ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 802/2003)
18 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
EISSA KHALIF,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΟΧΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΗΜΕΡ. 1.9.2003.
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 4.9.2003.
Α. Ιωάννου (κα.),
για τον Αιτητή.Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Την 1.9.2003 ο αιτητής άσκησε την παρούσα Προσφυγή με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερομηνίας 19.6.2003 δια της οποίας συνέλαβαν τον αιτητή και τον οδήγησαν στις κεντρικές φυλακές (πτέρυγα 10) χωρίς να του επεξηγηθούν οι λόγοι της σύλληψης και κράτησης του καθήν στιγμή τελούσε υπό καθεστώς προσωρινού πολιτικού ασύλου και ετύγχανε προσωρινής διαμονής, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται παντός έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να μη επικυρώνεται η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση δια την παραμονή του αιτητή στις κεντρικές φυλακές και να αναγνωρίζεται εις τον αιτητή το δικαίωμα παραμονής του στην Κύπρο δια της άμεσης αποφυλακίσεως του μέχρι τελικής εξετάσεως της αιτήσεως για κήρυξη του ως πολιτικού πρόσφυγα (Ν 6/2000).»
Ταυτόχρονα καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητά:
«Α. Προσωρινό Διάταγμα (provisional order) δια του οποίου να διατάσσεται η άμεση απόλυση του Αιτητού από τις κεντρικές φυλακές μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της κυρίως Αίτησης προσφυγής.
Β. Διάταγμα του δικαστηρίου όπως οι Καθ΄ ων η αίτηση ως επίσης και οιαδήποτε όργανα, αρχές ή πρόσωπα εις την Κυπριακή Δημοκρατίαν ενεργούν κατ΄ εντολήν αυτών όπως απόσχουν οιασδήποτε ενέργειας ή πράξεως δι΄ απέλασιν του Αιτητού και όπως απαγορευθεί εις απάντας τους ως άνω να λάβουν οιαδήποτε μέτρα, δι΄ απέλασιν του αιτητού μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της κύριας Αίτησης προσφυγής.»
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση για προσωρινό διάταγμα παρατίθενται σε σχετική ένορκη δήλωση του αιτητή. Τα μεταφέρω:
Ο αιτητής είναι Παλαιστίνιος. Λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του είχε εισέλθει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας παράνομα. Με την άφιξη του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας είχε υποβάλει στην αρμόδια υπηρεσία της Δημοκρατίας αίτηση για κήρυξη του ως πολιτικού πρόσφυγα και του δόθηκε προσωρινή άδεια παραμονής. Μετά την υποβολή της αίτησης του για κήρυξη του ως πολιτικού πρόσφυγα σε τακτά χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν την αρμόδια υπηρεσία της Δημοκρατίας για να πληροφορηθεί ποιά ήτο η τύχη της αίτησης του. Επίσης τους πληροφόρησε περί της αλλαγής της διεύθυνσης του για να του αποσταλεί η σχετική απάντηση. Του ανάφεραν ότι δεν χρειαζόταν καθ΄ ότι τους επισκεπτόταν τακτικά και η οποιαδήποτε απάντηση τους θα του διδόταν εις τα γραφεία της υπηρεσίας. Ενώ η άδεια παραμονής του βρισκόταν σε ισχύ και η ως άνω αίτηση του υπό εξέταση οι αρχές της Δημοκρατίας στις 19.6.2003 τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην πτέρυγα 10 των κεντρικών φυλακών χωρίς να του αναφέρουν και εξηγήσουν τους λόγους σύλληψης του και εξακολουθεί να βρίσκεται στις κεντρικές φυλακές. Λόγω του μακρού χρονικού διαστήματος που βρίσκεται στις κεντρικές φυλακές χωρίς να του δίδεται οποιαδήποτε εξήγηση και χωρίς ενημέρωση για την τύχη της αίτησης του ζήτησε την βοήθεια της Δικηγόρου του η οποία απέστειλε σχετική επιστολή στη Λειτουργό Μεταναστεύσεως στις 28.7.2003 αλλά μέχρι σήμερα δεν έχει τύχει οποιασδήποτε απάντησης.
΄Υστερα από οδηγίες του Δικαστηρίου η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στους καθ΄ ων η αίτηση. Οι τελευταίοι, με την ένσταση τους, έχουν προβάλει τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις και λόγους:
«(α) Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και/ή απόφαση της οποίας ζητείται η αναστολή με έκδοση προσωρινού διατάγματος, είναι αρνητική διοικητική πράξη και δεν χωρεί αναστολή της σύμφωνα με τη νομολογία και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.
(β) Η ένορκη δήλωση του αιτητή δεν αποκαλύπτει έκδηλη παρανομία ούτε και ανεπανόρθωτη ζημιά, προϋποθέσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
(γ) Η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης αποτελούν συνέπεια του γεγονότος ότι μετά την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για παραχώρηση πολιτικού ασύλου όπου αυτός διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία και επομένως δεν μπορεί να τυγχάνει της προστασίας του Νόμου με βάση το άρθρο 14(Α) του Κεφ. 105.
(δ) Η αναστολή έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης συνιστά παραχώρηση άδειας παραμονής του αιτητή χωρίς να δικαιούται σ΄αυτήν, πράγμα που εκφεύγει από τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια άσκησης αναθεωρητικής δικαιοδοσίας.
(ε) Με την αίτηση ακυρώσεως δεν προσβάλλεται ευθέως διοικητική πράξη της οποίας να επιδιώκεται η ακύρωση και που να μπορεί να ανασταλεί με ενδιάμεσο διάταγμα.»
Παραθέτω τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση όπως αυτά έχουν τεθεί στην ένορκη δήλωση της Μαίρης Επιφανίου, Εξετάστριας Αιτήσεων Πολιτικού Ασύλου στην Αρχή Προσφύγων:
Ο αιτητής αφίχθηκε στην Κύπρο στις 13.4.2002 παράνομα από μη εγκεκριμένο λιμάνι. Στις 14.4.2002 συνελήφθηκε και αφού κατηγορήθηκε γραπτώς, στις 15.4.2002 προσήχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Λευκωσίας και καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλάκιση.
Μετά την αποφυλάκιση του τέθηκε υπό κράτηση στα αστυνομικά κρατητήρια των Κεντρικών Φυλακών βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Την 5.8.2002 αφέθηκε ελεύθερος για να υποβάλει αίτηση ως αιτητής ασύλου καθ΄ ότι δεν έγινε κατορθωτή η απέλαση του και αφού η Αρχή Προσφύγων δεν είχε στη διάθεση της το διαβατήριο του. Ακολούθως την 6.8.2002 προσήλθε στα γραφεία της ΥΑΜ Λευκωσίας και υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου με τα στοιχεία EISSA MURAD KHIEF, Παλαιστίνιος υπήκοος 23 χρονών. Την 7.8.2002 δόθηκε επιστολή στον αιτητή με την οποία καλείτο σε συνέντευξη στις 17.9.2002. Ο αιτητής δεν εμφανίστηκε στη συνέντευξη και στις 29.10.2002 η Αρχή Προσφύγων απέρριψε την αίτηση. Στις 21.11.2002 στάληκε επιστολή από την Αρχή Προσφύγων στον αιτητή στη διεύθυνση που είχε δώσει, ότι η αίτηση του για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε. Ο αιτητής δεν βρέθηκε στη δοθείσα διεύθυνση, θεωρήθηκε ως αναζητούμενο πρόσωπο και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στο Στοπ-Λιστ.
Σύμφωνα με επιστολή της ΚΥΠ ημερ. 6.12.2002 ο αιτητής φαίνεται να είναι Ιορδανός υπήκοος.
Έγιναν περαιτέρω εξετάσεις και ανακρίσεις και παρ΄ όλο που δεν έχει εξακριβωθεί, πιστεύεται ότι ο αλλοδαπός είναι Ιορδανός υπήκοος με τα πιο κάτω στοιχεία:
AL MRUALI FAHED γεννήθηκε στις 13.5.80 εις Αμμάν υπ. αρ. διαβ. G344285, αφίχθηκε στην Κύπρο στις 12.4.2002 και του παραχωρήθηκε άδεια επισκέπτου μέχρι 14.4.2002.
Στις 22.1.2003 ο αιτητής πέρασε από τα γραφεία του Κλάδου Ασύλου για να εξασφαλίσει «confirmation letter» για να προβεί σε ανανέωση της άδειας παραμονής του καθότι είχε λήξει στις 7.11.2002.
Με την ευκαιρία αυτή ο αρμόδιος λειτουργός κα. Μάρω Μιχαηλίδη τον υπέβαλε σε προσωπική συνέντευξη, δίνοντας του δεύτερη ευκαιρία αφού η αίτηση του έχει ήδη απορριφθεί από την Αρχή Προσφύγων στις 29.10.2002.
Η αρμόδιος λειτουργός κα Μιχαηλίδη ετοίμασε εισήγηση η οποία τέθηκε ενώπιον της Αρχής Προσφύγων στις 31.3.2003 για απόφαση.
Η Αρχή αποφάσισε όπως απορρίψει το αίτημα του αιτητή για πολιτικό άσυλο ως πρόδηλα αβάσιμη σύμφωνα με το άρθρο 12(1) (ε) του Νόμου, καθότι εσκεμμένα προέβη σε ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις ότι είναι Παλαιστίνιος από τη Δυτική Όχθη. Η Αρχή Προσφύγων κοινοποίησε την απόφαση της στον αιτητή με επιστολή ημερ. 11.4.2003. Η διεύθυνση που στάληκε η επιστολή είχε δηλωθεί από τον ίδιο. Η επιστολή επιστράφηκε στον Κλάδο Ασύλου και καταχωρήθηκε στο φάκελο του γιατί δεν κατέστη δυνατή η επίδοση της. Η μη επίδοση της επιστολής, υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του επιδότη στην οποία αναφέρεται ότι ο αιτητής «δεν διαμένει σ΄ αυτή τη διεύθυνση». Έκτοτε ο αιτητής αναζητείτο και στις 9.6.2003 συνελήφθηκε και τέθηκε υπό κράτηση. Στις 10.6.2003 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης.
Ο αιτητής δεν απελάθηκε εφόσον δεν κατέχει διαβατήριο ή ταξιδιωτικά έγγραφα.
Η πιο πάνω Λειτουργός αντεξετάσθηκε από τη συνήγορο του αιτητή. Αφού εξέτασα τη μαρτυρία της, η οποία έχει προκύψει από την αντεξέταση, διαπιστώνω ότι τα γεγονότα τα οποία παρατίθενται στην ένορκη δήλωση δεν έχουν κλονισθεί. Διαπιστώνω, επομένως, ότι η αίτηση του αιτητή για πολιτικό άσυλο απορρίφθηκε με σχετική απόφαση της Αρχής Προσφύγων ημερ. 31.3.2003. Διαπιστώνω, επίσης, ότι το γεγονός της απόρριψης κοινοποιήθηκε στον αιτητή στη διεύθυνση που είχε δώσει ο ίδιος. Η επιστολή - ημερ. 11.4.2003 - δεν επιδόθηκε γιατί σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του επιδότη «ο αιτητής δεν διαμένει σ΄ αυτή τη διεύθυνση».
Σύμφωνα με την πιο πάνω επιστολή η αίτηση του αιτητή ημερ. 6.8.2002 για άσυλο εξετάσθηκε στις 31.3.2003 και απορρίφθηκε δυνάμει του άρθρου 12(4) (α) (ι) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν 6(Ι)/2000) ως έκδηλα ανυπόστατη. Η Αρχή Προσφύγων - συνεχίζει η επιστολή - έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι: (ι) Ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα εθνικότητας του δεν σχετίζεται με φόβο όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3(1) του πιο πάνω Νόμου και (ιι) ο αιτητής έχει προβεί εκ προθέσεως σε ψευδείς και παραπλανητικές παραστάσεις σε σχέση με την εθνικότητα του. Εν όψει των πιο πάνω - καταλήγει η επιστολή - ο αιτητής κλήθηκε να προβεί σε διευθετήσεις για να εγκαταλείψει την Κυπριακή Δημοκρατία εντός 14 ημερών από τη λήψη της επιστολής.
Ο κ. Μαππουρίδης, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι νομικής προστασίας με βάση το άρθρο 14(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου δικαιούνται όλοι όσοι διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο. Στην παρούσα υπόθεση - συνέχισε - η άδεια παραμονής του αιτητή έχει λήξει. Το δε αίτημα του για παραχώρηση ασύλου έχει απορριφθεί και δεν κατέστη δυνατό να πληροφορηθεί για την απόρριψη του για τους λόγους που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του επιδότη. Αν το δικαστήριο - κατέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - τον αφήσει ελεύθερο στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας «είναι σαν να του παραχωρεί άδεια παραμονής, πράγμα το οποίο απαγορεύει ο Νόμος».
Ο κ. Μαππουρίδης διερωτήθηκε με ποιά ιδιότητα θα βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία ο αιτητής αν ανασταλεί η κράτηση του.
Σχετικά με τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης του αιτητή ο κ. Μαππουρίδης ανέφερε ότι έχει διαπιστωθεί η ταυτότητα του σε συνεργασία με την Ιορδανική Κυβέρνηση και αναμένεται «το πάσο του που θα του στείλουν για να απελαθεί».
Στην Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 692/2001/7.9.2001 έχω προβεί σε επισκόπηση της σχετικής με τη χορήγηση προσωρινού διατάγματος νομολογίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Για να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα χρειάζεται η συνδρομή δυο προϋποθέσεων: (α) έκδηλη παρανομία της πράξης και (β) ανεπανόρθωτη ζημιά (Βλ. Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου, Α.Ε. 3090/1.3.2001, Moyo and Another v. Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203, 1208, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 345 και Γεωργιάδης (αρ. 1) ν. Δημοκρατίας (1965) 3 Α.Α.Δ. 392).
Στην Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 141/89, 29.5.90 (απόφαση της Ολομέλειας) έχει γίνει επισκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με την σημασία της έκδηλης παρανομίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης 'προφανής παρανομία'. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Φράγκος και 'Αλλοι ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 53 στη σελ. 57 διευκρινίζει:
'For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.'
Σε μετάφραση
:'Για να ενεργήσει το δικαστήριο, η παρανομία πρέπει να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν αμφισβητούμενα γεγονότα.'
Ακολουθεί σε γενικευτική διατύπωση η σημασία του όρου,
'Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law ...'
Σε μετάφραση
'Ανκαι το τί αποτελεί έκδηλη παρανομία δεν έχει εξαντλητικά ορισθεί φαίνεται ότι συνεπάγεται καθαρή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται από το Νόμο ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του διοικητικού δικαίου.'
Οι σκέψεις του δικαστηρίου επαναλαμβάνονται αυτούσιες στην απόφαση της Ολομέλειας Sydney Alfred Moyo & Another v. The Republic (1988) 3 Α.Α.Δ. 1203:
'For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable.'
Σε μετάφραση
:'Για να θεωρηθεί μια παρανομία έκδηλη πρέπει να είναι εξόφθαλμη και σαν τέτοια αυταπόδεικτη και άμεσα αναγνωρίσημη.'
Θα προσθέταμε ότι η έκδηλη παρανομία είναι έννοια που προκύπτει από την αντιδιαστολή της προς την παρανομία."
(Βλ. και Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, 240
).'Εχει νομολογηθεί ότι η έκδηλη παρανομία αποτελεί λόγο για χορήγηση προσωρινού διατάγματος έστω και αν δεν έχει αποδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημία και έστω και αν θα προκληθούν σοβαρά προβλήματα στην Διοίκηση. Ωστόσο αποτελεί λόγο που θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να ισοδυναμεί με έκδοση απόφασης επί της ουσίας. Η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος (Βλ. Σοφοκλέους, πιο πάνω). Επίσης, είναι νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξεταστούν από τον δικάζοντα Δικαστή (Βλ. Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 837 (απόφαση Ολομέλειας)).»
Στην παρούσα υπόθεση με βάση το ενώπιον μου υλικό (βλ. την πιο πάνω ένορκη δήλωση της Μαίρης Επιφανίου και την πιο πάνω επιστολή ημερ. 11.4.2003) διαπιστώνω ότι υπάρχει απόφαση της Διοίκησης με την οποία έχει απορριφθεί η αίτηση του αιτητή για χορήγηση ασύλου. Ως εκ τούτου οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι κατά το χρόνο της σύλληψης του ο αιτητής βρισκόταν παράνομα στην Κύπρο και συνελήφθηκε με σκοπό την απέλαση του, η οποία δεν κατέστη δυνατή εφόσον δεν κατείχε διαβατήριο ή ταξιδιωτικά έγγραφα.
Η συνήγορος του αιτητή, η οποία έλαβε γνώση της απόφασης ημερ. 31.3.2003 μέσα από την ένσταση, δεν έχει προβάλει οποιαδήποτε θέση σε σχέση με το έκδηλα παράνομο ή - έστω -παράνομο της απόφασης που μνημονεύεται στην επιστολή ημερ. 11.4.2003. Είναι, επομένως, η κατάληξη μου ότι δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε έκδηλη παρανομία η οποία θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου μέσα από το μέτρο του προσωρινού διατάγματος. Ακολουθεί πως η αίτηση για προσωρινό διάταγμα πρέπει να απορριφθεί.
Θα πρέπει, επίσης, να προστεθεί ότι χορήγηση του προσωρινού διατάγματος θα ισοδυναμούσε με χορήγηση άδειας παραμονής στον αιτητή οπόταν το δικαστήριο θα λειτουργούσε ως διοικητικό όργανο. Μια τέτοια πορεία βρίσκεται πέρα από τις εξουσίες του δικαστηρίου όπως έχει βεβαιωθεί στην
Goulelis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 583, 585.Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση για προσωρινό διάταγμα απορρίπτεται.
Μαζί με την προσφυγή ο αιτητής υπέβαλε και αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής. Το θέμα της παροχής δωρεάν νομικής αρωγής διέπεται από τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002 (Ν 165(Ι)/2002). Σχετικά είναι τα άρθρα 4 και 5 του Νόμου τα οποία έχουν ως εξής:
«4.-(1) Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται -
(α) Σε ποινικές διαδικασίες οι οποίες εγείρονται ενώπιον Δικαστηρίου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου για αδίκημα που είναι δυνατό να έχει διαπράξει, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου, για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης πέραν του ενός χρόνου και περιλαμβάνει προανακρίσεις και κάθε στάδιο ανακριτικών ή άλλων διαδικασιών που λαμβάνουν χώραν πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας και που σχετίζονται με αυτή
(β) εξαιρουμένων των ποινικών διαδικασιών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία.
5.-(1) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, 'διαδικασίες για καθορισμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων' σημαίνει οποιαδήποτε -
(α) Πολιτική διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου σε οποιοδήποτε στάδιο, που εγείρεται εναντίον της Δημοκρατίας για ζημιά που υπέστη πρόσωπο συνεπεία καθορισμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή
(β) ποινική διαδικασία η οποία εγείρεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, σε περιπτώσεις όπου το υπό εκδίκαση αδίκημα αφορά καθορισμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
(α) Στην περίπτωση πολιτικής διαδικασίας που εγείρεται στη Δημοκρατία ή ποινικής διαδικασίας, περιλαμβάνει συμβουλή, βοήθεια και αντιπροσώπευση, και
(β) σε περίπτωση πολιτικής διαδικασίας που εγείρεται εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβάνει μόνο συμβουλή.
Το άρθρο 6 προβλέπει για παροχή νομικής αρωγής σε οικογενειακές υποθέσεις.
Στη διάρκεια της ακρόασης της αίτησης το Δικαστήριο υπέδειξε στην ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή ότι ο πιο πάνω Νόμος δεν περιέχει πρόνοιες για παροχή νομικής αρωγής στη διαδικασία προσφυγής, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε το Δικαστήριο στον Πίνακα του Νόμου. Ο Πίνακας αυτός περιέχει κατάλογο των συνταγματικών διατάξεων και των Συμβάσεων που διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα «για τις παραβιάσεις των οποίων ο παρών Νόμος έχει εφαρμογή».
Η παρούσα διαδικασία δεν είναι ποινική διαδικασία ούτε πολιτική διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου εναντίον της Δημοκρατίας «για ζημιά που υπέστη πρόσωπο συνεπεία καθορισμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Επομένως δεν εμπίπτει εντός της εμβέλειας του πιο πάνω Νόμου. Ακολουθεί πως η αίτηση για παροχή νομικής αρωγής πρέπει να απορριφθεί.
Η αίτηση για προσωρινό διάταγμα απορρίπτεται. Η αίτηση για παροχή νομικής αρωγής απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.