ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 344

22 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

MARIA-BELLA A. MABELLO,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.  ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ                             ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ' ών η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 725/2001)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία Αίτημα για έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου που να επιβάλλει την έκδοση διοικητικής απόφασης συγκεκριμένου περιεχομένου Εκτός των πλαισίων της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αλλοδαποί Διακριτική ευχέρεια του κράτους να χορηγεί άδειες παραμονής αλλοδαπών Ο μόνος ουσιαστικός φραγμός, είναι όπως  η ευχέρεια ασκείται καλόπιστα.

Αλλοδαποί Απέλαση Νόμιμα αποφασίζεται σε αναφορά με απαγορευμένους μετανάστες Αλλοδαπός που παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία, κατά παράβαση άδειας που του παραχωρήθηκε, θεωρείται, βάσει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), Άρθρο 6(1)(κ), ως απαγορευμένος μετανάστης Η αιτιολογία μιας τέτοιας απόφασης δύναται να περιέχεται στο διοικητικό φάκελο.

Ο περί της Συμβάσεως των Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματικές Διατάξεις) (Κυρωτικός) Νόμος του 1977 (Αρ. 36/77) Άρθρο 8.1 Δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης αυτός που απώλεσε την εργοδότησή του Η εγκατάλειψη της εργασίας όμως, δεν καθιστά τον αλλοδαπό ως μετανάστη που απώλεσε την εργοδότησή του.

Ο περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) Νόμος του 2000 (Ν. 18) (ΙΙΙ)/2000) Άρθρο 1 Απαραίτητη προϋπόθεση για απέλαση νόμιμου μετανάστη, το δικαίωμα ακροάσεως Ρητή αναφορά σε νόμιμους μετανάστες.

Αλλοδαποί Απέλαση Δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής αλλοδαπού, διότι εκκρεμεί η δίκη του ή κάποιο αίτημά του ενώπιον των αρμοδίων αρχών.

Η αιτήτρια ζήτησε με την προσφυγή την ακύρωση των διαταγμάτων σύλληψης και απέλασης της, αλλά και διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτάσσει την χορήγηση σε αυτήν άδειας εισόδου στη Δημοκρατία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.         Η αιτήτρια με την προσφυγή της επιζητεί δήλωση του δικαστηρίου ότι τα επίδικα διατάγματα σύλληψης και απέλασης, που όπως ισχυρίζεται δεν της κοινοποιήθηκαν, είναι άκυρα.  Αξιώνει επίσης απόφαση ή διάταγμα που να διατάσσει τον Υπουργό Εσωτερικών (καθ' ου η αίτηση 1) να επιτρέψει και/ή χορηγήσει άδεια στην αιτήτρια να εισέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Είναι φανερό ότι το τελευταίο αίτημα θεραπείας δεν εμπίπτει, έχοντας υπόψη το Άρθρο 146 του Συντάγματος και τη νομολογία που το ερμήνευσε, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

2.         Αφού η αιτήτρια εν προκειμένω φαίνεται να παρέβη τους όρους εργασίας της, η ενέργεια της διοίκησης να ακυρώσει την άδειά της ήταν εύλογα επιτρεπτή, χωρίς να υπάρχει ή να έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει κακή πίστη εκ μέρους της στον χειρισμό της υπόθεσης. Η απόφαση περαιτέρω για κράτηση και απέλαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη και εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο.

3.           Ο δεύτερος λόγος, που προβάλλει η αιτήτρια, είναι ότι παραβιάστηκαν οι δύο κυρωτικοί της Συνθήκης Νόμοι στους οποίους αναφέρθηκε ο συνήγορος, οι οποίοι και έχουν αυξημένη ισχύ έναντι της Εθνικής Νομοθεσίας.  Το άρθρο 8 του περί της Συμβάσεως των Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματικές Διατάξεις) (Κυρωτικού) Νόμου του 1977 (αρ. 36/77) προβλέπει τα ακόλουθα:

«8.1 Υπό την προϋπόθεσιν ότι ούτος έχει παραμείνει νομίμως εν τινι εδάφει προς τον σκοπόν απασχολήσεως, ο μετανάστης εργάτης δέον να μη θεωρήται ότι τελεί εις παράνομον ή αντικανονικήν κατάστασιν εκ μόνον του λόγου της απωλείας της εργοδοτήσεως του, ήτις αφ' εαυτής δεν δύναται να συνεπάγηται την ανάκλησιν της αδείας παραμονής του ή, αναλόγως της περιπτώσεως της αδείας εργασίας.»

            Δεν υπάρχει παραβίαση της εν λόγω διάταξης.  Το επίδικο μέτρο δεν λήφθηκε γιατί η αιτήτρια απώλεσε την εργασία της.  Δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται από μέρους της η εκδίωξη από την εργασία της.  Η ίδια την εγκατέλειψε και παρά τις συστάσεις του Υπουργείου να επιστρέψει σε αυτή δεν το έπραξε.  Υπό τις συνθήκες, δεν είχε νόμιμο έρεισμα η παραμονή της στην Κύπρο.

   Υποστηρίχθηκε επίσης ότι παραβιάζεται ο Δεύτερος Κυρωτικός Νόμος και συγκεκριμένα το Άρθρο 1 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) Νόμου του 2000 (Νόμος 18(ΙΙΙ)/2000) το οποίο προνοεί ότι:

   «Άρθρο 1 - Διαδικαστικές Εγγυήσεις σε σχέση με την απέλαση αλλοδαπών

1.       Αλλοδαπός ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος στην επικράτεια ενός Κράτους δεν απελαύνεται από αυτό εκτός προς εφαρμογή απόφασης η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και επιτρέπεται σε αυτό

α.  να υποβάλει λόγους εναντίον της απέλασης του,

β.  όπως η υπόθεση του τύχει αναθεώρησης, και

γ.  να αντιπροσωπευθεί για τους σκοπούς αυτούς ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή προσώπου ή προσώπων τα οποία κατονομάζονται από την αρχή αυτή.»

            Δεν έχει παραβιασθεί η παραπάνω διάταξη ούτε τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον η αλλοδαπή μετά την ακύρωση της άδειας παραμονής της δεν μπορούσε να θεωρείται νόμιμος κάτοικος Κύπρου, που αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου.

            Η αιτήτρια εδώ είχε τη δυνατότητα να ακουστεί, εκπροσωπήθηκε στα διάφορα διοικητικά όργανα και τελικά υπέβαλε και την παρούσα προσφυγή, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης.

5.           Το τρίτο και τελευταίο επιχείρημα της είναι ότι λόγω της απέλασης δεν μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά της από την εργοδότρια.  Αυτό δεν ευσταθεί.  Απόδειξη τούτου είναι ότι το δικαστήριο επιλαμβάνεται τώρα της υπόθεσής της.  Έχει νομολογηθεί ότι δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής του αλλοδαπού διότι εκκρεμεί η δίκη του ή κάποιο αίτημα του.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τodorov v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 109/00, ημερ. 14.12.2000,

Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401,

Pavlova v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2985,

Moyo a.o. ν. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203,

Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135.

Προσφυγή.

Δ. Κακουλλής, για την Αιτήτρια.

Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η αιτήτρια είναι αλλοδαπή.  Κατάγεται από τις Φιλιππίνες. Ήλθε στην Κύπρο στις 14/6/97. Της παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας ως οικιακής βοηθού.  Αργότερα εξασφάλισε οριστική άδεια που έληγε στις 17/10/01.

Το πρόβλημα άρχισε τον Ιανουάριο του 2001 και είχε ως αφετηρία την κατάσταση της υγείας της. Στις αρχές του Ιανουαρίου γιατρός που επισκέφθηκε η αιτήτρια, τη συμβούλευσε ότι πρέπει να χειρουργηθεί.  Στις 12/1/01 η εργοδότρια της την κατήγγειλε στο Τμήμα Εργασίας ότι εγκατέλειψε τον τόπο εργασίας και διαμονής από την προτεραία και έκτοτε δεν επέστρεψε. Φαίνεται όμως από την εν λόγω καταγγελία ότι η εργοδότρια της έλαβε γνώση για το ιατρικό της πρόβλημα.  Η αιτήτρια της άφησε επιστολή.  Μετά από ιατρική γνώμη που πήρε, ότι το ζήτημα δεν επείγει, η εργοδότρια ήλθε σε επαφή με την αιτήτρια και συμφώνησαν ότι θα μπορούσε να γίνει η εγχείρηση στη χώρα της για να είναι και κοντά στην οικογένεια της.  Και ότι η ίδια (η εργοδότρια) θα αναλάμβανε μέρος της δαπάνης. 

Η αιτήτρια όμως αμφισβήτησε ότι έγινε τέτοια συμφωνία.  Κατήγγειλε μάλιστα την εργοδότρια της στη Κίνηση Στήριξης Αλλοδαπών (ΚΙ.Σ.Α.), μία προφανώς εθελοντική οργάνωση, ότι την έδιωξε.  Όπως και νάχει το ζήτημα, η εγχείρηση έγινε στο Μακάριο Νοσοκομείο.  Η αιτήτρια απολύθηκε στις 7/2/01 αλλά δεν επέστρεψε στην εργοδότρια της, η οποία και αρνήθηκε να πληρώσει το λογαριασμό του νοσοκομείου (Λ.Κ.1.262), γιατί επέμεινε πως συμφώνησε μαζί της να καλύψει μέρος των εξόδων θεραπείας που θα γινόταν στην πατρίδα της και περαιτέρω να της χαρίσει ένα ποσό που ισχυρίστηκε ότι της έδωσε μόλις είχε έλθει στην Κύπρο.

Τον Απρίλιο του 2001 κλήθηκε από την αρμόδια υπηρεσία να αναχωρήσει για την πατρίδα της, γιατί όπως, από το Σημείωμα 14 στο διοικητικό φάκελο προκύπτει, ακυρώθηκε η παραπάνω άδεια παραμονής της.  Όπως φαίνεται από τον  ίδιο φάκελο (αυτή, ομολογουμένως ήταν η στάση της) επικαλέστηκε «εργατική διαφορά» με την εργοδότρια της.  Ακολούθησε η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 15/5/01, με βάση τα οποία απελάθηκε στη χώρα της.  Ας σημειωθεί ότι το διάταγμα απέλασης εκτελέστηκε στις 22/6/01.  Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι η ΚΙ.Σ.Α. κάλεσε την Επίτροπο Διοίκησης, μετά τη σύλληψη της αιτήτριας, να παρέμβει, αλλά κρίθηκε ότι τα γεγονότα και η φύση της υπόθεσης δεν της επέτρεπαν να εξετάσει τα παράπονα της αιτήτριας.

Η αιτήτρια με την προσφυγή της επιζητεί δήλωση του δικαστηρίου ότι τα επίδικα διατάγματα σύλληψης και απέλασης, που όπως ισχυρίζεται δεν της κοινοποιήθηκαν, είναι άκυρα.  Αξιώνει επίσης απόφαση ή διάταγμα που να διατάσσει τον Υπουργό Εσωτερικών (καθού η αίτηση 1) να επιτρέψει και/ή χορηγήσει άδεια στην αιτήτρια να εισέλθει στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Είναι φανερό ότι το τελευταίο αίτημα θεραπείας δεν εμπίπτει, έχοντας υπόψη το Άρθρο 146 του Συντάγματος και τη νομολογία που το ερμήνευσε, στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η απόφαση προσβάλλεται για έλλειψη ή ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Όπως υποστήριξε ο κ. Κακουλλής, η αιτιολογία αναφέρεται στην παράγρ. 10 του δικογράφου της ένστασης.  Σύμφωνα δε με αυτή «η άδεια παραμονής ήταν τελική και έληγε στις 17/10/01 και δεν ετίθετο θέμα μετακίνησης σε άλλο εργοδότη για λίγους μήνες». Σε απάντηση έχει λεχθεί ότι η αιτιολογία πάσχει διότι: (α) η Υπηρεσία Αλλοδαπών ήταν αναρμόδια να αποφασίσει για τέτοιο θέμα, που μόνο το Υπουργείο Εργασίας μπορούσε να χειρισθεί. Εν πάση περιπτώσει εκκρεμούσε γενικό αίτημα της αιτήτριας στο Υπουργείο, που υπέβαλε στο αναμεταξύ, για την τοποθέτηση της ή μετακίνηση της σε άλλο εργοδότη.

Ο επόμενος λόγος αφορά τον ισχυρισμό ότι η απόφαση κράτησης και απέλασης παραβιάζει τη νομοθεσία.  Συγκεκριμένα το άρθρ. 8 του περί της Συμβάσεως περί Μεταναστών Εργατών (Συμπληρωματικαί Διατάξεις) (Κυρωτικού) Νόμου 1977 (Νόμος αρ. 36/77).  Το ότι η αιτήτρια απώλεσε την εργασία της, που φαίνεται ότι είναι η αιτιολογία της πράξης, δεν αποτελεί δικαιολογητικό λόγο για την ενέργεια της διοίκησης.  Περαιτέρω ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ακουστεί ούτε εξασφαλίστηκαν οι εγγυήσεις που παρέχει το άρθρ. 1 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (7ο Πρωτόκολλο) Κυρωτικού Νόμου του 2000 (αρ. 18(ΙΙΙ)/00). Υπάρχει και τρίτο επιχείρημα ότι η αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος της να παραμείνει στην Κύπρο και να ζητήσει δικαστική προστασία.  Περαιτέρω δε δόθηκε η ευκαιρία στο Υπουργείο Εργασίας να εξετάσει το παράπονο και αίτημα της.

Οι αρχές που εφαρμόζει το δικαστήριο σε θέματα όπως το προκείμενο έχουν διατυπωθεί επανειλημμένα χωρίς διαφοροποίηση ή ουσιαστική διαφοροποίηση.  Θα είναι αρκετό να αναφερθώ σε 2 από τις υποθέσεις: Στην Τodorov v. Κυπριακής Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 109/2000, ημερ. 14/12/2000, είναι σχετικό το παρακάτω απόσπασμα της απόφασης μου:

«Το κράτος έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτεια.  Μπορεί όμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και των Κανονισμών, να τους αποκλείει.  Η εξουσία αυτή είναι απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Fong Yace Ting 149 [1893] US 698, 711:

"The right to exclude or expel aliens or any class of aliens, absolutely or upon certain conditions, in war or in peace ..... is an inherent and inalienable right of every sovereign and independent nation, essential to its safety, its independence and its welfare."

...........................................

.....Η διακριτική εξουσία που έχει η διοίκηση στο προκείμενο πρέπει να ασκείται καλόπιστα.  Αυτός είναι ο μόνος ουσιαστικός φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της:  Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Levantis ν. Republic (1988) 3 C.L.R. 2483.  Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλ. Amanda Marga Ltd., ανωτέρω). Ας σημειωθεί, τέλος, ότι υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της διοίκησης είναι καλόπιστη: Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 227)."

Στην Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401, πάνω στο ίδιο θέμα ο Καλλής, Δ. αναφέρει:

«Το άρθρο 32 του Συντάγματος ρητά αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα μιας χώρας να αρνείται είσοδο των αλλοδαπών αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας μιας χώρας.  Αποτελεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί εκτός με δεσμευτική σύμβαση. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει ωσαύτως, και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.  Ο καθηγητής Jacobs στο σύγγραμμα του πάνω στην ερμηνεία και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατηρεί ότι ούτε η Σύμβαση ούτε τα Πρωτόκολλα της επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς πάνω στο δικαίωμα ενός κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1208 - απόφαση της Ολομέλειας).»

Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Moyo, και υιοθετείται το παρακάτω απόσπασμα:

«Έχει με σταθερότητα νομολογηθεί ότι το δικαίωμα ενός αλλοδαπού για διαμονή σε μια χώρα δε διασφαλίζεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.  Αντιθέτως σαφώς εξυπακούεται από το άρθρο 5(1)(στ) της Σύμβασης και το άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος ότι οι Υψηλοί Συμβαλλόμενοι και η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν πρόθεση να επιφυλάξουν για τους εαυτούς τους την εξουσία απελάσεως αλλοδαπών από το έδαφος του.  Ένα κράτος έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα απελάσει ένα αλλοδαπό που βρίσκεται στο έδαφος του, αλλά αυτό το δικαίωμα πρέπει να ασκείται με τρόπο που δεν παραβιάζει τα δικαιώματα του αλλοδαπού δυνάμει Διεθνών Συμβάσεων.»

Πρέπει να έχουμε επίσης υπόψη τις πρόνοιες του άρθρ. 14(1) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί.  Η έμφαση είναι στις υπογραμμίσεις μου:

«14.(1)  Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού και των όρων οποιασδήποτε άδειας ή έγκρισης που χορηγήθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή οποιωνδήποτε Κανονισμών που εκδόθηκαν βάσει αυτού, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται να διατάξει οποιοδήποτε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, αφού εισήλθε στη Δημοκρατία με άδεια να παραμείνει σε αυτή για περιορισμένη περίοδο, παραμένει στη Δημοκρατία μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο περιλαμβάνεται εντός της κατηγορίας που απαριθμείται στην παράγραφο (θ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 να απελαθεί από τη Δημοκρατία και, εν τω μεταξύ, να τεθεί υπό κράτηση.»

Όπως προκύπτει από τα σχετικά διατάγματα η αιτήτρια θεωρήθηκε απαγορευμένη μετανάστρια δυνάμει των διατάξεων του άρθρ. 6(1)(κ) του νόμου που προνοεί ότι:

«6. (1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες και, τηρουμένων των διατάξεων του νόμου αυτού ή των διατάξεων που δυνατό να περιέχονται σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού ή σε οποιοδήποτε Διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν θα επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία σε:

(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών.»

Έχω την άποψη ότι ό,τι σχολίασε ο κ. Κακουλλής δεν αποτελεί την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η αιτιολογία περιέχεται στα διατάγματα και στα στοιχεία του φακέλου μετά την ακύρωση της ίδιας της άδειας της (πράξη που δεν προσβάλλεται).  Η αιτήτρια μπορούσε να χαρακτηρισθεί παράνομη μετανάστρια.  Αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους χωρεί απέλαση.  

Υπενθυμίζω εδώ ότι σύμφωνα με τους όρους εργασίας θα απασχολείτο σε συγκεκριμένο εργοδότη ως οικιακή βοηθός.  Δεν είναι άσχετο να λεχθεί ότι στη σύμβαση εργασίας υπήρχε η εξής πρόνοια. Αφορούσε την προσωρινή άδεια διαμονής, αλλά η πρόνοια παρέμεινε και όταν της δόθηκε η οριστική άδεια:

«(1) (i)  The Employee shall not be allowed to change Employer and place of employment during the validity of this contract and her Temporary Residence Permit;»

Επισύρω την προσοχή και σε άλλη πρόνοια της σύμβασης η οποία έχει ως εξής:

«Breach of any of the clauses of this contract will automatically cause the termination of this Contract as well as the validity of the Employment Permit granted to the Employee by the Migration Officer (Department of Aliens and Immigration) Nicosia."

H αιτήτρια οικειοθελώς άλλαξε το χώρο διαμονής της και επικαλούμενη την ύπαρξη εργατικής διαφοράς, και παρά την παρότρυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης (επιστολή ημερ. 1/2/01) για να παραμείνει στην εργοδότρια της μέχρι να εξεταστεί το παράπονο της, που υπέβαλε, από το Υπουργείο Εργασίας, δεν επέστρεψε στην εργασία της.

Επομένως, αφού η αιτήτρια φαίνεται να παρέβη τους όρους εργασίας της, η ενέργεια της διοίκησης να ακυρώσει την άδεια της ήταν εύλογα επιτρεπτή χωρίς να υπάρχει ή να έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει κακή πίστη εκ μέρους της στον χειρισμό της υπόθεσης.  Μπορούμε τώρα να αναφερθούμε και στη σχετική κανονιστική διάταξη, δηλαδή, τον Καν. 9(4) του Μέρους ΙΙΙ των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών Δ.Π. 242/72:

«4. Άδεια εισόδου δύναται να ακυρωθεί υπό του Υπουργού αφού ο κάτοχος αυτής τύχη προειδοποιήσεως περί της ακυρώσεως ουχί βραχυτέρας των δεκατεσσάρων ημερών:

Νοείται ότι, εάν ο κάτοχος ανακαλυφθή ότι είναι απηγορευμένος μετανάστης ή ότι έχει παραβή τους όρους και προϋποθέσεις υφ' ούς εξεδόθη η άδεια εισόδου, η τοιαύτη ακύρωσις δύναται να εφαρμοσθή πάραυτα.»

Είμαι της γνώμης ότι η απόφαση για κράτηση και απέλαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη και ότι εν πάση περιπτώσει, η αιτιολογία συμπληρώνεται από το διοικητικό φάκελο. Ως προς την αιτιολογία σχετικό είναι το εξής από την απόφαση στην Todorov (ανωτέρω):

«Δεν είναι απαραίτητο στις υποθέσεις αυτές η δοθείσα αιτιολογία να παρατίθεται στο σώμα της αίτησης.  Μπορεί να συναχθεί από τα στοιχεία του φακέλου.  Σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η κατάληξη του Σ.τ.Ε στην υπόθεση αρ. 2879/89............

Πρόκειται για νομοθετικές πρόνοιες αλλά όμοιου περιεχομένου, όπως προκύπτει από την απόφαση.»

Ο δεύτερος λόγος, που προβάλλει η αιτήτρια, είναι ότι παραβιάστηκαν οι δύο κυρωτικοί της Συνθήκης Νόμοι στους οποίους αναφέρθηκε ο συνήγορος, οι οποίοι και έχουν αυξημένη ισχύ έναντι της Εθνικής Νομοθεσίας.  Το άρθρο 8 του περί της Συμβάσεως των Μεταναστών Εργατών (συμπληρωματικές Διατάξεις) (Κυρωτικού) Νόμου του 1977 (αρ. 36/77) προβλέπει τα ακόλουθα:

«8.1 Υπό την προϋπόθεσιν ότι ούτος έχει παραμείνει νομίμως εν τινι εδάφει προς τον σκοπόν απασχολήσεως, ο μετανάστης εργάτης δέον να μη θεωρήται ότι τελεί εις παράνομον ή αντικανονικήν κατάστασιν εκ μόνον του λόγου της απωλείας της εργοδοτήσεως του, ήτις αφ' εαυτής δεν δύναται να συνεπάγηται την ανάκλησιν της αδείας παραμονής του ή, αναλόγως της περιπτώσεως της αδείας εργασίας.»

Κατά την άποψη μου δεν υπάρχει παραβίαση της εν λόγω διάταξης.  Το μέτρο δεν λήφθηκε γιατί αυτή απώλεσε την εργασία της.  Δε φαίνεται να τεκμηριώνεται από μέρους της η εκδίωξη από την εργασία της.  Η ίδια την εγκατέλειψε και παρά τις συστάσεις του Υπουργείου να επιστρέψει σε αυτή δεν το έπραξε.  Υπό τις συνθήκες, δεν είχε νόμιμο έρεισμα η παραμονή της στην Κύπρο.

Υποστηρίχθηκε επίσης ότι παραβιάζεται ο Δεύτερος Κυρωτικός Νόμος και συγκεκριμένα το Άρθρο 1 του περί Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Έβδομο Πρωτόκολλο) Νόμου του 2000 (Νόμος 18(ΙΙΙ)/2000) το οποίο προνοεί ότι:

«Άρθρο 1 - Διαδικαστικές Εγγυήσεις σε σχέση με την απέλαση αλλοδαπών

1.         Αλλοδαπός ο οποίος είναι νόμιμος κάτοικος στην επικράτεια ενός Κράτους δεν απελαύνεται από αυτό εκτός προς εφαρμογή απόφασης η οποία λήφθηκε σύμφωνα με το νόμο και επιτρέπεται σε αυτό

α.       να υποβάλει λόγους εναντίον της απέλασης του,

β.       όπως η υπόθεση του τύχει αναθεώρησης, και

γ.       να αντιπροσωπευθεί για τους σκοπούς αυτούς ενώπιον της αρμόδιας αρχής ή προσώπου ή προσώπων τα οποία κατονομάζονται από την αρχή αυτή.»

Δε βρίσκω να έχει παραβιασθεί η παραπάνω διάταξη ούτε να τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον η αλλοδαπή μετά την ακύρωση της άδεια παραμονής της δεν μπορούσε να θεωρείται νόμιμος κάτοικος Κύπρου, που αποτελεί προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου.  Άλλωστε προκύπτει από το ιστορικό ότι η αιτήτρια εκπροσωπήθηκε από την ΚΙ.Σ.Α. ενώπιον των αρμοδίων οργάνων και είχε επίσης την ευκαιρία για αυτοπρόσωπη παρουσία ενώπιον των διοικητικών οργάνων, όπου και υπέβαλε τα παράπονα της.  Επίσης αποτάθηκε στην Επίτροπο Διοίκησης, η οποία αποφάνθηκε επί του θέματος, όπως έχω διαγράψει προηγουμένως.

Περαιτέρω, παραπέμπω στην απόφαση μου στην Pavlova v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2985.  Εκεί η αιτήτρια επικαλέστηκε άλλη νομοθεσία που αφορά το δικαίωμα της να ακουστεί, όπου παρόμοιο επιχείρημα απορρίφθηκε.  Αν θυμηθούμε τι έγινε εδώ, η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να ακουστεί, εκπροσωπήθηκε στα διάφορα διοικητικά όργανα και τελικά υπέβαλε και την παρούσα προσφυγή, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης.

Το τρίτο και τελευταίο επιχείρημα της είναι ότι λόγω της απέλασης δεν μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματα της από την εργοδότρια.  Αυτό δεν ευσταθεί.  Απόδειξη τούτου είναι ότι το δικαστήριο επιλαμβάνεται τώρα της υπόθεσης της.  Έχει νομολογηθεί ότι δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα παραμονής του αλλοδαπού διότι εκκρεμεί η δίκη του ή κάποιο αίτημα του: βλ. Sydney Alfred Moyo a.o. ν. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και Μohamed Ali Abou Rached v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3135, στην οποία κρίθηκε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο σε ακροαματική διαδικασία δεν συνταυτίστηκε ποτέ με εκείνο της εμφάνισης στη δίκη.

Για τους παραπάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται.  Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.



 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο