ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1106/2002)

 

22 Οκτωβρίου, 2003

 

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

  1. ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΓΙΟΥΠΑΣ,
  2. ΔΑΦΝΗ ΝΑΠΟΛΕΟΝΤΟΣ,

Αιτητές,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
  2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

Α.Σ. Αγγελίδης , για τους Αιτητές.

Λ. Ουστά (κα.) , για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι κάτοχοι πτυχίου Νομικής. Προσλήφθηκαν στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου την 3.1.2000 ως Ειδικοί Αστυφύλακες (Κλίμακα Α1). Από την 3.1.2000 μέχρι τις 28.1.2000 παρακολούθησαν ταχύρυθμη εκπαίδευση στην Ακαδημία και στη Μ.Μ.Α.Δ.. Μετά το τέλος της εκπαίδευσης μετατέθηκαν στις Αστυνομικές Διευθύνσεις των Επαρχιών για να υπηρετήσουν στους Κλάδους Εισαγγελίας των Επαρχιών.

Ο αιτητής 1 εκτελεί χρέη Δημόσιου Κατήγορου στην Εισαγγελία Λάρνακας. Αίτημα που υπέβαλε για να παρακαθήσει σε εξετάσεις για κανονικός Αστυνομικός δεν εγκρίθηκε λόγω νομικού κωλύματος.

Η αιτήτρια 2 εκτελεί καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου στην Εισαγγελία Λεμεσού.

Με απόφαση του υπ΄ αρ. 42.314, ημερ. 15.3.95, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την καταβολή Ειδικού Επιδόματος Ευθύνης στα μέλη της Αστυνομίας που κατέχουν μόνιμη θέση πάνω από την Κλίμακα Α3 και εκτελούν καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου. Το ύψος του επιδόματος αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ της μισθοδοσίας του Δημόσιου Κατήγορου και της αρχικής βαθμίδας της Α8.

Σε μεταγενέστερο στάδιο, το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του υπ΄ αρ. 44.444, ημερ. 27.6.1996, ενέκρινε την καταβολή του Ειδικού Επιδόματος Ευθύνης, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη απόφαση - ημερ. 15.3.95 - σε Δημόσιους Κατήγορους που πληρούν τους πιο κάτω όρους:

(α) Να είναι πτυχιούχος Νομικής και να κατέχει τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο των Δικηγόρων με εξαίρεση το προσόν της επαγγελματικής άσκησης.

(β) Να είναι διορισμένος σε μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία σε κλίμακα πάνω από την Α3 ή τουλάχιστον με πέντε χρόνια υπηρεσία σε κλίμακα πάνω από την Α2.

Με βάση την πιο πάνω απόφαση, παραχωρήθηκε το σχετικό επίδομα σε τρεις (3) Δημόσιους Κατήγορους της Αστυνομίας. Στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο με τις αποφάσεις του με Αρ. 47.273 και 49.091, ημερ. 29.1.1998 και 27.1.1999 αντίστοιχα, ενέκρινε την κατ΄ εξαίρεση καταβολή Ειδικού Επιδόματος Ευθύνης σε Δημόσιους Κατήγορους που δεν πληρούσαν τα κριτήρια της απόφασης με αρ. 44.444 ημερ. 27.6.1996, με την προειδοποίηση ότι μελλοντικά δεν θα αποδεχθεί παραβίαση των όρων που ρυθμίζουν την καταβολή του Ειδικού Επιδόματος.

Με βάση τις πιο πάνω αποφάσεις, το σχετικό επίδομα παραχωρήθηκε σε έντεκα (11) Ειδικούς Αστυφύλακες που εκτελούσαν καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου στις συγκεκριμένες ημερομηνίες (5 Ειδικοί Αστυφύλακες με την απόφαση 47.273, ημερ. 29.1.1998 και 6 Ειδικοί Αστυφύλακες με την απόφαση 49.091, ημερ. 271.1999).

Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την πιο πάνω απόφαση του Αρ. 49.091, ημερ. 27.1.1999, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο (γ) αναφέρει ρητά ότι μελλοντικά να μην υποβληθεί οποιαδήποτε άλλη πρόταση για παραχώρηση του κατ΄ εξαίρεση επιδόματος ευθύνης για νέους δημόσιους κατήγορους.

Το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνέχεια με την απόφαση του αρ. 53.734, ημερ. 30.5.2001, ενέκρινε την αναδιατύπωση της απόφασης με αρ. 44.444, ημερ. 27.6.1996, ώστε τα κριτήρια που αναφέρονται στην πιο πάνω απόφαση τα οποία θα πρέπει να πληρούν οι υπάλληλοι που τους ανατίθενται καθήκοντα δημόσιου κατήγορου να είναι τα ακόλουθα:

(ι) Να είναι πτυχιούχοι Νομικής Σχολής και να κατέχουν όλα τα προσόντα για εγγραφή στο Μητρώο των Δικηγόρων με εξαίρεση το προσόν της επαγγελματικής άσκησης.

(ιι) Να είναι διορισμένοι σε μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία σε κλίμακα Α3 ή ψηλότερη ή να έχουν τουλάχιστον πέντε χρόνια υπηρεσία σε κλίμακα Α2.

Με επιστολή του δικηγόρου τους προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 17.7.2002 οι αιτητές ζήτησαν όπως το επίδομα ευθύνης «επιλυθεί με τον ίδιο τρόπο όπως και οι προηγούμενες περιπτώσεις με την απόφαση 49091 του Υπουργικού Συμβουλίου γιατί είναι ζήτημα ισότητας στην μεταχείριση».

Το πιο πάνω αίτημα τους απορρίφθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως. Με επιστολή ημερ. 16.9.2002 ο Γενικός Διευθυντής πληροφόρησε το δικηγόρο των αιτητών ότι το Υπουργείο «δεν μπορεί να συμφωνήσει στην κατ΄ εξαίρεση καταβολή του πιο πάνω επιδόματος στους εν λόγω Ειδικούς Αστυφύλακες που εκτελούν καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου καθώς αυτό θα βρίσκεται σε αντίθεση με τις Αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ, 44.444 και ημερ. 27.6.1996, 42.273 και ημερ. 29.1.1998 και 49.091 και ημερ. 27.1.1998». Επίσης τον πληροφόρησε ότι οι αιτητές, παρά το γεγονός ότι ασκούν καθήκοντα Δημόσιου Κατήγορου, δεν πληρούν τους όρους που προβλέπουν οι σχετικές αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου.

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης που κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο τους με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 16.9.2002.

Η προδικαστική ένσταση.

Η κα. Ουστά, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, ήγειρε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκε ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος, εντός της έννοιας του αρ. 146.1 του Συντάγματος.

Βάση της προδικαστικής ένστασης ήταν το γεγονός ότι οι αιτητές προσλήφθηκαν στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου την 3.1.2000 ως Ειδικοί Αστυφύλακες (Κλίμακα Α1) και αποδέκτηκαν το διορισμό τους και την μετάθεση τους στις Αστυνομικές Διευθύνσεις των Επαρχιών καθώς και την άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων του Δημόσιου Κατήγορου.

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Οι αιτητές υπέβαλαν ένα αίτημα στα πλαίσια του αρ. 29 του Συντάγματος. Το αρ. 29.2 του Συντάγματος τους παρέχει το δικαίωμα ν΄ ασκήσουν προσφυγή σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος τους. Η μόνη προϋπόθεση που έχει τεθεί από τη νομολογία είναι η εξής: Το αντικείμενο του αιτήματος πρέπει να βρίσκεται εντός της δυνάμει του αρ. 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Xenophontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89). Στην παρούσα υπόθεση ικανοποιείται η σχετική προϋπόθεση που έχει τεθεί από τη Νομολογία.

 

 

 

Η ουσία της προσφυγής.

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, έχει προβάλει ένα μόνο λόγο ακύρωσης. Έχει υποστηρίξει ότι οι αιτητές «τυγχάνουν αντίθετα προς το αρ. 28.1 του Συντάγματος άνισης μεταχείρισης από τη διοίκηση». Το δικαίωμα μισθού για την ίδια εργασία - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - είναι δημόσιο δικαίωμα που καλύπτει και επιβάλλει το αρ. 28 του Συντάγματος και πρέπει να τυγχάνει σεβασμού από τη Διοίκηση. Το Υπουργικό Συμβούλιο - κατέληξε - δεν μπορεί να ενεργεί έξω από το Σύνταγμα και «δεν μπορεί να διαμορφώσει άνιση μεταχείριση μεταξύ λειτουργών που ασκούν τα ίδια όλοι καθήκοντα σε ποινικές υποθέσεις».

Στην Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631, έγινε επισκόπηση της σχετικής με την αρχή της ισότητας νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Ο όρος 'ίσοι ενώπιον του Νόμου' στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στη υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη

μεταχείριση "πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων" (Υπόθεση 1273/65

του Στ.Ε.).

(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί

με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - "αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων" (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3) "Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου

ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ΄ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ αυτών" (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται "επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν

γένει συνθήκας" (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)" (Βλ. επίσης "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη" του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).

Στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1956/23.1.98 (απόφαση Πική, Π.) το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:

'Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου .... Εαν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εαν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύμθισης' (Βλ. και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1449/23.10.97, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1935/30.9.97, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας, Α.Ε. 1611/31.10.96, Παπαδοπούλου κ.α. ν. Ράπτη, Υπομνήματα 314-315/15.12.96).

Στην κρινόμενη περίπτωση τα αντικείμενα της ρύθμισης ήταν ανομοιογενή - οι εφεσείοντες είχαν προσληφθεί στη δημόσια υπηρεσία μετά την 1.10.1981 ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη πριν από την 1.10.81. Ανήκαν σε διαφορετική κατηγορία. Επομένως παρεχόταν στη διοίκηση η ευχέρεια υιοθέτησης διάφορης ρύθμισης. Η διαφοροποίηση που έγινε ήταν εύλογη και δικαιολογημένη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.»

Στην παρούσα υπόθεση το θέμα της καταβολής ειδικού επιδόματος ευθύνης για εκτέλεση καθηκόντων δημόσιου κατήγορου διέπεται από την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 53.734 και ημερ. 30.5.2001. Με την απόφαση εκείνη είχαν τεθεί δύο κριτήρια για την καταβολή του επίδικου επιδόματος:

  1. Κατοχή πτυχίου Νομικής Σχολής και των προσόντων για εγγραφή στο Μητρώο των Δικηγόρων.
  2. Διορισμός σε μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία σε κλίμακα Α3 ή ψηλότερη ή πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία σε κλίμακα Α2.

Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές βρίσκονται στην κλίμακα Α1. Είναι άγνωστο γιατί, με το διορισμό τους, δεν τοποθετήθηκαν σε ψηλότερη κλίμακα. Ίσως η τοποθέτηση τους στην κλίμακα Α1 να οφείλεται σε λόγους που έχουν σχέση με την πείρα τους. Ο κάτοχος θέσης που βρίσκεται σε κλίμακα ψηλότερη από την Α1 - εδώ την Α3 - τεκμαίρεται ότι κατέχει περισσότερη πείρα και προσόντα. Τονίζεται ότι στους Δημόσιους Κατήγορους που βρίσκονται σε κλίμακα Α2 είναι απαραίτητη η υπηρεσία 5 ετών. Επομένως κατά τη διαμόρφωση των κριτηρίων η πείρα διαδραμάτισε το ρόλο της. Θεωρώ, λοιπόν, ότι η Διοίκηση μπορεί να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις κλίμακες. Τέτοιες διαφοροποιήσεις είναι εύλογες και δεν είναι καθόλου αυθαίρετες. Οι αιτητές δεν βρίσκονται στην ίδια κλίμακα με τους Δημόσιους Κατήγορους οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια που έχουν τεθεί από την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Επομένως δεν τελούν υπό τας αυτάς συνθήκας. Εφόσον η αρχή της ισότητας τυγχάνει εφαρμογής εις τους υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντας κρίνω ότι δεν έχει σημειωθεί παραβίαση της στην παρούσα υπόθεση. Έπεται πως η προσφυγή πρέπει ν΄ απορριφθεί.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα εν όψει της φύσεως του αιτήματος των αιτητών.

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο