ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 347/2002)

21 Οκτωβρίου, 2003

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΣΤΕΡΩ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ,

Καθ΄ης η Αίτηση.

 

Χρ. Γεωργιάδης, για την Αιτήτρια.

Μ. Καλλιγέρου (κα), για την Καθ΄ης η Αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Mε την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου πως η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3574 ημερ. 8 Φεβρουαρίου 2002 να διορίσουν τους (1) Θεοδώρα Γερμανού (2) Ελισάβετ Μούσκου Κόκκινου και (3) Δέσπω Θεοδώρου (ενδιαφερόμενα μέρη) στη μόνιμη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας, είναι παράνομη, άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε αποτέλεσμα.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με επιστολή του ημερομηνίας 29.3.2001 πληροφόρησε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι στη Νομική Υπηρεσία υπάρχουν πέντε κενές μόνιμες θέσεις Δικηγόρου της Δημοκρατίας και άλλες πέντε που προβλέπεται ότι θα κενωθούν εντός του έτους.

Στις 6.4.2001 η καθ΄ης η αίτηση αποφάσισε την προκήρυξη των εν λόγω θέσεων που είναι πρώτου διορισμού, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δόθηκε δε προθεσμία τριών εβδομάδων για την υποβολή αιτήσεων. Υπέβαλαν αιτήσεις 69 πρόσωπα μεταξύ των οποίων η αιτήτρια και τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Ακολούθως ο Γραμματέας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ενεργώντας σύμφωνα με το άρθρο 33(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001, με επιστολή του ημερομηνίας 31.5.2001, απέστειλε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, υπό την ιδιότητά του ως Προέδρου της Συμβουλευτικής Επιτροπής τις προαναφερθείσες 69 αιτήσεις των υποψηφίων καθώς και αντίγραφα της σχετικής γνωστοποίησης και του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με επιστολή του ημερομηνίας 30.7.2001, υπέβαλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με τον προκαταρκτικό κατάλογο στον οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβανόταν τόσο το όνομα της αιτήτριας όσο και τα ονόματα των ενδιαφερομένων μερών.

Κατόπιν η Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία της ημερομηνίας 24.9.2001, αφού έλεγξε τον συγκεκριμένο προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγινε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων και αφού προέβη στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου που ήταν ίδιος με τον προκαταρκτικό, αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση ενώπιόν της στην οποία να παρευρίσκεται και ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.

Η συγκεκριμένη προφορική εξέταση κατά την οποία οι υποψήφιοι έγιναν δεκτοί από την Ε.Δ.Υ. χωριστά ο ένας από τον άλλο, πραγματοποιήθηκε στις συνεδρίες αυτής, ημερομηνίας 19.11.2001, 20.11.2001, 21.11.2001 και 22.11.2001. Μετά δε το πέρας της προφορικής εξέτασης στις 22.11.2001 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αφού εξέφρασε τις απόψεις του αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων αποχώρησε. Ακολούθησε η αξιολόγηση της ίδιας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την απόδοση των υπό αναφορά υποψηφίων, υπό το φως και των σχετικών κρίσεων του Γενικού Εισαγγελέα.

Εν συνεχεία η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού δε έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που διεξάχθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα τους καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοσή τους ενώπιόν της, επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους για διορισμό στην επίδικη θέση και ως υπερέχοντες γενικά των άλλων υποψηφίων 9 πρόσωπα μεταξύ των οποίων και τα ενδιαφερόμενα μέρη Θεοδώρου Δέσπω και Κόκκινου-Μούσκου Ελισάβετ.

Όσον αφορά τώρα τη μία θέση που αποφασίστηκε να δοθεί σε έναν από τους τρεις υποψηφίους που καλύπτονται από τις πρόνοιες των περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Παθόντων και των Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων η Επιτροπή με δεδομένο το γεγονός ότι ο ένας εκ των τριών έχει επιλεγεί κανονικά με βάση την αξία του, επέλεξε μεταξύ των δύο εναπομεινάντων υποψηφίων την Ουστά-Λάμπρου Λαμπρινή.

Στη συνέχεια, τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 22.11.2001 με την οποία ζητείτο η πλήρωση ακόμα μιας θέσης Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, η οποία στο μεταξύ είχε κενωθεί.

Η Επιτροπή με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 33(5) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2001, αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωση και της εν λόγω θέσης. Με βάση δε όλων των ενώπιόν της στοιχείων επέλεξε για διορισμό την Γερμανού Θεοδώρα (ενδιαφερόμενο μέρος) η οποία αξιολογήθηκε ως σχεδόν πολύ καλή τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και από την ίδια την Ε.Δ.Υ. κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, επιπλέον δε διαθέτει και το πλεονέκτημα.

Ως ημερομηνία δε ισχύος του διορισμού των επιλεγέντων προσώπων στην επίδικη θέση καθορίστηκε η 2.1.2002.

Προτού εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης καθίσταται αναγκαίο να αναφερθεί ότι αρχικά η παρούσα προσφυγή στρεφόταν εναντίον 3 ενδιαφερομένων προσώπων όπως αυτά εμφαίνονται στην αίτηση ακύρωσης. Μεταγενέστερα όμως και πιο συγκεκριμένα στις 3.9.2002 η αιτήτρια απέσυρε την προσφυγή σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ελισάβετ Μούσκου-Κόκκινου και Δέσπω Θεοδώρου. Παρέμεινε επομένως ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόνο η Θεοδώρα Γερμανού.

 

Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει και αναπτύσσει τους εξής λόγους οι οποίοι κατά την εισήγησή του οδηγούν στην ακύρωση της επίδικης απόφασης.

 

1. Μη κατοχή του προσόντος της «πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας» από το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοδώρα Γερμανού.

 

Η πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας περιλαμβάνεται ανάμεσα στα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντα (παράγραφος 3(2) αυτού).

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοδώρα Γερμανού δεν κατέχει το εν λόγω προσόν κι΄ ότι λανθασμένα η Συμβουλευτική Επιτροπή και μετέπειτα η Ε.Δ.Υ. θεώρησαν ότι κατά τεκμήριο το κατείχε. Αναφερόμενη δε στα αποδεκτά τεκμήρια πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που καθιέρωσε η Ε.Δ.Υ. με σχετική εγκύκλιό της, υποστηρίζει ότι τα στοιχεία επί των οποίων βασίστηκε η κρίση των προαναφερομένων επιτροπών για κατοχή από μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου του συγκεκριμένου προσόντος, δεν συγκαταλέγονται ανάμεσα στα υπό αναφορά τεκμήρια (Βλ. Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας).

 

Τα στοιχεία δε αυτά, ήσαν βεβαίωση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας ημερομηνίας 25.6.1998, την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος επισύναψε στη σχετική αίτησή της για διορισμό της στην επίδικη θέση και της οποίας το ακριβές περιεχόμενο έχει ως εξής:-

 

 

 

«ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

25 Ιουνίου, 1998

ΒΕΒΑΙΩΣΗ

Βεβαιώνεται ότι η Κτηματολογική Γραφέας Θεοδώρα Κ. Γερμανού παρακάθισε στην Τμηματική Γραπτή Εξέταση για απόκτηση προσόντων για προαγωγή στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα 1ης τάξης στο Γραπτό 4 (στην Αγγλική Γλώσσα) στις 3.12.88 και πέτυχε.

Η γνώση της Αγγλικής Γλώσσας που απαιτείτο ήταν η πολύ καλή, γιατί σύμφωνα με τον κανονισμό 12 για την προαγωγή στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα 1ης τάξης "The candidate must have very good knowledge of all land registry processes and should have a very good knowledge of English."»

Είναι η θέση της αιτήτριας, πρόσθετα προς τα ήδη αναφερθέντα, ότι η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε αβίαστα το συγκεκριμένο πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς να προβεί η ίδια σε δέουσα έρευνα όπως απαιτεί η νομολογία.

Από την άλλη η δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση αντικρούοντας τους εν λόγω ισχυρισμούς υποστηρίζει την ορθότητα και νομιμότητα του συγκεκριμένου συμπεράσματος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, επισημαίνει δε πως η κατάληξη αυτής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόν της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, ήταν το εύλογο αποτέλεσμα της ενδελεχούς και προσεκτικής εξέτασης της προαναφερθείσας βεβαίωσης του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερομηνίας 25.6.1998 καθώς και του Κανονισμού 12 στην οποία η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή προέβη στα πλαίσια των εξουσιών που της παρέχονται δυνάμει του άρθρου 33 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 (όπως έχουν τροποποιηθεί).

Είναι περαιτέρω εισήγησή της πως με δεδομένο το γεγονός ότι οι εξετάσεις στις οποίες είχε παρακαθίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην Αγγλική γλώσσα το 1988 ήταν επιπέδου πολύ καλής γνώσης, το συμπέρασμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν θα μπορούσε να ήταν οποιοδήποτε άλλο. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της αιτήτριας για έλλειψη δέουσας έρευνας της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας σε σχέση με το συγκεκριμένο προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους, ισχυρίζεται, ότι η εν λόγω Επιτροπή υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν το έκανε όμως στα τυφλά. Χρησιμοποίησε το υλικό που της δόθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για να καταλήξει στα δικά της συμπεράσματα. Είναι η θέση της ότι η Ε.Δ.Υ. άσκησε την αρμοδιότητά της για έρευνα και διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων δεόντως και ότι η αιτήτρια που είχε το βάρος απόδειξης απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας. Αναφερόμενη δε στην πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τονίζει πως το Ανώτατο Δικαστήριο, στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, δεν υπεισέρχεται να υποκαταστήσει τη δική του κρίση στην κρίση του διοικητικού οργάνου. Ελέγχεται μόνο κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου ασκήθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια ή κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο ή έγινε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

Τέλος η καθ΄ης η αίτηση υποστηρίζει πως το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν υιοθετήθηκε από την Ε.Δ.Υ. μόνο για το ενδιαφερόμενο μέρος αλλά και για την ίδια την αιτήτρια χωρίς μάλιστα την ύπαρξη τεκμηρίου από μέρους της για τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

Όλοι οι προβληθέντες και αναλυθέντες πιο πάνω ισχυρισμοί της καθ΄ης η αίτηση προς υποστήριξη της συγκεκριμένης απόφασής της, υιοθετήθηκαν πλήρως από το ενδιαφερόμενο μέρος. Πρόσθετα όμως και προς ενίσχυση αυτών ο δικηγόρος της Θεοδώρας Γερμανού επισυνάπτει στη γραπτή του αγόρευση ως Επισυνημμένο 1Β επιστολή του τότε Διευθυντή του Κτηματολογίου προς την Ε.Δ.Υ. ημερομηνίας 11.11.1985 με την οποία επισυνάπτετο Έκθεση της αρμόδιας Τμηματικής Επιτροπής για την πλήρωση 15 κενών θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού 2ης Τάξης. Στην εν λόγω έκθεση πιστοποιείτο ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας γιατί πέτυχαν στην εξέταση για προαγωγή στη θέση Κτηματολογικού Γραφέα 1ης Τάξης που απαιτείτο πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Είναι συνεπώς εισήγησή του πως η επιτυχία του ενδιαφερόμενου μέρους στην πιο πάνω εξέταση όπως φαίνεται και από τη βεβαίωση ημερομηνίας 25.6.1998 που έχει ήδη παρατεθεί, πιστοποιούσε κατοχή από αυτή πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και πως η εν λόγω επιτυχία συνιστούσε αμάχητο τεκμήριο κατοχής της στο επίπεδο αυτό. Εν κατακλείδι δε παραπέμπει σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με τις οποίες δημόσιοι υπάλληλοι που είναι υποψήφιοι για ανώτερες θέσεις θεωρείται ότι κατέχουν την απαιτούμενη Ελληνική και Αγγλική γλώσσα στο καθοριζόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας των εν λόγω θέσεων επίπεδο, αν το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης την οποία κατέχουν ή κατείχαν απαιτεί τα ίδια επίπεδα γνώσης των γλωσσών αυτών. Είναι εισήγηση του δε πως ενόψει του ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε διοριστεί το Νοέμβριο του 1985 στη θέση του Κτηματολογικού Γραφέα 2ης Τάξης, (αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου), θα πρέπει να θεωρηθεί ότι κατείχε πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας βάσει της πιστοποίησης της Τμηματικής Επιτροπής στην οποία έχει ήδη γίνει αναφορά.

Η ανάγκη για τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από το διορίζον όργανο για να διαπιστωθεί κατά πόσο οι υποψήφιοι κατέχουν τα προβλεπόμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα έχει τονιστεί επανειλημμένα από τη νομολογία μας. Αποτελεί πάγια θέση της (Βλ. HadjiPaschali v. Republic (1980) 3 C.L.R. 101, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, Antoniou v. Republic (1978) 3 C.L.R. 308). H διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου (Βλ. Επαμεινώνδας ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 1846, ημερ. 29.5.1998). Η Ε.Δ.Υ. έχει καθήκον να διενεργεί έρευνα προς διακρίβωση των στοιχείων βάσει των οποίων οιοσδήποτε υποψήφιος πληροί τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα (Βλ. Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1920, ημερ. 20.5.1998). Δεν αρκεί να περιορίζεται απλώς στην έγκριση ή μη της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής (Βλ. Φέττας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1798, ημερ. 3.10.97).

Το ζητούμενο επομένως στην παρούσα υπό εξέταση προσφυγή, είναι κατά πόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή και μετέπειτα η Ε.Δ.Υ. έχουν προβεί στη διεξαγωγή της πιο πάνω έρευνας.

Όπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπό εξέταση υπόθεσης, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά και μετέπειτα η Ε.Δ.Υ. βάσισαν την κρίση τους για κατοχή από μέρους του ενδιαφερομένου προσώπου του απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στη βεβαίωση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερομηνίας 25.6.1998, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις για τη γνώση της Αγγλικής γλώσσας σε επίπεδο «πολύ καλής» και πέτυχε. ΄Οπως προκύπτει από τα πραγματικά περιστατικά, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και μετά η ίδια η ΕΔΥ βάσισαν την κρίση τους για την κατοχή από το Ε.Μ. της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στο γεγονός, το οποίο και δεν αμφισβητείται, ότι πέτυχε σε κυβερνητικές εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα στο επίπεδο εκείνο που απαιτεί το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Η ΕΔΥ, ενόψει της επιτυχίας του Ε.Μ. στην εξέταση για την κατοχή της Αγγλικής γλώσσας στο επίπεδο που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας εύλογα θεώρησε ότι δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω έρευνας για το θέμα. Η αυθεντική πηγή της εξέτασης στην οποία προσέφυγε η ΕΔΥ ήταν, από μόνη της, αρκετή για να καταλήξει σε εύλογο συμπέρασμα και να ασκήσει ορθά την διακριτική της εξουσία.

Η αιτήτρια προβάλλει επίσης ως λόγο ακύρωσης την κακή συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής λόγω της παρουσίας της Αγάθης Ιωάννου που εκτελούσε χρέη γραμματέα. Η παρουσία όμως της Αγάθης Ιωάννου δικαιολογείται για την τήρηση των πρακτικών που με βάση το Νόμο 158(1)/99 η παρουσία της ήταν επιτρεπτή. Εξάλλου αυτή απεχώρησε πριν την συζήτηση για την αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων.

Παραπονείται ακόμα η αιτήτρια ότι η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν ήταν αιτιολογημένη. Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή. Από τα πρακτικά που είναι ενώπιον μου, προκύπτει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε αιτιολογία για την κρίση της για κάθε έναν από τους υποψηφίους. Δεν περιορίστηκε στη διατύπωση του τελικού αποτελέσματος της κρίσης της, αλλά προσδιόρισε με επαρκή σαφήνεια την εντύπωση που απεκόμισε για ένα έκαστον των υποψηφίων. (Βλέπε Παύλος Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102).

Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακύρωσης το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ασχολήθηκε με τα προσόντα των υποψηφίων χωρίς να της παρέχεται τέτοια εξουσία από το νόμο και χωρίς ειδικήν εντολή από την ΕΔΥ.

Σύμφωνα με το άρθρο 33 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, ορθά και νόμιμα η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την ετοιμασία του προκαταρκτικού καταλόγου των καταλληλοτέρων υποψηφίων, απεφάσισε για τα προσόντα των υποψηφίων. ΄Οχι μόνο οφείλει να προβεί σε κατάταξη των καταλληλοτέρων υποψηφίων ανάλογα με τα προσόντα τους, αλλά ρητά αυτό της επιβάλλεται από το άρθρο 33(4). Όσον αφορά το άλλο σκέλος του επιχειρήματος ότι δεν υπήρξε εντολή της ΕΔΥ για το θέμα, ελέγχεται τούτο ως ανακριβές. Στην επιστολή της ΕΔΥ προς τον Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ημερ. 31.5.2001 ρητά αναφέρεται για το θέμα αυτό των προσόντων.

΄Επεται ότι και αυτός ο λόγος είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.

Περαιτέρω προβάλλει η αιτήτρια τον ισχυρισμό ότι παραβιάσθησαν οι διατάξεις του άρθρου 33(8) και (9) γιατί η ΕΔΥ δεν κατήρτισε τελικό κατάλογο. Δεν συμφωνώ. Τελικός κατάλογος είχε καταρτισθεί από την ΕΔΥ και τούτο φαίνεται στα σχετικά πρακτικά και από τον κατάλογο αυτό ορθά πληρώθηκε η 11η θέση που εν τω μεταξύ προέκυψε, σύμφωνα με τη παράγραφο 9 του άρθρου 33.

Τέλος η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η αιτιολογία της ΕΔΥ ότι το Ε.Μ. υπερέχει της αιτήτριας είναι λανθασμένη. Υποβάλλει η αιτήτρια ότι δεν έτυχε κρίσης το πρόσθετο προσόν της.

Το Ε.Μ. είχε καλύτερη απόδοση από την αιτήτρια τόσο στην προφορικήν εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και ενώπιον της ΕΔΥ. Η καλύτερη απόδοση του Ε.Μ. στις συνεντεύξεις και την προφορικήν εξέταση ήταν ένα σοβαρό στοιχείο που προσθέτει στην αξία του, στο οποίο η ΕΔΥ έχει αποδώσει σημασία. (Βλέπε Γεωργίας Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 2701, ημερ. 27.2.2001, Χαράλαμπου Σπανού ν. Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α.Δ. 319). Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις ήταν το πρόσθετο στοιχείο που συνέτεινε στο να χαρακτηρισθεί το Ε.Μ. ως καλύτερο όσον αφορά την αξία.

Ενώπιον της ΕΔΥ ήσαν όλα τα προσόντα των υποψηφίων και τεκμαίρεται ότι λήφθησαν υπόψη. Το επιπλέον προσόν της αιτήτριας, όπως η νομολογία έχει πολλές φορές αποφανθεί, είναι οριακής σημασίας. Λαμβάνεται μεν υπόψη, αλλά δεν είναι δυνατό να ανατρέψει την υπεροχή σε αξία του συνυποψηφίου. Πολλώ μάλλον, γιατί το επιπρόσθετο προσόν της αιτήτριας δεν ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. ΄Εχω καταλήξει ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης ήταν εύλογη και επαρκής και συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης.

Τέλος η αιτήτρια θεωρώ ότι απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης για έκδηλη υπεροχή της σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομολογίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

/ΕΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο