ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 499/2002)

21 Οκτωβρίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ZLATKA ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ου η Αίτηση.

 

 

Α. Σοφοκλέους, για την Αιτήτρια.

Γ. Γεωργαλλής, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια στην παρούσα προσφυγή ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών που περιέχεται στην επιστολή του Αναπληρωτή Λειτουργού Μετανάστευσης ημερ. 24/5/2002 να απορρίψει την αίτηση της αιτήτριας για εγγραφή της ως Κύπρια πολίτιδα είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

Η αιτήτρια είναι Βουλγαρικής καταγωγής και υπηκοότητας. Ήρθε στην Κύπρο τον Ιανουάριο του 1993 και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 7.1.1995, για να εργαστεί ως φροντίστρια στο ίδρυμα «ΒΑΛΣΑΜΟ» (Θεραπευτήριο Ηλικιωμένων) στη Λεμεσό. Στις 23.11.1994 ο εργοδότης της τερμάτισε τη συνεργασία του μαζί της γιατί σύμφωνα με τα όσα κατήγγειλε στην Αστυνομία είχε πληροφορίες ότι επρόκειτο για γυναίκα με ανήθικο χαρακτήρα.

Ακολούθησε στις 27.12.1994, ο πολιτικός γάμος της αιτήτριας στο Δήμο Κάτω Πολεμιδιών, με το Λούκα Αντωνίου από τη Λεμεσό, ηλικίας 80 χρόνων. Επρόκειτο περί εικονικού γάμου αφού όπως δήλωσε ο ίδιος σε γραπτή κατάθεσή του η σύζυγός του ουδέποτε διέμενε μαζί του.

Όταν στις 7.1.1995, έληξε η ισχύς της χορηγηθείσας σ΄ αυτήν άδειας παραμονής, το Τμήμα Αλλοδαπών του Υπουργείου Εσωτερικών, έχοντας υπόψη του τα πιο πάνω, απέρριψε την από μέρους της υποβληθείσα αίτηση για ανανέωσή της, συμβούλευσε δε αυτήν να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις και να αναχωρήσει από την Κύπρο το συντομότερο. Αντ΄ αυτού η αιτήτρια εξαφανίστηκε και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση. Κατ΄ αυτό δε το διάστημα και πιο συγκεκριμένα στις 25.4.1998, τέλεσε θρησκευτικό γάμο με τον Κύπριο υπήκοο Χριστοφή Φωτίου Χριστοφή από το Κοιλάνι Λεμεσού, στις δε 16.5.1998, αναχώρησε για τη χώρα της, οπότε το όνομά της τοποθετήθηκε στο Στοπ-Λιστ (Σημειώνεται ότι ο προηγούμενος σύζυγός της Λούκας Αντωνίου απεβίωσε στις 2.3.1997). Στη συνέχεια, αφού αφαιρέθηκε το όνομα της αιτήτριας από τον κατάλογο των Απαγορευμένων Μεταναστών, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος ημερομηνίας 29.6.1998, από το σύζυγό της (μέσω των δικηγόρων του) προς τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή στις 29.7.1999, της παραχωρήθηκε η ιδιότητα της ημεδαπής Κυπρίας. Ακολούθως, στις 3.5.2000 η αιτήτρια, υπέβαλε αίτηση για να εγγραφεί ως πολίτης της Δημοκρατίας με βάση το άρθρο 5(2) των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967 έως 1999 (ο Νόμος). Προς υποστήριξη δε της εν λόγω αίτησης επισύναψε πιστοποιητικό γεννήσεως, πιστοποιητικό γάμου και πιστοποιημένη βεβαίωση του Κύπριου συζύγου της, ημερομηνίας 3.5.2000, ότι συζούσαν αρμονικά από το 1998.

Η περίπτωση της αιτήτριας ερευνήθηκε αρχικά από την Αστυνομία η οποία, σε έκθεσή της προς τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις αναφέροντας μεταξύ άλλων τα πιο κάτω:-

«Η αλλοδαπή από την πρώτη στιγμή παρουσίας της στην Κύπρο δημιούργησε πολλά προβλήματα τόσο στην υπηρεσία μας όσο και σε απλούς πολίτες. Αρχικά είχε προβλήματα με τον εργοδότη της και αργότερα περιέπλεξε σε περιπέτειες ξεγελώντας τον ένα υπερήλικα ασθενή τελώντας μαζί του εικονικό γάμο.

Πρόκειται για άτομο κακού χαρακτήρα που πρόθεσή της ήταν εξαρχής η εξασφάλιση μόνιμης παραμονής στην Κύπρο, πράγμα το οποίο εξασφάλισε με την τέλεση του 2ου γάμου της και με την ταξινόμησή της ως ημεδαπής Κυπρίας με βάση το άρθρο 2(1)b.»

Ως αποτέλεσμα των απόψεων της Αστυνομίας, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως δεν ενέκρινε την αίτηση. Αφού δε προηγήθηκε η ενημέρωση της αιτήτριας γι΄ αυτή την εξέλιξη, οι δικηγόροι της με επιστολή τους ημερομηνίας 27.12.2000 ζήτησαν επανεξέταση της αίτησης. Έγινε επανεξέταση, η απάντηση όμως ήταν και πάλι απορριπτική. Κατόπιν αυτού, ακολούθησε νέα επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας ημερομηνίας 9.4.2001, για δεύτερη επανεξέταση του όλου θέματος.

Στις 24.9.2001 η Αστυνομία υπέβαλε δεύτερη έκθεση προς τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως. Εισηγήθηκε κι΄ αυτή τη φορά απόρριψη της αίτησης, παρόλο που σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της το ζεύγος συζούσε αρμονικά κάτω από την ίδια στέγη χωρίς να αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα. Έκρινε σκόπιμο πως χρειαζόταν να δοθεί σ΄ αυτούς κι΄ άλλος χρόνος ώστε να φανεί πραγματικά κατά πόσο ο γάμος τους θα βιώσει, λαμβανομένου σοβαρά υπόψη του παρελθόντος της αιτήτριας. Έτσι, με σχετική απόφασή του η οποία κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους της αιτήτριας με επιστολή ημερομηνίας 7.11.2001, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως μετέθεσε το χρόνο επανεξέτασης της αίτησης για τις 25.4.2002. Εν τω μεταξύ η αιτήτρια, με επιστολή της δικηγόρου της κυρίας Σοφοκλέους ημερομηνίας 4.12.2001, ζήτησε επίσπευση της εξέτασης της αίτησής της ενόψει του ότι παρήλθε ήδη διετία από τη σύναψη του γάμου της με Κύπριο υπήκοο.

Ακολούθησε κατόπιν οδηγιών του Αν. Λειτουργού Μεταναστεύσεως τρίτη έκθεση της Αστυνομίας αναφορικά με το όλο θέμα, ημερομηνίας 25.4.02. Ήταν και πάλι για τρίτη συνεχή φορά εισήγησή της ότι η αίτηση έπρεπε να απορριφθεί. Ενόψει της παραδοχής της αιτήτριας (σε προσωπική συνέντευξη του ζεύγους) ότι η τέλεση του προηγούμενου γάμου της με τον Ελληνοκύπριο υπερήλικα αποσκοπούσε αποκλειστικά και μόνο στην εξασφάλιση της παραμονής της στην Κύπρο, ήταν πεποίθηση της Αστυνομίας ότι και στην περίπτωση του 2ου γάμου της η αιτήτρια ενήργησε με το ίδιο σκεπτικό. Άλλωστε από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της προέκυπτε ότι η γνωριμία του ζεύγους προτού προχωρήσουν σε γάμο διήρκεσε μόνο δύο μήνες.

Έτσι, ενόψει των πιο πάνω, ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως αφού εξέτασε την αίτηση αποφάσισε στις 17.5.02 την απόρριψή της.

Η αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικά κατόπιν επιστολής που στάληκε στη δικηγόρο της ημερομηνίας 24.5.2002.

Το ακριβές κείμενο της εν λόγω επιστολής που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής έχει ως εξής:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αλληλογραφία που λήγει με την επιστολή σας με ημερ. 8.05.2002 σχετικά με την αίτηση της κας Zlatka Χριστοφή για την εγγραφή της σαν Κυπρίας πολίτιδας με βάση το άρθρο 5(2) των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων του 1967-2001 και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά απορρίφθηκε στο παρόν στάδιο.

  1. Στην περίπτωση αυτή κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που απαιτούνται για το σκοπό αυτό, όπως καθορίζονται στο άρθρο 5(2) των περί του Πολίτου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νόμων.
  2. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια προηγουμένως συνήψε εικονικό γάμο.

Με τιμή

(Ε. Μαραθεύτου)

για Αν. Λειτουργό Μετανάστευσης»

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο, ήτοι τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως και όχι από το Λειτουργό Μεταναστεύσεως στον οποίο με την Κ.Δ.Π. 262/2000, ημερομηνίας 13.10.2000, εκχωρήθηκε βάσει του άρθρου 5(2) του Νόμου εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών (Η Κ.Δ.Π. 262/2000 επισυνάπτεται ως Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της αιτήτριας). Κατά την άποψή μου ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί. Η εκχώρηση της προαναφερόμενης εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως έγινε νομότυπα, σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών Εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/62). Το γεγονός ότι η αίτηση της αιτήτριας υποβλήθηκε πέντε περίπου μήνες πριν από τη δημοσίευση της εκχώρησης, στις 3.5.2000, καθώς και το ότι το πρόσωπο το οποίο επιλήφθηκε της συγκεκριμένης αίτησης και έλαβε τελικά κατόπιν δύο επανεξετάσεων την επίδικη απόφαση ήταν ο Αν. Λειτουργός Μεταναστεύσεως δεν σημαίνει ότι η εν λόγω απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο. Κατά το χρόνο λήψεως αυτής, ήτοι στις 17.5.2002, (η 24η Μαΐου ήτο η ημερομηνία κοινοποίησής της στην αιτήτρια μέσω επιστολής που στάληκε στη δικηγόρο της) ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως (άρα και ο Αναπληρωτής του) είχε αρμοδιότητα η οποία του εκχωρήθηκε δεκαεννέα περίπου μήνες προηγουμένως, συγκεκριμένα στις 13.10.2000, με την Κ.Δ.Π. 262/2000. Συνεπώς βάσει των όσων έχουν λεχθεί, η απάντηση που δίνει ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση σε σχέση με το συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως, περί διορισμού της κας Άννυς Σιακαλλή ως Αν. Λειτουργού Μεταναστεύσεως από 19.8.2002 και έχουσας επομένως την εξουσία να εκτελεί από την εν λόγω ημερομηνία όλα τα καθήκοντα που από το Νόμο έχουν ανατεθεί στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως, (Βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 3632 και ημερομηνίας 30.8.2002) δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Άλλωστε η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε σε χρόνο προγενέστερο του διορισμού της.

Όσον αφορά δε την εισήγηση της δικηγόρου της αιτήτριας πως το γεγονός ότι την προσβαλλόμενη απόφαση την υπογράφει εκ μέρους του Αν. Λειτουργού Μεταναστεύσεως η κα Ε. Μαραθεύτου, καθιστά αυτήν άκυρη, ούτε με αυτή θα συμφωνήσω. Ουσία του όλου θέματος παραμένει πως η επίδικη απόφαση σύμφωνα με τα όσα ήδη έχουν ειπωθεί ανωτέρω, λήφθηκε από ένα καθόλα αρμόδιο πρόσωπο.

Δεν είναι, επίσης, ορθή ούτε η περαιτέρω εισήγησή της ότι η εκχώρηση της βάσει του άρθρου 5(2) του Νόμου εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως παρέχει σ΄ αυτόν μόνο τη δυνατότητα να εγκρίνει και όχι να απορρίπτει αιτήσεις, και πως αν στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα της αιτήτριας εξετάζετο από τον αποκλειστικό εκδοχέα της εν λόγω εκχώρησης (που δεν είναι άλλος από το Λειτουργό Μεταναστεύσεως) και αυτός έκρινε πως δεν μπορούσε να προχωρήσει σε έγκριση του αιτήματός της, θα έπρεπε τότε να παραπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο Υπουργό (δηλαδή τον Υπουργό Εσωτερικών) που δυνάμει του άρθρου 5(2) του Νόμου είναι το μόνο πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η εξουσία να απορρίπτει αιτήσεις. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι εξουσία «έγκρισης» περιλαμβάνει λογικά και εξουσία «μη έγκρισης», είναι σαφές από το όλο κείμενο της σχετικής γνωστοποίησης (Παράρτημα Ι στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου της αιτήτριας) ότι εκείνο που εκχωρείται είναι ολόκληρη η εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 5(2) του Νόμου.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή ότι στερείται γενικά της δέουσας αιτιολογίας.

Ειδικότερα υποστηρίζεται ότι στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 24 Μαΐου, 2002 (Παράρτημα ΧΙΧ της ένστασης του καθ΄ου η αίτηση) δεν καταγράφονται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι καθώς και τα κριτήρια βάσει των οποίων το αρμόδιο όργανο οδηγήθηκε κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στην έκδοση αυτής, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

Επισημαίνεται ακόμη πως η επίκληση στην εν λόγω απόφαση του γεγονότος ότι η αιτήτρια συνήψε προηγουμένως εικονικό γάμο δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά αιτιολογία και πως το συγκεκριμένο γεγονός αποτελεί εξωγενές ζήτημα, άσχετο με το υπό διερεύνηση αίτημα της αιτήτριας. Κατά την άποψή της αντικείμενο της διερεύνησης της Διοικητικής αρχής θα έπρεπε να ήταν όχι ο προηγούμενος γάμος της αλλά ο υφιστάμενος, αφού βάσει αυτού διεκδικούσε το δικαίωμά της να εγγραφεί ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περαιτέρω υποβάλλεται, ότι από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου της αιτήτριας δεν προκύπτει ότι ο υπό αναφορά προηγούμενος γάμος της έχει κηρυχθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο ως εικονικός από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο και πως η έρευνα, οι διαπιστώσεις καθώς και οι απόψεις της Αστυνομίας όπως εμφαίνονται από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εξομοιωθούν με αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, γιατί σ΄ αυτήν δεν αναφέρεται αν υιοθετείται από την αρμόδια Διοικητική αρχή το περιεχόμενο της έρευνας της Αστυνομίας, μήτε και κατά πόσο τα στοιχεία αυτά αποκλείουν την εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 5(2) του Νόμου.

Από την άλλη πλευρά ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση αντικρούει τους προαναφερθέντες ισχυρισμούς και εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζει πως μια προσεκτική μελέτη του κειμένου της επίδικης απόφασης οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε επειδή κρίθηκε ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια τα οποία το άρθρο 5(2) του σχετικού Νόμου απαιτούσε. Αφού δε επισημαίνει ότι τα κριτήρια που επιτάσσει ο Νόμος πρέπει να υπάρχουν σωρευτικά στο πρόσωπο του κάθε φορά κατά περίπτωση αιτητή, εισηγείται πως από την έρευνα που προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης φάνηκε ξεκάθαρα ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 5(2)(γ) του Νόμου, δεν ήταν δηλαδή άτομο καλού χαρακτήρα. Εν κατακλείδι δε ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης στα οποία μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται οι τρεις κρίσιμες για την έκβαση του αιτήματος της αιτήτριας εκθέσεις της Αστυνομίας.

Σύμφωνα με τη νομολογία, οι διοικητικές πράξεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες και ιδιαίτερα πράξεις ή αποφάσεις που δημιουργούν δυσμενείς συνέπειες για το διοικούμενο. Η αιτιολογία πρέπει να περιλαμβάνει την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων και των κριτηρίων με βάση τα οποία η διοικητική αρχή άσκησε τη διακριτικήν της εξουσία, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής και επαρκής, όπου δε υπάρχει αοριστία και ασάφεια η αιτιολογία είναι ελαττωματική και καθιστά την απόφαση άκυρη. (Βλέπε: Δημοκρατία κ.ά. ν. Σταύρου Φιλιππίδη (1989) 3Β Α.Α.Δ. 292, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Κώστα Κυριακίδη ν. Δημοκρατία (1995) 3 Α.Α.Δ. 298).

Προκύπτει ότι από όσα ανέφερα πιο πάνω ότι η επιστολή ημερ. 24.5.2002 που περιέχει την προσβαλλόμενην απόφαση, δεν περιείχε αιτιολογία αφού από το περιεχόμενο της δε προκύπτουν τα στοιχεία, περιστατικά και τους λόγους που αποτέλεσαν τη βάση για την απόρριψη του αιτήματος. Η γενική επίκληση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 5(2) του νόμου δεν είναι αρκετή. Δεν αναφέρονται με επάρκεια και σαφήνεια ποιά από τα κριτήρια δεν πληρούνται στην περίπτωση της αιτήτριας, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Η περαιτέρω σημείωση, η οποία αναφέρεται στο κείμενο της επιστολής, ότι η αιτήτρια τέλεσε στο παρελθόν εικονικό γάμο, δεν μπορεί να περισώσει την απόφαση. Δεν αναφέρεται σαφώς ότι αυτή ήταν η αιτιολογία της επίδικης απόφασης.

Είναι γεγονός ότι μια ατελής αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του φακέλου για αναντίλεκτα γεγονότα. Στο φάκελο της υπόθεσης περιέχονται τρεις εκθέσεις της Αστυνομίας οι οποίες όμως δεν μπορούν να εξομοιωθούν με αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί σ΄ αυτήν δεν αναφέρεται αν υιοθετούνται από την αρμόδια αρχή.

Με τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης η συμπλήρωση της ελλείπουσας αιτιολογίας από το φάκελο θα ισοδυναμούσε με αξιολόγηση των στοιχείων αυτών από το ίδιο το Δικαστήριο, ανεπίτρεπτο κατά τη νομολογία, αφού το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ουσιαστική κρίση της διοίκησης.

Ενόψει της επιτυχίας του λόγου αυτού δεν θα εξετάσω τους άλλους λόγους ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

/ΕΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο