ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(Υποθέσεις Αρ.528/2001 και 601/2001)

28 Μαρτίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ.528/2001)

 

ΙΑΚΩΒΟΣ ΦΕΣΣΑ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

(Υπόθεση Αρ.601/2001)

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

______________

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή στην 528/2001.

Ο αιτητής στην 601/2001, παρουσιάζεται προσωπικά.

Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Α. Νικολετοπούλου(κα) για Ε. Ευσταθίου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2 στην 528/2001

Α. Νικολετοπούλου (κα), για Ε. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην 601/2001.

_______________

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι παρούσες προσφυγές αξιώνουν ακύρωση των προαγωγών στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Τμήμα Γεωργίας, που αποφασίστηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»). Η προσφυγή υπ΄ αρ. 601/2001 προσβάλλει μόνο την προαγωγή του Νεοκλή Τσαππή, ενώ η προσφυγή υπ΄ αρ. 528/2001 την προαγωγή και των δύο ενδιαφερομένων μερών.

Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 12.3.2001, στην παρουσία του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας, δέκτηκε τους δεκαπέντε συνολικά υποψήφιους, σε χωριστή προφορική εξέταση. Μετά το πέρας της εξέτασης ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοσή τους και προτού αποχωρήσει, σύστησε για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία στη συνέχεια η Επιτροπή έκρινε και ως τα καταλληλότερα για προαγωγή.

Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 528/2001, αντίθετα με τον αιτητή στην προσφυγή υπ΄ αρ. 601/01, είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των υποψηφίων που η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε συστήσει για επιλογή.

 

Προσφυγή υπ΄ αρ. 528/01

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι τρωτή γιατί συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων, εν πάση δε περιπτώσει, ότι έχει μηδαμινή αξία.

Ο αιτητής και τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, στα τελευταία εννέα χρόνια, όπως είναι σύνηθες πλέον στη Δημόσια Υπηρεσία, έχουν βαθμολογηθεί ως εξαίρετοι. ΄Ολοι κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Ο αιτητής υπερέχει σε αρχαιότητα κατά οκτώ τουλάχιστον χρόνια.

Το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, δεν απαιτεί, σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, αιτιολογημένη σύσταση του προϊστάμενου. Στην παρούσα υπόθεση η σύσταση ήταν λακωνική. Συστήνονται απλώς για προαγωγή τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς να παρέχεται γι΄ αυτό οποιαδήποτε αιτιολογία.

Δεν συμφωνώ ότι αναιτιολόγητες συστάσεις που δίδονται με βάση το άρθρο 34(9) έχουν μηδαμινή αξία. Το δικαίωμα της αναιτιολόγητης σύστασης παρέχεται από το νομοθέτη.

Αν, όπως στην παρούσα περίπτωση, οι φάκελοι παρουσιάζουν τα ενδιαφερόμενα μέρη και τον αιτητή ως εξαίρετους, η σύσταση κάποιων από αυτούς δεν είναι απαραίτητα αντίθετη με το περιεχόμενο των φακέλων, ακόμα κι΄ αν άλλα κριτήρια, όπως η αρχαιότητα ή τα προσόντα, γέρνουν υπέρ άλλου υποψήφιου. Τα πιο πάνω βέβαια ισχύουν όσον αφορά το αποδεκτό της σύστασης του Διευθυντή, γιατί διαφορές στα κριτήρια πιθανόν να αποτελούν λόγο ακύρωσης της τελικής απόφασης της Επιτροπής. Αφού το Δικαστήριο εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της σύστασης δεν μπορεί να εξετάσει την ουσία της, αλλά ούτε και να την θεωρήσει μηδενικής αξίας επειδή είναι αναιτιολόγητη.

Ο αιτητής κατηγορεί την Επιτροπή και για αντιφατική συμπεριφορά ως προς την αντιμετώπιση της αρχαιότητας. Στο σχετικό πρακτικό η Επιτροπή συγκρίνοντας τον αιτητή με τα ενδιαφερόμενα μέρη σημειώνει την υπεροχή του σε αρχαιότητα, δεδομένων όμως άλλων κατά τη γνώμη της στοιχείων, όπως το επίπεδο της θέσης και τη ψηλότερη αξιολόγηση των ενδιαφερομένων μερών, τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και την Επιτροπή, καταλήγει ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν.

Στη συνέχεια, συγκρίνοντας άλλους υποψήφιους που διαθέτουν ψηλότερα ακαδημαϊκά προσόντα, με τα ενδιαφερόμενα μέρη, για να δικαιολογήσει την επιλογή της, σημειώνει ότι μεταξύ άλλων, υστερούν των ενδιαφερομένων μερών, σε αρχαιότητα. Η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τη διαφορά σε αρχαιότητα από τον αιτητή, εξηγεί ότι η αρχαιότητα λόγω του επιπέδου της θέσης, είναι περιορισμένης σημασίας, ενώ την ίδια στιγμή καταφεύγει στην αρχαιότητα, έστω και μεταξύ άλλων αιτιολογιών, για να δικαιολογήσει την επιλογή άλλων υποψηφίων. Τοιουτοτρόπως η αξιολόγηση του κριτηρίου της αρχαιότητας αντιμετωπίζεται με ανόμοιο τρόπο (Παρέλλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1033/97 κ.α., ημερ. 30.12.1999).

Οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ολόκληρο το κείμενο του σχετικού πρακτικού επεξηγεί από τη μια τη μη επιλογή του αιτητή που υπερέχει σε αρχαιότητα απαριθμώντας αριθμό λόγων και από την άλλη, επεξηγεί τη μη επιλογή άλλων υποψηφίων που είχαν, όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη, ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. ΄Ετσι, συνεχίζουν οι καθ΄ ων η αίτηση, η Επιτροπή έπραξε το καθήκον της, δηλαδή προέβη σε σύγκριση μεταξύ του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών.

Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η Επιτροπή αιτιολογώντας ακριβώς την επιλογή της χρησιμοποιεί την αρχαιότητα με αντιφατικό τρόπο. Το ίδιο κριτήριο χρησιμοποιήθηκε ως αιτιολογία με δύο αντίθετους τρόπους.

Αναφορά στην αιτιολόγηση της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών έναντι του αιτητή, γίνεται και στην καλύτερη αξιολόγηση των ενδιαφερομένων μερών από τη Συμβουλευτική και από την Επιτροπή.

Η προσωπική συνέντευξη θεωρήθηκε ως μεγαλύτερης σημασίας σε θέσεις, όπως στην παρούσα περίπτωση, πρώτου διορισμού και προαγωγής. ΄Οπως όμως επισημαίνεται στην υπόθεση Νικολαΐδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 882/98 κ.α., ημερ. 31.5.2002, η συνέντευξη είναι συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και δεν συνιστά αυτοτελές κριτήριο που μπορεί να αποτελέσει το δείκτη επιλογής. Τα πιο πάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν παραγνωρίζεται σημαντική αρχαιότητα, χωρίς να παρέχεται άλλη αιτιολογία, πλην της συνέντευξης.

΄Οπως έχει υπογραμμιστεί και στην υπόθεση Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 398, η σταδιοδρομία των υποψηφίων δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση (βλέπε ακόμα, Πούρος κ.α. ν. Χ" Στεφάνου κ.α., Α.Ε. 2487 κ.α., ημερ. 30.4.2001).

Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή υπ΄αρ. 528/2001 θα πρέπει να επιτύχει.

Υπόθεση Αρ. 601/01

Ο αιτητής προβάλλει και αυτός σωρεία λόγων. Υποστηρίζει ότι η σύσταση και σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πάσχει γιατί ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας δεν έπρεπε να λάβει μέρος, λόγω οξείας προκατάληψης και έχθρας εναντίον του. Εκτός πολλών άλλων λόγων είναι και αντίδικός του σε άλλες προσφυγές.

Υποστηρίζει ακόμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, παρά τις προειδοποιήσεις του, έλαβε μέρος στην αξιολόγησή του, παρά το ότι και αυτός είναι αντίδικός του σε προσφυγή για τις θέσεις Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού. Περαιτέρω, η αξιολόγηση δεν έγινε σε χρόνο ανύποπτο. Η Επιτροπή, ισχυρίζεται, εξακολουθεί να αποδέχεται την παράνομη και εκδικητική έκθεση γι΄ αυτόν για το 1999, που ετοίμασε, όπως είδαμε, ο πιο πάνω εχθρικός διευθυντής, ο οποίος μείωσε τη βαθμολογία του στις υπηρεσιακές εκθέσεις τα τελευταία χρόνια για να τον εκδικηθεί, ιδιαίτερα δε την υπηρεσιακή έκθεση για το 1999. Ισχυρίζεται τέλος έντονη προκατάληψη της Επιτροπής εναντίον του.

Οι λόγοι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν σωρηδόν. Σύμφωνα με τη νομολογία, η έγερση προσφυγών εκ μέρους κάποιου αιτητή δεν οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα της απόδειξης στον απαιτούμενο βαθμό έλλειψης αντικειμενικότητας οιουδήποτε λειτουργού. Η έλλειψη αντικειμενικότητας θα πρέπει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα (βλέπε σχετικά Ιακωβίδης ν. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ., σελ. 28).

Το άρθρο 42(2) και (3) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι δεν μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης, πρόσωπο που βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της. ΄Ομως, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, ακόμα κι΄ αν υπάρχουν τα πιο πάνω κωλύματα, η συμμετοχή στο διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δεν θα υπάρχει απαρτία. ΄Ετσι ακόμα και αν είχαν τα πράγματα, η συμμετοχή του Διευθυντή του Τμήματος Γεωργίας ήταν επιβεβλημένη. Εν πάση περιπτώσει η έχθρα αυτή δεν έχει αποδεικτεί.

΄Οπως έχει αποφασιστεί, η έναρξη δικαστικής διαδικασίας από κάποιο εναντίον άλλου, δεν στοιχειοθετεί έλλειψη αντικειμενικότητας (Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437). ΄Οπως δε εξηγείται και στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, ο Διευθυντής δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον γιατί η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς, είναι γι΄ αυτόν αδιάφορο, αν ο αιτητής κατέχει ή όχι την επίδικη θέση.

Ο αιτητής, που είναι μαρωνιτικής καταγωγής, προβάλλει έντονη προκατάληψη και έχθρα της Επιτροπής εναντίον του, υπονοώντας ότι αυτή δυνατόν να οφείλεται και στη θρησκεία του. Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του προβαίνει σε εκτεταμένη αναφορά στις δικαστικές αποφάσεις που πέτυχε μέχρι σήμερα, ενώ εκκρεμούν άλλες 21 προσφυγές και 4 εφέσεις. Ισχυρίζεται σαφείς εκδικητικές τάσεις και ενέργειες της Επιτροπής εναντίον του και σωρευτική παραβίαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης.

Το ίδιο ακριβώς θέμα απασχόλησε ξανά το Δικαστήριο (βλέπε Χατζηχάννας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1096/2000 κ.α., ημερ. 22.7.2002). ΄Υστερα από την αναφορά στη νομολογία (Christou v. Republic, ανωτέρω, Soteriadou and others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 921, 946, Kontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, (1991) 4 Α.Α.Δ. 426, Ακάμα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 353/92, ημερ. 28.6.1996) επαναλήφθηκε ότι η προβολή ισχυρισμού για την ύπαρξη μεροληψίας και προκατάληψης προϋποθέτει και την ανάλογη μαρτυρία για απόδειξή του. Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του για ύπαρξη προκατάληψης, ενώ μετέωρη παραμένει και η εισήγησή του για προκατάληψη λόγω της θρησκείας του. Υιοθετώ πλήρως τα πιο πάνω.

Ο αιτητής χαρακτηρίζει ακόμα την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αντιεπιστημονική, αναιτιολόγητη, μη αληθή και πεπλανημένη. Ισχυρίζεται ότι υπερέχει σε προσόντα και αξία και ότι καμιά σύγκριση δεν έγινε μεταξύ αυτού και του ενδιαφερόμενου μέρους. Κατέχει ακόμα το προβλεπόμενο από τα σχέδια υπηρεσίας πλεονέκτημα εις πολλαπλούν, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατέχει το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής γλώσσας.

Ο αιτητής προβαίνει σε πληθώρα παρατηρήσεων και επικρίσεων, παραθέτει δε άπειρα ερωτήματα για να καυτηριάσει τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής εργάστηκαν για την ετοιμασία της έκθεσής τους. Διερωτάται ακόμα γιατί η Συμβουλευτική συνέστησε και συμπεριέλαβε στον κατάλογο προς την Επιτροπή εννιά άτομα για δύο θέσεις, πράξη που όπως ισχυρίζεται έγινε για να μη δυσαρεστηθούν κάποιοι που έπρεπε, πάση θυσία, να συστηθούν.

΄Οσον αφορά τη σύσταση εννιά αντί οκτώ ατόμων, όπως προνοείται από το νόμο, μια και οι θέσεις ήταν δύο, η Συμβουλευτική Επιτροπή εξηγεί ότι αυτό έγινε γιατί ένας των συστηνομένων, ο Δήμος Πισσούριος, αφυπηρετούσε στις 31.10.2000. Η Επιτροπή σημείωσε την παρατυπία αυτή, όπως και το ότι κανονικά έπρεπε η έκθεση να επιστραφεί για να περιοριστεί ο αριθμός των συστηνομένων στους οκτώ. Επειδή όμως ο Πισσούριος είχε ήδη αφυπηρετήσει, θεώρησε ότι η παρατυπία αυτή δεν δημιουργούσε πλέον πρόβλημα.

Η παρατυπία αυτή της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν επιδρά επί της νομιμότητας της πράξης. Είναι αλήθεια ότι σύμφωνα με το άρθρο 34(7) του Νόμου 1/90, ο αριθμός των υποψηφίων που συστήνονται από τη Συμβουλευτική θα πρέπει να είναι τετραπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων, όμως, βάσει του εδαφίου (8) πριν κάμει την τελική της επιλογή, η Επιτροπή μπορεί να καλέσει σε προφορική εξέταση, μαζί με τους υποψήφιους που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική και οποιοδήποτε άλλο υποψήφιο που κατά την κρίση της έπρεπε να ήταν στον κατάλογο αυτό. ΄Ομως, ούτως ή άλλως η παρατυπία αυτή δεν επηρέασε αρνητικά τον αιτητή, τον οποίο η Συμβουλευτική δεν περιέλαβε στους συστηθέντες.

΄Οσον αφορά το επιχείρημα του αιτητή ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν περιλαμβάνεται πρόνοια για πλεονέκτημα και συνεπώς δεν μπορεί να ευσταθήσει το επιχείρημα ότι ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα και μάλιστα εις πολλαπλούν. Από τους φακέλους φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή απέστειλε στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για τον κάθε υποψήφιο, δίδοντας τη δέουσα σημασία, μεταξύ άλλων και στα προσόντα τους. Ο ισχυρισμός ότι δεν έγινε συσχετισμός των προσόντων του αιτητή με τα καθήκοντα της θέσης δεν φαίνεται να υποστηρίζεται.

΄Οσον αφορά δε τον ισχυρισμό του ότι υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους και των υπολοίπων μάλιστα υποψηφίων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αρκεί να λεχθεί ότι στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής ο αιτητής αξιολογείται με χαμηλότερη βαθμολογία από τους συστηθέντες. ΄Οχι μόνο δεν φαίνεται να υπερέχει των άλλων υποψηφίων, αλλά αντίθετα παρουσιάζεται ότι προκάλεσε μάλλον κακή εντύπωση στην εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η σχετική έκθεση τον παρουσιάζει ως εξής:

«Χατζηχάννας Βραχίμης: καλός (36.5/50)

Στις περισσότερες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν έδωσε μάλλον επιφανειακές απαντήσεις χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρεια και να καλύπτει ολοκληρωμένα και σε βάθος το θέμα του. Σε μερικές περιπτώσεις δεν επικεντρώθηκε στην ουσία της ερώτησης. Ως προσωπικότητα κρίνεται επιφανειακός, με τάσεις αυτοπροβολής και επικέντρωση στον εαυτό του.»

Ως προς τον ισχυρισμό του για τη γνώση της ελληνικής ή αγγλικής γλώσσας, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπιστώνει στην έκθεσή της ότι η θέση που κατείχαν οι έντεκα υποψήφιοι ήδη απαιτεί το ίδιο επίπεδο γνώσης που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης και συνεπώς το τεκμήριο της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας, ικανοποιείται για όλους. Η γραμμή αυτή συνάδει και με τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422, και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (Νο2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).

Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, δεν έλαβε υπ΄ όψιν και ούτε καν σχολίασε τον περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων των Πεσόντων, των Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμο του 1997, Ν.55(Ι)/97 όπως τροποποιήθηκε από το Ν.100(Ι)/98, λόγω της έφεσης που εκκρεμούσε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1063/99, ημερ. 2.1.2002 με την οποία κηρύχθηκαν αντισυνταγματικές οι πρόνοιες των πιο πάνω νόμων.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή αναφέρθηκε στο θέμα και έκρινε ότι αφού ο συνολικός αριθμός θέσεων στη μισθολογική κλίμακα Α14 (Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας) ήταν μόνο τρεις και το προβλεπόμενο από το Νόμο ποσοστό του 10% αναλογούσε μόνο προς 0.3 θέσεις, δεν δημιουργούνταν προϋποθέσεις για κατ΄ εξαίρεση μεταχείριση του συγκεκριμένου υποψήφιου. Η ερμηνεία του Νόμου που δίδεται από τη Συμβουλευτική δυνατόν να μην ήταν η ενδεδειγμένη, ούτε και η ορθή. Εν τούτοις, καταρρίπτεται το επιχείρημα του αιτητή ότι δεν ελήφθη υπ΄ όψιν ο συγκεκριμένος Νόμος. Εξ άλλου δεν προσβλήθηκε η θέση αυτή της Συμβουλευτικής. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να σημειώσουμε, άνκαι αυτό δεν επηρεάζει την παρούσα υπόθεση αφού δεν ηγέρθη ένα τέτοιο θέμα, ότι ο Νόμος τελικά κρίθηκε αντισυνταγματικός.

Εν όψει όλων των πιο πάνω και η προσφυγή υπ΄ αρ. 601/2001 θα πρέπει να απορριφθεί και διά ταύτα απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

Η προσφυγή 528/2001 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο