ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 489

23 Μαϊου, 2003

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΙΡΗΝΗ ΑΤΤΕΣΛΗ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 294/2002)

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος Προθεσμία Το βάρος απόδειξης της γνώσης της πράξης το φέρει ο καθ' ου η αίτηση Μαρτυρία εκ μέρους του αιτητή αναφορικά με την γνώση εκ των υστέρων, καθιστά εμπρόθεσμη την προσφυγή.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος Αντικείμενο Χρηματικές διαφορές δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής Έννοια χρηματικής διαφοράς Εκτενής αναφορά στη νομολογία Η επίδικη διαφορά κρίθηκε μη χρηματική, εφόσον αφορούσε στο νομικό δικαίωμα της αιτήτριας να διεκδικήσει την αντιμισθία που της είχε προσφερθεί με το έγγραφο διορισμού της.

Διοικητική Πράξη Αιτιολογία Η νομιμότητα διοικητικής πράξης κρίνεται από το περιεχόμενο και την αιτιολογία της και όχι βάσει θέσεων των δικηγόρων, οι οποίες δεν μπορούν να συμπληρώνουν την αιτιολογία.

Γενικές Αρχές Διοικητικού Δικαίου Αρχή της καλής πίστης και οι συγγενείς με αυτήν αρχές του estoppel, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη, της συνεπούς συμπεριφοράς Ισχύουν επί πράξεων διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης Τέτοια η απόφαση καθορισμού της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου από το Υπουργικό Συμβούλιο Εσφαλμένη υλοποίηση της απόφασης από τον Υπουργό Οικονομικών, δεν αποδεσμεύει το Υπουργικό Συμβούλιο Η αντίθετη απόφαση αποτελεί παραβίαση της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της απόρριψης αιτήματός της, σχετικά με την αντιμισθία που έπρεπε να της καταβάλλεται, δυνάμει του διορισμού της στη θέση Μέλους του Εφοριακού Συμβουλίου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.           Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.10.99, είναι η απόφαση με την οποία διορίσθηκαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου και με την οποία καθορίσθηκε η αντιμισθία τους.  Η απόφαση ημερ. 23.5.2001 είναι η απόφαση με την οποία επιβεβαιώθηκε η απόφαση ημερ. 21.10.99. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο να δείχνει ότι η αιτήτρια είχε λάβει γνώση των πιο πάνω δύο αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου. Υπενθυμίζεται ότι το βάρος απόδειξης της γνώσης το φέρει ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.  Οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο βαρύνονται.  Αντίθετα υπάρχει μαρτυρία ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 22.1.2002. Η προσφυγή ασκήθηκε την 2.4.2002.  Είναι επομένως εμπρόθεσμη.

2.           Στην παρούσα υπόθεση η αληθινή φύση της διαφοράς αφορά στο νομικό δικαίωμα της αιτήτριας να διεκδικήσει την αντιμισθία, η οποία τής είχε προσφερθεί με το έγγραφο διορισμού της και αντίστοιχα τη νομική υποχρέωση των καθ' ων η αίτηση να της καταβάλουν εκείνη την αντιμισθία.  Δεν συνιστά με οποιοδήποτε τρόπο χρηματική αμφισβήτηση. Η επίδικη διαφορά συνδέεται αμέσως προς την κατά νόμον ρύθμιση της σχέσεως της αιτήτριας με την διοίκηση.  Άλλωστε το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του ημερ. 21.2.2001 αποφάσισε να ζητήσει γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά πόσο είναι νομικά δεσμευμένο να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας.  Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του ιδίου άρθρου.

3.           Η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να κριθεί με βάση το περιεχόμενο της και την αιτιολογία της και όχι με βάση θέσεις που προβάλλονται από τους συνήγορους των καθ' ων η αίτηση.  Οι τελευταίοι δεν μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία.  Αυτά αποτελούν απλώς ισχυρισμούς και επιχειρήματα που προβάλλονται από τη δικηγόρο του διοικητικού οργάνου.  Δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

4.           Νομικό βάθρο της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 9.4.2001, σύμφωνα με την οποία το ύψος της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και επομένως ο Υπουργός Οικονομικών δεν «είχε  εξουσία καθορισμού της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου».  Πράγματι ούτως έχουν τα πράγματα.  Σύμφωνα με τον Καν. 11  των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 139/99) «στον Πρόεδρο και στα μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου καταβάλλεται αντιμισθία το ύψος της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.».  Ωστόσο η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παραπέμφθηκε στον Υπουργό Οικονομικών «για ενημέρωση και τις απαραίτητες ενέργειες».  Ο τελευταίος με την επιστολή του ημερ. 22.10.99 επέλεξε να προσφέρει στην αιτήτρια αντιμισθία διαφορετική από εκείνη που είχε καθορισθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Η αιτήτρια  διατείνεται ότι ένας από τους λόγους που απεφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση την οποία κατείχε - επί της κλίμακας Α15 - και να αποδεχθεί το διορισμό ήταν η αντιμισθία.  Επομένως, η Διοίκηση μέσω του Υπουργού δημιούργησε μια κατάσταση η οποία οδήγησε την αιτήτρια στην αποδοχή του διορισμού της.  Ισχύουν οι πιο πάνω αρχές της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς.  Η Διοίκηση δεν δικαιούται να αγνοεί την κατάσταση που έχει δημιουργήσει για την αιτήτρια.

   Το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των αρχών της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς λόγω του ότι ο Υπουργός Οικονομικών είχε ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα.  Ο καθορισμός του ύψους της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου αποτελεί θέμα το οποίο βρίσκεται εντός της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν υφίσταται θέμα δέσμιας αρμοδιότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο ανέθεσε στον Υπουργό Οικονομικών να υλοποιήσει τη σχετική απόφασή του. Ο τελευταίος, επέλεξε να διαφοροποιήσει την απόφαση αναφορικά με το ύψος της αντιμισθίας.  Εφόσον ο καθορισμός του ύψους της αντιμισθίας είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας και όχι δέσμιας αρμοδιότητας ισχύουν οι αρχές της καλής πίστεως. Οι τελευταίες δεν επιτρέπουν στη διοίκηση να επικαλείται την έλλειψη αρμοδιότητας του Υπουργού και να αγνοεί την κατάσταση που έχει δημιουργήσει για την αιτήτρια.  Η Διοίκηση έχει παραβεί τις αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς συμπεριφοράς.  Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 87,

Σπάταλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 566/97, ημερ. 9.9.1998,

Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4417,

Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 561,

J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301,

Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15,

Metalock (Near East) Limited v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351,

Morris v. Registrar of Trade Marks (1985) 3 C.L.R. 732

Georghiou a.o. v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2354,

Liberty P.L.C. v. Registrar of Trade Marks (1986) 3 C.L.R. 2564,

Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332,

Droushiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546,

Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25,

HadjiYiannis v. Attorney-General (1970) 1 C.L.R. 32.

Προσφυγή.

Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.

Γ. Ερωτοκρίτου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών με αρ. 22.18.11/2 και ημερομηνία 11.1.2002 και που λήφθηκε στις 22.1.2002, με την οποία απέρριψαν και/ή δεν ικανοποίησαν το καθ' όλα νόμιμο αίτημα της αιτήτριας για καταβολή αντιμισθίας με βάση τους όρους του διορισμού της, όπως διατυπώνονται στην επιστολή του Υπουργού Οικονομικών με αρ. V.O.13.36.001.10 και ημερομηνία 22.10.1999 και τους οποίους αποδέχθηκε με την επιστολή της με αρ. φακ. Π.77 και ημερ. 16.11.1999, είναι άκυρη, παράνομη και ό,τι παραλείφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.»

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Με απόφαση του ημερ. 21.10.1999 το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου για περίοδο 4 ετών από την 1.12.99, σύμφωνα με το άρθρο 4Α των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμων του 1978 έως 1999.  Σε σχέση  με τον ετήσιο μισθό των μελών η πιο πάνω απόφαση διελάμβανε:

«Μέλη:

Ετήσιος μισθός (περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού)

£29.000 αυξημένος  με τις ισχύουσες εκάστοτε τιμαριθμικές αυξήσεις.»

Η πιο πάνω απόφαση διαβιβάσθηκε στο Γενικό Διευθυντή Υπουργείο Οικονομικών «για ενημέρωση και για τις απαραίτητες ενέργειες».

Η αιτήτρια ήταν ένα από τα διορισθέντα μέλη.  Πληροφορήθηκε για το διορισμό της με επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 22.10.99.  Το σχετικό με την αντιμισθία της αιτήτριας μέρος της επιστολής του Υπουργού έχει ως εξής:

«2.  Η αντιμισθία που θα σας καταβάλλεται είναι ως πιο κάτω:

Βασικός μισθός:  Η μισθοδοτική κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις αυξημένη με τις εκάστοτε γενικές και τιμαριθμικές αυξήσεις του Κυβερνητικού Μισθολογίου οι οποίες κατά την 30η Σεπτεμβρίου 1999 ήταν:

(α)       γενικές αυξήσεις πάνω στους βασικούς μισθούς ύψους 30,204%

(β)       τιμαριθμικές αυξήσεις ύψους 200,95%»

Η αιτήτρια, η οποία κατείχε τη θέση Διευθύντριας Διοικήσεως (Κλ. Α15) Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, αποδέχθηκε το διορισμό. Με επιστολή της προς τον Υπουργό Οικονομικών, ημερ. 16.11.99, αναφέρθηκε στην πιο πάνω επιστολή του ημερ. 22.10.99 και τον πληροφόρησε ότι αποδέχεται το διορισμό «ως Μέλος του εν λόγω Συμβουλίου με τους όρους αντιμισθίας που αναφέρονται στην υπό αναφορά επιστολή σας» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου). Παράλληλα και συγκεκριμένα στις 11.11.1999 η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση από την πιο πάνω θέση.  Σημειώνεται ότι τον Νοέμβριο του 1999 η αιτήτρια βρισκόταν στην κορυφή της κλίμακας Α15.

Της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είχε προηγηθεί πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο για διορισμό του Προέδρου και των Μελών του Εφοριακού Συμβουλίου.  Η πρόταση διαλάμβανε τα ακόλουθα σε σχέση με την αντιμισθία των Μελών:

«Μέλη:

Βασικός Μισθός:  Η μισθολογική κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις αυξημένη με τις εκάστοτε γενικές και τιμαριθμικές αυξήσεις που αναφέρονται πιο πάνω.»

Τον Ιούλιο του 2000 η αιτήτρια διαπίστωσε ότι «το ποσό του μηνιαίου μισθού της δεν είχε υπολογισθεί με βάση τους όρους του διορισμού» της όπως διατυπώνονται στην πιο πάνω επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 22.10.99.  Με επιστολή της προς τον Υπουργό Οικονομικών ημερ. 7.7.2000 τον πληροφόρησε ότι η αντιμισθία της δεν υπολογίσθηκε με βάση την «καθοριζόμενη μισθολογική κλίμακα Α15 περί πλέον δύο προσαυξήσεις, καθώς επίσης και τις από 1.1.2000 γενικές αυξήσεις ύψους 34,136% και τις τιμαριθμικές αυξήσεις ύψους 208,41%».  Ζήτησε όπως δοθούν οι δέουσες οδηγίες για να της αποσταλεί το οφειλόμενο υπόλοιπο «με βάση τη μισθολογική κλίμακα Α15 πλέον δύο προσαυξήσεις».

Η αιτήτρια δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση και απήυθηνε στονΥπουργό Οικονομικών με διπλοσυστημένες επιστολές τρεις υπενθυμίσεις - η τελευταία φέρει ημερ. 31.12.2001. Τελικά το Υπουργείο Οικονομικών απάντησε στην αιτήτρια με επιστολή του ημερ. 11.1.2002 η οποία λήφθηκε από την αιτήτρια στις 22.1.2002.

Η επιστολή ημερ. 11.1.2002 παραθέτει το κείμενο της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.10.99 (βλ. πιο πάνω) και καταλήγει ως εξής:

«2. Το Υπουργικό Συμβούλιο με μεταγενέστερη απόφαση του με αρ. 53.716 και ημερομηνία 23.5.2001, αποφάσισε 'να επιβεβαιώσει την Απόφαση του με αρ. 50.527 και ημερ. 21.10.1999 κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και καθόρισε την αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου, σύμφωνα με τον κανονισμό 11 των περί Βεβαιώσεωςκαι Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999 καθώς επίσης και τους μεταγενέστερους επί του θέματος κανονισμούς'.

3. Με βάση τα πιο πάνω το Υπουργείο Οικονομικών θεωρεί το θέμα λήξαν.»

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 53.716 ημερ. 23.5.2001 η οποία μνημονεύεται στην πιο πάνω παραγ. 2 της επιστολής του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 11.1.2002 έχει ως εξής:

«Αρ. Απόφασης 53.716

Αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου.

38.       Το Συμβούλιο:

α)         Έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας προς το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερ. 9.4.2001 (Γ.Ε. 14(Q)/1960/7), όπου ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωμοδοτεί ότι το αίτημα των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου κ. Αντρέα Φρυδά, κ. Αντρέα Γενεθλίου και κ. Σπύρου Χ"Γρηγορίου δεν μπορεί να ικανοποιηθεί όπως αυτό έχει υποβληθεί.

β)          Αποφάσισε να επιβεβαιώσει την Απόφασή του με αρ. 50.527 και ημερ. 21.10.1999, με την οποία καθόρισε την αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου, σύμφωνα με τον κανονισμό 11 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999, καθώς επίσης και τους μεταγενέστερους επί του θέματος κανονισμούς.»

Παραθέτω το ιστορικό λήψης της απόφασης με αρ. 53.716 γιατί είναι σχετικό με τα επίδικα θέματα της παρούσας προσφυγής:

Ο δικηγόρος τριών μελών του Εφοριακού Συμβουλίου - Φρυδά, Γενεθλίου και Χ"Γρηγορίου - με επιστολή του ημερ. 14.12.2000 προς τον Υπουργό Οικονομικών πρόβαλε τη θέση ότι λαμβάνουν αντιμισθία και δικαιώματα μικρότερα από τα αναφερόμενα στην επιστολή διορισμού τους.  Ο Υπουργός Οικονομικών απέρριψε το σχετικό ισχυρισμό. Το σχετικό μέρος της επιστολής του - ημερ. 15.2.2001 - προς το δικηγόρο των 3 μελών έχει ως εξής:

«Όπως σας έχω αναφέρει κατά τη σημερινή συνάντησή μας, η αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση του με αρ. 50.527 και ημερομηνία 21 Οκτωβρίου 1999, στις £29.000. Η αντιμισθία αυτή των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου αντιστοιχούσε με το μέσο όρο της κλίμακας Α15 επεκτεινόμενης κατά δύο προσαυξήσεις, περιλαμβανομένων των γενικών αυξήσεων πάνω στους βασικούς μισθούς που ίσχυαν το β΄ εξάμηνο του 1999, του ποσοστού τιμαριθμικού επιδόματος για την ίδια περίοδο καθώς και του 13ου μισθού.

Στις επιστολές διορισμού των υπό αναφορά μελών του Εφοριακού Συμβουλίου αναφέρεται ότι η αντιμισθία θα είναι η κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις.  Ήταν ξεκάθαρο, βέβαια, ότι, όπως σε όλες τις περιπτώσεις, έτσι και στην παρούσα η τοποθέτηση θα ήταν στην αρχική βαθμίδα της υπό αναφορά κλίμακας. Η αντιμισθία στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α15 (περιλαμβανομένων των γενικών αυξήσεων πάνω στους βασικούς μισθούς (30.204%), του τιμαριθμικού επιδόματος του β΄ εξαμήνου του 1999 (200,95%) και του 13ου μισθού) θα ανερχόταν στις £25.479.

Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός των υπό αναφορά μελών του Εφοριακού Συμβουλίου ότι τα ωφελήματα που λαμβάνουν είναι μικρότερα από τα αναφερόμενα στην επιστολή διορισμού τους, δεν ευσταθεί.»

Η πιο πάνω θέση των τριών μελών του Εφοριακού Συμβουλίου τέθηκε και ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.  Το τελευταίο με απόφαση του ημερ. 21.2.2001 «αποφάσισε να ζητήσει από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να γνωμοδοτήσει κατά πόσο το Υπουργικό Συμβούλιο είναι νομικά δεσμευμένο να ικανοποιήσει τα αιτήματα αυτά».

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωμάτευσε ότι το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί (βλ. επιστολή του ημερ. 9.4.2001).  Παραθέτω το σχετικό μέρος της γνωμάτευσης:

«Οι λόγοι για τους οποίους το υποβληθέν αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, κατά τη γνώμη μου, είναι διότι, ο Υπουργός Οικονομικών με την επιστολή του με ημερ. 22.10.99 προς τα μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου, απλά κοινοποίησε την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία διορίστηκαν τα μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου.

Το γεγονός ότι στην επιστολή αυτή αναφέρεται ότι θα καταβάλλεται στα μέλη η μισθολογική κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις δεν τροποποιεί το ύψος της αντιμισθίας των μελών, γιατί ο Υπουργός Οικονομικών δεν είχε εξουσία καθορισμού της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου.

Και τούτο διότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 11 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999, καθώς επίσης και των μεταγενέστερων επί του θέματος Κανονισμών, το ύψος της αντιμισθίας που θα καταβάλλεται στον Πρόεδρο και στα μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.  Στη συγκεκριμένη υπόθεση το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφασή του με Αρ. 50.527 ημερ. 21.10.99 καθόρισε ως αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου το ποσό των £29.000 αυξημένος με τις ισχύουσες εκάστοτε τιμαριθμικές αυξήσεις.

Παρά την πιο πάνω άποψη, και ενόψει του περιεχομένου της επιστολής του Υπουργού Οικονομικών με ημερ. 22.10.99, εναπόκειται στο Υπουργικό Συμβούλιο, να τροποποιήσει την Απόφασή του και να καθορίσει το ύψος της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου στην Κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις.»

Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι η ακύρωση της απόφασης η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την πιο πάνω επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 11.1.2002.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίσθηκαν (βλ. ένσταση τους) ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Ισχυρίσθηκαν, επίσης, (βλ. τη γραπτή αγόρευση τους) ότι «η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη γιατί δεν προσβάλλει διοικητική πράξη μέσα στην έννοια του άρθρου 146 του Συντάγματος αλλά χρηματική διαφορά η οποία προκύπτει από σύμβαση».

Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση η κα. Ερωτοκρίτου, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι η προσφυγή «είναι εκπρόθεσμη γιατί η αιτήτρια προσβάλλει την επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 11.1.2002 με την οποία επιβεβαίωσε τις προηγούμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.10.99 και ημερ. 23.5.2001».

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.10.99 είναι η απόφαση με την οποία διορίσθηκαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου και με την οποία καθορίσθηκε η αντιμισθία τους.  Η απόφαση ημερ. 23.5.2001 (έχει παρατεθεί πιο πάνω) είναι η απόφαση με την οποία επιβεβαιώθηκε η απόφαση ημερ. 21.10.99.  Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο να δείχνει ότι η αιτήτρια είχε λάβει γνώση των πιο πάνω δύο αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου.  Υπενθυμίζεται ότι το βάρος απόδειξης της γνώσης το φέρει ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.  Οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο βαρύνονται.  Αντίθετα υπάρχει μαρτυρία (βλ. σφραγίδα του Εφοριακού Συμβουλίου ημερ. 22.1.2002 επί της επιστολής ημερ. 11.1.2002, Παράρτημα 4 στην γραπτή αγόρευση της αιτήτριας) ότι η αιτήτρια έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 22.1.2002. Η προσφυγή ασκήθηκε την 2.4.2002.  Είναι επομένως εμπρόθεσμη.

Σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση η κα. Ερωτοκρίτου υπέβαλε ότι βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τέτοιες διαφορές και προς τούτο είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας.  Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-59), σελ. 232, 233 και 235.

Από την άλλη η κα. Ευσταθίου, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι η υπό εξέταση υπόθεση «αφορά όχι μια απλή χρηματική διαφορά στο ύψος της μισθοδοσίας, αλλά διαφορά μεταξύ Διοίκησης και Δημόσιου Λειτουργού και ειδικώτερα αφορά στην παραβίαση των μισθοδοτικών όρων απασχόλησης που η ίδια η Διοίκηση (δια του Υπουργού Οικονομικών) προσέφερε στην αιτήτρια με την επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 22.10.99 με βάση τους οποίους η αιτήτρια απεδέχθη το διορισμό της σαν μέλος του Εφοριακού Συμβουλίου».  Συνεπώς - συνέχισε - τα αποσπάσματα στα οποία παρέπεμψε η κα. Ερωτοκρίτου «αφορούν καθαρά είτε σε χρηματικές διαφορές που γεννώνται μεταξύ Διοικήσεως και ιδιωτών, είτε σχετίζονται με αμφισβητήσεις για το κύρος των μεταξύ του Δημοσίου και ιδιωτών καταρτιζομένων συμβάσεων».  Η κα. Ευσταθίου συμπλήρωσε ότι οι θέσεις της υποστηρίζονται από τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 87, Σπάταλος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 566/97, ημερ. 9.9.98 (απόφαση Νικήτα, Δ.) και Τσικουρής ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4417.

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 235, οι καθαρώς χρηματικές διαφορές μεταξύ διοίκησης και ιδιωτών οι οποίες έχουν σαν αντικείμενο την αναγνώριση της οφειλής ορισμένου χρηματικού ποσού "ή τον εξαναγκασμόν προς καταβολήν τούτου" αν πηγάζουν από πράξεις διαχείρισης ή από συμβάσεις δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας.  Σε σχέση με το ζήτημα της χρηματικής διαφοράς που γεννάται από μονομερή πράξη της διοίκησης που εκδίδεται με βάση τους κανόνες του διοικητικού δικαίου έχει γίνει δεκτό απο τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι εφ' όσο το αντικείμενο της αμφισβήτησης περιορίζεται σε απαίτηση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, και δεν υφίσταται ενδεχόμενο "άλλης τινός εφαρμογής ή άλλης συνέπειας της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, αρμόδια τυγχάνουν τα πολιτικά δικαστήρια".  Έτσι αίτηση στρεφόμενη "κατά πράξεως αρνούμενης την καταβολήν χρηματικής οφειλής του Δημοσίου" κρίθηκε ότι υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. απόφαση του Στ.Ε. 231/40).

           

Επίσης κρίθηκε απαράδεκτη:

(1)    "Αίτησις ακυρώσεως διώκουσα την καταβολήν καθυστερουμένων δεδουλευμένων αποδοχών" (Στ.Ε. 449/44, 1835/50).

(2)   "Αίτησις ακυρώσεως αφορώσα εις διαφοράν προκύπτουσαν εκ διοικητικής πράξεως περί αναλήψεως υποχρεώσεως καταβληθέντων μισθών, της      διαφοράς ταύτης υπαγόμενης εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών δικαστηρίων" (Στ.Ε. 1810/48).

(3)   "Αίτησις ακυρώσεως αφορώσα εις άρνησιν της διοικήσεως όπως καταβάλλει αποδοχάς δια το μεσολαβήσαν μεταξύ απολύσεως και επανόδου εις την υπηρεσίαν χρονικόν διάστημα" (Στ.Ε. 342-351/36,1512/50).

Ο Α.Γ. Τσούτσος «Διοίκησις και Δίκαιον» (1979) στη σελ. 189, αναφέρει:

«Η αξίωσις του δημοσίου υπαλλήλου προς καταβολήν των μισθών και εν γένει αποδοχών αυτού επιδιώκεται, ως ελέχθη, δι' αγωγής ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων κατά τας διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας. Διοικητικαί όμως πράξεις αφορώσαι εις τον καθορισμόν των αποδοχών κατ' εφαρμογήν των σχετικών νόμων, δύνανται να προσβάλλωνται δι' αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προς έλεγχον της νομιμότητος αυτών.»

Στην Φικάρδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 561 και στη Σπάταλου (πιο πάνω) υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 στη σελ. 236:

«Αι περί των μισθών, αποζημιώσεων, επιδομάτων και αποδοχών εν γένει δημοσίων υπαλλήλων διαφοραί, συνδεόμεναι αμέσως προς την κατά νόμον ρύθμισιν της δημοσιοϋπαλληλικής σχέσεως, ούσης δημοσίου δικαίου, και μη εντοπιζόμεναι εις απλήν διεκδίκησιν συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, παραδεκτώς φέρονται ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως.»

Στη Γεωργιάδου (πιο πάνω) αντικείμενο της προσφυγής ήταν η αξίωση του αιτητή, ο οποίος ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης, για υπερωριακή αποζημίωση.

Η Δημοκρατία ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά χρηματική διαφορά, εφόσον εκείνο το οποίο διεκδίκησε ο αιτητής ήταν χρηματική αποζημίωση για υπερωριακή εργασία.  Στην απόφαση της Ολομέλειας, που εκδόθηκε από τον Γαβριηλίδη, Δ., το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.  Είναι γεγονός ότι η επίδικη απόφαση προσβάλλει συμφέροντα χρηματικά.  Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δημιουργείται και χρηματική διαφορά.  Η αληθινή φύση της διαφοράς αφορά στο νομικό δικαίωμα ή μη του εφεσίβλητου και, αντίστοιχα, τη νομική υποχρέωση ή μη του εφεσείοντα για αποζημίωση για υπερωριακή εργασία.  Δεν συνιστά χρηματική αμφισβήτηση.»

Στην Τσικουρή (πιο πάνω) αντικείμενο της προσφυγής ήταν η νομιμότητα περικοπής των αποδοχών του αιτητή.  Ο Νικήτας, Δ., προσέγγισε ως εξής το θέμα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (στη σελ. 4422):

«Η υπό κρίση διαφορά έχει διοικητική υφή γιατί στη σχέση υπαλλήλου και νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κυριαρχεί το εξουσιαστικό στοιχείο και κατ' ανάγκη ανακύπτει ζήτημα νομιμότητας της πράξης.  Δεν είναι χρηματική διαφορά η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων.  Τη γνώμη αυτή υποστηρίζει με σαφήνεια η απόφαση Καντζιάης ν. Δημοκρατίας (1982) 1 Α.Α.Δ. 606.  Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στον Τσούτσο 'Διοίκησις και Δίκαιον' σελ. 169. Ο Κυριακόπουλος 'Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον' Μέρος Γ, σελ. 260 και 261 διατυπώνει τον κανόνα ως εξής:

'Η απόφασις (περικοπής αποδοχών) είναι εκτελεστή διοικητική πράξις και, ως τοιαύτη, δύναται να προσβληθή παρά του υπαλλήλου ενώπιον του Σ.τ.Ε δι' αιτήσεως ακυρώσεως.  Γενομένης δεκτής της προσφυγής ταύτης, η ακύρωσις της αποφάσεως του υπηρεσιακού συμβουλίου υποχρεοί την αρμοδίαν αρχήν εις απόδοσιν του περικοπέντος ποσού εκ του μισθού του υπαλλήλου.'»

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η αληθινή φύση της διαφοράς αφορά στο νομικό δικαίωμα της αιτήτριας να διεκδικήσει την αντιμισθία η οποία της είχε προσφερθεί με το έγγραφο διορισμού της και αντίστοιχα τη νομική υποχρέωση των καθ' ων η αίτηση να της καταβάλουν εκείνη την αντιμισθία.  Δεν συνιστά με οποιοδήποτε τρόπο χρηματική αμφισβήτηση.  Η επίδικη διαφορά συνδέεται «αμέσως προς την κατά νόμον» ρύθμιση της σχέσεως της αιτήτριας με την διοίκηση.  Άλλωστε το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του ημερ. 21.2.2001 (βλ. πιο πάνω) αποφάσισε να ζητήσει γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά πόσο είναι νομικά δεσμευμένο να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας. Κρίνω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος και μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του ιδίου άρθρου.  Έπεται πως η σχετική προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η ουσία της προσφυγής.

Η κα. Ευσταθίου υπέβαλε ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 23.5.2001 (έχει παρατεθεί πιο πάνω) παραβιάζει τις βασικές αρχές του διοικητικού δικαίου, την αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.  Η αρχή της χρηστής διοίκησης - σενέχισε η κα. Ευσταθίου - δεν επιτρέπει στη διοίκηση να ενεργεί κατά τρόπο αντιφατικό και κακόπιστο ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί, χωρίς λόγο τον πολίτη και έτσι να προσβάλλεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του προς αυτή.  Οι αρχές της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης παραβιάζονται όταν οι οικονομικές συνέπειες μιας διοικητικής πράξης εκτιμούνται από τη διοίκηση μόνο από την πλευρά του συμφέροντος του δημοσίου και όχι του συμφέροντος του διοικούμενου.

Στην παρούσα υπόθεση - συμπλήρωσε η κα. Ευσταθίου - η διοίκηση ενήργησε κατά τρόπο τουλάχιστο αντιφατικό, με συνέπεια να ταλαιπωρεί την αιτήτρια τόσο οικονομικά αλλά και άλλως πως.  Η διοίκηση εκτιμά τις οικονομικές συνέπειες που δημιούργησε η επιστολή/γνωστοποίηση του Υπουργού Οικονομικών ημερομηνίας 22.10.1999 μόνο από της πλευράς του συμφέροντος του δημοσίου και όχι του συμφέροντος της αιτήτριας, η οποία εγκατέλειψε τη θέση Διευθύντριας Διοικήσεως που κατείχε σαν δεύτερη τη τάξει μετά το Γενικό Διευθυντή στην ιεραρχία της διοίκησης Υπουργείου, καθώς και όλα τα άλλα ωφελήματα και προοπτικές που συνεπάγεται η θέση, για να αναλάβει σαν μέλος του Εφοριακού Συμβουλίου για μια τετραετή θητεία.  Η επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 22.10.99, με την οποία διορίσθηκε ως μέλος του Εφοριακού Συμβουλίου με τη μισθολογική κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά δύο προσαυξήσεις, δημιούργησε όντως πραγματικές καταστάσεις υπέρ της αιτήτριας, αφού η μισθοδοσία που πρόσφερε ο Υπουργός Οικονομικών στην αιτήτρια με την πιο πάνω επιστολή του δεν ήταν αυτή που αποφάσισε το Υπουργικό Συμβούλιο.  Δημιουργήθηκε δηλαδή, στην αιτήτρια η πεποίθηση ότι οι όροι αντιμισθίας της ήταν αυτοί που εκτίθενται στην επιστολή του Υπουργού, με την ανοχή και τη σύμπραξη της διοίκησης, δια του Υπουργού Οικονομικών.  Δικαιολογημένα δηλαδή η αιτήτρια θεώρησε ότι ο αρμόδιος Υπουργός μετέφερε αυτούσια την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο είχε την αρμοδιότητα καθορισμού της μισθοδοσίας.  Κάτι  όμως που ο Υπουργός δεν έπραξε.  Ο Υπουργός μετέφερε στην αιτήτρια αντί την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τη δική του Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο.

Και αν ακόμη - κατέληξε - λανθασμένα ο Υπουργός γνωστοποίησε στην αιτήτρια τη μισθοδοσία που αυτός πρότεινε με την Πρόταση του ώφειλε να είχε διορθώσει το λάθος αμέσως μετά που το είχε διαπιστώσει.  Και είναι βέβαιο ότι το είχε διαπιστώσει λίγες μέρες μετά.  Συγκεκριμένα στις 15.11.1999 όταν ο Υπουργός έλαβε το «Απόσπασμα από τα Πρακτικά της Συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου 1999», δηλαδή μια μόνο  μέρα προτού η αιτήτρια προβεί στην αποδοχή του διορισμού της στο Εφοριακό Συμβούλιο. Και όμως δεν έπραξε τούτο, παρά μόνο στις 11.1.2002, δηλαδή μετά την παρέλευση δύο (2) και πλέον ετών και μετά από επανειλημμένες επιστολές/υπενθυμίσεις της αιτήτριας, έθεσε για πρώτη φορά ενώπιον της αιτήτριας τις δύο Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για να καταλήξει ότι το Υπουργείο Οικονομικών «θεωρεί το θέμα λήξαν».

Η κα. Ερωτοκρίτου υιοθέτησε το περιεχόμενο της πιο πάνω γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (βλ. πιο πάνω) και το θεώρησε ως μέρος της αγόρευσης της.  Πρόσθεσε ότι αρμοδιότητα για τον καθορισμό της αντιμισθίας του Προέδρου και των Μελών του Εφοριακού Συμβουλίου έχει μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Καν. 11 των περί Βεβαιώσεως και  Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999. Υπέδειξε ότι η αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου «σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.10.99 ανέρχεται στο ποσό των £29.000».  Είναι φανερόν - συνέχισε - «ότι η αντιμισθία αυτή αντιστοιχεί με το μέσο όρο της κλίμακας Α15 επεκτεινόμενης κατά δύο προσαυξήσεις περιλαμβανομένων των γενικών αυξήσεων πάνω στους βασικούς μισθούς, συν το τιμαριθμικό επίδομα και τον 13ον μισθό, γιατί:

(α)       Αν ήταν στην αρχική βαθμίδα (συν τιμαριθμικό και αυξήσεις) θα ανερχόταν στις £24.479.- μόνο και όχι στις £29.000.-

(β)         Βάσει της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου η χρονική περίοδος του διορισμού των αιτητών είναι για περίοδο τεσσάρων ετών, άρα ήταν αδύνατο θα διανυθεί και εξαντληθεί η κλίμακα Α15 συν δύο προσαυξήσεις.

(γ)        Ούτε και είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι επί των £29.000.- θα υπολογίζεται το τιμαριθμικόν και οι αυξήσεις γιατί τότε το ποσό θα ανήρχετο στις £95.000.»

Παρατηρώ:  Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει σαν έρεισμα τη θέση της κας Ερωτοκρίτου ότι η αντιμισθία των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου «αντιστοιχεί με το μέσο όρο της κλίμακας Α15 επεκτεινόμενης κατά δύο προσαυξήσεις».  Με την προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιβεβαιωθεί η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 21.10.99 σύμφωνα με την οποία ο «ετήσιος μισθός» των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίσθηκε στο ποσό των £29.000.- αυξημένος με τις ισχύουσες εκάστοτε τιμαριθμικές αυξήσεις». Κρίνω, επομένως, ότι η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να κριθεί με βάση το περιεχόμενο της και την αιτιολογία της και όχι με βάση θέσεις που προβάλλονται από τους συνήγορους των καθ' ων η αίτηση.  Οι τελευταίοι δεν μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία.  Τα όσα ανάφερε η κα. Ερωτοκρίτου αποτελούν απλώς ισχυρισμούς και επιχειρήματα που προβάλλονται από τη δικηγόρο του διοικητικού οργάνου.  Δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στη διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης (J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 301, Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15, Metalock (Near East) Limited v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351, 359, Morris v. Registrar of Trade Marks (1985) 3 C.L.R. 732, 737, Georghiou and Another v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2354, Liberty P.L.C. v. Registrar of Trade Marks (1986) 3 C.L.R. 2564 και Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

Προσθέτω ότι η σχετική επιχειρηματολογία της κας Ερωτοκρίτου έχει σαν υπόβαθρο της την πιο πάνω επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 15.2.2001 (βλ. πιο πάνω).  Πρέπει, ωστόσο, να επαναλάβω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει υιοθετήσει την αιτιολογία που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή.   Για τους πιο πάνω λόγους η σχετική επιχειρηματολογία της κας Ερωτοκρίτου απορρίπτεται.

Οι εισηγήσεις της κας Ευσταθίου που σχετίζονται με την αρχή της καλής πίστης πηγάζουν από την Ελληνική Νομολογία.  Οι σχετικές αρχές αναλύονται ως εξής από τον Π.Δ. Δαγτόγλου στο «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, 1992, παραγ. 387-391:

«387. Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής.  Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.  Όπου όμως ο νόμος απαιτεί την τήρηση ορισμένου τύπου, π.χ. την έκδοση προεδρικού διατάγματος, που παραλείπει η διοίκηση (εκδίδοντας π.χ. υπουργική απόφαση), η επίκληση της αρχής της καλής πίστεως από τον ιδιώτη δεν αρκεί για να αναπληρώσει την (έστω κακόπιστη) παρατυπία.  Ενδεχομένως, βέβαια, θεμελιώνεται κρατική ευθύνη προς αποζημίωση.

388. Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της διακαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη.  Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη.  Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος δεν επιδέχεται βέβαια ως κανόνα συμβατικές ή ημι-συμβατικές δεσμεύσεις της διοικήσεως, όπως εκείνες στις οποίες αρχικώς αναφερόταν η αρχή της καλής πίστεως. ο βασικός τρόπος ενέργειας της διοικήσεως παραμένει λοιπόν κατ' ανάγκη μονομερής.  Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς ματαβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζόμενους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοικήσεως να μεταβάλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο.

389. Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας.  Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς.  Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως.  Συγκεκριμένα, κακόπιστη είναι η συμπεριφορά της διοικήσεως, όταν αίρει εκ των υστέρων στην συγκεκριμένη περίπτωση κίνητρα που πρόβλεψε ο νόμος για να προσελκύσει ορισμένη συμπεριφορά του ιδιώτη (συχνά στην νομοθεσία επενδύσεων ή εισαγωγής ξένου συναλλάγματος).  ή όταν αντίκειται σε υποσχέσεις ή 'δεσμευτικές' ή 'επίσημες' πληροφορίες των αρμόδιων αρχών ή πληροφορίες, την χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος (αν όχι απλές πληροφορίες χωρίς δέσμευση).

390.  Τα ανωτέρω ισχύουν όμως μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως.  Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει την διοίκηση από την υποχρέωση της να εφαρμόσει τον νόμο, αν και μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του κράτους προς αποζημίωση.

391.  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται (αν και όχι σταθερά) ότι δεν είναι καλόπιστη και επομένως δεν συγχωρείται η ανατροπή μιας παράνομης πραγματικής καταστάσεως, που έγινε ανεκτή επί πολύ χρόνο, εκτός εάν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως ή αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη.»

Οι πιο πάνω αρχές έχουν υιοθετηθεί και από τη δική μας νομολογία (βλ. Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droushiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546 και Καμένος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 25, 37).

Προσθέτω ότι η αρχή του «estoppel», όπως επεξηγείται από το Δαγτόγλου (πιο πάνω) στην παραγ. 387, είναι περίπου ταυτόσημη προς την αρχή του estoppel όπως έχει καθιερωθεί από το δίκαιο της επιείκειας (Βλ. Hadji Yiannis v. The Attorney-General of the Republic (1970) 1 C.L.R. 32, 48).

Νομικό βάθρο της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 9.4.2001 (βλ.  πιο πάνω), σύμφωνα με την οποία το ύψος της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο και επομένως ο Υπουργός Οικονομικών δεν «είχε  εξουσία καθορισμού της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου».  Πράγματι ούτως έχουν τα πράγματα.  Σύμφωνα με τον Καν. 11 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 139/99) «στον Πρόεδρο και στα μέλη του Εφοριακού Συμβουλίου καταβάλλεται αντιμισθία το ύψος της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.».  Ωστόσο πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου παραπέμφθηκε στον Υπουργό Οικονομικών «για ενημέρωση και τις απαραίτητες ενέργειες» (βλ. πιο πάνω). Ο τελευταίος με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 22.10.99 επέλεξε να προσφέρει στην αιτήτρια αντιμισθία διαφορετική από εκείνη που είχε καθορισθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Η αιτήτρια  διατείνεται ότι ένας από τους λόγους που απεφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση την οποία κατείχε - επί της κλίμακας Α15 - και να αποδεχθεί το διορισμό ήταν η αντιμισθία.  Κρίνω, επομένως, ότι η Διοίκηση μέσω του Υπουργού δημιούργησε μια κατάσταση η οποία οδήγησε την αιτήτρια στην αποδοχή του διορισμού της.  Θα έλεγα, επομένως, ότι ισχύουν οι πιο πάνω αρχές της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς. Θα έλεγα, επίσης, ότι η Διοίκηση δεν δικαιούται να αγνοεί την κατάσταση που έχει δημιουργήσει για την αιτήτρια.

Το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο δεν υπάρχει πεδίο εφαρμογής των αρχών της καλής πίστης και της συνεπούς συμπεριφοράς λόγω του ότι ο Υπουργός Οικονομικών είχε ενεργήσει χωρίς αρμοδιότητα (βλ. την πιο πάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας). Όπως υποδεικνύεται από τον Δαγτόγλου (πιο πάνω) στην παραγ. 390 οι αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς συμπεριφοράς «ισχύουν μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως».  Δεν ισχύουν στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας.  Στην παρούσα υπόθεση από το κείμενο του πιο πάνω Κανονισμού 11 προκύπτει σαφώς ότι ο καθορισμός του ύψους της αντιμισθίας των μελών του Εφοριακού Συμβουλίου αποτελεί θέμα το οποίο βρίσκεται εντός της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν υφίσταται θέμα δέσμιας αρμοδιότητας. Το Υπουργικό Συμβούλιο ανέθεσε στον Υπουργό Οικονομικών να υλοποιήσει τη σχετική απόφαση του.  Ο τελευταίος, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, επέλεξε να διαφοροποιήσει την απόφαση αναφορικά με το ύψος της αντιμισθίας.  Εφόσον ο καθορισμός του ύψους της αντιμισθίας είναι θέμα διακριτικής ευχέρειας και όχι δέσμιας αρμοδιότητας ισχύουν οι αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς διαφοράς.  Οι τελευταίες δεν επιτρέπουν στη διοίκηση να επικαλείται την έλλειψη αρμοδιότητας του Υπουργού και να αγνοεί την κατάσταση που έχει δημιουργήσει για την αιτήτρια.  Κρίνω, επομένως, ότι η Διοίκηση έχει παραβεί τις αρχές της καλής πίστεως και της συνεπούς συμπεριφοράς.  Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει ν' ακυρωθεί.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.



 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο