ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 308/2002)
23 Μαίου, 2003
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧΩΡΑΤΤΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Α.Σ. Αγγελίδης,
Αλ. Λυκούργου, για Α. Τριανταφυλλίδη και Υιούς, για την Καθ'ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ
.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την ορθότητα της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η "Επιτροπή"), με την οποία τερματίστηκε η επανεξέταση των διαδικασιών πλήρωσης δύο θέσεων Επαρχιακού Διευθυντή.(α) Τα γεγονότα.
Η θέση του Επαρχιακού Διευθυντή της Επιτροπής είναι θέση Προαγωγής η οποία προϋποθέτει την κατοχή των πιο κάτω προσόντων:
"(1)(α) Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα: Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων ή Λογιστική και δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία σε οργανική θέση στην Επιτροπή Σιτηρών, από την οποία 3ετής τουλάχιστο στην κλίμακα Α8,
ή
(β) Απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Εκπαιδεύσεως και δεκαετής υπηρεσία σε οργανική θέση στην Επιτροπή Σιτηρών από την οποία τριετής τουλάχιστον στην κλίμακα Α8 και επιτυχία στην Ανώτερη Λογιστική του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Λονδίνου ή οποιαδήποτε άλλη εξέταση στη Λογιστική που ο Υπουργός Οικονομικών ήθελε εγκρίνει ως ισότιμη,
(2) Ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία,
Η μη διενέργεια της δέουσας έρευνας ως προς την κατοχή της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, οδήγησε σε δύο περιπτώσεις στην ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση του Επαρχιακού Διευθυντή. Μετά την τελευταία ακύρωση της προαγωγής, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση της κατοχής του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας ήταν το αποτέλεσμα ατελούς και ανεπαρκούς έρευνας, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής, αφού ζήτησε και έλαβε την άποψη του Βρεττανικού Συμβουλίου αναφορικά με το επίπεδο γνώσης της Αγγλικής, των κατόχων των πιστοποιητικών LCCI Accounting Hi
gher, LCCI Accounting Intermediate και GCE Modern Greek "O" Level, σε συσχετισμό με τα προκαθορισμένα αποδεκτά τεκμήρια γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κανένας υποψήφιος δεν ήταν κάτοχος τέτοιου τεκμηρίου και ότι μόνο δύο από τους 36 αρχικά υποψηφίους θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσοντούχοι λόγω κατοχής προηγούμενης θέσης, το σχέδιο υπηρεσίας της οποίας περιλάμβανε στα απαιτούμενα προσόντα την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Στις 4/2/2002, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, ειδοποιώντας τους υποψηφίους ως ακολούθως:"Σας πληροφορώ ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Σιτηρών αποφάσισε να τερματίσει την επανεξέταση των διαδικασιών πλήρωσης δύο θέσεων Επαρχιακού Διευθυντή που ακυρώθηκαν με τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αναφέρονται πιο πάνω. Όπως είναι γνωστό κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης των δύο πιο πάνω αναφερομένων θέσεων προάχθηκαν δύο υπάλληλοι στη θέση Επαρχιακού Διευθυντή από 1 Δεκεμβρίου 1995 και από 15 Ιανουαρίου 1997 αντίστοιχα.
2. Ο τερματισμός των εν λόγω επανεξετάσεων κατέστη αναγκαίος για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως για το συμφέρον της Επιτροπής να πληρώνει τις μόνιμες οργανικές θέσεις στην υπηρεσία της με τους πλέον κατάλληλους λειτουργούς, κατόπιν επιλογής από ένα, όσο το δυνατόν, ευρύτερο φάσμα υποψηφίων.
4. Παρακαλώ όπως μου επιστραφεί η παρούσα επιστολή αφού λάβει γνώση ενυπογράφως όλο το προσωπικό."
Ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος ουσιαστικά ότι η Επιτροπή παρέλειψε να συμμορφωθεί προς το δικαστικό δεδικασμένο των προηγούμενων ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(β) Οι προδικαστικές ενστάσεις.
Η καθ'ης η αίτηση έχει εγείρει τρεις προδικαστικές ενστάσεις εισηγούμενη ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη αφού (i) ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος, (ii) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και (iii) προσβάλλονται με το ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος έχει υποβληθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της Επιτροπής ότι, στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής είχε απλά μόνο μια προσδοκία προαγωγής και ενομιμοποιείτο να προσβάλει την εγκυρότητα προαγωγής ενός τρίτου προσώπου και όχι τη μη επιλογή του. Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε ότι η ένσταση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης, αφού παρόμοιο θέμα δεν εγέρθηκε στις προηγούμενες προσφυγές του αιτητή και ότι ο τελευταίος έχει έννομο συμφέρον, αφού η κατοχή ή όχι του απαιτούμενου προσόντος καθίσταται επίδικο θέμα στην παρούσα διαδικασία.
Η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Επιτροπής είναι ορθή. Η ύπαρξη έννομου συμφέροντος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Δοθέντος ότι το έννομο συμφέρον εξετάζεται σε οποιοδήποτε στάδιο και μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, ο ισχυρισμός ότι δεν μπορεί να διερευνηθεί η ύπαρξη έννομου συμφέροντος μέσα στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, είναι ανεδαφικός. Αποτελεί θεμελιωμένη δικονομικά αρχή ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης έννομου συμφέροντος έχει ο αιτητής, ο οποίος πρέπει να αποδείξει ότι επηρεάστηκαν ή έχουν θιγεί τα στενότερα συμφέροντα του από την έκδοση της επίδικης απόφασης.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Π. Σιούτη "Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως" Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα (1998) σελ. 157,
"Το έννομο συμφέρον είναι ενεστώς, όταν είναι ήδη υπαρκτό και όχι μελλοντικό ή ενδεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις ύπαρξης του, δηλαδή, η βλάβη να είναι υπαρκτή, αλλά και η νομική ή πραγματική κατάσταση ή η ιδιότητα του αιτούντος, να υφίστανται και να μην είναι μελλοντικές ή να έχουν εκλείψει. Από αυτή την άποψη, είναι ιδιαιτέρως επιτυχής η διαπίστωση, ότι το χαρακτηριστικό του ενεστώτος συνδέεται με τον απαιτούμενο βαθμό έντασης του εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι βέβαιο.
Η νομολογία, παγίως δέχεται ότι «όταν δεν υπάρχει η ειδικώς καθορισμένη νομική κατάσταση του αιτούντος ή ο λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας του σύνδεσμος με την πράξη και η συναφής βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά εμφανίζεται ως μέλλουσα και ενδεχόμενη, υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη». Το έννομο συμφέρον χαρακτηρίζεται ως ενδεχόμενο και στην περίπτωση, που αποτελεί απλή προσδοκία, εφόσον τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος. Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον, όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος."
Ο Π.Δ. Δαγτόγλου, εξάλλου, στην παράγρ. 538.4 του βιβλίου του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" σημειώνει ότι,
"4. Έννομο είναι, τέλος, το συμφέρον που έχει ανάγκη έννομης προστασίας. Η ανάγκη αυτή δεν υπάρχει στις περιπτώσεις που τα επίδικα ζητήματα έχουν θεωρητική μόνο σημασία, γιατί αναφέρονται σε καταργημένες πιά ή μη ψηφισμένες ακόμη νομοθετικές διατάξεις ή σε μη ισχύουσες πιά διοικητικές πράξεις, ή όταν η προσβαλλόμενη πράξη είναι ευνοϊκή για τον προσφεύγοντα ή είναι
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής που υπηρετούσε στην Επιτροπή κατέχοντας τη θέση του Ανώτερου Τεχνικού είχε περιληφθεί στον κατάλογο υποψηφίων που πληρούσαν τα προσόντα για προαγωγή στην επίδικη θέση. Η Επιτροπή δεν είχε καμιά υποχρέωση να τον επιλέξει για προαγωγή και ως εκ τούτου ο αιτητής είχε μια απλή προσδοκία προαγωγής. Προσβάλλει ακυρωτικά την απόφαση τερματισμού της επανεξέτασης της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης χωρίς να αποδεικνύει με ποιό τρόπο τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του, δηλαδή την προαγωγή του στην επίδικη θέση. Στην υπόθεση
Matsoukari v. Republic and others (1986) 3 CLR 1489 το Δικαστήριο υπέδειξε με αναφορά σε αυθεντίες, ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει μια πρόταση πλήρωσης θέσης δεν υπόκειται στον ακυρωτικό έλεγχο, ως μη επηρεάζουσα το έννομο συμφέρον υποψηφίου, εκτός όπου μπορεί να θεωρηθεί μετά βεβαιότητας ότι μια τέτοια απόφαση αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση διορισμού συγκεκριμένου υποψηφίου.Στην υπό κρίση υπόθεση είναι προφανές ότι η προσφυγή στρέφεται κατά πράξης που δεν αφορά τον αιτητή άμεσα και προσωπικά. Η Επιτροπή αποφάσισε να τερματίσει τη διαδικασία επανεξέτασης, μετά τη διαπίστωση ότι οι διεκδικητές της επίδικης θέσης δεν διέθεταν το προσόν της γνώσης της Αγγλικής γλώσσας στο απαιτούμενο επίπεδο και αφού θεώρησε ότι το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε την πλήρωση της θέσης κατόπιν επιλογής από ένα ευρύ φάσμα υποψηφίων. Η προοπτική αυτή θα ήταν αδύνατο να υλοποιηθεί αν η επανεξέταση προχωρούσε με βάση το
πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.Από τα πιο φαίνεται διαφαίνεται ότι ο αιτητής δεν έχει το απαιτούμενο συμφέρον για την προσβολή της επίδικης απόφασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.