ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 576
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 701/2001)
18 Ιουνίου, 2003
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Μ. Αδάμου (κα) για Α. Παπαντωνίου, για τους Αιτητές.
Ε. Αντωνίου (κα), για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Mε την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:-
«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη των καθ΄ων η Αίτηση ημερομ. 28-08-1997 εγγραφής των Αιτητών στο Μητρώο Φ.Π.Α. είναι άκυρη και/ή παράνομη και εστερούμενη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, ως γενομένη κατ΄ αντίθεση με τις πρόνοιες του Συντάγματος και των νόμων και/ή καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, και/ή χωρίς έρευνα και/ή πλάνη περί τα πράγματα.
Β. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη των καθ΄ων η Αίτηση ημερομ. 18-06-2001, επιβολής και/ή Βεβαίωσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία καλούνται οι Αιτητές όπως καταβάλουν Φόρο συνολικού ύψους ΛΚ 93,123.39 σεντ πλέον τόκους και επιβαρύνσεις είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, ως γενομένη κατ΄ αντίθεση με τις πρόνοιες του Συντάγματος και των νόμων και/ή καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας, και/ή χωρίς έρευνα και/ή πλάνη περί τα πράγματα.
Γ. Δήλωση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου η οποία να κηρύσσει άκυρη την παράλειψη των Καθ΄ων η Αίτηση να εξετάσουν επαρκώς και με έρευνα τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης ως και να προβούν στις νόμιμες γνωστοποιήσεις και κοινοποιήσεις προς τους Αιτητές τόσο κατά την εγγραφή των Αιτητών στο μητρώο Φ.Π.Α. όσο και κατά την πράξη επιβολής και/ή βεβαίωση της ως άνω υπό (Β) φορολογίας.»
Οι αιτητές ασκούσαν επιχείρηση καφετερίας στη Λευκωσία. Η εγγραφή τους στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας έγινε κατόπιν δικής τους αίτησης που λήφθηκε στα γραφεία του Φ.Π.Α. στις 5.9.1997. Ο Έφορος ενέγραψε τους αιτητές, ως άτυπο συνεταιρισμό στο μητρώο του με αρ. εγγραφής 50780925G από την 1.9.1997. Με επιστολή του δε προς τους αιτητές ημερ. 18.9.1997 τους πληροφόρησε για την απόφαση του.
Οι αιτητές υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις για τις περιόδους από 1.9.1997 μέχρι 31.12.2000.
Στις 30.3.2001 ο Έφορος άρχισε φορολογικό έλεγχο των βιβλίων και αρχείων της επιχείρησης. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε από τον Έφορο ότι οι αιτητές δεν τηρούσαν πλήρη βιβλία και αρχεία όπως απαιτεί το άρθρο 39 του Νόμου 246/90 και δεν καταχωρούσαν στα βιβλία της επιχείρησης όλες τις παραδόσεις αγαθών και υπηρεσιών. Με βάση αυτά ο Έφορος έκρινε ότι οι αιτητές δεν απέδωσαν ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών κατά τις φορολογικές περιόδους από 1.9.1997 μέχρι 31.12.2000. Ως εκ τούτου ο Έφορος προέβηκε σε βεβαίωση του φόρου εκροών με βάση το άρθρο 34(1) του Νόμου 246/90 χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια με επιστολή του ημερ. 18.6.2001 ειδοποίησε τους αιτητές ότι όφειλαν να καταβάλουν τον φόρο της πιο πάνω περιόδου που ανήρχετο σε £92.123,39.
Οι αιτητές καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή με τα τρία αιτήματα τους, ως αναφέρθηκαν προηγουμένως. Σημειώνω ότι το τρίτο αίτημα αποτελεί προέκταση των δύο πρώτων αιτημάτων και αποτελεί πλεονασμό.
Με τη γραπτή της αγόρευση η ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας που παρουσιάζεται για τους καθ΄ων η αίτηση προβάλλει τρεις προδικαστικές ενστάσεις. Με την πρώτη ότι οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς μεταξύ τους και κατά συνέπεια δικονομικά είναι απαράδεκτη η συμπροβολή τους. Με τη δεύτερη ότι η προσφυγή όσον αφορά το πρώτο αίτημα της προσφυγής είναι εκπρόθεσμη. Με την τρίτη δε και πάλιν όσον αφορά το πρώτο αίτημα, ότι οι αιτητές απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους αφού αποδεδειγμένα αποδέχθησαν την επίδικη πράξη και ενήργησαν με βάση αυτήν.
Προέχει, ενόψει των προδικαστικών ενστάσεων, να προηγηθεί η εξέταση τους γιατί το ενδεχόμενο επιτυχίας οποιασδήποτε ή όλων θα διαθέσει ολόκληρη την προσφυγή.
Κατ΄ αρχήν ο δικηγόρος των αιτητών προβάλλει ότι οι προδικαστικές ενστάσεις δεν πρέπει να εξετασθούν γιατί αυτές δεν έχουν εγερθεί με τη γραπτή ένσταση των καθ΄ων η αίτηση.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή του δικηγόρου των αιτητών. Με βάση πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προδικαστικές ενστάσεις που άπτονται της νομιμοποίησης της προσφυγής, θεμελιακές για την υπόσταση της προσφυγής, είναι δημοσίας τάξεως και ως τέτοιες εξετάζονται από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα χωρίς καν την προβολή τους από τους διαδίκους. Στην παρούσα περίπτωση και οι τρεις προδικαστικές ενστάσεις είναι θεμελιακού χαρακτήρα και ως τέτοιες το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση και αυτεπάγγελτα να τις εξετάσει.
1
η Προδικαστική Ένσταση - ΣυνάφειαΕίναι ισχυρισμός των καθ΄ων η αίτηση ότι οι δύο διοικητικές πράξεις που προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο στην υπό εξέταση προσφυγή δεν είναι συναφείς μεταξύ τους. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι η πρώτη εξ΄ αυτών αφορά την πράξη εγγραφής των αιτητών στο Μητρώο Φ.Π.Α. ημερομηνίας 18 Σεπτεμβρίου 1997 και όχι 28 Αυγούστου 1997 όπως οι ίδιοι αναφέρουν και η δεύτερη αφορά την απόφαση του Εφόρου ημερομηνίας 18 Ιουνίου 2001, με την οποία επιβλήθηκε και/ή βεβαιώθηκε στους αιτητές ως οφειλόμενος φόρος το ποσό των Λ.Κ.93.123,39. Στο θέμα της συνάφειας η κυπριακή νομολογία ακολούθησε τους θεσμοθετημένους στην Ελλάδα δικονομικούς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους είναι επιτρεπτή η προσβολή πλειόνων της μιας πράξεως με το ίδιο δικόγραφο όταν οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι συναφείς μεταξύ τους. Είναι δε συναφείς όταν στηρίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία, εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959) (Βλ. επίσης, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις Πολυδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 335/92, ημερ. 24/2/93, Συμεωνίδου & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2401, ημερ. 29/11/99).
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πρόσφατη απόφασή της στην υπόθεση Κωστάκη Στέλιου Χριστοδούλου ν. Μαρίνας Νεοφύτου και Δημοκρατίας, Α.Ε. 3087, ημερ. 15.6.2001, ανέφερε τα ακόλουθα επί του συγκεκριμένου θέματος:-
«Συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας, 1929-195, σελ. 274, Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 271). Όταν οι πράξεις δεν είναι συναφείς η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων. (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω)».
(Βλέπε επίσης: Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379
)Στην υπό εξέταση υπόθεση οι δύο πράξεις που προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο δεν είναι συναφείς. Η πρώτη πράξη αφορά την εγγραφή των αιτητών στο Μητρώο Φ.Π.Α. η οποία είχε ζητηθεί από τους ίδιους τους αιτητές και η νομική βάση της είναι το άρθρο 13 του Νόμου και η δεύτερη αφορά τη βεβαίωση φόρου η οποία βασίσθηκε στο άρθρο 34(1) του ίδιου νόμου. Αλλά και η αιτιολογία των πράξεων είναι διάφορος. Η πρώτη έχει ως αιτιολογία το γεγονός ότι οι αιτητές πραγματοποιούσαν παραδόσεις αγαθών πέραν των £12.000 το χρόνο και η δεύτερη το γεγονός ότι δεν ετηρούντο πλήρη βιβλία και αρχεία όπως απαιτούνται από το άρθρο 39 και έτσι ενεργοποιήθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 34 του Νόμου. Ακόμα οι δύο πράξεις εκδόθηκαν σε δύο διαφορετικές διαδικασίες που απέχουν χρονολογικά η μια από την άλλη κατά τέσσερα σχεδόν χρόνια.
Έχω καταλήξει ότι στην παρούσα υπόθεση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έθεσε η νομολογία όσον αφορά τη συνάφεια δύο διοικητικών αποφάσεων. Οι προσβαλλόμενες δύο διοικητικές αποφάσεις στο δικόγραφο της προσφυγής δεν είναι συναφείς μεταξύ τους. Έπεται ότι η προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτά μόνο ως προς την πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις, η οποία και θα τύχει εξέτασης. Η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη κρίνεται ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα και ως τέτοια υπόκειται σε απόρριψη. (Βλέπε: Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, (1993) 3 Α.Α.Δ. 258
).2
η Προδικαστική Ένσταση. Η πρώτη αιτούμενη θεραπεία είναι εκπρόθεσμη.Η δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση ήγειρε στη γραπτή της αγόρευση και δεύτερη προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι οι αιτητές δεν δύνανται να ζητούν την ακύρωση της απόφασης για εγγραφή τους στο Μητρώο Φ.Π.Α. ημερομηνίας 28 Αυγούστου 1997 (αντικείμενο της θεραπείας Α στην καταχωρηθείσα αίτηση ακύρωσης) αφού η προθεσμία προσβολής της των 75 ημερών που προβλέπεται από το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος παρήλθε πολύ πριν από τις 21.8.2001 ημερομηνία καταχώρισης της παρούσας προσφυγής. Όπως προκύπτει σαφώς από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση για εγγραφή τους στο Μητρώο Φ.Π.Α. στις 28.8.1997 και στη συνέχεια τους στάληκε σχετική επιστολή από τον Έφορο, ημερομηνίας 18.9.1997 που τους πληροφορούσε ότι η εν λόγω αίτησή τους είχε γίνει αποδεκτή.
Η επιστολή αυτή είχε σταλεί στη διεύθυνση της επιχείρησης η οποία είχε δηλωθεί στην αίτηση εγγραφής. Υπήρχε δηλαδή από μέρους των αιτητών πλήρης γνώση της απόφασης του Εφόρου για την εγγραφή τους την οποία οι ίδιοι αιτήθηκαν τουλάχιστον από το Σεπτέμβριο του 1997 και δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε διαβήματα για να την ακυρώσουν. Αντίθετα στις 13 Δεκεμβρίου 2000 ο λογιστής τους με τηλεομοιότυπη επιστολή του, ζήτησε να του χορηγηθεί αντίγραφο της συγκεκριμένης εγγραφής γιατί το πρωτότυπο είχε χαθεί.
Είναι συνεπώς πρόδηλο από τα πιο πάνω πως η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 21.8.2001 είναι εκπρόθεσμη.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι έλαβαν πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνο μετά την ειδοποίηση του Εφόρου για τη βεβαίωση του φόρου στις 18.6.2001 δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι οι αιτητές τελούσαν σε πλήρη γνώση της απόφασης από μακρού και τούτο προκύπτει καθαρά από την επιστολή που ο λογιστής των αιτητών απέστειλε στον Έφορο εκ μέρους τους την 13.12.2000.
Κατέληξα ότι η προδικαστική ένσταση για το εκπρόθεσμο της προσφυγής όσον αφορά την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη ευσταθεί και οδηγεί αναπόφευκτα την προσφυγή σε απόρριψη.
Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω την τρίτη προδικαστική ένσταση.
Σύμφωνα με την ελληνική νομολογία προσβολή με την ίδια προσφυγή δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων δεν καταλήγει σε ολοσχερή ακυρότητα του δικογράφου της προσφυγής. Είναι δυνατό, για τη διάσωση της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης, να επιδιωχθεί χωρισμός του δικογράφου, πριν την τελική εκδίκαση της προσφυγής, οπότε το εμπρόθεσμο λογίζεται από την υποβολή της αρχικής προσφυγής.
Στην παρούσα υπόθεση δεν ζητήθηκε ο χωρισμός δικογράφου παρά το γεγονός ότι εκκρεμούσε ενώπιον μου για σχεδόν δύο χρόνια.
Στην απόφαση της Ολομέλειας Κωστάκης Χριστοδούλου ν. Μαρίνα Νεοφύτου και Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., Α.Ε. 3087, ημερ. 15.6.2001 έχουν λεχθεί και τα εξής:-
«Όπως παρατηρεί ο Θ. Τσάτσος, στη μελέτη Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 357, προσβολή δι΄ ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν έχουν σχέση συνάφειας και δεν συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια είναι απαράδεκτη. Μια τέτοια όμως προσβολή δεν επάγεται ολοσχερή ακυρότητα του δικογράφου της αίτησης. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά αν η δεύτερη πράξη προσβληθεί μεταγενέστερα με χωριστό δικόγραφο πριν την έκδοση απόφασης στην αρχική αίτηση, το εμπρόθεσμο λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αίτησης (βλέπε επίσης Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 274).
Βέβαια τα πιο πάνω ισχύουν μόνο αν δεν επέλθει προηγουμένως χωρισμός του δικογράφου και η προσφυγή προχωρήσει προς εκδίκαση και με τις δύο αιτούμενες θεραπείες.»
Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η πρώτη προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ