλει πήρε την εκτελεστή απόφαση επί του θέματος, ακριβώς μετά από τέτοια σύσταση». Το Δικαστήριο, αναφερόταν στην μεταγενέστερη απόφαση της ΕΔΥ να παρατείνει την απόσπαση του ενδ. μέρους από 1.9.01 μέχρι 31.12.01. Είχε προηγηθεί σύσταση της αρμόδιας αρχής για παράταση της απόσπασης επί τη βάσει και της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 54.161.
Ακολούθως, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερ. 17.1.02, υπέβαλε σύσταση για ανανέωση της απόσπασης του ενδ. μέρους, σύμφωνα και με το αίτημα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω εισηγήσεις, αποφάσισε (1.2.02) την ανανέωση της απόσπασης της κας Παταπίου, Ερευνήτριας στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων ως Μορφωτικού Ακόλουθου στο Σπίτι της Κύπρου από 1.1.02 και για περίοδο ενός χρόνου. Καθώς έχει ειπωθεί, αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η πιο πάνω απόφαση.
Η δεύτερη ζητούμενη θεραπεία για κατ' ισχυρισμό παράλειψη διορισμού του αιτητή είναι προδήλως απαράδεκτη. Η μη επιλογή του αιτητή στην επίδικη θέση δεν αποτελεί «παράλειψη» με την έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος και συνεπώς δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο. (Βλ. Μαυρομάτης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1006, Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ.1) 1989 3 Α.Α.Δ. 1234, 1235, Χαρ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1005).
Ο αιτητής πρόβαλε λόγους ακύρωσης που πρωτίστως ερείδονται στην ισχυριζόμενη παράβαση του δεδικασμένου που προκύπτει από τις ακυρωτικές αποφάσεις. Εφόσον ο αρχικός διορισμός/απόσπαση ακυρώθηκε, όπως υποστήριξε, οι καθ' ων δεν μπορούσαν να τον παρατείνουν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ισχυρίστηκε ότι η υποψηφιότητα του αγνοήθηκε εντελώς μολονότι διεκδικούσε και ο ίδιος απόσπαση. Πρόβαλε επίσης ένσταση αναρμοδιότητας της ΕΔΥ ως προς την λήψη της απόφασης για την οποία αποκλειστικά αρμόδιο είναι το Υπουργικό Συμβούλιο. Διαζευκτικά ισχυρίστηκε ότι αρμόδια για το θέμα της απόσπασης Μορφωτικού Ακόλουθου, είναι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας και όχι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.
Οι καθ' ων η αίτηση, θεωρούν ότι η διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε, ανεξάρτητα από ό,τι προηγήθηκε της έκδοσης των ακυρωτικών αποφάσεων, ήταν ορθή αφού το Υπουργικό Συμβούλιο άσκησε εξουσία δυνάμει των άρθρων 50 και 54 του Συντάγματος εφόσον η θέση Μορφωτικού Ακόλουθου στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα πρέπει να θεωρείται ως διπλωματική αποστολή. Το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε νέα πράξη κατ' εφαρμογή παλαιότερης απόφασης του με αρ. 26.823 η οποία, προέβλεπε για την διαδικασία τοποθέτησης Δημοσίων και Εκπαιδευτικών Λειτουργών, μη μελών της Εξωτερικής Υπηρεσίας στις διπλωματικές αποστολές της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, χωρίς προκήρυξη της θέσης, αλλά με απόφαση τοποθέτησης υπαλλήλου την οποία θα ακολουθούσε απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για απόσπαση ή μετάθεση του εν λόγω υπαλλήλου.
Με αναφορά στις πιο πάνω απόψεις, προβλήθηκαν δυο προδικαστικές ενστάσεις από τους καθ' ων η αίτηση. Η πρώτη αφορά στο έννομο συμφέρον του αιτητή και η δεύτερη στην φύση της προσβαλλόμενης πράξης που, σύμφωνα με την εισήγηση, είναι κυβερνητική πράξη.
Προέχει, η εξέταση της φύσης της προσβαλλόμενης πράξης η οποία θα κρίνει και την έκβαση της προσφυγής εφόσον άπτεται του θέματος της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και εξετάζεται αυτεπάγγελτα.
Η προσβαλλόμενη πράξη αφορά στην παράταση της απόσπασης της κας Νάσας Παταπίου η οποία συζητήθηκε στη βάση της απόφασης τοποθέτησης της και/ή ανανέωσης της υπηρεσίας της ως Μορφωτικού Ακόλουθου στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα για την περίοδο μέχρι το Δεκέμβριο του 2002.
Το άρθρο 50.1(α) του Συντάγματος προβλέπει:
«Ο εν τω παρόντι εδαφίω όρος «εξωτερικαί υποθέσεις» περιλαμβάνει:
(α) ............. Τον διορισμόν και την τοποθέτησιν προσώπων μη ανηκόντων εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν εις οιανδήποτε θέσιν εν τω εξωτερικώ, ως διπλωματικών ή προξενικών αντιπροσώπων και την ανάθεσιν καθηκόντων εν τω εξωτερικώ ως ειδικών απεσταλμένων, εις πρόσωπα μη ανήκοντα εις την διπλωματικήν υπηρεσίαν.»
�
Το άρθρο 54 του Συντάγματος προβλέπει:
«Η παρά του Υπουργικού Συμβουλίου ασκουμένη εκτελεστική εξουσία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και τα εξής θέματα:
(α) .........................................................................................................
(β) τας εξωτερικάς υποθέσεις, περί ως γίνεται μνεία εν άρθρω 50.»
�
Το Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα ιδρύθηκε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως κυπριακό πολιτιστικό κέντρο στην Αθήνα και αποτελεί ειδική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στο εξωτερικό. Αποτελεί συνάμα προέκταση της διπλωματικής αποστολής της Κύπρου στο εξωτερικό.
Από το συνδυασμό των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι η τοποθέτηση προσώπου το οποίο ανήκει στην υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στη θέση Μορφωτικού Ακόλουθου στο εξωτερικό με ειδικά καθήκοντα διευθυντή στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα συναρτάται άμεσα με τη διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων της Δημοκρατίας, η δε απόφαση καθόσον αφορά την τοποθέτηση αυτή ανάγεται πρωτογενώς στην αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου. Σαφώς πρόκειται για ανάθεση εκτέλεσης καθηκόντων στο εξωτερικό σε ειδικό απεσταλμένο που δεν ανήκει στην διπλωματική υπηρεσία.
Τα καθήκοντα του Μορφωτικού Ακόλουθου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, την προαγωγή των εκπαιδευτικών και πολιτιστικών σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου, την προβολή της Κύπρου, της Ιστορίας και του Πολιτισμού της και την λειτουργία του Σπιτιού της Κύπρου στην Αθήνα. Στον Μ. Στασινόπουλο «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» (1974) σελ.176-180 περιλαμβάνεται στις κυβερνητικές πράξεις και η κατηγορία πράξεων που συνδέονται «προς τας μετ' άλλων κρατών σχέσεις».
Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτό κριτήριο για το χαρακτηρισμό πράξης ως κυβερνητικής. Παρόλο που υπάρχει περιοριστική τάση στην ερμηνεία πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας ως κυβερνητικών, λόγω του κινδύνου διεύρυνσης των πράξεων που διαφεύγουν το δικαστικό έλεγχο, πράγμα που αντίκειται στην έννοια του κράτους δικαίου, εντούτοις κάθε περίπτωση εξετάζεται με τρόπο εμπειρικό, όταν άγεται για επίλυση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Για την περαιτέρω ανάλυση της θεωρίας αναφορικά με τις κυβερνητικές πράξεις υιοθετώ τα λεχθέντα στις πρόσφατες αποφάσεις Χαρ. Καψός ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2)(2002) 4 Α.Α.Δ. 204 και στην Χατζηανδρέου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 352 στις οποίες παρατίθενται παραδείγματα κυβερνητικών πράξεων .
Το γεγονός ότι η τοποθέτηση έγινε με απόσπαση υπαλλήλου που ήδη υπηρετούσε ως εκπαιδευτικός λειτουργός δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της πράξης. Η αποφασιστική αρμοδιότητα ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο ενώ η συναπόφαση του Υπουργού Εξωτερικών και του Υπουργού Παιδείας για την απόσπαση του ενδ. μέρους και η σύσταση προς την ΕΔΥ, λήφθηκαν κατόπιν εξουσιοδότησης του Υπουργικού Συμβουλίου (βλ. πρακτικά συνεδρίας ημερ. 25.4.01, 8.8.01 και 31.10.01). Η διαδικασία στην βάση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 27.2.86 (αφορούσε στη μετάθεση/τοποθέτηση Δημοσίων και Εκπαιδευτικών Λειτουργών, μη μελών της εξωτερικής υπηρεσίας, στις διπλωματικές αποστολές της Δημοκρατίας στο εξωτερικό) εφαρμόστηκε ορθά εφόσον επρόκειτο για τοποθέτηση προσώπου που ήδη εργαζόταν ως ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Επιστημονικών Ερευνών.
Η εν λόγω απόφαση που καθόριζε την διαδικασία, δεν μπορεί να ερμηνευθεί έξω από το πνεύμα των συνταγματικών διατάξεων και της οριστικής αρμοδιότητας του Υπουργικού Συμβουλίου ως προς την απόφαση τοποθέτησης ή απόσπασης υπαλλήλων για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων σε διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού. Αν και δεν είναι τόσο ξεκάθαρη η διατύπωση της αιτούμενης θεραπείας εντούτοις σαφώς προκύπτει ότι με αυτή επιδιώκεται η αναθεώρηση της απόφασης απόσπασης που λήφθηκε στο πλαίσιο της οριστικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για τοποθέτηση του ενδ. μέρους στην επίδικη θέση με απόσπαση. Ηταν στη βάση αυτής της απόφασης που επελέγη και τοποθετήθηκε το ενδ. μέρος και ό,τι ακολούθησε από την ΕΔΥ αποτέλεσε διαδικαστικό/εσωτερικό διοικητικό μέτρο για την επίτευξη της απόσπασης και την κοινοποίηση της στο ενδ. μέρος.
Η απόφαση απόσπασης από την ΕΔΥ δεν μετατοπίζει την ευθύνη λήψης απόφασης που ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο. Αποτελεί απλά αποδοχή της δεσμευτικής σύστασης της αρμόδιας αρχής (Υπ. Παιδείας και Πολιτισμού) προς υλοποίηση της απόφασης του Συμβουλίου για τοποθέτηση του ενδ. μέρους. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας όμως δεν είχε υπό τις περιστάσεις την ουσιαστική δυνατότητα απόρριψης ή μεταβολής της ήδη ληφθείσας από το Υπουργικό Συμβούλιο απόφασης για απόσπαση του Μορφωτικού Ακόλουθου. Η ΕΔΥ δεν ασκούσε πλήρη αρμοδιότητα ως αποφασίζον όργανο δυνάμει του άρθρου 47 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα, ούτε το γεγονός ότι η τοποθέτηση του Μορφωτικού Ακολούθου έγινε με απόσπαση του ενδ. μέρους από την ΕΔΥ σύμφωνα με την απόφαση ημερ. 27.2.86, ούτε το ότι επρόκειτο για δημόσιο υπάλληλο, δεν αναιρούν την πρωτογενή εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου δυνάμει των άρθρων 50 και 54 του Συντάγματος. Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η τοποθέτηση στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν αλλοιώνει ούτε μπορεί να μεταβάλει την φύση της προσβαλλόμενης πράξης.
Πρόκειται για απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κατά ενάσκηση της εξουσίας διαχείρισης των εξωτερικών υποθέσεων, με την οποία αποσκοπούσε στην εύρυθμη λειτουργία πολιτιστικής υπηρεσίας που αποτελεί μέρος της Πρεσβείας της χώρας μας στο εξωτερικό. Ως τέτοια ήταν αποτέλεσμα άσκησης πολιτειακής εξουσίας, και όχι διοικητικής λειτουργίας η οποία να απολήγει στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης. Θεωρώ ότι η αναφορά του Στ.Ε στην υπόθεση 448/1939 είναι σχετική με τα πιο πάνω ερμηνευτικά συμπεράσματα:
«Επειδή εκ της μελέτης του όλου θεσμού, το Συμβούλιον της Επικρατείας καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι ο χαρακτηρισμός πράξεως τινός ως Κυβερνητικής εξαρτάται μεν κυρίως εκ της φύσεως αυτής (ανεξαρτήτως του οργάνου εκ του οποίου προέρχεται), αλλά και διοικητική ενέργεια υποκειμένη κατ' αρχήν, ως τοιαύτη εις έλεγχον νομιμότητος υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας δύναται να προσλάβη υπό συντρεχούσας περιστάσεις τον χαρακτήρα Κυβερνητικής πράξεως, αποκλειούσης την προσβολήν επί ακυρώσει, εφ' όσον προέχων αυτής χαρακτήρ είναι η άσκησις της εις την Κυβέρνησιν ανηκούσης πολιτικής εξουσίας.»
Η επίδικη πράξη είναι κυβερνητική και διαφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Τα έξοδα της υπόθεσης θα βαρύνουν τον αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.