ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
FONT> Υπόθεση αρ. 564/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ ΜΑΜΜΗ
FONT>Αιτητρίας
- και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Η
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθών η αίτηση
-----------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 12 Φεβρουαρίου, 2003Για την αιτήτρια: Χρ. Ταραμουντάς
Για τους καθών η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α'
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των καθών η αίτηση με την οποία απέρριψαν αίτημα της για την παροχή «κοινωνικής σύνταξης». Η απορριπτική απόφαση, που της γνωστοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 17.4.02, αιτιολογήθηκε ως εξής: «δεν ικανοποιείτε τις προϋποθέσεις διαμονής στην Κύπρο». Το δικαίωμα σε αυτής της μορφής σύνταξη παρέχει ο περί Κοινωνικών Συντάξεων Νόμος αρ. 25(1)/95, όπως τροποποιήθηκε (βλ. ν. 56(1)/96, 53(1)/99, 12(1)/2000 και 97(1)/2000). Η σύνταξη καταβάλλεται από τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του δικαιούχου.
Σύμφωνα με το άρθρ. 3(1) του νόμου, ο αιτητής πρέπει να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις διαμονής που είναι:
(α) Νόμιμη διαμονή στην Κύπρο για περίοδο 20 τουλάχιστον χρόνων από την ημερομηνία από την οποία ο αιτητής έχει συμπληρώσει την ηλικία των 40 χρόνων, ή
(β) νόμιμη διαμονή στην Κύπρο για συνολική περίοδο 35 χρόνων από την ημερομηνία από την οποία ο αιτητής έχει συμπληρώσει την ηλικία των 18 χρόνων.
Η αιτήτρια, που θα συμπλήρωνε τα 65 της χρόνια στις 5.4.02, υπέβαλε στις 7.3.02, χρησιμοποιώντας το νενομισμένο έντυπο, αίτηση για κοινωνική σύνταξη. Σ' αυτή δήλωσε, στο Μέρος ΙΙΙ - Αιτιολόγηση περιόδου απουσίας του αιτητή από την Κύπρο - ότι απουσίασε από τον 8/1974 μέχρι 4/6/1992 (σχεδόν 18 χρόνια). Ας σημειωθεί ότι το έντυπο στο οποίο έγινε η αίτηση αναφέρει στην πίσω σελίδα την παραπάνω πρόνοια του νόμου σχετικά με τις προϋποθέσεις διαμονής. Δεν αμφισβητήθηκε ότι η αιτήτρια γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Πέλλαπαϊς της Επαρχίας Κερύνειας, από το οποίο την εκτόπισαν οι Τούρκοι εισβολείς.
Ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι (α) η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας και το δικαστήριο της δυνατότητας να ασκήσει τον ακυρωτικό έλεγχο, (β) δεν προηγήθηκε δέουσα έρευνα, και (γ) η αιτήτρια δεν κλήθηκε να ακουσθεί προτού απορριφθεί το αίτημά της. Το κύριο όμως επιχείρημα είναι άλλο. Έχει αναπτυχθεί ως εξής: Ο νομοθέτης διάλεξε ως κριτήριο τη νόμιμη διαμονή και όχι τη μόνιμη διαμονή, έννοιες που διαφέρουν μεταξύ τους. Στη δεύτερη περίπτωση, για να αποκτηθεί δηλαδή μόνιμη διαμονή χρειάζεται η συνδρομή δύο στοιχείων, η φυσική παρουσία σ' ένα μέρος και η πρόθεση μόνιμης παραμονής εκεί. Τα δύο όμως αυτά στοιχεία δεν είναι απαραίτητα για να έχει αποδειχθεί η νόμιμη διαμονή, η οποία αποκτάται «εκ του Νόμου ή εκ των περιστάσεων». Δεν εξηγήθηκε ωστόσο πως ακριβώς συμβαίνει αυτό. Περαιτέρω, ο συνήγορος είπε ότι αν κριθεί ότι οι δύο έννοιες ταυτίζονται τότε εισηγείται ότι η αιτήτρια δικαιούται σε σύνταξη γιατί δεν εγκατέλειψε ποτέ τη μόνιμη διαμονή της στην Κύπρο, αφού πρόθεση της ήταν πάντοτε να επιστρέψει.
Δεν καταλαβαίνω ομολογώ τη λογική του επιχειρήματος ούτε μπορώ να τη δεχθώ. Το σαφές κριτήριο που θέτει ο νόμος είναι η νόμιμη διαμονή, που την προσδιορίζει χρονικά. Και είναι σωστό αυτό που είπε ο κ. Χριστοφόρου ότι ο όρος αυτός αντιδιαστέλλεται με την παράνομη διαμονή που, προσθέτω, δεν προσμετρά. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, η νόμιμη φυσική παρουσία είναι απαραίτητη προς συμπλήρωση των χρονικών ορίων που θεσπίζει ο νόμος. Η προταθείσα ερμηνεία εισάγει στο νόμο κριτήριο που δεν υπάρχει, το οποίο ο εφαρμοστής του δικαίου δεν μπορεί να υιοθετήσει. Βγαίνει έξω από τα γλωσσικά όρια της διάταξης. Πιστεύω πως είναι καθαρό το νόημα του, όπως το απέδωσα. Οποιοιδήποτε ενδοιασμοί υποχωρούν αν διαβασθεί το εδ. (3) του ίδιου άρθρου που αφορά τον υπολογισμό της περιόδου διαμονής:
(3) Για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου διαμονής όπως καθορίζεται στο εδάφιο (2), οποιαδήποτε περίοδος απουσίας από την Κύπρο για χρονικό διάστημα μικρότερο των δύο μηνών, σε οποιοδήποτε ημερολογιακό χρόνο, θα θεωρείται ως περίοδος διαμονής στην Κύπρο.
Αυτό σημαίνει πως οποιαδήποτε περίοδος μεγαλύτερη των δύο μηνών δε θα υπολογίζεται ως περίοδος διαμονής στην Κύπρο. Ως προς την έρευνα δεν έχει υποδειχθεί τι έμεινε ανερεύνητο, που θα είχε αποφασιστική σημασία για να σχηματίσει άποψη ο Εξεταστής Αιτήσεων. Η σαφής πληροφορία που παρέσχε η ίδια η αιτήτρια ήταν αρκετή για να αποφασισθεί η υπόθεση. Η δε απόφαση περιείχε την αναγκαία αιτιολογία. Δεν χρειαζόταν άλλη ή περαιτέρω αιτιολογία. Δεν ήταν θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας. Ουσιαστικά ήταν πράξη δεσμευμένης αρμοδιότητας.
Τέλος, απορρίπτω το επιχείρημα για παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Η αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα ακρόασης. Ισχύουν και εδώ όσα ανέφερα στην υπόθεση αρ. 112/2001 Χαράλαμπος Στυλιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 9.1.03:
«Εξάλλου το δικαίωμα ακρόασης, προτού εκδοθεί διοικητική πράξη επηρεάζουσα το διοικούμενο, υπάρχει αν ο νόμος περιέχει ρητή γι' αυτό πρόβλεψη ή η πράξη η ίδια αποτελεί κύρωση ή είναι πειθαρχικού χαρακτήρα (Παντελής Παντελούρης ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78)
».Για τους παραπάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας.
Σ. Νικήτας, Δ.
\νχ