ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 721 /2001, 754/2001, 755/2001, 796/2001, 825/2001)
12 Σεπτεμβρίου, 2003
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση αρ. 721/01)
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση αρ. 754/01)
ΚΩΣΤΑΣ Χ" ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση αρ. 755/01)
ΜΙΧΑΗΛ ΣΠΥΡΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση αρ. 796/01)
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
(Υπόθεση αρ. 825/01)
Αιτητές,
ν.
ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
- - - - - -
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τους Αιτητές στην 721/01.Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή στην 754/01.
Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή στην 755/01.
Ε. Νεοκλέους, για τους Αιτητές στην 796/01.
Γ. Παπαντωνίου, για τους Αιτητές στην 825/01.
Δ. Μέρτακα, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Α. Παναγιώτου, για τα Ενδ. Μέρη Α. Παπαϊωάννου και Π. Χ"Βασιλείου.
Ι. Νικολάου, για το Ενδ. Μέρος Α. Στυλιανού.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω συνεκδικαζόμενες προσφυγές στρέφονται εναντίον της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»), ημερ. 24.7.01 με την οποία, τα ενδιαφερόμενα μέρη Νικολάου (ε.μ.1), Παπαϊωάννου (ε.μ.2), Στυλιανού (ε.μ.3), Χατζηβασιλείου (ε.μ.4) και Χριστοδούλου (ε.μ.5) προάχθηκαν στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού. Η προσβαλλόμενη απόφαση, λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης συνεπεία δυο ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αιτητές στην προσφυγή 721/01 επιδιώκουν ακύρωση της προαγωγής των ε.μ. 3 και 5, οι αιτητές
στην προσφυγή 796/01 της προαγωγής του ε.μ. 5 και οι αιτητές στις προσφυγές 754/01, 755/01 και 825/01, προσβάλλουν την προαγωγή όλων των ενδ. μερών.Είναι σκόπιμο να παραθέσω το ιστορικό της υπόθεσης στο βαθμό που θα διευκολύνει στην κατανόηση των επίδικων θεμάτων. Οι αιτητές (προσφυγές 755/01 και 721/01), ο αιτητής αρ.2 ( προσφυγή 796/01) και άλλοι είχαν πετύχει την ακύρωση της πρώτης απόφασης προαγωγής των ε.μ. 3 και 5 και των Καμπουρίδη, Παναγιώτου, Σύζινου (τώρα αιτητές στην προσφυγή 825/01). Το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι η απόφαση να παραγνωρισθούν ολότελα οι βαθμολογίες για το στοιχείο 8 που αφορούσε στην διευθυντική ικανότητα για το έτος 1994 για όλους τους υποψηφίους
επειδή οι τρεις από αυτούς δεν βαθμολογήθηκαν, συνιστούσε διαγραφή υπαρκτών συγκριτικών στοιχείων. Η σύσταση του Διευθυντή έπασχε γιατί, μεταξύ άλλων, παραγνωρίσθηκε η κατά τέσσερα και πλέον έτη αρχαιότητα των Αιτητών (πλήν του Αυγουστή, αιτητή αρ. 2 στην 796/01) έναντι όλων των ενδ. μερών.Στις 6.7.98, κατόπιν επανεξέτασης του θέματος, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής αφού έλαβε υπόψη μεταξύ άλλων, τη νέα σύσταση που είχε υποβάλει ο Αν. Διευθυντής Εκμετάλλευσης, προήγαγε εκ νέου αναδρομικά τους ίδιους υποψηφίους.
Και η δεύτερη απόφαση της Αρχής, είχε την ίδια τύχη με την προηγούμενη αφού ακυρώθηκε και αυτή από το Ανώτατο Δικαστήριο για το λόγο ότι τόσο κατά το χρόνο των διαβουλεύσεων όσο και κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής δεν ήταν νόμιμα συγκροτημένο. Συγκεκριμένα, παρευρισκόταν ο Αναπληρωτής
Γραμματέας, η παρουσία του οποίου έστω και για τήρηση πρακτικών δεν προβλεπόταν ρητά από το Νόμο. (Βλέπε: Κώστας Χ"Αγαθαγγέλου κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 748/98 και 750/98, ημερ. 5.11.99).Μέχρι την κρίσιμη συνεδρίαση της 24.7.01, που έλαβε χώρα η επανάκριση της υπόθεσης, ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής, ετοίμασε Σημείωμα με αρ. 53/01 προκειμένου να βοηθήσει την Αρχή να συμμορφωθεί με το ακυρωτικό αποτέλεσμα κατά την διάρκεια της επανεξέτασης. Πρέπει να σημειωθεί, για λόγους που θα διαφανούν, ότι στο εν λόγω Σημείωμα, επισυνάπτονταν μεταξύ άλλων, αντίγραφο αποσπασμάτων από την 563η συνεδρία του Συμβουλίου που έγινε στις 6.7.98 και η υποβληθείσα στην εν λόγω συνεδρία σύσταση. Η Αρχή, αφού συμβουλεύθηκε τους νομικούς της συμβούλους που
έδωσαν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο επανεξέτασης της υπόθεσης, αποφάσισε να προαγάγει τα ενδ. μέρη αναδρομικά από 22.5.95.Εναντίον της τελευταίας απόφασης καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές.
Θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τα θέματα που ήγειραν οι αιτητές στις περισσότερες προσφυγές και έχουν κοινές προεκτάσεις που καλύπτουν και επηρεάζουν όλες τις προσφυγές.
Οι αιτητές στις προσφυγές 721/01, 754/01 και 755/01 υπέβαλαν στα πλαίσια κοινού λόγου ακύρωσης, ότι η παράλειψη να ληφθεί νέα σύσταση από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος είναι παράνομη και καταχρηστική και ότι παραβιάζει τις αρχές της επανεξέτασης.
Οι καθ' ων η αίτηση αρχικά διαφώνησαν και υποστήριξαν στις γραπτές τους αγορεύσεις ότι ελήφθη υπόψη η σύσταση του Αν. Διευθυντή Εκμετάλλευσης κου Ασημένου, που δόθηκε κατά την προηγούμενη επανεξέταση στις 6.7.98. Τελικά, αφού έγιναν συμπληρωματικές διευκρινήσεις προκειμένου να ξεκαθαρίσει το θέμα, όλοι οι διάδικοι συμφώνησαν πως στην επίδικη συνεδρία δεν δόθηκε σύσταση από τον οικείο προϊστάμενο. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν έπρεπε να δοθεί σύσταση κατά την επανεξέταση ή όχι.
Η Αρχή εφάρμοσε το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου σύμφωνα με το οποίο, η σύσταση δεν αποτελούσε θεσμοθετημένο κριτήριο (βλ. Κανονισμούς Αρχής Λιμένων Κύπρου - ΚΔΠ 317/82) γεγονός που επιβεβαιώθηκε στην Κοφτερού ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, (1996) 3 ΑΑΔ,181 από την οποία και η πιο κάτω περικοπή:
«Επισημαίνουμε στα προηγούμενα πως η διαδικασία πλήρωσης θέσεων στην Αρχή δεν είναι θεσμοθετημένη. Το Συμβούλιο, στην άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του, μπορεί να επιλέξει οποιαδήποτε διαδικασία που θα οδηγήσει στην ολοκλήρωση της έρευνάς του για την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, εφαρμόζοντας πάντοτε τους κανόνες χρηστής διοίκησης. Εφόσον η σύσταση του διευθυντή, δεν αποτελεί ξεχωριστό θεσμοθετημένο στοιχείο επιλογής έπεται πως δεν προσμετρά και ως ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως. Γι΄ αυτό, και όταν το συμβούλιο αποφασίσει να αποκλίνει από αυτή, δεν εφαρμόζεται η νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία απαιτείται ειδική αιτιολόγηση της απόκλισης.»
Μεταγενέστερα και πριν από την επίδικη επανεξέταση, εκδόθηκαν οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων ) Κανονισμοί του 1997 (ΚΔΠ 114/97) σύμφωνα με τους οποίους, επιβάλλεται όπως λαμβάνονται υπόψη κατά τις προαγωγές υπαλλήλων, οι αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊσταμένου. Βλ. Κανονισμό 19(3)
*.Ο συγκεκριμένος κανονισμός έχει ουσιαστικό περιεχόμενο και αναφέρεται στο νομοθετικό καθεστώς επί της διαδικασίας. Η εφαρμογή του κατά την επανεξέταση θα παραβίαζε την αρχή της αναδρομικότητας
της ακυρώσεως και της αναβίωσης του νομικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις ουσιαστικών διατάξεων, η αρχή αυτή είναι απαρέγκλιτη, ώστε να εξασφαλίζεται ισότητα μεταξύ των ενδιαφερομένων και να μην μεταβάλλονται τα αντικειμενικά
δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η ανάλυση του θέματος από την Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου
στο έργο της Αι συνέπειαι της Ακυρώσεως, σελ. 250-252 είναι σχετική. Βλ. επίσης Ηλιάδης κaι Αλλος ν. Χριστοφή (1991) 3 ΑΑΔ 25.Το σκεπτικό της απόφασης στην Χριστόδουλος Γρουτίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατιας, Υπόθ. Αρ. 1021/01 και 57/02, ημερ. 21.3.03, που εν προκειμένω επικαλέστηκε η κα. Καλλίγερου ήταν διαφορετικό και δεν μπορεί να υιοθετηθεί στην παρούσα υπόθεση. Εδώ δεν υπάρχει διαδικαστική πρόνοια ώστε να ενεργοποιείται το τεκμήριο της αναδρομικότητας, ούτε προκύπτει από την ερμηνεία της προαναφερθείσας διάταξης ότι ο κανονιστικός νομοθέτης δεν ανέχεται στο εξής την εφαρμογή των παλαιών διατάξεων. Συνεπώς, δεν υπάρχει αιτία παρέκκλισης από το νομικό καθεστώς της πρώτης εξέτασης σύμφωνα με το οποίο, η Αρχή ήταν ελεύθερη να καθορίσει την διαδικασία. Η επιλογή της Αρχής να μη λάβει υπόψη της οποιαδήποτε σύσταση κατά την επανεξέταση, θεωρώ πως ήταν νόμιμη και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας.
Το δεύτερο ζήτημα που προβάλλεται από κοινού, αναφέρεται στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής στη συνεδρία της 24.7.01 που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα συμπληρωματικά στοιχεία που προσκόμισαν οι καθ' ων η αίτηση στο στάδιο των διευκρινήσεων (ημερήσια διάταξη της συγκεκριμένης συνεδρίας καθώς και μέρος των πρακτικών), φαίνεται ότι κατά τη συζήτηση των επίδικων προαγωγών δεν παρίσταντο αναρμόδια πρόσωπα και η Αρχή συνεδρίαζε υπό τη νόμιμη σύνθεση της. Πιο συγκεκριμένα ο νομικός σύμβουλός της Αρχής απεχώρησε πριν αρχίσει η συζήτηση και ο Διευθυντής κ. Ασημένος, παρίστατο μεν στην συζήτηση του πέμπτου θέματος της ημερήσιας διάταξης αλλά δεν σημειώνεται η παρουσία του κατά τη συζήτηση των συγκεκριμένων προαγωγών (τέταρτο κατά σειρά θέμα στην ημερήσια διάταξη). Συνεπώς ούτε αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί.
Προσφυγή 721/01
Ο αιτητής 2 Λαμπριανού, ισχυρίζεται ότι η Αρχή παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα και δεν αιτιολόγησε την ενδιάμεση απόφαση της να απορρίψει την ένσταση που είχε υποβάλει σχετικά με τη βαθμολογία του για το έτος 1989.
Στα πρακτικά ημερ. 24.7.01 η Αρχή αναφέρει τα εξής:
«Το Συμβούλιο εμελέτησε επίσης ξεχωριστά και διεξοδικά την καθεμιά από τις ενστάσεις που υπέβαλαν γραπτώς οι .. και έκρινε ότι δεν φαίνεται να στοιχειοθετούνται και αποφάσισε να μην τις λάβει υπόψη ..... Επίσης το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μη λάβει υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού στις περιπτώσεις που όπως φαίνεται από τους σχετικούς φακέλους δεν υπήρξε συζήτηση του
προσυπογράφοντα με τον αξιολογούντα λειτουργό και αιτιολογία των τροποποιήσεων στις περιπτώσεις διαφωνίας.»
Η αιτιολογία, της απόφασης της Αρχής να απορρίψει τις ενστάσεις του αιτητή και να λάβει υπόψη τις βαθμολογίες του 1989, συμπληρώνεται από τους φακέλους. Παρατηρώ ότι για τις όποιες τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού σε αυτό το χρόνο, προηγήθηκε συζήτηση με τον αξιολογούντα λειτουργό και εδόθη ικανοποιητική αιτιολογία. Ο αιτητής απέτυχε να παρουσιάσει στοιχεία που να θέτουν σε αμφιβολία το θεμέλιο της έρευνας. Το τεκμήριο της νομιμότητας υπό τις περιστάσεις συνηγορεί υπέρ της επάρκειας της έρευνας.
Ακολούθως οι αιτητές διατείνονται ότι η αρχαιότητα τους η οποία ξεπερνούσε τα 4 χρόνια, παραγνωρίστηκε για άλλη μια φορά από την Αρχή, κατά παράβαση του δεδικασμένου. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση επί των Συνεκδ. Προσφυγών 619/95 κ.α. ημερ. 17.10.97 με την οποία προσβλήθηκε η αρχική διαδικασία προαγωγών, το Δικαστήριο αποδέχθηκε την παραγνώριση της αρχαιότητας των αιτητών ως λόγο ακύρωσης. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
«Δεν είναι δυνατό να συμφωνήσει κανείς με την άποψη του Διευθυντή για το κριτήριο της αρχαιότητας. Θα κατέλυε τη σχετική νομολογία. Ολοι οι αιτητές, πλην των Μ. Χριστοφόρου, Ν. Χριστοφή, Κ.Αρέστη και Π. Αυγουστή, υπερέχουν όλων των ενδιαφερόμενων μερών σε αρχαιότητα για περίοδο που ξεπερνά τα 4 χρόνια. Δεν μπορεί αυτό το σημείο υπεροχής να μηδενίζεται.»
Η Αρχή κατά την παρούσα επανεξέταση, επανέλαβε την κρίση που εξέφρασε ο Διευθυντής δίνοντας τη σύσταση του τότε, δηλαδή ότι η «διαφορά που υπάρχει μεταξύ των υποψηφίων από πλευράς αρχαιότητας δεν κρίνεται ουσιαστική ή και βαρύνουσα.» Η άποψη αυτή έχει κριθεί ήδη ότι πάσχει. Η Αρχή εκμηδένισε το σπουδαίο κριτήριο της αρχαιότητας, που σε θέσεις προαγωγής, επικρατεί όταν οι άλλοι παράγοντες που συνθέτουν τη καταλλήλοτητα των υποψηφίων είναι ίσοι. Βλ. Πιερίδης ν. ΡΙΚ, ΑΕ 2662, 23.1.01 και Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 2759, 9.11.01
. Εξάλλου, επειδή επρόκειτο για εξίσου εξαίρετους υπαλλήλους, το μεγαλύτερο εύρος υπηρεσίας των αιτητών συνεπάγοταν και μεγαλύτερη πείρα. Βλ. Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731 και Χριστοδουλίδου ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 229/01, ημερ 26.7.02.Δοθέντος ότι οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη Στυλιανού και Χριστοδούλου ήταν περίπου ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, έχω τη γνώμη πως η Αρχή όφειλε να αιτιολογήσει δεόντως την προτίμηση των ενδ. μερών και την παραγνώριση της υπεροχής των αιτητών στο θέμα της αρχαιότητας. Το πτυχίο Α.Σ.Ο.Ε.Ε που κατείχε ο Στυλιανού (ε.μ.3) και που κρίθηκε από τη Αρχή ότι ήταν υποβοηθητικό για
την καλύτερη δυνατή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, οριακή μόνο σημασία θα μπορούσε να έχει αφού δεν προβλεπόταν ως πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Εξάλλου, τέτοια ή ανάλογα προσόντα κατείχαν και άλλοι αιτητές όπως οι Μαλλιώτης και Αυγουστής (αιτητές 1 και 2 στη προσφυγή 796/01), τα οποία όμως δεν λήφθηκαν καθόλου υπόψη. Σε καμία περίπτωση το συγκεκριμένο πτυχίο δεν θα μπορούσε να τεκμηριώσει προβάδισμα σε προσόντα και να καταστεί υπερκριτήριο επιλογής, υποσκελίζοντας το ασφαλές κριτήριο της αρχαιότητας,Καταλήγω ότι η απόφαση της Αρχής πάσχει και για τους πιο πάνω λόγους και ως εκ τούτου, η προσφυγή πρέπει να επιτύχει.
Προσφυγές 754/01 και 755/01
Οι αιτητές επικαλούνται την υπεροχή τους σε αρχαιότητα σε συνάρτηση προς την κατ΄ ισχυρισμό γενική και αόριστη αιτιολογία της απόφασης.
Οι αιτητές, ήταν ανάμεσα στους αιτητές στις συνεκδ. υποθ. αρ. 619/95 κ.α. (ανωτέρω) από τις οποίες, όπως ήδη αναφέρθηκε, προκύπτει δεδικασμένο που αφορά στην υπεροχή τους σε αρχαιότητα κατά 4 και πλέον χρόνια έναντι των ενδ. μερών Χριστοδούλου και Στυλιανού. Αυτή η υπεροχή δεν μπορούσε να μηδενιστεί με την αναφορά από την Αρχή ότι πρόκειται για μη ουσιαστική ή βαρύνουσα διαφορά στην αρχαιότητα. Προς αποφυγή επαναλήψεων παραπέμπω στους λόγους που παρέθεσα πιο πάνω στα πλαίσια της προσφυγής 721/01 σύμφωνα με τους οποίους, η παραγνώριση της αρχαιότητας των αιτητών γίνεται δεκτός ως λόγος ακύρωσης της προαγωγής των Στυλιανού ε.μ.3 και Χριστοδούλου ε.μ.5 κατά τον ίδιο τρόπο.
Σε ό,τι αφορά στα ενδ. μέρη 2 και 4, ο ισχυρισμός των αιτητών για υπεροχή τους κατά 1½ έτος δεν τεκμηριώνεται από τα στοιχεία που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού αυτοί έχουν ακριβώς την ίδια αρχαιότητα.
Περαιτέρω οι αιτητές έκαναν λόγο για αόριστη αιτιολογία που δόθηκε καταχρηστικά και ανατρέπει τα βαθμολογημένα στοιχεία κρίσης, προσδίδοντας υπεροχή στα ενδ. μέρη σε ήδη βαθμολογημένα κριτήρια. Το Συμβούλιο της Αρχής, δικαιολόγησε την επιλογή των ενδ. μερών ως καταλληλοτέρων υποψηφίων ως εξής:
« .... (α) Από πλευρά αξίας και οι πέντε έχουν εξαίρετες εμπιστευτικές εκθέσεις και συγκρινόμενοι με άλλους υποψηφίους δεν διαγράφονται ουσιαστικές διαφορές παρά μόνο οριακές και στις οποίες δεν θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα.
(β) Συγκεντρώνοντας τις βαθμολογίες μαζί με τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων που έχουν σχέση ή και βοηθούν στην εκτέλεση των καθηκόντων των υποψηφίων ή επιτυχία σε εξετάσεις ή πιστοποιητικό παρακολούθησης μαθημάτων ή και έφεση προς μάθηση σε θέματα που υποβοηθούν τη διεξαγωγή της εργασίας τους διαπιστώθηκε ότι οι πέντε επιλεγέντες κατέχουν στον ανώτατο βαθμό τη γνώση και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης προαγωγής έναντι των υπολοίπων συναδέλφων τους και θεωρούνται οι πιο κατάλληλοι για προαγωγή στη θέση του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού και διαθέτουν την αναγκαία υπηρεσιακή κατάρτιση και οργανωτική και διοικητική ικανότητα για να ανταποκριθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, στα νέα καθήκοντα που θα αναλάβουν.
(γ) Από πλευράς αρχαιότητας, η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των υποψηφίων δεν κρίνεται ουσιαστική ή και βαρύνουσα.
4.6.3 Οσον αφορά ειδικότερα στον κον Ανδρέα Στυλιανού, το Συμβούλιο έκρινε ότι, παρόλο που στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δεν περιέχεται οποιαδήποτε πρόνοια ότι τούτο αποτελεί πλεονέκτημα, ωστόσο το γεγονός ότι ο εν λόγω υπάλληλος κατέχει πτυχίο των Α.Σ.Ο.Ε.Ε. θεωρείται υποβοηθητικό για την καλύτερη δυνατή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού.»
Θα περιοριστώ στο σχολιασμό της συγκριτικής αξιολόγησης μόνο των ε.μ. 1, 2 και 4 σε σχέση με τους αιτητές, αφού έχει ήδη διαπιστωθεί λόγος ακύρωσης για την επιλογή των ε.μ. 3 και 5.
Αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας η κρίση της Αρχής είναι σωστή αφού οι αιτητές έχουν την ίδια αρχαιότητα με τα ε.μ. 2 και 4 ενώ υστερούν κατά ένα περίπου έτος έναντι του ε.μ. 1. Καθόσον αφορά στο κριτήριο της αξίας, δεδομένης της ισοβαθμίας τους στις εκθέσεις κατά τα έτη 1992,1993 και 1994 δεν φαίνεται να υπάρχουν διακρίσεις. Οι ελαφρές αποκλίσεις ανάλογα με τη χρονική περίοδο δεν αλλοιώνουν την γενική ισοδυναμία τους. (Το ε.μ. 4 στην έκθεση του 1994 έχει 7Ε και 1 ΛΚ έναντι 6Ε και 2 ΛΚ του αιτητή Χατζηαγαθαγγέλου που αφορούν στα στοιχεία της διευθυντικής ικανότητας και της υπευθυνότητας ενώ στην έκθεση του 1990 περιέχεται η παρατήρηση ότι «αυτός διακρίνεται στον υπέρτατο βαθμό»).
Σύμφωνα με την εικόνα που παρουσιάζουν οι υπηρεσιακές τους εκθέσεις, η επίκληση της υπεροχής των ε.μ. στα ήδη βαθμολογημένα κριτήρια «υπηρεσιακή κατάρτιση» και «διοικητική και οργανωτική ικανότητα» είναι ανεπίτρεπτη, εφόσον έρχεται σε σύγκρουση με τις βαθμολογίες των υποψηφίων στα επιμέρους αυτά θέματα .
Η Αρχή, εξαίρει επίσης τη γνώση και την εμπειρία των ενδ. μερών κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στα ακαδημαϊκά προσόντα τους. Για το προσόν του ε.μ. 3 έχει ήδη γίνει λόγος ανωτέρω. Τα αντίστοιχα προσόντα των ε.μ. 2 και 4 (απολυτήριο της σχολής Ραδιοτηλεγραφητών των Τεχνικών Σχολών Θεσσαλονίκης «Ο Λεύκιππος» και Diploma in Store-Keeping & Store Management και Diploma in Modern Management αντίστοιχα) θεωρώ πως δεν αποτελούσαν προσόντα στα οποία θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον δεν προβλέπονταν ως πλεονέκτημα από το σχέδιο υπηρεσίας. Και εφόσον η Αρχή παρέλειψε να αιτιολογήσει την σχετικότητα τους με τα προαπαιτούμενα καθήκοντα της θέσης, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αξιολογήσει πρωτογενώς αυτά τα πτυχία. Η άποψη της Αρχής ότι η κατοχή των εν λόγω προσόντων από τα ενδ. μέρη συνεπάγεται γνώση και εμπειρία στον ανώτατο βαθμό για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης έχρηζε περαιτέρω εξήγησης, δοθέντος ότι δεν επρόκειτο για προσόντα που συνιστούσαν πλεονέκτημα. Βλ. Δ. Πασχαλίδη ν. ΕΔΥ, Υπόθ. αρ. 190/01, 14.8.02.
Η αοριστία της αιτιολογίας που δόθηκε από την Αρχή δεν επιτρέπει τον πλήρη και αποτελεσματικό αναθεωρητικό έλεγχο, ενώ καθιστά πιθανή την εμφιλοχώρηση πλάνης αναφορικά με τα προσόντα και την αξία των ενδιαφερομένων μερών.
Κατόπιν των ανωτέρω, οι προσφυγές επιτυγχάνουν στο σύνολό τους και η απόφαση ακυρώνεται.
Προσφυγή 796/01
Με την προσφυγή αυτή, προσβάλλεται μόνο η προαγωγή του Δ.Χριστοδούλου (ε.μ.5) στην επίδικη θέση. Οι αιτητές εστιάζουν τους ισχυρισμούς τους στο θέμα της αιτιολογίας. Υποστηρίζουν πως η Αρχή ενήργησε με καταφανή πλάνη περί τα πράγματα και περί τα προσόντα των αιτητών και παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των υποψηφίων.
Η Αρχή, σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε ως αιτιολογία της απόφασης, δεν έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε δυο από τα θεσμοθετημένα κριτήρια
. σε αυτά της αξίας και της αρχαιότητας. Το ε.μ.5 υπερείχε κατά 2 χρόνια σε αρχαιότητα έναντι των αιτητών, διαφορά όμως που δεν κρίθηκε βαρύνουσα από την ίδια την Αρχή.Το μείζον κριτήριο επιλογής στο οποίο στηρίχθηκε η Αρχή ήταν τα προσόντα των υποψηφίων. Η Αρχή αποφαίνεται σχετικά με τα «ακαδημαϊκά προσόντα και την επιτυχία σε εξετάσεις» των ενδ. μερών ότι βοηθούν στη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης και προσδίδουν γνώση και εμπειρία στους κατόχους τους.
Ωστόσο, η διαφοροποίηση αυτή των προσόντων στην περίπτωση του ε.μ. 5 δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση, ούτε επεξηγείται. Το συγκεκριμένο ενδ. μέρος ήταν μόνο απόφοιτος του Λανιτείου Γυμνασίου Λεμεσού. Από την άλλη οι αιτητές ήταν κάτοχοι υπέρτερων ακαδημαϊκών προσόντων. Ο αιτητής αρ. 1 ήταν πτυχιούχος Οικονομικών Επιστημών από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Μέσης Ιδιωτικής Σχολής Εργοδηγών Μηχανικών Αεροσκαφών, ο αιτητής αρ. 2 κατείχε δίπλωμα Δοκίμου Αξιωματικού Ασυρμάτου της Δημόσιας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού Ρόδου, πιστοποιητικό εκπαίδευσης του πρώτου κύκλου σπουδών της Δημόσιας Σχολής Εμπορικού Ναυτικού Σωστικών και Πυροσβεστικών Μέσων, πτυχίο μετεκπαίδευσης του Ε΄ κύκλου σπουδών στη συντήρηση των γυροπυξίδων, ραντάρ, ραδιογνωομετρών, βυθόμετρων, δρομόμετρων, και πηδαλίων από τη Δημόσια Σχολή Ηλεκτρονικών Ναυτικών Οργάνων, δίπλωμα Ραδιοτηλεγραφητού Β΄ τάξεως από το Υπουργείο Εμπ. Ναυτιλίας της Ελλάδας και ο αιτητής αρ. 3 ήταν πτυχιούχος του Τμήματος Αγγλικών Σπουδών από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και L.C.C. (Book keeping Elementary, Book keeping Intermediate).
Η ουσιώδης πλάνη της Αρχής αναφορικά με τα προσόντα του ε.μ. 5, επέδρασε ουσιωδώς στην λήψη της τελικής απόφασης στην οποία δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά και αξιολόγηση στα προσόντα των αιτητών μολονότι αυτά είναι σαφώς υπέρτερα του ε.μ. 5 και προκειμένου για τα πτυχία του αιτητή αρ. 2 απολύτως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Είναι γνωστό ότι τέτοια προσόντα συναφή με τις ευθύνες
της θέσης δεν πρέπει να παραγνωρίζονται, έστω και αν δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας. Βλ. Δημοκρατία ν. Αγγελή, ΑΕ 1974, ημερ. 31.3.99 και Δημοκρατία ν. Μαυράκη, ΑΕ 2147, ημερ. 30.11.99.Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αρχή, αναφέρθηκε μόνο στο πτυχίο Α.ΣΟ.Ε.Ε. άλλου ενδ. μέρους, χωρίς να ερευνήσει καθόλου τα ισάξια προσόντα των αιτητών. Αυτό, συνιστά αντιφατική συμπεριφορά της Διοίκησης και υποδηλώνει παραβίαση της αρχής του ενιαίου μέτρου κρίσης των υποψηφίων. Συμπερασματικά οι πιο πάνω λόγοι οδηγούν στην ακύρωση της απόφασης προαγωγής του ενδ. μέρους 5.
Προσφυγή 825/01
Οι αιτητές είχαν επιλεγεί από την Αρχή στις δυο προηγούμενες διαδικασίες και η προαγωγή τους ακυρώθηκε δυο φορές με τις προηγούμενες ακυρωτικές αποφάσεις. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η μη επιλογή τους κατά την παρούσα επανεξέταση της θέσης, συνιστά αντιφατική συμπεριφορά και παρέκκλιση της καθ' ης η αίτηση από προηγούμενη απόφαση της που έχρηζε ειδικής αιτιολογίας.
Ο ισχυρισμός αυτός κρίνεται ως αντινομικός και παραγνωρίζει την έννοια της επανεξέτασης και των αρχών συμμόρφωσης προς το ακυρωτικό δεδικασμένο. Κατά την επανεξέταση, ύστερα από ακυρωτική απόφαση, διενεργείται νέα έρευνα με βάση το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη απόφασης που ακυρώθηκε, χωρίς το διορίζον όργανο να δεσμεύεται ως προς την τελική του κρίση. Η Αρχή ήταν υποχρωμένη να επαναθεωρήσει τα σχετικά στοιχεία αποβάλλοντας ό,τι αποκηρύχθηκε ως παράνομο κατά την προηγούμενη εξέταση, όχι όμως και να επαναδιορίσει τα ίδια πρόσωπα.
Η Αρχή ήταν ελεύθερη να αποφασίσει εκ νέου κατά την κρίση της. Αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί είναι αν η Αρχή με την προσβαλλόμενη απόφαση, κινήθηκε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας ή αν παρέβη το καθήκον επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίων. Σχετική είναι η
περαιτέρω εισήγηση των αιτητών ότι η αιτιολογία της απόφασης πάσχει διότι δεν αποκαλύπτει τους λόγους προτίμησης των ενδ. μερών.Σύμφωνα με τα όσα κατέγραψε το Συμβούλιο στο πρακτικό λήψης της απόφασης και παρατέθηκαν ανωτέρω, τα κριτήρια της αρχαιότητας και της αξίας εξουδετερώθηκαν ως συγκριτικοί παράγοντες αφού δεν κρίθηκαν ουσιαστικές οι διαφορές των υποψηφίων.
Τα ενδ. μέρη 1, 2, 3 και 4 κατέχουν διπλώματα και πτυχία που αν και δεν προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα, ωστόσο συνεκτιμούνται με την ανάλογη βαρύτητα το καθένα, εφόσον είναι συναφή με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Συνεπώς τα συγκεκριμένα ενδ. μέρη υπερέχουν οριακά έναντι των αιτητών στον τομέα των προσόντων.
Περαιτέρω οι αιτητές είναι ακριβώς ισοδύναμοι σε βαθμολογημένη αξία με τα ενδ. μέρη στις εκθέσεις του 1992, 1993 και 1994. Μόνο ο Παπαϊωάννου (ε.μ. 2) υστερεί ελαφρά αφού στην έκθεση του 1994 συγκεντρώνει 5Ε και 3 ΠΙ («επαγγ. κατάρτιση», «απόδοση» και «διευθ. ικανότητα») έναντι 7Ε και 1ΠΙ των αιτητών, ενώ στην έκθεση του
1992 συγκεντρώνει δέκα (5) και δυο (4) («ικανότητα για λύση προβλημάτων») έναντι έντεκα (5) και ένα (4) των αιτητών.Ωστόσο τα ε.μ. 1, 2 και 4 έχουν αρχαιότητα 4 και πλέον ετών έναντι των αιτητών. Αυτή η αρχαιότητα αν και δεν προσμέτρησε άμεσα υπέρ των ενδ. μερών, ωστόσο, ελήφθη υπόψη στη συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων. Τα ε.μ. 1, 2, και 4 συγκέντρωναν εξίσου εξαίρετη βαθμολογία με αυτή των αιτητών, υπερείχαν όμως σε εύρος υπηρεσίας κατά 4 και πλέον έτη. Εύλογη λοιπόν ήταν η κρίση της Αρχής ότι τα ενδ
. μέρη διέθεταν περισσότερη εμπειρία από τους αιτητές.Δεδομένων των πιο πάνω συγκριτικών στοιχείων, συμπληρώνεται η αιτιολογία της κρίσης της Αρχής ως προς τα ε.μ. 1, 2, 3 και 4 ότι δηλαδή κατέχουν σε υψηλότερο βαθμό «την γνώση και την εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης». Συνεπώς η αιτιολογία για την επιλογή των εν λόγω ενδ. μερών κρίνεται νόμιμη. Αντιθέτως όμως για το ε.μ. 5 που έχει ακριβώς την ίδια αρχαιότητα, αξία και προσόντα με αυτά των αιτητών δεν διαπιστώνεται κανένα αιτιολογικό έρεισμα που να μπορεί να υποστηρίξει την πιο πάνω κρίση. Παράλληλα, έλαβα υπόψη ότι οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια. Ως εκ τούτου, η προσφυγή σε ό,τι αφορά τα ε.μ. 1, 2, 3 και 4 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ως
προς το ε.μ. 5 η προσφυγή επιτυγχάνει, διότι πάσχει η αιτιολογία της απόφαση επιλογής του.Ενόψει των πιο πάνω, οι προσφυγές 721/01, 754/01, 755/01 και 796/01 επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσφυγή 825/01 επιτυγχάνει με έξοδα μόνο ως προς το ε.μ. 5. Ως προς τα λοιπά ενδ. μέρη η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η απόφαση προαγωγής του ε.μ. 5 ακυρώνεται
.
FONT>Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.