ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 465
19 Μαΐου, 2003
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΛΤΔ,
Αιτήτρια,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
Καθ΄ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 340/2001)
Ακυρωτική Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Υποχρέωση συμμόρφωσης ― Παράλειψη συμμόρφωσης αποτελεί παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και δύναται να προσβληθεί ως τέτοια με προσφυγή ― Τέτοιας φύσης η επίδικη παράλειψη συμμόρφωσης με ακυρωτική απόφαση του δικαστηρίου, κατά παράλειψης απάντησης σε αίτημα του διοικουμένου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αντικείμενο ― Παράλειψη απάντησης σε αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής ― Έκδοση της απόφασης δεν επιφέρει απαραιτήτως κατάργηση της δίκης, εφόσον δυνατόν να επήλθε ζημιά από την παράλειψη.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Παράλειψη απάντησης σε αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής κρίθηκε ακυρωτέα ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια εταιρεία ζήτησε την ακύρωση της παράλειψης του καθ' ου η αίτηση Δήμου να απαντήσει επί της αιτήσεώς της για άδεια οικοδομής. Η παράλειψη του Δήμου συνεχιζόταν επί χρόνια παρόλο που είχε ήδη μεσολαβήσει και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρωτική της παράλειψης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη παράλειψη, αποφάσισε ότι:
1. Μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95 και εφόσον η αιτήτρια δε συμμορφώθηκε με αυτή, η παρούσα προσφυγή θάπρεπε να στρέφεται κατά της παράλειψης αυτής και όχι κατά της ίδιας παράλειψης που ακυρώθηκε με την προσφυγή 76/95 αλλά, παρά ταύτα, συνεχίστηκε. Εν πάση περιπτώσει, το σημείο αυτό δεν εμποδίζει την εξέταση της παρούσας προσφυγής ως στρεφόμενης, ουσιαστικά, κατά της παράλειψης του καθ΄ου η αίτηση να συμμορφωθεί, εντός ευλόγου χρόνου, με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95.
2. Σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον υπάρχει το ενδεχόμενο, όσο και αν αυτό είναι απομακρυσμένο, ο αιτητής να έχει υποστεί ζημιά από τη μη έγκαιρη εξέταση αιτήματός του από τη Διοίκηση, η προσφυγή του για παράλειψη εξέτασης του αιτήματός του δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου, αν εκκρεμούσης της προσφυγής το αίτημα εξετασθεί και ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι η ακυρωτική απόφαση είναι απαραίτητη για την εκ μέρους του διεκδίκηση αποζημιώσεων βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδεχόμενο ο αιτητής να έχει υποστεί ζημία από τη μη έγκαιρη εξέταση του αιτήματός του για άδεια οικοδομής δεν μπορεί να αποκλειστεί.
3. Όσον αφορά την ουσία της προσφυγής, η παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση να συμμορφωθεί, εντός ευλόγου χρόνου, με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95, αλλά να εξετάσει την αίτηση για άδεια οικοδομής τρεισήμισι ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 76/95, συνιστά παράβαση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και, ως εκ τούτου, ακυρωτέα παράλειψη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1055,
Βυρίδη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 420,
Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490.
Προσφυγή.
Μ. Κυριακίδης, για την Αιτήτρια.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Καθ΄ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 27.4.1994 η αιτήτρια υπέβαλε προς τον καθ΄ου η αίτηση Δήμο Λευκωσίας, ως την αρμόδια Αρχή, αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής. Δεν της δόθηκε, όμως, οποιαδήποτε απάντηση παρά τις υπενθυμιτικές επιστολές της. Ως εκ τούτου, στις 18.1.1995 καταχώρησε την υπ΄αριθμό 76/95 προσφυγή με την οποία ζητούσε "Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση ή/και παράλειψη του Καθ΄ου η Αίτηση να εξετάσει αίτηση του Αιτητή για άδεια οικοδομής είναι άκυρη και παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος."
Στις 8.9.1997 το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του, αποδέχθηκε την προσφυγή με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Οι καθ΄ων η αίτηση δέκτηκαν πως ουδέποτε απορρίφθηκε η αίτηση για άδεια οικοδομής και πως ουδέποτε απάντησαν στους αιτητές σε σχέση με το θέμα αυτό. Αναφέρθηκαν σε επιστολή προς αρμόδιο τμήμα αναφορικά με την πυρασφάλεια αλλά εκείνο που προκύπτει ως η εξήγηση της στάσης τους είναι το γεγονός της πρόθεσής τους, αρχικά, να απαλλοτριώσουν το ακίνητο και, μετά, η ίδια η δημοσίευση γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης και στη συνέχεια διαταγμάτων απαλλοτρίωσης και επίταξης.
Οι καθ΄ων η αίτηση είχαν καθήκον να εξετάσουν την αίτηση που τους υποβλήθηκε και να αποφασίσουν αν θα την εγκρίνουν ή αν θα την απορρίψουν και δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθω σ΄αυτή την υπόθεση σε συζήτηση ως προς το αν αυτό το καθήκον επιβαλλόταν όχι μόνο από τον ίδιο τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε, ως συνέπεια της εξουσίας που ανατίθεται στην αρμόδια αρχή αλλά και από το άρθρο 29 του Συντάγματος. (Βλ. συναφώς Phedias Kyriakides v. Republic (ανωτέρω) Charilaos Xenophontos v. Republic 2 RSCC 89, Panayiotopoulou - Toumazi v. Nicosia M'ty (1985) 3 C.L.R. 2405, Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R 1335, Lemi and Others v. District Adminstration N'sia (1986) 3 C.L.R. 2226, Δημοκρατία ν. Γιωργαλλή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 590, Δημητρίου ν. ΚΟΤ κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 610 αλλά και Δημοτική Ε. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434. Ούτως ή άλλως, δεν έχουμε περίπτωση απόφασης που υποστηρίχθηκε πως εξ αντικειμένου δεν ήταν δυνατό να ληφθεί ή περίπτωση στην οποία θα μπορούσε να λεχθεί ότι δεν παρήλθε εύλογος χρόνος από την υποβολή της αίτησης. (βλ. σχετικά Γαβριήλ Γ. Χρυσάνθου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 1466). Η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να εξετάσουν την αίτηση και να απαντήσουν στον αιτητή αναφορικά με την απόφασή τους, δεν συνδέεται με οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να ενταχθεί στις εγγενείς ανάγκες της περίστασης. (βλ. M'pal C'ttee of Larnaca v. Georghiou (1988) 3 C.L.R. 123, Ανδρούλλα Ανδρέα Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1055, Oscar Estates Ltd ν. Δήμου Παραλιμνίου (1993) 4 Α.Α.Δ. 2642). Ουσιαστικά έχουμε ενσυνείδητη επιλογή για μη εξέταση - απάντηση, για τους λόγους που σημείωσα. Η πρόθεση, όμως, για απαλλοτρίωση αλλά και η ίδια η δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης και επίταξης δεν αναιρούν το καθήκον για εξέταση της αίτησης, απόφαση επ΄αυτής και απάντηση. Αν νόμιζαν οι καθ΄ων η αίτηση πως αυτοί ήταν λόγοι απόρριψης της αίτησης, ας την απέρριπταν οπότε και θα ελεγχόταν η νομιμότητα της απόρριψης αν οι αιτητές την προσέβαλλαν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη παράλειψη δεν έπρεπε να είχε προκύψει και παν το παραλειφθέν έδει να είχε εκτελεστεί."
Στις 9.10.1997, η αιτήτρια, με επιστολή της προς τον καθ΄ου η αίτηση, ζήτησε και πάλι την εξέταση της αίτησής της για άδεια οικοδομής και την έκδοση της σχετικής άδειας. Όμως, και πάλι, δεν πήρε οποιαδήποτε απάντηση. Ως εκ τούτου, στις 23.4.2001, τρεισήμισι δηλαδή χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης στην προσφυγή 76/95, η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά "Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση ή/και παράλειψη του Καθ΄ου η Αίτηση να εξετάσει την αίτηση του Αιτητή αρ. Α159/94 για άδεια οικοδομής είναι άκυρη και παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος και ότι παν το παραλειφθέν θα έδει να είχε εκτελεστεί.".
Στις 17.8.2001, τέσσερις δηλαδή περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, ο καθ΄ου η αίτηση εξέδωσε στην αιτήτρια τη ζητηθείσα άδεια οικοδομής.
Δεδομένου ότι με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η ίδια ακριβώς παράλειψη που προσβλήθηκε με την προσφυγή 76/95, στην οποία και εκδόθηκε η ακυρωτική απόφαση της 8.9.1997, ζήτησα τις απόψεις των δικηγόρων των διαδίκων κατά πόσο, με την παρούσα προσφυγή, αντί της παράλειψης του καθ΄ου η αίτηση να εξετάσει την αίτηση του αιτητή για άδεια οικοδομής, θάπρεπε να προσβληθεί η παράλειψη συμμόρφωσης του καθ΄ου η αίτηση με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95, παράλειψη η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, συνιστά παράβαση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με προσφυγή. (Βλ., μεταξύ άλλων, Α. Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 1055 και Γ. Βυρίδη ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 420). Ο δικηγόρος της αιτήτριας απάντησε το ερώτημα αρνητικά. Υποστήριξε ότι εφόσον, μετά την απόφαση στην προσφυγή 76/95, συνεχίστηκε η παράλειψη εξέτασης της αίτησης του αιτητή, η παράλειψη αυτή συνιστούσε νέα εκτελεστή διοικητική παράλειψη και, επομένως, μπορούσε να προσβληθεί με νέα προσφυγή. Αντίθετη ήταν η θέση που υποστήριξε ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση.
Έχω την άποψη ότι η ορθή προσέγγιση είναι ότι, μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95 και εφόσον η αιτήτρια δε συμμορφώθηκε με αυτή, η παρούσα προσφυγή θάπρεπε να στρέφεται κατά της παράλειψης αυτής και όχι κατά της ίδιας παράλειψης που ακυρώθηκε με την προσφυγή 76/95 αλλά, παρά ταύτα, συνεχίστηκε. Εν πάση περιπτώσει, δεν θεωρώ ότι το σημείο αυτό με εμποδίζει από το να προχωρήσω και εξετάσω την παρούσα προσφυγή ως στρεφόμενη, ουσιαστικά, κατά της παράλειψης του καθ΄ου η αίτηση να συμμορφωθεί, εντός ευλόγου χρόνου, με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95.
Ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση εισηγήθηκε στην αγόρευσή του ότι αφ΄ης στιγμής, στις 17.8.2001, ο καθ΄ου η αίτηση εξέδωσε στην αιτήτρια τη ζητηθείσα άδεια οικοδομής, η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και, επομένως, θαπρεπε να απορριφθεί γι΄αυτό το λόγο. Η εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Σύμφωνα με τη νομολογία, εφόσον υπάρχει το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, ο αιτητής να έχει υποστεί ζημιά από τη μη έγκαιρη εξέταση αιτήματός του από τη Διοίκηση, η προσφυγή του για παράλειψη εξέτασης του αιτήματός του δεν καθίσταται άνευ αντικειμένου, αν εκκρεμούσης της προσφυγής το αίτημα εξετασθεί και ικανοποιηθεί, δεδομένου ότι η ακυρωτική απόφαση είναι απαραίτητη για την εκ μέρους του διεκδίκηση αποζημιώσεων βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. (Βλ. σχετικά Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490). Στην προκείμενη περίπτωση, το ενδεχόμενο ο αιτητής να έχει υποστεί ζημία από τη μη έγκαιρη εξέταση του αιτήματός του για άδεια οικοδομής δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Όσον αφορά την ουσία της προσφυγής, βρίσκω ότι η παράλειψη του καθ΄ου η αίτηση να συμμορφωθεί, εντός ευλόγου χρόνου, με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95, αλλά να εξετάσει την αίτηση για άδεια οικοδομής τρεισήμισι ολόκληρα χρόνια μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή 76/95, συνιστά παράβαση οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας και, ως εκ τούτου, ακυρωτέα παράλειψη. Το γεγονός ότι η πολεοδομική άδεια την οποία έλαβε η αιτήτρια το 1993 έληξε το 1996 και, επομένως, εφόσον μετά το 1996 δεν είχε πολεοδομική άδεια, δεν ετίθετο ζήτημα να της χορηγηθεί άδεια οικοδομής, δεν σημαίνει, όπως η εισήγηση του δικηγόρου του καθ΄ου η αίτηση, ότι δεν οφειλόταν οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του, ήτοι εξέταση της αίτησης. Ο καθ΄ου η αίτηση όφειλε να εξετάσει την αίτηση, πάντοτε σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95 και, εφόσον δεν υπήρχε σε ισχύ πολεοδομική άδεια, να την απορρίψει, αν έτσι έκρινε, πάνω σ΄αυτή τη βάση. Και όχι να έλθει, μετά τρεισήμισι χρόνια, και, όπως αναφέρει ο δικηγόρος του, να εκδώσει στην αιτήτρια άδεια οικοδομής "καταχρηστικά και παρά τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο και θεωρήση χωρίς να υποβληθή νέα αίτησις προς έκδοσιν Πολεοδομικής ότι παρετάθη η ισχύς της Πολεοδομικής Αδείας μέχρι την 16.8.2004.".
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η παράλειψη εξέτασης της αίτησης του αιτητή για άδεια οικοδομής, σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 76/95, δεν έπρεπε να είχε προκύψει και παν το παραλειφθέν, ήτοι η εξέταση της εν λόγω αίτησης, έδει να είχε εκτελεστεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.