ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Υπόθεση αρ. 936/03)

17 Νοεμβρίου, 2003

[ΑΡΕΣΤΗΣ Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

REFAAT BARQAWI

Αιτητής,

ν.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΈΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθών η αίτηση.

----------------

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον αιτητή

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθών η αίτηση

---------------------

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή και επιδιώκει τις ακόλουθες θεραπείες:

«1. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση με ημερ. 8/8/2003 και η οποία περιήλθε στη γνώση του αιτητή κατά ή περί την 21/10/03 παρ. (Α) και δια της οποίας οι καθ' ων η αίτηση εξέδωσαν διάταγμα κράτησης και διάταγμα απέλασης, είναι άκυρος και/ή παράνομος και άνευ οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

2. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η έκδοση διαταγμάτων κρατήσεως και απέλασης του Refaat Barquawi από την Αν. Λειτουργό Μετανάστευσης με ημερομηνία 8.8.2003 είναι άκυρος και/ή παράνομος και άνευ οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

3. Οιανδήποτε άλλη απόφαση ή διαταγή ήθελε κρίνει σκόπιμον ή δικαία το Σεβαστό Δικαστήριο.»

Την ίδια μέρα καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητά προσωρινό διάταγμα το οποίο να αναστέλλει την απόφαση των καθών η αίτηση για κράτηση και απέλαση του από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι να εκδοθεί απόφαση του δικαστηρίου ή μέχρι νεώτερη διαταγή του.

Η αίτηση, παρόλο μονομερής, επιδόθηκε στην άλλη πλευρά με πρωτοβουλία του ίδιου του αιτητή η οποία και φέρει ένσταση στην αίτηση. Στην ένορκη δήλωση, που συνοδεύει την αίτηση, την οποία κατ' εξουσιοδότηση του αιτητή κάμνει ένας των δικηγόρων του δικηγορικού γραφείου το οποίο εμφανίζεται εκ μέρους του, αναφέρεται ότι ο αιτητής γεννήθηκε στην Βηθλεέμ στις 16/8/63 και αντιμετωπίζει πρόβλημα με τις Ισραηλινές κατοχικές δυνάμεις οι οποίες συνεχώς τον αναζητούν για να τον συλλάβουν και ζούσε κρυβόμενος με το φόβο ότι θα συλλαμβανόταν και θα σκοτωνόταν. Ως εκ τούτου εγκατέλειψε μέσω Λιβάνου τη χώρα του και έφθασε στην Κύπρο για να ζητήσει πολιτικό άσυλο.

Στις 31/12/00 ζήτησε, αμέσως μετά την άφιξη του, πολιτικό άσυλο, το οποίο του παραχωρήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ενώ παράλληλα η Κυπριακή Δημοκρατία του παραχώρησε βιβλιάριο αλλοδαπών.

Στις 7/2/03 αγόρασε από τη Δεκέλεια 56 κουτιά τσιγάρα, ελέχθηκε από την Αστυνομία και συνελήφθη και αφού παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με την κατηγορία κατοχής αφορολόγητων ειδών καταδικάστηκε σε ένα μήνα φυλάκιση. Όταν εξέτισε την ποινή του μεταφέρθηκε σε άλλο τμήμα των Φυλακών και τότε ειδοποίησε την Υπάτη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες και τελικώς πληροφορήθηκε ότι η υπόθεση του εξετάζεται. Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την ύπαρξη διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του στις 17/10/03 όταν βρισκόταν στο δικαστήριο για άλλη υπόθεση που είχε καταχωρήσει. Υπάρχει τέλος ισχυρισμός ότι στην περίπτωση που ο αιτητής σταλεί πίσω στη χώρα του θα σκοτωθεί από τις Ισραηλινές Αρχές.

Μετά την καταχώρηση της ένστασης, ο αιτητής ζήτησε όπως καταχωρήσει ένορκη δήλωση, σε απάντηση των ισχυρισμών στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. Την κάμνει ο ίδιος. Έγινε στην αγγλική και μεταφράστηκε στα ελληνικά. Κατά παράδοξο τρόπο θέτει τώρα ενώπιον του δικαστηρίου γεγονότα που συγκρούονται με την αρχική του ένορκη δήλωση. Αναφέρει ότι γεννήθηκε στο Κουβέϊτ όπου έζησε μέχρι τα 13 του χρόνια. Επιπλέον αναφέρει ότι ταξίδευε στη Συρία, Κύπρο, Λίβανο Ν. Υεμένη με έγγραφα διαφόρων χωρών που ετοίμασε το P.L.O. Εργαζόταν στην Κύπρο στην αντιπροσωπεία του P.L.O. από όπου και ταξίδευε στο εξωτερικό. Η οικογένεια του ζουν τώρα σε χωριό στη δυτική όχθη της Παλαιστίνης όπου Ισραηλινοί ερευνούσαν για να τον συλλάβουν και να τον σκοτώσουν γιαυτό και δεν μπορεί να ταξιδέψει στην Παλαιστίνη. Όλες αυτές τις πληροφορίες τις έδωσε στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες όταν είχε προφορική συνέντευξη μαζί τους για παραχώρηση ασύλου.

Η ένορκη δήλωση, που συνοδεύει την ένσταση και η οποία γίνεται από Λειτουργό του Τμήματος Μετανάστευσης στον Κλάδο Ασύλου, δίδει μια άλλη διάσταση των γεγονότων θέτοντας ενώπιον του δικαστηρίου γεγονότα στα οποία ο αιτητής δεν αναφέρθηκε αλλά και τα οποία δεν αντέκρουσε. Αναφέρεται ότι υποβλήθηκε αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες στις 29/10/01 και έκτοτε ο αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου μέχρι τις 19/6/03 όταν η Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών απέρριψε την αίτηση του και τον ενημέρωσε. Ήταν μετά από αυτό το γεγονός που ο αιτητής συνελήφθη για κατοχή αδασμολογήτων ειδών και καταδικάστηκε σε ένα μήνα φυλάκιση. Στις 8/8/03 αμέσως μετά από την αποφυλάκιση του επανασυνελήφθη με βάση διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν την ίδια μέρα, λόγω της διάπραξης εκ μέρους του ποινικού αδικήματος και εφόσον είχαν παρέλθει 30 ημέρες από την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών για απόρριψη της αίτησης του για πολιτικό άσυλο. Ο αιτητής υπέβαλε εκπρόθεσμα αίτηση εναντίον της απόρριψης για πολιτικό άσυλο, η οποία δεν έχει ακόμη εξεταστεί.

Σημειώνεται σε αυτό το στάδιο ότι ο συνήγορος της Δημοκρατίας ανέλαβε υποχρέωση όπως μη προωθηθεί το διάταγμα απέλασης του αιτητή μέχρις ότου εξεταστεί η υπόθεση του κατ' έφεση για την παραχώρηση πολιτικού ασύλου. Επομένως αυτό το οποίο το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει είναι κατά πόσο θα εκδοθεί διάταγμα το οποίο να αναστέλλει την κράτηση του αιτητή.

Πρέπει να παρατηρήσω ευθύς εξαρχής ότι το δικαστήριο δε θεωρεί τα γεγονότα όπως έχουν τεθεί ενώπιον του από τον αιτητή σαν αξιόπιστα. Υπήρξε εντελώς αντιφατικός. Σε δύο διαφορετικές ένορκες δηλώσεις δίδει διαφορετική χώρα σαν τη χώρα γέννησης του και επίσης διαφορετικούς λόγους για τους οποίους έφθασε αρχικά στην Κύπρο. Στην πρώτη του ένορκη δήλωση ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο για να ζητήσει πολιτικό άσυλο και μάλιστα λέγει ότι του εδόθη πολιτικό άσυλο ενώ στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση αναφέρει ότι ήρθε στην Κύπρο εργαζόμενος στην αντιπροσωπεία του P.L.O. από όπου και ταξίδευε εκτεταμένα στο εξωτερικό. Δεν μπορώ να δεχθώ τα γεγονότα όπως τα έθεσε ενώπιον μου ο αιτητής.

Στο βαθμό που τα γεγονότα όπως τίθενται από τις δύο πλευρές συγκρούονται ή δεν διευκρινίζονται από πλευράς αιτητή τα δέχομαι όπως έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση. Ότι, δηλαδή, ο αιτητής στις 29/9/01 έκαμε αίτηση για παραχώρηση πολιτικού ασύλου, η οποία απορρίφθηκε στις 19/6/03 από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες και στο μεσοδιάστημα έμενε στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου. Επιπλέον δέχομαι ότι εκδόθηκαν διατάγματα σύλληψης και απέλασης του αιτητή στις 8/8/03 μετά από την καταδίκη του από το δικαστήριο σε ένα μήνα φυλάκισης και αφού είχαν περάσει οι 30 ημέρες εντός των οποίων μπορούσε να έχει εφεσιβάλει την απόφαση για απόρριψη της αίτησης του για πολιτικό άσυλο. Όσον αφορά τη χώρα γέννησης του και την ιθαγένεια του παραμένουν άγνωστα αφού ο ίδιος δίδει δύο διαφορετικές εκδοχές.

Ο κ. Ερωτοκρίτου εισηγήθηκε ότι εφόσον εκκρεμεί η έφεση του εφαρμόζεται κατ' αναλογία το άρθρ. 15 του Νόμου 53(1)/93 με βάση το οποίο εκκρεμούσης αίτησης για πολιτικό άσυλο δεν εκδίδεται διάταγμα απέλασης. Είναι περαιτέρω η θέση του ότι ο αιτητής τιμωρείται για δεύτερη φορά και κρατείται κατά παράβαση του άρθρ. 11 του Συντάγματος εφόσον αυτό γίνεται χωρίς διάταγμα του Δικαστηρίου.

Εισηγείται εξάλλου ότι η Δημοκρατία δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά εφόσον εκδοθεί το διάταγμα.

Είναι αντίθετα η θέση του κ. Μαππουρίδη ότι με βάση το άρθρ. 15 η Δημοκρατία έχει υποχρέωση να επιτρέπει στον αιτητή να βρίσκεται στην Κύπρο όχι όμως να είναι ελεύθερος γιαυτό και αποδέχθηκε όπως αναλάβει υποχρέωση για μη απέλαση του αιτητή. Παρέπεμψε δε σχετικά στο άρθρ. 14 του Κεφ. 105 και στο άρθρο 12 του Συντάγματος με βάση τα οποία παρέχεται εξουσία κράτησης αλλοδαπού για σκοπούς απέλασης. Εν τοιαύτη δε περιπτώσει δεν υπάρχει προφανής παρανομία και κατά συνέπεια ούτε και ανεπανόρθωτη ζημιά θα προκύψει εναντίον του αιτητή.

Αν το Δικαστήριο εισηγείται ο κ. Μαππουρίδης εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα είναι ως να εκδίδεται από το Δικαστήριο η άδεια παραμονής που αναστάληκε και το δικαστήριο ενεργεί ως ο λειτουργός μετανάστευσης.

Ο κ. Μαππουρίδης παρέπεμψε το Δικαστήριο στην πρόσφατη και λίαν χρήσιμη απόφαση στην υπόθεση Eissa Khalif v. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 802/03, ημερ. 18/9/03 (Δικαστής Καλλής). Τα γεγονότα της προσομοιάζουν σ' αυτά της παρούσας, με εξαίρεση βεβαίως το γεγονός ότι στην πιο πάνω υπόθεση ο αιτητής που ήταν επίσης κατ' ισχυρισμό Παλαιστίνιος δεν είχε εφεσιβάλει την απόφαση για την απόρριψη της αίτησης του για πολιτικό άσυλο, όταν καταχώρησε την προσφυγή και αίτηση για προσωρινό διάταγμα εναντίον της κράτησης του.

Στην πιο πάνω υπόθεση παρατίθενται εκτεταμένα αποσπάσματα από την υπόθεση Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής ν. Δημοκρατίας, υποθ. Αρ. 692/01, ημερ. 7/9/01, όπου γίνεται επισκόπηση της νομολογίας για έκδοση προσωρινού διατάγματος. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Για να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα χρειάζεται η συνδρομή δυο προϋποθέσεων: (α) έκδηλη παρανομία της πράξης και (β) ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου, Α.Ε. 3090/1.3.2001,Μοyo and Another v. Republic (1988) 3 A.A.Δ. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345 και Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).

Στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση της Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την σημασία της έκδηλης παρανομίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

"Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης 'προφανής παρανομία'. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και 'Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:

'For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.'

 

Σε μετάφραση:

'Για να ενεργήσει το δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν αμφισβητούμενα γεγονότα.'

Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,

'Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ...'

Σε μετάφραση

'Ανκαι το τί αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά ορισθεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.'

Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:

'For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable.'

Σε μετάφραση:

'Για να θεωρηθεί μια παρανομία έκδηλη πρέπει να είναι εξόφθαλμη και σαν τέτοια αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσημη.'

Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία."

(Βλ. και Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, 240).

'Εχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (Βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)).»

Επανέρχομαι εν πρώτοις στα γεγονότα της υπόθεσης. Επισημαίνεται ότι κατά την ώρα της σύλληψης του αιτητή με σκοπό την κράτηση και απέλαση του είχε απορριφθεί η αίτηση του για πολιτικό άσυλο και δεν υπέβαλε έφεση εντός της προθεσμίας των 30 ημερών και θεωρήθηκε επιπλέον σαν παράνομος μετανάστης εφόσον μάλιστα είχε καταδικασθεί για ποινικό αδίκημα. Υποδείχθηκε ορθά από τον κ. Μαππουρίδη ότι όταν ο αιτητής καταχώρησε την έφεσή του υπήρχαν ήδη τα διατάγματα κράτησης και απέλασης των οποίων ο αιτητής δεν επιδίωξε την αναθεώρηση ενόψει της έφεσης.

Ο κ. Ερωτοκρίτου δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι εκκρεμούσης της έφεσης του ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι πρόνοιες του άρθρ. 18 του περί Προσφύγων Νόμου 6(1)/2000, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρ. 15 του Νόμου 53(1)/2003, γιαυτό και δεν είναι δυνατή η σύλληψη και απέλαση του μέχρι να εκδοθεί απόφαση. Ο κ. Μαππουρίδης συμφωνεί με τη διευκρίνιση όμως ότι η Δημοκρατία με βάση το εν λόγω άρθρο έχει υποχρέωση να επιτρέψει την παραμονή κάποιου στην Κύπρο και όχι να τον αφήσει ελεύθερο.

Με βάση το πιο πάνω άρθρο πρόσωπο που έχει καταχωρήσει διοικητική προσφυγή δικαιούται να παραμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση απόφασης της Αναθεωρητική Αρχής.

Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 ο Λειτουργός Μετανάστευσης έχει εξουσία να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης ο οποίος έχοντας εισέλθει στη χώρα κατόπιν αδείας αυτή έχει εκπνεύσει ή είναι πρόσωπο που εμπίπτει σε μια από τις κατηγορείες του άρθρ. 6(1)(i) του Νόμου. Τα πρόσωπα που εμπίπτουν σ' αυτές τις κατηγορίες θεωρούνται απαγορευμένοι μετανάστες, και μια από αυτές τις κατηγορίες είναι πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί γι' αδίκημα για το οποίο επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Οι πιο πάνω πρόνοιες του Κεφ. 105 δεν έχουν επηρεασθεί από τις πρόνοιες του Συντάγματος. Αντίθετα ρητά ορίζεται στο άρθρο 11(2)(στ) του Συντάγματος ότι είναι δυνατή η στέρηση της ελευθερίας κάποιου και δυνατή η σύλληψης ή κράτηση του εφόσον είναι αλλοδαπός «καθ' ού εγένετο ενέργειαι προς τον σκοπόν απελάσεως ή εκδόσεως.»

Στην προσφυγή του ο αιτητής επισυνάπτει αντίγραφα των διαταγμάτων που εκδόθηκαν εναντίον του από τον λειτουργό μετανάστευσης τόσο για την απέλαση του όσο και τη σύλληψη και κράτηση του στα οποία σαφώς αναφέρεται ότι έγιναν με βάση τις εξουσίες που παρέχονται στο Λειτουργό από τα άρθρα 6 και 14 του Κεφ. 105. Γίνεται δηλαδή αναφορά στην καταδίκη του αιτητή για ποινικό αδίκημα και ότι του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης.

Ενόψει των πιο πάνω βρίσκω ότι δεν υπάρχει κατάφωρη ή έκδηλη παρανομία. Είναι εξάλλου ορθή η επισήμανση του κ. Μαππουρίδη ότι το άρθρ. 18 του Νόμου 6(1)/2000 δεν επιβάλλει στη Δημοκρατία υποχρέωση να αφήσει ελεύθερο τον αλλοδαπό εκκρεμούσης της ιεραρχικής του προσφυγής. Σαν αποτέλεσμα το αιτούμενο διάταγμα δεν θα μπορούσε να εκδοθεί λόγω έκδηλης ή κατάφωρης παρανομίας.

Ο κ. Ερωτοκρίτου δεν ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Όπως το έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου η Δημοκρατία δε θα υποστεί ζημιά από την έκδοση του διατάγματος. Με βάση όμως τις καθιερωμένες αρχές δεν είναι αυτό το κριτήριο. Αλλά αν ο ίδιος ο αιτητής από την μη έκδοση του διατάγματος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Δεν τέθηκε ένα τέτοιο θέμα ενώπιον μου.

Από την άλλη συμφωνώντας με τα όσα αναφέρονται και στην υπόθεση Eissa Khalif v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) προσθέτω ότι αν εξέδιδα το προσωρινό διάταγμα θα «ισοδυναμούσε με χορήγηση άδειας παραμονής του αιτητή οπόταν το δικαστήριο θα λειτουργούσε ως διοικητικό όργανο». Όπως δε επισημαίνεται στην ίδια υπόθεση «μια τέτοια πορεία βρίσκεται πέρα από τις εξουσίες του δικαστηρίου όπως έχει βεβαιωθεί στην Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583, 585. Σχετικές με το ίδιο θέμα δηλαδή της αδυναμίας έκδοσης προσωρινού διατάγματος σε σχέση με άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει άδεια παραμονής σε αλλοδαπό είναι και οι υποθέσεις Karram v. Republic (1983) 3 C.L.R. 199 και Sayish v. Republic (1986) 3 C.L.R. 277.

Για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω η αίτηση για προσωρινό διάταγμα απορρίπτεται. Υπό τις περιστάσεις δε θα υπάρξει διαταγή για έξοδα.

Γ. Αρέστης, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο