ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 290

31 Mαρτίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ANNA ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1028/2000)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Καθορισμός της χρονικής διάρκειας της πείρας, ως απαραίτητου προσόντος ― Εύλογη η απόφαση καθορισμού 12μηνης πείρας.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Αποκλεισμός υποψηφίου ως μη προσοντούχου ― Έννομο συμφέρον ― Εφόσον αποφασιστεί το εύλογο της απόφασης αυτής, ο υποψήφιος στερείται εννόμου συμφέροντος προσβολής απόφασης διορισμού τρίτου.

Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία η ευθύνη διαπίστωσης της κατοχής των προσόντων βαρύνει το διορίζον όργανο. Το Δικαστήριο δεν κάμνει πρωτογενείς διαπιστώσεις επί του θέματος. Με βάση τη νομολογία είναι γενικά επιτρεπτός ο εκ μέρους του διορίζοντος οργάνου καθορισμός - όπου το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν καθορίζει - λογικής χρονικής διάρκειας για να θεωρείται η πείρα ως ικανοποιητική και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική. Ο καθορισμός από την ΕΔΥ της χρονικής διάρκειας των δώδεκα μηνών για να θεωρηθεί ως «Ικανοποιητική πείρα» ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογος.

2.  Σε υποθέσεις διορισμού ή προαγωγής, πρόσωπο που δεν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν έχει έννομο συμφέρον.  Η αρχή αυτή της νομολογίας έχει εμπεδωθεί διαχρονικά από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

     Κατ' εξαίρεση έχει λεχθεί από τη νομολογία, ότι πρόσωπο που δεν κατέχει τα προσόντα της θέσης έχει ηθικό έννομο συμφέρον να προσβάλει με παραδεκτή προσφυγή τη νομιμότητα της προαγωγής άλλου υπαλλήλου, ο οποίος δεν κατέχει τα προσόντα, αν με την προαγωγή θα επηρεασθεί η αρχαιότητά του ή το προαγόμενο πρόσωπο θα καταστεί ανώτερό του.

     Στην παρούσα όμως υπόθεση δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως απαιτεί η νομολογία και περαιτέρω, επειδή πρόκειται περί πρώτου διορισμού, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ίδιας νομολογίας, δηλαδή να επηρεάζεται η αρχαιότητα της αιτήτριας ή να επηρεάζεται η ιεραρχία.

     Κατά συνέπεια η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον προς περαιτέρω προώθηση της προσφυγής της.

Η προσφυγή απρρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τυρίμου ν. Δημοκρατίας (1990) 4 Α.Α.Δ. 4148,

Μιχαήλ ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2343,

Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702,

Τσιάκκα ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 949/99, ημερ. 31.8.2000,

Philippou and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 139,

Ηλία ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 568,

Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378,

Christodoulou a.o. v. CY.T.A. (1973) 3 C.L.R. 695,

Χωραττά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 326.

 

Προσφυγή.

Α. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, για την Καθ΄ης η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή της ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

«Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 21.7.2000 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. δημοσιεύσεως 3420, αρ. γνωστοποίησης 3291 και με την οποία οι καθ΄ων η αίτηση διόρισαν με δοκιμασία στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών (Γερμανική Γλώσσα), Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, από τις 17.7.2000 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Σταματία Δαγκάκη-Τσιατίνη, αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη εννόμου αποτελέσματος, παν δε το παραλειφθέν δεν θα έπρεπε να ελάμβανε χώραν.»

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), κατόπιν επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με την οποία ζητούσε την πλήρωση τριών μονίμων θέσεων Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, σε συνεδρία της στις 27.8.1998 αποφάσισε όπως αυτές δημοσιευθούν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και να δοθεί προς τους ενδιαφερομένους προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή των σχετικών αιτήσεων. Οι δύο θέσεις προκηρύχθησαν για την Αγγλική γλώσσα και η μία, που μας ενδιαφέρει στην παρούσα προσφυγή, για τη Γερμανική. Οι θέσεις είναι πρώτου διορισμού.

Υποβλήθησαν 157 αιτήσεις και η ΕΔΥ τις παρέπεμψε, εκτός μιας που την έκρινε ως εκπρόθεσμη, στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα τόσο γραπτής όσο και προφορικής εξέτασης των υποψηφίων καθώς και τα προσόντα τους σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης προέβη σε τελική αξιολόγηση και υπέβαλε προκαταρκτικό κατάλογο τεσσάρων υποψηφίων (για τη θέση Γερμανικής γλώσσας) που συστήνει για επιλογή. Μεταξύ των τεσσάρων υποψηφίων περιλαμβάνοντο τόσο η αιτήτρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος (Ε/Μ).

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, όσον αφορά τα προσόντα και ειδικότερα τις πρόνοιες της παραγράφου 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας απέφυγε να λάβει θέση και το άφησε στη διακριτική εξουσία του διορίζοντος οργάνου δηλαδή της ΕΔΥ.  Αναφέρει κατά λέξη στην έκθεση της τα εξής:-

«2.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού μελέτησε το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Τύπου και Πληροφοριών, που στη συγκεκριμένη περίπτωση απαιτεί μεταξύ άλλων, πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας (2 θέσεις), πολύ καλή γνώση της Γερμανικής γλώσσας (1 θέση), αποφάσισε όπως αφεθεί στη διακριτική εξουσία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ο καθορισμός της χρονικής διάρκειας της πείρας που απαιτείται σύμφωνα με την παρ. 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας, στη Δημοσιογραφία ή τις Δημόσιες Σχέσεις ή τη Μαζική Επικοινωνία.  Ως εκ τούτου θεώρησε ως δικαιούχους υποψηφίους όσους εξ αυτών είχαν πείρα, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειας της.»

Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της ημερ. 28.12.1999, μελέτησε και αξιολόγησε την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Όσον αφορά δε τη χρονική διάρκεια της ικανοποιητικής πείρας ως απαραίτητου προσόντος όπως αναφέρεται στην παράγραφο 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ασκώντας τη διακριτική εξουσία της, την καθόρισε στους 12 μήνες.  Αναφέρει τα εξής η ΕΔΥ στην απόφαση της:-

«Σχετικά με την ερμηνεία που έδωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή στον όρο "ικανοποιητική πείρα" που αναφέρεται στην παράγραφο 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παρατήρησε ότι η φύση της εργασίας στους τομείς της Δημοσιογραφίας, των Δημοσίων Σχέσεων και της Μαζικής Επικοινωνίας, με την πολυπλοκότητα που τους χαρακτηρίζει, καθιστούν ανεπαρκή και μη ικανοποιητική την προσέγγιση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να θεωρήσει ως προσοντούχους όσους "είχαν πείρα, ανεξαρτήτως της χρονικής διάρκειάς της". Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι για να είναι ικανοποιητική η πείρα ενός υποψηφίου για τους σκοπούς της παραγράφου 3(1)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας αυτή πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον ενός ημερολογιακού έτους.»

Συνεπεία της πιο πάνω απόφασης της η ΕΔΥ σε συνεδρία της στις 13.1.2000 απέκλεισε την αιτήτρια από τον τελικό κατάλογο επιλογής ως μη προσοντούχο υποψήφιο γιατί «δεν έχει τουλάχιστον ενός έτους ικανοποιητική πείρα σε θέματα Δημοσιογραφίας ή τις Δημόσιες Σχέσεις ή τη Μαζική Επικοινωνία.»  Σημειώνω ότι η αιτήτρια παρουσίασε βεβαίωση ημερ. 5.10.1998 του εκδότη-ιδρυτή της εφημερίδας «ΜΑΧΗ» η οποία έχει ως εξής:-

«Διά της παρούσης βεβαιούται ότι η κυρία Άννα-Μαρία Στυλιανού απασχολείτο στην εφημερίδα μας ως συνεργάτιδα χωρίς απολαβές μεταξύ Σεπτεμβρίου 1997 και Μαρτίου 1998.»

Η ΕΔΥ ακολούθως, σε συνεδρία της στις 26.5.2000 μετά από προφορική εξέταση των τριών πλέον υποψηφίων για τη Γερμανική γλώσσα στην οποία παρευρίσκετο η Διευθύντρια του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών η οποία και αξιολόγησε την απόδοση τους, προχώρησε στην επιλογή για διορισμό του Ε/Μ.

Η αιτήτρια με την αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της προβάλλει δύο λόγους οι οποίοι, όπως ισχυρίζεται, οδηγούν σε ακύρωση της διοικητικής απόφασης.  Πρώτο ότι η ΕΔΥ αυθαίρετα καθόρισε τη χρονική διάρκεια των 12 μηνών για την ικανοποιητική πείρα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας και ένεκα τούτου απέκλεισε την αιτήτρια ως μη προσοντούχο υποψήφιο και δεύτερο ότι η ΕΔΥ δεν προέβη σε δέουσα έρευνα σχετικά με την κατοχή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Ελληνικής γλώσσας εκ μέρους του Ε/Μ.

Απαιτούμενα προσόντα, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι τα εξής:-

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

(1)   Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ή συναφή με αυτά θέματα:

(α)          Δημοσιογραφία, Δημόσιες Σχέσεις, Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας· ή

(β)          Διεθνείς Σχέσεις, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Οικονομικά, Πολιτικές, Κοινωνικές ή Κλασικές Επιστήμες, Φιλολογία, Γλώσσες και ικανοποιητική πείρα σε θέματα Δημοσιογραφίας ή τις Δημόσιες Σχέσεις ή τη Μαζική Επικοινωνία.»

Σύμφωνα με τη νομολογία η ευθύνη διαπίστωσης της κατοχής των προσόντων βαρύνει το διορίζον όργανο.  Το Δικαστήριο δεν κάμνει πρωτογενείς διαπιστώσεις επί του θέματος.

Με βάση τη νομολογία είναι γενικά επιτρεπτός ο εκ μέρους του διορίζοντος οργάνου καθορισμός - όπου το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν καθορίζει - λογικής χρονικής διάρκειας για να θεωρείται η πείρα ως ικανοποιητική και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική (Βλέπε: Τυρίμου ν. Δημοκρατίας, (1990) 4 Α.Α.Δ. 4148, Μιχαήλ ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2343 και Ελένης Αυγερινού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702).

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της αιτήτριας βασιζόμενη αποκλειστικά στην αυθεντία Ελένης Αυγερινού (πιο πάνω) εισηγήθηκε ότι ο καθορισμός από την ΕΔΥ της δωδεκάμηνης προηγούμενης πείρας ήταν αυθαίρετος.

Στην Αυγερινού η Ολομέλεια ακύρωσε τη διοικητική απόφαση γιατί ο καθορισμός από την ΕΔΥ της δωδεκαμήνου προηγούμενης πείρας παρέμεινε εντελώς αναιτιολόγητος. Σημειώνω ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που αφορούσε η πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας αναφέρετο σε «πείρα» ως πλεονέκτημα, ενώ στην παρούσα υπόθεση το Σχέδιο Υπηρεσίας αναφέρεται σε «ικανοποιητική πείρα» ως αναγκαίο προσόν.  Το καταληκτικό μέρος της απόφασης στην Αυγερινού αναφέρει:-

«Στην παρούσα όμως περίπτωση κρίνουμε ότι ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος.  Η ΕΔΥ, καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξείγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.»

Η υπόθεση Αυγερινού διακρίνεται από την παρούσα.  Πρώτο το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί ως απαραίτητο προσόν και όχι όσον αφορά πλεονέκτημα την πείρα, δεύτερο ότι απαιτείται στην επίδικη θέση «Ικανοποιητική πείρα» και όχι απλή «πείρα» και τρίτο γιατί η ΕΔΥ στην παρούσα δίδει αιτιολογία γιατί καθόρισε τη χρονική διάρκεια σε δώδεκα μήνες.

Ενόψει των πιο πάνω καταλήγω ότι ο καθορισμός από την ΕΔΥ της χρονικής διάρκειας των δώδεκα μηνών για να θεωρηθεί ως «Ικανοποιητική πείρα» ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογος.

Το περαιτέρω επιχείρημα ότι η ΕΔΥ εφόσον απέκλινε από τις εισηγήσεις του γνωμοδοτικού οργάνου, δηλαδή της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπρεπε, σύμφωνα με την απόφαση του Καλλή, Δ. στην Χρίστου Τσιάκκα ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 949/99, ημερ. 31.8.2000, να δώσει ειδική αιτιολογία, δεν ευσταθεί.

Η Τσιάκκα διακρίνεται από την παρούσα, στην οποία η Συμβουλευτική Επιτροπή (γνωμοδοτικό όργανο) δεν εισηγήθηκε καθόλου τη χρονική διάρκεια της πείρας, αντίθετα άφησε τον καθορισμό της στη διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ.

Αφού έχω καταλήξει ότι η απόφαση της ΕΔΥ ως προς τον καθορισμό της χρονικής διάρκειας της πείρας ήταν εύλογος και κατά συνέπεια η αιτήτρια δεν πληρούσε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας προκύπτει θέμα εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτήτριας να προωθεί την παρούσα προσφυγή.  Οι δικηγόροι τόσο της ΕΔΥ όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους δεν έθεσαν τέτοιο θέμα. Το θέμα όμως του εννόμου συμφέροντος εκ μέρους του προσφεύγοντος είναι ουσιώδους σημασίας, για το παραδεκτό της προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και η νομολογία αναγνώρισε την αυτεπάγγελτη εξέταση του από το Δικαστήριο.

Σε υποθέσεις διορισμού ή προαγωγής, πρόσωπο που δεν κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας δεν έχει έννομο συμφέρον. Η αρχή αυτή της νομολογίας έχει εμπεδωθεί διαχρονικά από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλέπε: Anastasios Philippou and The Republic (Public Service Commission) 4 R.S.C.C. 139, Χριστόδουλος Ηλία ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 568).

Στην Κύπρο δεν έγινε δεκτή η αρχή ότι υπάλληλος έχει έννομο συμφέρον για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς το Νόμο στην πλήρωση ανωτέρων θέσεων, αν ο ίδιος δεν είναι προσοντούχος υποψήφιος.

Κατ' εξαίρεση όμως έχει λεχθεί από τη νομολογία, ότι πρόσωπο που δεν κατέχει τα προσόντα της θέσης έχει ηθικό έννομο συμφέρον να προσβάλει με παραδεκτή προσφυγή τη νομιμότητα της προαγωγής άλλου υπαλλήλου ο οποίος δεν κατέχει τα προσόντα, αν με την προαγωγή θα επηρεασθεί η αρχαιότητα του ή το προαγόμενο πρόσωπο θα καταστεί ανώτερο του (Βλ. Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378, X. Christodoulou and Others v. CY.T.A. (1973) 3 C.L.R. 695 και Θ. Χωραττά κ.ά. ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 326).

Στην παρούσα όμως υπόθεση δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις όπως απαιτεί η νομολογία και περαιτέρω, επειδή πρόκειται περί πρώτου διορισμού, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ίδιας νομολογίας, δηλαδή να επηρεάζεται η αρχαιότητα της αιτήτριας ή να επηρεάζεται η ιεραρχία.

Καταλήγω κατά συνέπεια ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον προς περαιτέρω προώθηση της προσφυγής της.

Ενόψει της κατάληξης μου αυτής η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο