ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 844
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 182/2002)
19 Σεπτεμβρίου 2003
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Σ. Οικονομίδης,
για τον Αιτητή.Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Διορίστηκε ως Ανθυπολοχαγός τον Μάϊο του 1989 και από τον Οκτώβριο του 1996 κατέχει το βαθμό Λοχαγού. Συμπεριλήφθηκε στις Τακτικές Ετήσιες Κρίσεις Αξιωματικών του έτους 2001 και κρίθηκε κατά πλειοψηφία ως προακτέος κατ΄ αρχαιότητα, όχι κατ΄ εκλογήν. Στη δοθείσα αιτιολογία της πλειοψηφίας έγινε μεταξύ άλλων αναφορά σε πειθαρχικά παραπτώματα με τα οποία βαρυνόταν.
Κατόπιν που ο Υπουργός Άμυνας κύρωσε τους καταρτισθέντες Πίνακες των κριθέντων αξιωματικών, η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με έγγραφο ημερ. 20 Ιουλίου 2001, το οποίο του επιδόθηκε στις 8 Αυγούστου 2001. Ο αιτητής προσέφυγε τότε ιεραρχικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων το οποίο στις 13 Νοεμβρίου 2001 απέρριψε κατά πλειοψηφία την προσφυγή του. Καθώς αναφέρεται στα πρακτικά, το Συμβούλιο Επανακρίσεων αποφάσισε:
«
Να απορρίψει, κατά πλειοψηφία, την προσφυγή του Λοχαγού (ΠΖ) Γουλιέλμου Ευσταθίου του Ανδρέα, ΑΜ: 3258, λόγω της φύσης και σοβαρότητας των τεσσάρων πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται και για τα οποία του έχουν επιβληθεί στις 13.12.1991, 12.3.1992, 26.3.1992 και 3.3.1994 διάφορες πειθαρχικές ποινές. Τα παραπτώματα αυτά δεικνύουν ότι ο Αξιωματικός αυτός δεν επεδείκνυε τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία, καθώς και επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του.»
Ο αιτητής προσβάλλει τώρα την απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων. Η Δημοκρατία ήγειρε ένσταση αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι επειδή στις 30 Απριλίου 2002, μετά την οριστικοποίηση των Πινάκων των κριθέντων αξιωματικών, έγιναν οι σχετικές προαγωγές - κατά τις οποίες προήχθη και ο αιτητής «κατ΄ αρχαιότητα» ενώ άλλοι κατ΄ εκλογήν - η προσβαλλόμενη απόφαση απώλεσε την εκτελεστότητα της. Κατά τον συνήγορο η προσβαλλόμενη απόφαση
συγχωνεύθηκε στις προαγωγές που ήταν η απόληξη μιας σύνθετης διοικητικής ενέργειας. Παρέπεμψε σχετικά στη Νεοκλή Αγαθαγγέλου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 120 ως διευκρινιστική, καθώς τη χαρακτήρισε, της Αλέξανδρος Ζαβρός κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 349. Επιπλέον εξέφρασε διάφορες σκέψεις αναφορικά με δυσκολίες ή προβλήματα που προέκυπταν από τα προηγουμένως νομολογηθέντα. Στη Ζαβρός, (ανωτέρω), η Ολομέλεια εξήγησε (Αρτεμίδης, Δ.) ότι:«Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Κρίσεων και του Συμβουλίου Επανακρίσεων είναι ξεχωριστές διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται αυτοτελώς, γιατί η κατάταξη ως προακτέος κατ΄ εκλογήν, κατ΄ αρχαιότητα, και παραμένων στον ίδιο βαθμό παράγει για τους κρινόμενους έννομα αποτελέσματα η ισχύς των οποίων συνεχίζεται σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους και επηρεάζει την ανέλιξή τους στην ιεραρχία.»
Υπέδειξε σχετικά ότι:
«..... αξιωματικοί που κρίθηκαν προακτέοι κατ΄ αρχαιότητα δεν μπορούν να προσβάλουν την προαγωγή συναδέλφων τους που κρίθηκαν κατ΄ εκλογήν. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο ισχύει και γι΄ αυτούς που κρίθηκαν ως παραμένοντες στον ίδιο βαθμό.»
Κι΄ αυτό διότι, όπως επίσης είναι νομολογημένο, η κρίση για τον κάθε αξιωματικό αφορά μόνο εκείνον, χωρίς δυνατότητα αμφισβήτησης από άλλον. Σε αυτό λοιπόν το σύστημα, η προαγωγή ακολουθεί ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των κρίσεων ανάλογα με τη σειρά που καθορίζεται στους σχετικούς Πίνακες.
Η Αγαθαγγέλου, (ανωτέρω), αφορούσε την περίπτωση της κατ΄ εξαίρεση πρόωρης κρίσης αξιωματικών, την οποία αποφάσισε ο Υπουργός ύστερα από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, βάσει του Καν. 27(4). Οι κριθέντες αξιωματικοί προάχθηκαν. Προσβλήθηκε η προαγωγή τους αλλά όχι η απόφαση του Υπουργού για την κατ΄ εξαίρεση κρίση, ούτε και το αποτέλεσμα της κρίσης. Γι΄ αυτό η Δημοκρατία υπέβαλε ότι δεν νομιμοποιούντο στην προσφυγή τους. Η Ολομέλεια έκρινε ότι κατ΄ αναλογίαν προς τη Λοχίας Γεωργίου κ.α. ν. Παναγή κ.α. & Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, η οποία αφορούσε την προαγωγή μελών της Αστυνομικής Δύναμης επ΄ ανδραγαθία, και στην οποία αναγνωρίστηκε στους αιτητές έννομο συμφέρον προς «.... διασφάλιση της έννομης στελέχωσης και της κατά νόμο ανέλιξης στον κλάδο .....» είχαν και εκείνοι οι αιτητές συμφέρον να προσβάλουν τις κατ΄ εξαίρεση προαγωγές ως την «τελική έκφραση σύνθετης διοικητικής ενέργειας», στο πλαίσιο της οποίας συγχωνεύτηκαν και μπορούσαν να ελεγχθούν τα προηγηθέντα.
Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι η προκείμενη περίπτωση καλύπτεται από τα αποφασισθέντα στη Ζαβρός (ανωτέρω) από την οποία, καθώς εισηγήθηκε, προέκυπτε ευθέως ότι η εκτελεστότητα απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων διατηρεί την αυτοτέλεια της ακόμα και μετά τις προαγωγές και δεν συγχωνεύεται διότι έχει εμβέλεια πέρα από αυτές εφόσον προσδιορίζει διαχρονικά τις δυνατότητες ανέλιξης του αξιωματικού με αναφορά στην αξία του. Εισηγήθηκε ότι η περίπτωση της Αγαθαγγέλου (ανωτέρω) διέφερε από εκείνη στη Ζαβρός (ανωτέρω) και ως εκ τούτου τα αποφασισθέντα στη Ζαβρός (ανωτέρω) συνέχιζαν να ισχύουν. Επικαλέστηκε σχετικά τη Χαράλαμπου Κτώρα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 131/2002, ημερ. 18 Νοεμβρίου 2002 (Γαβριηλίδη, Δ.) όπου απασχόλησε παρόμοια ένσταση της Δημοκρατίας. Ο συνάδελφος εκεί έκρινε, αφού αναφέρθηκε στα βασικά στοιχεία που συνέθεταν την αντίστοιχη φυσιογνωμία της Αγαθαγγέλου (ανωτέρω) και της Ζαβρός (ανωτέρω), ότι η μια διέφερε ουσιαστικά από την άλλη.
Νομίζω πως δεν χρειάζεται να συζητήσω εδώ εκτενώς την Αγαθαγγέλου (ανωτέρω). Έχω την άποψη ότι στην εν λόγω υπόθεση δεν λέχθηκε ο,τιδήποτε που να αποδυναμώνει το λόγο της Ζαβρός. Θα μπορούσε κανείς να διακρίνει την Αγαθαγγέλου (ανωτέρω) κατά το ότι οι εκεί αιτητές δεν είχαν κριθεί ώστε να μπορούσαν να προσέβαλλαν και εκείνοι το αποτέλεσμα κρίσης. Επρόκειτο όχι για τη συνηθισμένη διαδικασία κατά την οποία όλοι κρίνονταν αλλά για μια ιδιαίτερη διαδικασία με την οποία εξ αρχής ξεχωρίζονταν ορισμένοι αξιωματικοί οι οποίοι προορίζονταν για προαγωγή. Φαίνεται να ήταν εξ αιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας που η διαδικασία θεωρήθηκε εκεί ως ενιαία σύνθετη ενέργεια προαγωγής, στην τελείωση της οποίας συγχωνεύονταν τα προηγηθέντα. Δεν χρειάζεται να εκφέρω άποψη αναφορικά με την ταξινόμηση που έγινε στην Αγαθαγγέλου (ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία είναι το ότι η εν λόγω απόφαση έχει μεταβάλει το νομολογιακό καθεστώς στο οποίο αναφέρεται η Ζαβρός (ανωτέρω), και επομένως αυτή συνεχίζει να καλύπτει περιπτώσεις, όπως την παρούσα, που εμπίπτουν στη συνήθη διαδικασία. Καταλήγω ότι η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων δεν απώλεσε την εκτελεστότητά της. Θα προχωρήσω λοιπόν στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
Σε ό,τι αφορά τη βαθμολογημένη ικανότητα και αξία ο αιτητής από το διορισμό του περιγράφεται στις εκθέσεις ικανότητας γενικά ως πολύ καλός και ως εξαίρετος (βαθμός 9 και 10 αντιστοίχως στην κλίμακα του 10) με εξαίρεση σε μόνο δύο περιόδους - μια το 1991 (δεύτερο ήμισυ) και άλλη το 1994 συνολικής διάρκειας ενός χρόνου - που βαθμολογήθηκε ως καλός (8). Στον κατεχόμενο βαθμό, παρά τα προβλήματα υγείας τα οποία παρουσίασε - τραυματισμό στο γόνατο και επακόλουθη οστεροαρθρίτιδα όπως και κήλη μεσοσπονδυλίων δίσκων για την οποία χειρουργήθηκε - με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως «αξιωματικός γραφείου», ο αιτητής βαθμολογήθηκε ως εξαίρετος για τα έτη 1996, 1997 και 2000, ως πολύ καλός για το έτος 1998, ενώ για το έτος 1999 ως πολύ καλός κατά το πρώτο ήμισυ και ως εξαίρετος κατά το δεύτερο. Οι εν λόγω αξιολογήσεις επέτρεπαν την κατ΄ εκλογήν προαγωγή του αιτητή. Όμως, σύμφωνα με τον Καν. 41(6):
«Κατά την κρίση Αξιωματικού το Συμβούλιο Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων λαμβάνει υπόψη του και εκτιμά όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στοιχεία, ιδιαίτερη όμως σημασία δίδεται στα στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού.»
Είχαν λοιπόν σ΄ αυτό το πλαίσιο και οι πειθαρχικές καταδίκες τη σημασία τους: βλ. σχετικά τη Ζαβρός (ανωτέρω) και την απόφαση μου στη Χάρη Αντωνιάδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 56/99, ημερ. 12 Μαίου 2000. Το ζήτημα είναι εν τέλει το κατά πόσο προσδόθηκε στα παραπτώματα υπέρμετρη βαρύτητα, έξω από τα πλατιά όρια της διακριτικής εξουσίας της διοικητικής αρχής.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο κρίσης ο αιτητής βαρυνόταν με τέσσερα πειθαρχικά παραπτώματα, ήτοι, ένα το 1991, δύο το 1992 και ένα το 1994. Διαπράχθηκαν πριν από την προαγωγή του σε Λοχαγό το 1996. Το πρώτο για το οποίο του επιβλήθηκε τετραήμερος περιορισμός αφορούσε το ότι, σε έλεγχο που έγινε ενώ ο ίδιος απουσίαζε με άδεια, το γραφείο του βρέθηκε ανασφάλιστο με έγγραφα εκτεθειμένα, η δε εμφάνιση του θαλάμου και των μαγειρείων δεν ήταν από άποψης καθαριότητας και ευταξίας αυτή που θα έπρεπε. Το ίδιο, με τετραήμερο περιορισμό, τιμωρήθηκε και για το δεύτερο παράπτωμα που ήταν ότι εκπαίδευση, για την οποία ήταν υπεύθυνος, δεν διεξαγόταν κανονικά και ο ίδιος απουσίαζε. Το τρίτο παράπτωμα, σε σχέση με το οποίο τιμωρήθηκε με τετραήμερη φυλάκιση, συνίστατο στο ότι κατά την παράδοση των αποθηκών του λόχου παρατηρήθηκαν ελλείψεις σε βασικά υλικά και δεν υπήρχε καθαριότητα και ευταξία. Το τελευταίο παράπτωμα, για το οποίο τιμωρήθηκε με τετραήμερη κράτηση, ήταν ότι δεν έλαβε τα ενδεικνυόμενα μέτρα με αποτέλεσμα οπλίτης που επέστρεφε από διανυκτέρευση να συλληφθεί από τον διοικητή σε απαράδεκτη κατάσταση από πλευράς εμφάνισης.
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων εξήγησε ότι η κατά πλειοψηφία απόφαση για τη μη προαγωγή του αιτητή κατ΄ εκλογήν είχε ως λόγο τη φύση και σοβαρότητα των τεσσάρων πειθαρχικών αδικημάτων τα οποία, καθώς εν συνεχεία εξειδίκευσε, έδειχναν ότι ο αιτητής «δεν επεδείκνυε τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία, καθώς και επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του». Όλα αυτά τα επιμέρους αφορούν στην αφοσίωση στο καθήκον.
Σημειώνω ότι στον κατεχόμενο βαθμό ο αιτητής βαθμολογήθηκε ως εξής: για (α) ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία και (β) για επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων, το πρώτο ήμισυ του 2000 με 9 και 9 αντίστοιχα
. το δεύτερο ήμισυ του 2000 με 10 και 9 αντίστοιχα. το πρώτο ήμισυ του 1999 με 9 και 9 αντίστοιχα. το δεύτερο ήμισυ του 1999 με 10 και 9 αντίστοιχα. το 1998 με 9 και 9 αντίστοιχα. το 1997 με 10 και 10 αντίστοιχα. το 1996 με 10 και 10 αντίστοιχα. Στον προηγούμενο βαθμό ο αιτητής βαθμολογήθηκε το 1995 με 9 και 9 αντίστοιχα. το πρώτο ήμισυ του 1994 με 9 και 8 αντίστοιχα. το δεύτερο ήμισυ - που φοιτούσε σε σχολή - με 10 και 10 αντίστοιχα. το 1993 με 9 και 9 αντίστοιχα. το 1992 με 9 και 9 αντίστοιχα. το πρώτο ήμισυ του 1991 με 10 και 9 αντίστοιχα και το δεύτερο ήμισυ με 9 και 8 αντίστοιχα. το 1990 με 10 και 10 αντίστοιχα.Βλέπουμε λοιπόν ότι στον κατεχόμενο βαθμό ο αιτητής βαθμολογείτο, σε ό,τι αφορά την αφοσίωση στο καθήκον κάποτε ως εξαίρετος και κάποτε ως πολύ καλός. Το ίδιο ψηλή ήταν και η βαθμολογία του στον προηγούμενο βαθμό, με εξαίρεση μόνο δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες μειώθηκε σε καλός και αυτό έγινε σε δύο από τις χρονολογίες κατά τις οποίες βαρυνόταν με πειθαρχικό παράπτωμα, το δεύτερο ήμισυ του 1991 και το πρώτο ήμισυ του 1994 ενώ για το έτος 1992 διατήρησε τη βαθμολογία του ως πολύ καλός παρόλον που κατά το έτος εκείνο είχε σε βάρος του δύο πειθαρχικά παραπτώματα. Με αυτά τα δεδομένα δεν υπήρχε περιθώριο για την άποψη του Συμβουλίου Επανακρίσεων ότι εξ αιτίας των πειθαρχικών παραπτωμάτων ο αιτητής υστερούσε στις αναφερθείσες ιδιότητες. Το Συμβούλιο Επανακρίσεων δεν μπορούσε να υποκαταστήσει τη βαθμολογημένη εικόνα με τη δική του αντίθετη άποψη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ