ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 750/2002)
23 Απριλίου, 2003
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. ΜΙΝΤΙΚΚΗΣ ΦΑΡΜ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α. Ευτυχίου,
για τους Αιτητές.Ε. Νικολαϊδου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με έγγραφο του ημερ. 27.6.2001 το Υπουργείο Άμυνας ζήτησε προσφορές για την προμήθεια κρεάτων, πουλερικών και ψαριών κατεψυγμένων για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς για την περίοδο1.1.2002-31.12.2002. Σύμφωνα με τον όρο 4.1 των οδηγιών προς τους προσφοροδότες «οι προσφοροδότες πρέπει να συμπληρώσουν στο Έντυπο Προσφοράς, που περιλαμβάνεται στα παρόντα έγγραφα, την τιμή μονάδας και τη συνολική τιμή των εφοδίων που προσφέρουν συμπεριλαμβανομένου και τυχόν δασμού (Duty Paid) σε Κυπριακές Λίρες».
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον ειδικό όρο 6.1 του Συμβολαίου «η συμβατική τιμή θα παραμείνει σταθερή καθ΄ όλη τη διάρκεια της ισχύος του Συμβολαίου εκτός από την περίπτωση καθορισμού από Αρμόδια Αρχή ανώτατης τιμής πωλήσεως διαφορετικής αυτής που ισχύει κατά την τελευταία ημερομηνία υποβολής προσφορών. Στην περίπτωση αυτή, η συμβατική τιμή θα αναπροσαρμόζεται κατ΄ αναλογία».
Οι αιτητές υπέβαλαν προσφορά για την προμήθεια πουλερικών και ψαριών κατεψυγμένων.
Με επιστολή του ημερ. 24.9.2001 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας πληροφόρησε τους αιτητές ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών αποδέκτηκε την προσφορά τους για την προμήθεια «πουλερικών και ψαριών κατεψυγμένων για την περίοδο 1.1.2002-31.12.2002 για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς».
Μετά την κατακύρωση της προσφοράς η Κυπριακή Κυβέρνηση επέβαλε δασμούς στην εισαγωγή ψαριών με ισχύ από την 1.1.2002. Την επιβολή του δασμού ακολούθησε επιστολή των αιτητών προς τους καθ΄ ων η αίτηση. Ζήτησαν να τους επιστραφεί η διαφορά του δασμού που είχαν επιβαρυνθεί. Υπέδειξαν ότι όταν είχαν «δοθεί οι προσφορές τον Σεπτέμβριο του 2001 ίσχυε το καθεστώς του μηδενικού συντελεστή εισαγωγικού δασμού και ως εκ τούτου οι προσφορά που είχαν δώσει δεν περιλάμβανε οποιονδήποτε φόρο». Περαιτέρω υπέδειξαν ότι το ποσοστό του δασμού που έχει επιβληθεί «είναι 15% επί της CIF αξίας του συγκεκριμένου εμπορεύματος, οπότε και η τιμή χρέωσης προς την Ε.Φ. είναι ανάλογη».
Οι αιτητές επανήλθαν επί του θέματος. Με επιστολή τους ημερ. 8.3.2002 επεσύναψαν στοιχεία εισαγωγής για το ψάρι που «τροφοδοτούν στην Εθνική Φρουρά» και ζήτησαν την επιστροφή του δασμού που έχουν πληρώσει για τις εν λόγω εισαγωγές».
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείο Άμυνας αποτάθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (βλ. επιστολή του ημερ. 3.4.2002). Ζήτησε όπως «έχει τη νομική του άποψη» αναφορικά με το πιο πάνω αίτημα των αιτητών.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωμάτευσε ότι «από τη μελέτη των εγγράφων των προσφορών και ειδικότερα των όρων 4.1 και 6.1 (έχουν παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω) συνάγεται ότι η τιμή της προσφοράς παραμένει σταθερή ανεξάρτητα από τυχόν αυξομειώσεις στους δασμούς και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων δεν διαφοροποιούνται». Η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα καταλήγει ως εξής:
«Το γεγονός ότι στην παρούσα περίπτωση ο συντελεστής του εισαγωγικού δασμού ήταν μηδέν αντί οποιουδήποτε άλλου αριθμού δεν δικαιολογεί διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αλλαγής των εισαγωγικών δασμών. Επομένως, αποκλίνω υπέρ της άποψης ότι το αίτημα των προσφοροδοτών δεν δικαιολογείται.» (βλ. επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 6.6.2002).
Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω γνωμάτευσης οι καθ΄ ων η αίτηση πληροφόρησαν τους αιτητές ότι το αίτημα τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Στην επιστολή τους προς τους αιτητές ημερ. 18.6.2002 αναφέρθηκαν στις πρόνοιες του πιο πάνω όρου 4.1 και κατέληξαν ως εξής:
«Ως εκ τούτου, και σύμφωνα και με τη νομική άποψη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 6.6.2002, η τιμή της προσφοράς παραμένει σταθερή ανεξάρτητα από τυχόν αυξομειώσεις στους δασμούς και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων δεν διαφοροποιούνται.»
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης που τους κοινοποιήθηκε με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 18.6.2002.
Η προδικαστική ένσταση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση. Ισχυρίστηκαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ως μη εκτελεστή διοικητική απόφαση βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Σε σχέση με την προδικαστική ένσταση η κα. Νικολαϊδου, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, υπέβαλε ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για εξέταση θεμάτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών, όπως αναφύονται από τη συμβατική τους σχέση, εξέταση που αναπόφευκτα θα κατέληγε στην εξέταση και απόφαση από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο επί θεμάτων που ανήκουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Παρότι η διαδικασία - συνέχισε η κα. Νικολαϊδου - που οδηγεί στην κατακύρωση σχετικού συμβολαίου προσφορών στον επιτυχόντα προσφοροδότη είναι πράξη που ανήκει στον τομέα του δημοσίου δικαίου, η οποιαδήποτε ενέργεια που πραγματοποιείται μετά την υπογραφή της σύμβασης ανάγεται στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και είναι για το λόγο αυτό εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που του παρέχει το άρθρο 146 του Συντάγματος. Η ευπαίδευτη συνήγορος παρέπεμψε το Δικαστήριο στις υποθέσεις
Medcon Construction & Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, 544, George D. Kounnas & Sons and another v. Republic (1972) 3 C.L.R. 542, 546, George P. Zachariades v. Republic (1987) 3 C.L.R. 68 και Δρ. Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, 439. Σημείωσε συναφώς ότι με βάση τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω υποθέσεις «οι συμβάσεις που συνομολογούνται ως αποτέλεσμα μιας διοικητικής διαδικασίας κατακύρωσης προσφοράς (με σκοπό την σύναψη σύμβασης δημοσίου) παραμένουν σε ισχύ και δεν επηρεάζονται από την τυχόν ακύρωση από το Δικαστήριο της διοικητικής πράξης της κατακύρωσης».Από την άλλη ο κ. Ευτυχίου, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι «η διάκριση στην οποία προβαίνει η δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση μεταξύ των ενεργειών και πράξεων της Διοίκησης μέχρι της κατακύρωσης και υπογραφής σχετικού συμβολαίου προσφοράς στον επιτυχόντα προσφοροδότη και ενεργειών και πράξεων που πραγματοποιούνται μετά την υπογραφή της σύμβασης και να τονίσει ότι στην μεν πρώτη περίπτωση η όλη διαδικασία υπάγεται στο Δημόσιο Δίκαιο η δε δεύτερη περίπτωση στο Ιδιωτικό Δίκαιο αν και γενικά σωστή δεν είναι σχετική με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης». Ήταν περαιτέρω η θέση του κ Ευτυχίου ότι «η θεωρία και Νομολογία του Διοικητικού Δικαίου ανεξάρτητα από τους όρους της Σύμβασης και Νομοθετικών Διατάξεων αναγνωρίζει την αρχή του επισυμβάντος απροβλέπτου και εκτάκτου, γεγονότος ειδικότερα που προκαλείται από πράξεις ή ενέργειες του
Κράτους διαχρονικά και όχι πρόσκαιρα το οποίο μεταβάλλει τα πραγματικά δεδομένα και τις οικονομικές συνθήκες πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η κατακύρωση και υπογραφή της σύμβασης στον επιτυχόντα προσφοροδότη και καθιστά την εκτέλεση της Σύμβασης από τον επιτυχόντα προσφοροδότη υπερμέτρως επαχθή με βάση την οποία δίδεται στον επιτυχόντα προσφοροδότη ο οποίος υπέγραψε την σύμβαση, όπως είναι η αιτήτρια να ζητήσει από την αρμόδια Διοίκηση να αποζημιώσει αυτό για την πιο πάνω υπέρμετρη και επαχθή ζημιά που υπέστηκε».Η πράξη και ενέργεια που προκαλεί το σχετικό και απρόβλεπτο γεγονός - συνέχισε ο κ. Ευτυχίου - «δεν αφορά συνήθως τροποποίηση των όρων της σύμβασης έτσι ώστε να γεννάται θέμα διάγνωσης από Δικαστήριο του θέματος ερμηνείας των όρων αυτής για να εξακριβωθεί εάν παραβιάστηκε η σύμβαση αλλά έμμεσα πλην σαφώς επιδρά δυσμενώς επί των όρων εκτέλεσης της σύμβασης».
Οι πράξεις ή ενέργειες του Κράτους και «όχι κατ΄ ανάγκη του συγκεκριμένου Διοικητικού Οργάνου - συμπλήρωσε ο κ. Ευτυχίου - το οποίο κατακύρωσε και υπέγραψε τη σύμβαση με την αιτήτρια που προκαλούν το έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός όπως πιο πάνω αναφέρεται, μπορεί να είναι νόμιμες και συνεπώς η ευθύνη του Κράτους θεμελιώνεται χωρίς να απαιτείται πταίσμα του για να αποζημιώσει την αιτήτρια».
Η πιο πάνω νομική αρχή - κατέληξε - δεν αποκλείεται νομοθετικά (βλ. Καν. 39 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 104/99).
Παρατηρώ: Ο Καν. 39 προβλέπει για τη διαδικασία πραγματοποίησης αλλαγών σε Συμβάσεις Δημοσίου για την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών καθώς και για την εξέταση απαιτήσεων, συμβούλων και εργοδότη. Παρόλο ότι στην Κ.Δ.Π. 104/99 υπάρχουν και πρόνοιες για την προμήθεια αγαθών (βλ. Καν. 36 και 37) ο Καν. 39, τον οποίο έχει επικαλεσθεί ο κ. Ευτυχίου, δεν αναφέρεται στην προμήθεια αγαθών. Επομένως δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση αλλαγών σε σύμβαση προμήθειας αγαθών - όπως είναι η παρούσα - δυνάμει του πιο πάνω Καν. 39.
Με βάση τις αγορεύσεις των μερών, επί της προδικαστικής ένστασης, προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί «πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος».
Στην Shoham (Cyprus) Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Πολιτική Έφεση 10390/22.3.2000 το πιο πάνω ζήτημα έχει προσεγγισθεί ως εξής:
«Κατά την εξέταση του κατά πόσο μια πράξη της διοίκησης εμπίπτει εντός της δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσίας πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης πράξης ή απόφασης. Αυτό το θέμα πρέπει να εξετάζεται επί της ουσίας και υπό τις περιστάσεις της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η υπόσταση του Οργάνου το οποίο έλαβε την απόφαση καθώς και οι περιστάσεις λήψης της. Είναι δυνατό για το ίδιο ΄Οργανο να ενεργει είτε εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου ή εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου, ανάλογα με τη φύση της πράξης του. Αυτό που αποτελεί τον σημαντικό και αποφασιστικό παράγοντα είναι η φύση και ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης λειτουργίας, αντικείμενο της προσφυγής. ΄Οπου
Το ότι μια πράξη η οποία πρωτίστως επηρεάζει ιδιωτικά δικαιώματα μπορεί να ενταχθεί στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου λόγω κάποιου ιδιαίτερου συμφέροντος του κοινού στη σωστή εφαρμογή της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης έχει τονιστεί στην
Republic v. M.D.M. Estate Development Ltd (1982) 3 C.L.R. 642, 655 (απόφαση Ολομέλειας).Αυτό που είναι σχετικό για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης είναι κατά πόσο σε σχέση με τη συγκεκριμένη λειτουργία οι εφεσίβλητοι ενεργούσαν με την ιδιότητα "οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν", εντός της έννοιας του άρ. 146.1 του Συντάγματος (Bλ.
Stamatiou v. The Electricity Authority of Cyprus, 3 R.S.C.C. 44, 45-46).»Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 (απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε):
«.... Εμπειρική υπήρξε η προσέγγιση στην ταξινόμηση των διοικητικών πράξεων ως προς το πεδίο δικαίου, δημόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος ή η μορφή την οποία λαμβάνει η πράξη, συνιστά το κριτήριο για την κατάταξή τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης. Η διάκριση των δυο τομέων δικαίου και τα κριτήρια για το διαχωρισμό τους, απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο ειδικά στην
Στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου εμπίπτουν όχι μόνο πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής ή οργάνου, αλλά και μονομερείς πράξεις κρατικής εξουσίας που έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση ή διακανονισμό δικαιωμάτων στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου.»
Στην Δρ. Γεωργίου (πιο πάνω) ένα από τα επίδικα θέματα ήταν ο προσδιορισμός της φύσης της πράξης διακοπής της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος στα υποστατικά του εφεσείοντος. Παραθέτω την απόφαση της Ολομέλειας η οποία ετοιμάσθηκε από τον Νικολαϊδη, Δ.:
«Οι σχέσεις μεταξύ της Αρχής και των καταναλωτών ρυθμίζονται με συμβάσεις που οι όροι τους περιγράφονται στους Κανονισμούς και στους Γενικούς ΄Ορους Παροχής και που λίγο πολύ είναι αμετάβλητοι. Ο νόμος επιβάλλει στην Αρχή την υποχρέωση να παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στο κοινό. Η υποχρέωση αυτή της Αρχής διέπεται και ρυθμίζεται από ωρισμένες αρχές (βλ. άρθρο 15 του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ. 171). Η παροχή εξαρτάται από διάφορους όρους που ο καταναλωτής υποχρεούται να τηρεί, όπως για παράδειγμα να προστατεύει τους μετρητές και βέβαια να εξοφλεί έγκαιρα τους λογαρισμούς του. Υποχρεούται επίσης να μην διατηρεί ελαττωματικές εγκαταστάσεις και να μην προβαίνει σε κακή χρήση του ηλεκτρισμού.
Διοικητική πράξη είναι κάθε νομική, μονομερής πράξη αρμοδίου διοικητικού οργάνου, που ενεργεί σαν τέτοιο και η οποία μπορεί να παράξει έννομα αποτελέσματα (βλ. Μ. Στασινόπουλου, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, σελ. 49). Στην παρούσα περίπτωση η Αρχή κατά τη διακοπή της παροχής δεν ενήργησε σαν διοικητικό όργανο, αλλά στην προσπάθειά της να διασφαλίσει τα συμβατικά της δικαιώματα. Η διακοπή που επήλθε μετά την άρνηση του εφεσείοντος να εξοφλήσει την οφειλή του, δεν απέβλεπε στην πραγμάτωση των σκοπών της Αρχής που τέθηκαν από το νόμο που την καθίδρυσε, αλλά στη διαχείρηση της περιουσίας της και στη διαφύλαξη των συμβατικών της δικαιωμάτων.
Από την άλλη, η συγκεκριμένη απόφαση δεν σκοπούσε πρωταρχικά στην προώθηση δημόσιου σκοπού, ούτε επηρεάζει οποιοδήποτε μέρος του κοινού. Αντίθετα, απευθύνεται προς ένα συγκεκριμένο καταναλωτή ο οποίος παρέβη τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Βέβαια υπό κάποια έννοια, κάθε απόφαση της διοίκησης ενδιαφέρει το κοινό, αλλά ο βαθμός ενδιαφέροντος
Η εξουσία της Αρχής να διακόπτει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος δεν στηρίζεται στο imperium της, ούτε αποτελεί δημόσια εξουσία. Αποτελεί εξουσία που της παρέχεται και πηγάζει από τη σύμβαση που υπέγραψε με το συγκεκριμένο καταναλωτή. Ο Κανονισμός 19 που ενσωματώνεται στη σχετική συμφωνία δημιουργεί μονομερές συμβατικό δικαίωμα, το οποίο η Αρχή μπορεί να ασκήσει χωρίς επηρεασμό των οποιωνδήποτε άλλων θεραπειών που διαθέτει προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού. Το ότι η σχέση διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι η Αρχή είναι υποχρεωμένη προς είσπραξη των οφειλόμενων να προσφύγει στα κοινά Δικαστήρια, αφού αντίθετα με τις διοικητικές πράξεις, για εφαρμογή των δικαιωμάτων της απαιτείται εκείνο που στο Ηπειρωτικό Ιδιωτικό Δίκαιο καλείται τίτλος εκτελεστός, ήτοι η ύπαρξη δικαστικής απόφασης. Με άλλα λόγια η Αρχή, παρά την ισχυρή πράγματι πίεση που εξασκεί με τη διακοπή της παροχής, δεν μπορεί σε τελική ανάλυση να εισπράξει τα οφειλόμενα σ΄ αυτήν ποσά, παρά μόνο αν εξασφαλίσει δικαστική απόφαση. Η διακοπή παροχής από μόνη της δεν καταλήγει σε εξασφάλιση των συμβατικών της δικαιωμάτων.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός της πράξης της Αρχής δεν ήταν η προώθηση δημόσιου σκοπού, αλλά ο διακανονισμός και η προστασία των δικαιωμάτων της σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Αν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσιζε ότι η απόφαση της Αρχής υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο, αναπόφευκτα θα καταλήγαμε στην εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών όπως αναφύονται από τη συμβατικη τους σχέση, εξέταση που εξ ίσου αναπόφευκτα θα κατέληγε σε απόφαση του Δικαστηρίου επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου εκπηγαζόντων δικαιωμάτων τους, έργο σαφώς εκτός της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (βλ.
The Freeshops Ltd v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 2081, 2085).»Στην
Freeshops Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2081 δυνάμει συμφωνίας ημερ. 16.1.1984 η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας συμφώνησε να ενοικιάσει στους αιτητές τα καταστήματα αδασμολογήτων ειδών των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου. Η συμφωνία ήταν διάρκειας 3 ετών. Ωστόσο η Κυβέρνηση είχε δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας, δυνάμει του όρου 15, σε περίπτωση που οι αιτητές-ενοικιαστές παραβίαζαν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους δυνάμει της συμφωνίας. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων εξουσιοδότησε, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 71 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν 82/67), τους αιτητές-ενοικιαστές να χρησιμοποιούν τα υποστατικά ως αποθήκη αποταμιεύσεως για την αποθήκευση αδασμολογήτων ειδών. Στις 30.9.1986 η Κυβέρνηση τερμάτισε την συμφωνία δυνάμει του πιο πάνω όρου 15. Λίγες ώρες αργότερα ο Διευθυντής Τελωνείων απέσυρε την άδεια για την χρησιμοποίηση των υποστατικών ως αποθήκη αποταμιεύσεως. Οι αιτητές-ενοικιαστές προσέβαλαν τον τερματισμό της συμφωνίας με αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της πράξης απόσυρσης της πιο πάνω άδειας.Κρίθηκε (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) ότι: «Πράξεις της Διοίκησης που πηγάζουν από και σχετίζονται με την άσκηση των δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου του κράτους στερούνται του στοιχείου της μονομερούς έκφρασης της βούλησης της διοίκησης ως της καθοριστικής δύναμης για τη γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αναγνωρίζονται από το δίκαιο. Ανάληψη δικαιοδοσίας για αναθεώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης για να ελεγχθεί η νομιμότητα της αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών που αναφύονται από τη συμβατική σχέση τους. Μια τέτοια εξέταση αναπόφευκτα θα απαιτούσε από το δικαστήριο ν΄ αποφανθεί επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου εκπηγάζοντων δικαιωμάτων τους, έργο που βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου.»
Ειδικά σε σχέση με θέματα προσφορών η διαδικασία κατακύρωσης των προσφορών εμπίπτει εντός της σφαίρας του δημοσίου δικαίου ενώ μέτρα που λαμβάνονται μετά την κατακύρωση εμπίπτουν εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου και δεν υπόκεινται στη δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Medcon Construction, Kounnas and Sons Ltd (πιο πάνω), Matsoukas v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1443, 1452, 1453 και Zachariades Ltd (πιο πάνω)
).Σχετική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση 1728/52 του Στ.Ε.. Κρίθηκε ότι ήταν παραδεκτή η αίτηση ακυρώσεως κατά της απόρριψης αιτήματος για τροποποίηση σύμβασης προμήθειας στρατιωτικών στολών διότι οι προσβαλλόμενες πράξεις «εξεδόθησαν ουχί κατ΄ εφαρμογήν όρου της συμβάσεως, αλλ΄ επί τη βάσει της εκτός της συμβάσεως κειμένης διατάξεως του άρθρου 14 του Α.Ν. 654/1937 ... οι δε προβαλλόμενοι κατ΄ αυτών λόγοι αφορώσιν εις παράβασιν διατάξεων ταύτης και ουχί όρου της συμβάσεως».
Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνω υπ΄ όψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί «κατ΄ εφαρμογήν των όρων 4.1 και 6.1 των εγγράφων της προσφοράς» (βλ. επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 6.6.2002 και επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας
ημερ. 18.6.2002 στις σελ. 3-4, πιο πάνω). Σημειώνω ότι σύμφωνα με τον Καν. 32(2) της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 104/99 «στην καταρτισθείσα σύμβαση δημοσίου, περιλαμβάνονται και θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής, όλα τα στοιχεία των εγγράφων του διαγωνισμού, η κατακυρωθείσα προσφορά, καθώς και οποιαδήποτε άλλη σχετική αλληλογραφία που έχει ανταλλαγεί».Εφόσον τα έγγραφα της προσφοράς ή έγγραφα του διαγωνισμού θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης Δημοσίου διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί «κατ΄ εφαρμογήν όρου της συμβάσεως» και όχι κατ΄ εφαρμογήν οποιασδήποτε νομοθετικής διατάξεως. Επομένως ανάληψη δικαιοδοσίας για έλεγχο της νομιμότητας της θα ισοδυναμούσε με εξέταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών όπως αναφύονται από τη συμβατική τους σχέση. Μια τέτοια εξέταση αναπόφευκτα θα κατέληγε σε κρίση του Δικαστήριου επί των εκ του ιδιωτικού δικαίου εκπηγάζοντων δικαιωμάτων των μερών, έργο σαφώς εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (βλ.
Freeshops και Δρ. Γεωργίου, πιο πάνω). Έχω περαιτέρω την άποψη πως η προσβαλλόμενη πράξη δεν σκοπούσε πρωταρχικά στην προώθηση δημοσίου σκοπού ούτε επηρεάζει οποιοδήποτε μέρος του κοινού. Σκοπός της ήταν ο διακανονισμός δικαιωμάτων σύμφωνα με τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου. Ο σκοπός δεν ήταν δημόσιος γιατί το κοινό ή τμήμα του δεν είχαν συμφέρον στην ευόδωση του (βλ. Ναυτικός Όμιλος, Δρ. Γεωργίου και M.D.M. Estate Development Ltd, πιο πάνω). Κρίνω επομένως ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί «πράξη ή απόφαση εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος». Για το λόγο αυτό δεν υπόκειται σε προσφυγή δυνάμει του εν λόγω άρθρου. Έπεται πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί με έξοδα λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.