ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 181/2002)

22 Οκτωβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΚΩΣΤΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΈΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Γ. Καραπατάκης, για όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής προσβάλλει την εκ νέου προαγωγή, ύστερα από επανεξέταση, των ενδιαφερομένων μερών Χαράλαμπου Βοριά, Δημήτριου Στυλιανού και Ξένιας Μαρκαντώνη στη μόνιμη θέση Τυπογράφου 1ης τάξης (Tακτικός Προϋπολογισμός), Τυπογραφείο, αναδρομικά από την 1.8.1999.

Είχε προηγηθεί ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο ύστερα από προσφυγή του αιτητή (προσφυγή υπ΄αρ. 1305/99) με την οποία στις 8.8.2001 ακυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 8.7.1999, με την οποία είχαν προαχθεί τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη στην ίδια θέση, καθώς και της Αντρούλας Μαλεκκίδου, η οποία όμως δεν είναι ενδιαφερόμενο μέρος στην παρούσα προσφυγή.

Μετά την ακυρωτική απόφαση, η Επιτροπή στις 5.11.2001 προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων που είχαν παραμείνει κενές. Στη συνεδρία ήταν παρών και ο Διευθυντής Τυπογραφείου, ο οποίος πριν αποχωρήσει από τη συνεδρία σύστησε για προαγωγή τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη και την Αντρούλα Μαλεκκίδου.

Στη συνέχεια η Επιτροπή έκρινε ότι οι συστηθέντες υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή.

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί είναι γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη, αφού ουσιαστικά δεν διαφέρει από την ήδη κριθείσα ως αναιτιολόγητη από το Δικαστήριο στην προηγηθείσα πράξη σύστασή του. ΄Ολα τα στοιχεία που αναφέρει είναι στοιχεία που βαθμολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και από τα οποία προκύπτει ότι δεν υπάρχει υπεροχή των ενδιαφερομένων προσώπων έναντι του αιτητή. Παράλληλα, η αναφορά του στο είδος ή φύση της εργασίας των συστηθέντων οδηγεί σε θυματοποίηση του αιτητή. Προβάλλεται ακόμα έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης τελικής απόφασης.

΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι οι συστάσεις του προϊστάμενου του τμήματος συνιστούν ξεχωριστό, πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσης (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Δημοκρατία ν. Ψωμά, (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).

Μελέτη της σύστασης και σύγκρισή της με τα υπηρεσιακά στοιχεία του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών, δείχνει ότι η σύσταση του διευθυντή όχι μόνο δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων, αλλά ταυτίζεται με αυτό. Στις υπηρεσιακές εκθέσεις όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερτερούν, έστω και οριακά, του αιτητή, ενώ δεν υστερούν σε προσόντα. Ο Χαράλαμπος Βοριάς και ο Δημήτριος Στυλιανού υπερέχουν του αιτητή σε αρχαιότητα, ενώ το τρίτο ενδιαφερόμενο μέρος, η Ξένια Μαρκαντώνη, έπεται μόνο κατά το χρόνο γέννησης.

΄Εχοντας διαβάσει με μεγάλη προσοχή τη σύσταση του Διευθυντή καταλήγω ότι αυτή είναι πλήρως αιτιολογημένη και καθόλου γενική ή αόριστη. Ο Διευθυντής με τη σύστασή του δεν ξεφεύγει από όσα αναφέρονται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Δεν συμφωνώ ούτε με το επιχείρημα ότι η αναφορά του στο είδος ή φύση της εργασίας των συστηθέντων οδηγεί σε θυματοποίηση του αιτητή.

Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι η σύσταση πάσχει γιατί ο Διευθυντής διαβουλεύτηκε σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους με τους νυν προϊστάμενους και όχι με τους προϊστάμενους των υποψηφίων κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ο ισχυρισμός αυτός είναι εντελώς αστήρικτος. Απερίσπαστα ο Διευθυντής όχι μόνο αναφέρει ότι διαβουλεύτηκε με τους άμεσα προϊστάμενούς τους κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά τελειώνει την εισαγωγή του με τη διαβεβαίωση ότι οτιδήποτε αναφέρει κατά τις συστάσεις του ανάγεται πάντα στον ουσιώδη χρόνο.

Το παράπονο του αιτητή ότι ο Διευθυντής έλαβε υπ΄ όψιν πληροφορίες που πήρε από τους προϊστάμενους των υποψηφίων των οποίων το περιεχόμενο παραμένει παντελώς άγνωστο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος απαντάται με απλή αναφορά στη νομολογία ότι η ανταλλαγή απόψεων με τους προϊστάμενους των υποψηφίων, όχι μόνο δεν οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, ο Διευθυντής, πριν προβεί σε συστάσεις, από τη μια δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει προσωπικά τους υποψήφιους ή ακόμα να είναι προϊστάμενός τους για ορισμένο χρονικό διάστημα, ενώ από την άλλη μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες του από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές, όπως από προϊστάμενους των υποψηφίων (Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376).

΄Εχει αποφασιστεί ότι, ενώ οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει να καταγράφονται, δεν απαιτείται κάτι τέτοιο για τις απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει (Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480).

Εξ ίσου αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή ουσιαστικά δεν διαφέρει από την ήδη κριθείσα από το Δικαστήριο στην ακυρωθείσα διαδικασία ως αναιτιολόγητη. Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της νέας σύστασης του Διευθυντή η οποία εξετάζεται αυτόνομα, εκτός βέβαια αν υπάρχει ισχυρισμός για παραβίαση του δεδικασμένου, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση. ΄Εχω ήδη καταλήξει ότι δεν την θεωρώ ούτε γενική, ούτε αόριστη.

Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και στερείται αιτιολογίας. Ούτε ο ισχυρισμός αυτός ευσταθεί. Από το ενώπιόν μου υλικό προκύπτει ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι αρκούντως αιτιολογημένη. ΄Οπως είπαμε και πιο πάνω, ο αιτητής όχι μόνο δεν υπερτερεί σε οποιοδήποτε από τα καθιερωμένα κριτήρια (πλην της συμβολικής υπεροχής του σε αρχαιότητα έναντι της Μαρκαντώνη) αλλά μειονεκτεί έναντί τους, έστω και οριακά, τόσο σε αξία, όσο και σε αρχαιότητα. Περαιτέρω, τα ενδιαφερόμενα μέρη διαθέτουν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, ο οποίος όπως τονίστηκε βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Επιτροπή επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (Δημοκρατία ν. Ψωμά, ανωτέρω).

Ούτε τέλος ο ισχυρισμός για παράλειψη της Επιτροπής να προβεί σε δέουσα έρευνα φαίνεται να ευσταθεί. Δεν αντιλαμβάνομαι σε ποια περαιτέρω έρευνα θα έπρεπε η Επιτροπή να επιδοθεί υπό τις περιστάσεις.

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο