ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση αρ. 133/02)
26 Νοεμβρίου, 2003
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΦΙΛΟΘΕΗ Μ. ΜΟΥΡΤΖΗ
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθής η αίτηση.
--------------------------------
Α. Σ. Αγγελίδης,
για την αιτήτριαΓ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την καθής η αίτηση
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ: Η αιτήτρια κατέχει τη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Υγείας. Η καθής η αίτηση (στο εξής Επιτροπή ή Ε.Δ.Υ.) προήγαγε τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Ανώτερης Επισκέπτριας Αδελφής κατόπιν επανεξέτασης αναδρομικά από 1/10/91. Ο τίτλος της θέσης αντικαταστάθηκε από 1/1/92 με τον τίτλο Πρώτος Λειτουργός Επισκεπτριών Υγείας. Είναι αυτή την απόφαση που η αιτήτρια προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν προαχθεί στην ίδια θέση και προγενέστερα αλλ' η απόφαση ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 18/5/99 στην Α.Ε. 2302. Η καθής η αίτηση με νέα απόφαση ημερ. 20/9/99 προήγαγε στην ίδια θέση τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η νέα προαγωγή ακυρώθηκε και πάλιν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 23/11/01 κατόπιν προσφυγής της αιτήτριας με αρ. 253/00. Ήταν κατόπιν αυτής της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου που η Επιτροπή επανεξέτασε την υπόθεση και εξέδωσε την επίδικη απόφαση.
Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 20/9/99 ακυρώθηκε στην πιο πάνω προσφυγή από τον αδελφό δικαστή Κρονίδη με το πιο κάτω σκεπτικό που παραθέτω αυτούσιο:
«Τα τελευταία χρόνια έχει εξετασθεί ευρέως το θέμα της αιτιολογίας της σύστασης του Διευθυντού, το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί πρόσθετο στοιχείο κρίσεως από την ΕΔΥ πέραν των τριών νομοθετημένων κριτηρίων. Η νομολογία απαιτεί πλήρη αιτιολογία ιδιαίτερα όπου η αξιολόγηση των υπαλλήλων τα προηγούμενα χρόνια είναι ταυτόσημη. Η σύσταση πρέπει να περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητα και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη για το συστηνόμενο. Δεν θεωρώ αναγκαίο, στην παρούσα περίπτωση, να παραθέσω αυθεντίες για την πιο πάνω θέση.
Η επίδικη σύσταση δεν πληροί τα πιο πάνω κριτήρια. Αναπαράγει τα νομοθετημένα κριτήρια και δεν είναι σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων, αφού η αιτήτρια αξιολογείται σε όλα τα χρόνια ως εξαίρετη και ιδιαίτερα στο στοιχείο Διευθυντική/Διοικητική ικανότητα. Η επίδικη σύσταση του Διευθυντή δεν περιέχει καμιά αιτιολογία ούτε δίδει τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη του για τις συστηνόμενες. Η σύσταση του Διευθυντή ήταν αποφασιστικό στοιχείο στη διαμόρφωση της κρίσης της ΕΔΥ στην τελική της απόφαση. Έπεται ότι ο ακυρωτικός αυτός λόγος ευσταθεί και ως εκ τούτου συμπαρασύρει την τελική απόφαση σε ακύρωση.»
Ένας από τους λόγους ακυρώσεως που επικαλείται η αιτήτρια είναι ότι υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου που η πιο πάνω απόφαση δημιούργησε. Λογικά προηγείται η εξέταση αυτού του λόγου. Ο συνήγορος της αιτήτριας επικαλείται το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. ημερ. 14/12/01:
«Ο Διευθυντής έχοντας υπόψη ότι οι υπό πλήρωση θέσεις είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής επέλεξε, σύμφωνα με το άρθρο 34(9) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, να μην υποβάλει αιτιολογημένες συστάσεις και ανέφερε τα εξής:
«Με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, κρίνω ως καταλληλότερες και συστήνω για προαγωγή τις Δημητρίου Παναγιώτα και Λάμπρου Ελένη.»
Ας σημειωθεί ότι του πιο πάνω αποσπάσματος προηγείται η επισήμανση της Ε.Δ.Υ. «ότι ο λόγος ακύρωσης της απόφασης της με ημερ. 20/9/99 από το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το θέμα της αιτιολογίας της σύστασης του Διευθυντή». Γιαυτό και τον κάλεσε να υποβάλει νέα σύσταση, με βάση τα στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο. Κατά τον κ. Αγγελίδη αντίθετα με το δεδικασμένο ο Διευθυντής επέλεξε να μη δώσει αιτιολογία παραγνωρίζοντας «προκλητικά» μάλιστα τη δικαστική απόφαση.
Αντίθετα η κα Κωνσταντίνου εισηγείται ότι η Επιτροπή συμμορφώθηκε με το δεδικασμένο. Πρέπει να σημειώσω ότι δεν εξηγείται και δεν απαντάται ο ισχυρισμός της άλλης πλευράς ότι ουσιαστικά ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε καθόλου τη σύσταση του επικαλούμενος τις πρόνοιες του άρθρου 34(9) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων.
Γεννάται επομένως το ερώτημα. Είχε τώρα ο Διευθυντής την ευχέρεια να επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου αυτού και να μην υποβάλλει αιτιολογημένη σύσταση όταν κατά την προηγούμενη εξέταση πλήρωσης της θέσης έγινε προσπάθεια να δοθεί αιτιολογημένη σύσταση που κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σαν μη ικανοποιητική και γιαυτό υπήρξε ακύρωση της απόφασης; Νομίζω ότι κάποιος θα πρέπει εν πρώτοις να εξετάσει τις πρόνοιες του άρθρ. 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αρ. 1/90. Έχουν ως εξής στο βαθμό που αφορούν την παρούσα υπόθεση:
«Στη συνέχεια η Επιτροπή, αφού λάβει δεόντως υπόψη της την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο όλων των αιτήσεων που υποβλήθηκαν, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Eτήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων όλων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τις συστάσεις του Προϊστάμενου του οικείου Τμήματος και την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, αν έγινε, προβαίνει στην επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου:
.................................. .................................................. ................................»
Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου εξετάστηκαν σε σειρά αποφάσεων τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, υιοθετείται η απόφαση στην υπόθεση Παρέλλης ν. Δημοκρατίας (997) 3 Α.Α.Δ. 42
8, από την οποία και παρατίθεται το πιο κάτω απόσπασμα (σελ. 431-432):«Το άρθρ. 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, που διέπει τις διαδικασίες για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής παρέχει στην Επιτροπή την ευχέρεια να λαμβάνει υπόψη στις περιπτώσεις υποψηφίων που είναι, όπως εδώ, δημόσιοι υπάλληλοι «τις συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος». Οι συστάσεις δεν πρέπει κατ' ανάγκη να είναι αιτιολογημένες. Αν όμως περιέχουν, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, αιτιολογία, τότε σύμφωνα με την πάγια γραμμή της νομολογίας, αυτή είναι ελεγκτή από το δικαστήριο: βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 189, Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234 και προσφ. αρ. 619/95 κ.α. Κωστάκης Χ"Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ημερ. 17/10/97.»
Τα ίδια υιοθετήθηκαν και στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.3065, ημερ. 28/11/02.
Σαφώς προκύπτει ότι δεν χρειάζεται η απόφαση της Προϊσταμένης Αρχής να είναι αιτιολογημένη εφόσον η θέση είναι πρώτου διορισμού. Το ερώτημα όμως παραμένει. Είχε ο Διευθυντής καθήκον να δώσει αιτιολογημένη σύσταση αφής στιγμής η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε λόγω μη ικανοποιητικής αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή. Βρίσκω χρήσιμο πριν απαντήσω το πιο πάνω να θέσω σε συντομία τις αρχές που ρυθμίζουν το θέμα του δεδικασμένου στο διοικητικό δίκαιο.
Στην πρόσφατη απόφαση μου στην υπόθεση Ανδρέας Χατζηράφτης κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. Αρ. 217/01, ημερ. 24/9/03, είχα αναφέρει σε σχέση με το θέμα του δεδικασμένου τα εξής:
«Επειδή στην υπόθεση εγείρονται θέματα δεδικασμένου βρίσκω χρήσιμο να παραθέσω πρώτα τις σχετικές αρχές. Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Κουτσουπίδη, Α.Ε. 2900, ημερ. 30/1/02 υιοθετήθηκαν οι σχετικές αρχές όπως είχαν παρατεθεί στην υπόθεση Παναγιώτης Κουτσουπίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας προσφ. αρ. 296/98, ημερ. 6/8/99. Μεταξύ άλλων, παραπέμπει στον Halsbury΄s Law of England, 3
«Αποκλεισμός από δεδικασμένο (of record) ή ημιδεδικασμένο (quasi record) εγείρεται όταν ένα επίδικο γεγονός έχει αποφασιστεί δικαστικά με τελεσίδικο τρόπο σε δίκη μεταξύ των διαδίκων από ένα Δικαστήριο που είχε αποκλειστική ή συντρέχουσα δικαιοδοσία να επιληφθεί του θέματος, και το ίδιο γεγονός επανεμφανίζεται άμεσα σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων.»
Λίαν χρήσιμα όμως είναι όσα αποφασίσθηκαν στην υπόθεση
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054 όπου διαπιστώνεται ότι οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο Αστικό Δίκαιο δεν διαφέρουν από τις αρχές που ισχύουν στο Διοικητικό Δίκαιο. Στη σελ. 1065 της απόφασης αναφέρονται τα πιο κάτω:"As it can be gathered from a study of a number of English and Cyprus cases, the doctrine of res judicata, as applied in civil cases, has many features in common with the doctrine of res judicata as applied in administrative law. In both fields there must be an adjudication on the merits, similarly the estoppel arising therefrom extends to all matters in issue, directly or by necessary implication."
(Σε μετάφραση)
«Όπως συνάγεται από τη μελέτη αριθμού αγγλικών και κυπριακών αποφάσεων, το δόγμα του δεδικασμένου όπως εφαρμόζεται στις αστικές υποθέσεις έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με το δόγμα του δεδικασμένου όπως εφαρμόζεται στο διοικητικό δίκαιο. Και στις δύο περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρχει εκδίκαση και απόφαση επί της ουσίας και κατά τον ίδιο τρόπο το δεδικασμένο που προκύπτει εκτείνεται σε όλα τα επίδικα θέματα άμεσα ή που απαραίτητα εξυπονοούνται.»
Θα παραπέμψω όμως και σε όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα της Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, «Το Δεδικασμένο των Αποφάσεων των Διοικητικών Δικαστηρίων», έκδ. 2002, στη σελ. 41
:«Η εσωδικαστική ενέργεια του δεδικασμένου αποτελεί ωστόσο τον πυρήνα του θεσμού αυτού, καθώς κατά τη νομολογία των δικαστηρίων, «ζήτημα δεδικασμένου τίθεται όταν ωρισμένον νομικόν και πραγματικόν ζήτημα, κριθέν διά δικαστικής αποφάσεως, τίθεται εκ νέου εις ετέραν δίκην μεταξύ των αυτών διαδίκων».
Στην εσωδικαστική λειτουργία του δεδικασμένου διακρίνουμε μια αποθετική, αρνητική (Τμήμα
1ο) και μια θετική (Τμήμα 2ο) έκφανση. Το δεδικασμένο δεν «επιτρέπει διάφορη κρίση του ζητήματος στο μέλλον από το ίδιο ή άλλο δικαστήριο ή διοικητική αρχή, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, αλλ' αντιθέτως επιβάλλει την θεμελίωση περαιτέρω αποφάσεων στα ήδη κριθέντα, χωρίς έρευνα της ουσιαστικής ορθότητας τους».»Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω βρίσκω ότι εφόσον ο λόγος ακύρωσης της προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής ήταν η έλλειψη αιτιολογίας αυτό δεν δημιουργούσε υποχρέωση κατά την επανεξέταση της υπόθεσης να δοθεί αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή αφής στιγμής ο νόμος δίδει την ευχέρεια υποβολής μη αιτιολογημένης σύστασης. Αυτό που το δόγμα του δεδικασμένου δημιουργούσε για την διοίκηση ήταν υποχρέωση πλήρους αιτιολογίας στην περίπτωση που ο διευθυντής αποφάσιζε να κάμει κάτι τέτοιο. Δεν δημιουργούσε υποχρέωση να υποσκελισθούν σαφείς πρόνοιες του Νόμου. Εξάλλου «δεν αντιμετωπίζουμε περίπτωση δεδικασμένου γιατί «μόνον εκ της ακυρώσεως πράξεως λόγω ανεπαρκούς ή εσφαλμένης αιτιολογίας δεν παράγεται δεδικασμένο (Σ.Ε. 206/1940, 2309/1947)» «(Βλ. Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας προσφ. αρ. 119/91, ημερ. 25/1/96 και Δέσποινα Φιλίππου ν. Δημοκρατίας, προσφ. αρ. 652/97 ημερ. 10/4/98).
Εν κατακλείδι είναι η απόφαση μου ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου και συνακόλουθα η επίδικη απόφαση δεν πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας από τη στιγμή που το άρθρ. 34(9) του Νόμου 1/90 δίδει τέτοια ευχέρεια στο Διευθυντή. Αυτός ο λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
΄Αλλος λόγος ακύρωσης που αναπτύσσεται με την αγόρευση του συνήγορου της αιτήτριας αφορά την ελαττωματικότητα της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Υπάρχει ισχυρισμός ότι η έκθεση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Πρόκειται για έκθεση που έγινε κατόπιν συνεδρίας της Επιτροπής στις 16/7/99. Γίνεται η πιο κάτω για την αιτήτρια και για κάθε μιά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αξιολόγηση:
«
Δημητρίου Παναγιώτα: Εξαίρετη (Ενδιαφερόμενο μέρος)Προσελφήθηκε ως Έκτακτη Νοσοκόμα επί του προσωπικού στις 19/3/73, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Διορίστηκε στη μόνιμη θέση Νοσοκόμου επί του Προσωπικού στις 1/11/75.
Από τις 3/10/77 μετατέθηκε στο Νοσοκομείο Πάφου και τοποθετήθηκε στη Σχολιατρική Υπηρεσία.
Προήχθηκε στη θέση Νοσοκόμου επί του Προσωπικού 1ης τάξης στις 15/2/85.
Παρακολούθησε σεμινάρια.
Αξιολόγηση (Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις)
1984-1989 εξαίρετη
1990 πολύ ικανοποιητικά
Λάμπρου Ελένη:
Εξαίρετη (Ενδιαφερόμενο μέρος)Προσελήθηκε ως Νοσοκόμα επί του Προσωπικού επί προσωρινής βάσης στις 4/1/71 και τοποθετήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Διορίστηκε στη μόνιμη θέση Αδελφής Νοσοκόμου στις 1/11/72. Τοποθετήθηκε στη Σχολιατρική Υπηρεσία στις 17/10/77. Πήρε υποτροφία της Γιουγκοσλαβικής Κυβέρνησης με θέμα «Planning and Management of Primary Health care in Developin Countries" 1984 (2 μήνες).
Αξιολόγηση (Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις)
1984-1985
με απόφαση της Ε.Δ.Υ. (Πρακτικά ημερ. 20/9/91) δενλήφθηκαν υπόψη)
1986-89 εξαίρετη
1990 πολύ ικανοποιητικά
Φιλοθέη Μουρτζή: Πολύ καλή (Αιτήτρια)
Εργάστηκε στη Σχολιατρική Υπηρεσία της Σχολικής Εφορείας Λευκωσίας από 8/1/73-31/12/76
Προσελήφθηκε με σύβαση από 1/1/77
Διορίστηκε στη μόνιμη θέση Επισκέπτριας Αδελφής στις 10/7/81 και τοποθετήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας
Προήχθηκε στη μόνιμη θέση Επισκέπτριας Αδελφής 2ης τάξης από 1/8/86
Παρακολούθησε σεμινάρια.
Αξιολόγηση (Ετήσιες Υπηρεσιακές εκθέσεις)
1984 δε λήφθηκε υπόψη από Ε.Δ.Υ.
1985-89 εξαίρετη
1990 πολύ ικανοποιητικά
Στο τέλος δε καταλήγει με τα εξής:
«Η Συμβουλευτική Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα, την πείρα των αιτητριών σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης Ανώτερης Επισκέπτριας Αδελφής, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων τους, που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, τους προσωπικούς φακέλλους και τους φακέλλους των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που τυγχάνει να είναι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρεί ως κατάλληλες και συστήνει για τις εν λόγω θέσεις τις πιο κάτω τα ονόματα των οποίων αναφέρονται κατά αλφαβητική σειρά:
1. Δημητρίου Παναγιώτα - Εξαίρετη
2. Ζαντίδου Αιμιλία - Πολύ καλή
3. Λάμπρου Ελένη - Εξαίρετη
4. Μιχαηλίδου Αιμιλία - Παρα πολύ καλή
5. Μουρτζή Φιλοθέη - Πολύ καλή
6. Σαββίδου Ηλέκτρα - Παρα πολύ καλή
7. Χαραλάμπους Μαρία - Παρα πολύ καλή»
Το παράπονο της αιτήτριας μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου της είναι ότι δεν δίδεται καμιά αιτιολογία γιατί η αιτήτρια κρίθηκε ως «πολύ καλή» και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ως «εξαίρετα» με μια γενική και αόριστη αναφορά. Ειδικότερα μάλιστα υπάρχει ισχυρισμός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λάμπρου κακώς θεωρήθηκε ότι για το 1989 έχει εξαίρετη αξιολόγηση αφού από τα στοιχεία των φακέλων έχει για το έτος αυτό γενική αξιολόγηση: «λίαν καλώς». Η συνήγορος της καθής η αίτηση δεν απαντά κατευθείαν αυτόν τον ισχυρισμό της άλλης πλευράς. Απαντά εμμέσως με βάση τις θέσεις που παίρνει σε άλλους ισχυρισμούς της αιτήτριας.
Ίσως είναι χρήσιμο να υπομνησθεί με ποιό τρόπο η αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής επηρέασε την πορεία της πλήρωσης της επίδικης θέσης σε προηγούμενο στάδιο. Η πρώτη απόφαση για προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών ακυρώθηκε κατ' έφεση επειδή η Επιτροπή αγνόησε τις αξιολογήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπή λόγω κακής σύνθεσης. Αποφασίστηκε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να επανασυσταθεί με διαφορετική σύνθεση με σκοπό τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων και την ετοιμασία του καταλόγου όπως προβλέπεται από το άρθρο 34(6) του Νόμου 1/90 (Βλ. Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2302, ημερ. 28/5/99). Ήταν σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης που στις 16/7/99 συνήλθε η Συμβουλευτική Επιτροπή και ετοίμασε την υπό κρίση έκθεση αξιολόγησης με την οποία θεώρησε σαν κατάλληλη και συνέστησε για τη θέση την αιτήτρια και έξι άλλα πρόσωπα μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Το άθρ. 34(6) έχει ως εξής:
«(6) Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπόψη της τα αποτελέσματα της γραπτής και ή προφορικής εξέτασης των υποψηφίων, ανάλογα με το τι έχει διεξαχθεί, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων οι οποίοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη
Ρητά στο άρθρο αυτό προνοείται ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Το ζήτημα καλύπτεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση: Δημοκρατία ν. ΧατζηΓεωργίου (1994) 3
Α.Α.Δ. 574. Στη σελ. 580 διαβάζουμε:«Ο Νόμος επιβάλλει ρητά την υποχρέωση της δέουσας αιτιολόγησης της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ρητή απαίτηση του άρθρου 34/6) για αιτιολόγηση δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει ακόμα και στο στάδιο κάθε προπαρασκευαστικής πράξης αλλά καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πράξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται
Ένας από τους προφανείς λόγους για την ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόφασης. Είναι φανερό ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ' όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη.»
Στην υπόθεση Μαρία Βασιλείου ν. Δημοκρατίας προσφ. αρ. 66/94, ημερ. 28/3/95 (Κωνσταντινίδης, Δ), παραπέμποντας στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας, αναφέρεται ότι:
«Ό,τι εμφανίζεται ως αιτιολογία αποτελεί στην ουσία, επανάληψη του άρθρου 34(6) ως προς τα στοιχεία που διαδραματίζουν ρόλο. Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε το συλλογισμό.»
Φοβούμαι ότι τα πιο πάνω μπορούν να επαναληφθούν και στην παρούσα υπόθεση. Αφού για την κάθε υποψήφια η Συμβουλευτική Επιτροπή στην ουσία καταγράφει τα στοιχεία που υπήρχαν στο φάκελο της κάθε μιας προβαίνει σε μια γενικόλογη αιτιολογία για την προτίμηση που είχε για τις επτά υποψήφιες χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση της αξιολόγησης για την κάθε μια χωριστά. Δυστυχώς η απόφαση της Επιτροπής που στηρίχθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί για ακόμη μια φορά. Χρησιμοποίησα πιο πάνω τη λέξη «δυστυχώς» διότι όντως είναι ατυχές το γεγονός ότι από το 1991 τόσο η αιτήτρια όσο και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν γνωρίζουν οριστικά ποιά είναι η θέση τους στη Δημόσια Υπηρεσία. Όμως δεν υπάρχει άλλη επιλογή για το Δικαστήριο παρά να εφαρμόσει το Νόμο και τη νομολογία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Με έξοδα εναντίον της καθής η αίτηση.
FONT>Γ. Αρέστης,
Δ.
/ΚΑς