ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 193

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1106/2000,

1282/2000 και 1370/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Υπόθεση Αρ. 1106/2000

Μεταξύ:

Ερμιόνης Κανταρτζή και άλλων 14,

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

Υπόθεση Αρ. 1282/2000

Μεταξύ:

Χριστόδουλου Χριστοδούλου, Υπαστυνόμου

Φ/δι Αστυνομικού Σταθμού Πύλης Πάφου, Λ/σία,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως,

2. Αρχηγού Αστυνομίας,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

Υπόθεση Αρ. 1370/2000

Μεταξύ:

Πελοπίδα Ευγενιάδη, από τη Λεμεσό,

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Αρχηγού Αστυνομίας

2. Υπουργού Εσωτερικών,

Καθ΄ ων η αίτηση

---------------------------

24 Φεβρουαρίου 2003

Για τους αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 1106/2000: Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1282/2000: Ν. Παπαμιλτιάδους.

Για τον αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 1370/2000: Λ. Κληρίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γεωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.

Για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα: Καμιά εμφάνιση.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση που δημοσιεύτηκε στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου, ημερ. 31 Ιουλίου 2000, πληρώθηκαν με προαγωγή δεκαεπτά κενές θέσεις Ανώτερου Υπαστυνόμου. Η προσφυγή αρ. 1106/2000 καλύπτει δεκατρείς εκ των προαναφερομένων θέσεων ενώ οι προσφυγές αρ. 1282/2000 και 1370/2000 τρεις και οκτώ αντιστοίχως. Η πρώτη προσφυγή αφορά στον αποκλεισμό των αιτητών, οι οποίοι δεν θεωρήθηκαν προσοντούχοι και δεν συμπεριλήφθηκαν ως υποψήφιοι στη διαδικασία για προαγωγή. Οι άλλες δύο, στις οποίες οι αιτητές συγκαταλέγονταν στους προσοντούχους υποψηφίους, αφορούν στις διεργασίες μέσα από τις οποίες έγινε η συγκριτική θεώρηση μεταξύ αυτών και των ενδιαφερομένων προσώπων.

Προσφυγή αρ. 1106/2000

Οι αιτητές διορίστηκαν βάσει του Καν. 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89), οι οποίοι εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 10 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε). Με τον Καν. 10 προνοείται ότι:

«Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, ο Αρχηγός με την έγκριση του Υπουργού μπορεί να διορίσει σε βαθμό μέχρι Ανώτερου Υπαστυνόμου για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων σε εξειδικευμένη υπηρεσία πρόσωπο το οποίο έχει πτυχίο ή δίπλωμα πανεπιστημίου ή άλλο ισοδύναμο προσόν, συναφές προς τα ειδικά καθήκοντα, νοουμένου ότι στους άμεσους προηγούμενους βαθμούς δεν υπηρετεί κατάλληλα προσοντούχο μέλος της Δύναμης:

.................................. .................................................. ...........................»

 

Για το διορισμό τους είχε σε κάθε περίπτωση τεθεί ρητώς ο όρος (Όρος 2(ε)) ότι:

«Ο διορισθείς και μονιμοποιηθείς δεν θεωρείται υποψήφιος για προαγωγή σε ανώτερο βαθμό. Περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμοί 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89).»

 

Αυτοί, με γραπτή δήλωσή τους αποδέχθηκαν το συγκεκριμένο όρο, όπως και άλλους, χωρίς καμιά επιφύλαξη.

Η προαγωγή μέχρι και του βαθμού Ανώτερου Υπαστυνόμου ρυθμίζεται από το άρθρο 13Α του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 (όπως τροποποιήθηκε) με το οποίο παρέχεται ειδική εξουσιοδότηση για την έκδοση σχετικών Κανονισμών. Παραθέτω το μέρος που εδώ ενδιαφέρει:

«13Α - (1) Τα μέλη της Δύναμης μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό, με την έγκριση του Υπουργού.

(2)(α) Οι όροι και η διαδικασία διορισμού, εγγραφής, προαγωγής, υπηρεσίας και απόλυσης μελών της Δύναμης μέχρι και του βαθμού Ανώτερου Υπαστυνόμου θα προβλέπονται με Κανονισμούς που εκδίδονται με τη σύσταση του Αρχηγού, από το Υπουργικό Συμβούλιο και εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται μετά την έγκρισή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(β) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου αυτού θα κατοχυρώσουν επίσης και διασφαλίσουν κατά τις προσλήψεις στη Δύναμη τη δίκαιη μεταχείριση όλων των υποψηφίων ώστε να εκλέγονται οι άξιοι τηρουμένων των γενικών αρχών της ισότητας.»

 

Σύμφωνα με τον Καν. 11(1)(γ) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89):

«11. - (1) Κανένας δε θεωρείται ως προσοντούχος υποψήφιος για προαγωγή:

.................................. .................................................. .................

(γ) Σε Ανώτερο Υπαστυνόμο, εκτός αν -

(ι) ............................................................................. ............

(ιι) .................................................. ......................................

Νοείται ότι πρόσωπο που διορίστηκε στο βαθμό του Υπαστυνόμου σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών δε θεωρείται ως προσοντούχος υποψήφιος.»

 

Οι εν λόγω αιτητές απέστειλαν στον Αρχηγό Αστυνομίας, μέσω του δικηγόρου τους, επιστολή ημερ. 12 Απριλίου 2000, με την οποία γνωστοποίησαν ότι:

«.... με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της ανεμπόδιστης κατά τον λόγο της αξίας εκάστου ανέλιξης κάθε πολίτη που υπηρετεί στο Δημόσιο, ότι διεκδικούν ανέλιξη από τους βαθμούς που κατέχουν μόλις υπάρξουν θέσεις κενές ανώτερου επιπέδου.»

 

Απάντηση δόθηκε με επιστολή ημερ. 21 Απριλίου 2000, με την οποία οι αιτητές πληροφορήθηκαν ότι:

«..... σύμφωνα με τις υφιστάμενες σήμερα πρόνοιες των περί Αστυνομίας (Προαγωγών) Κανονισμών (Καν. 11(1)(β) & (γ) και 19(α)), κανένας δεν θεωρείται προσοντούχος γιατί όλοι τους, ως διορισθέντες με βάση τον Καν. 10 των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών, του 1989, δεν έχουν οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα να διεκδικούν ανέλιξη από τους βαθμούς που σήμερα κατέχουν.»

 

Αυτός ήταν ο λόγος που οι αιτητές δεν θεωρήθηκαν υποψήφιοι στη διαδικασία που απέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση για προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων.

Οι αιτητές προβάλλουν ότι ο Κανονισμός που αποκλείει την προαγωγή τους είναι ultra vires του άρθρου 13(5) του Νόμου, γιατί σε αυτό δεν διαλαμβάνεται και δεν εξουσιοδοτείται τέτοιος περιορισμός. Εναλλακτικά προβάλλουν ότι ο Κανονισμός παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της διάκρισης εξουσιών. Όσον αφορά την αποδοχή του όρου για μη προαγωγή τους, που κατά τη Δημοκρατία σήμαινε ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε άλλο ότι δεν θα έπρεπε να τους επιτραπεί τώρα να αποδοκιμάζουν ό,τι είχαν προηγουμένως επιδοκιμάσει, οι αιτητές υπέβαλαν πως δεν υπήρχε νόμιμα δυνατότητα για τέτοιο όρο γιατί η υπηρεσιακή ανέλιξη αποτελεί δημόσιο δικαίωμα και δεν υπήρχε δυνατότητα στέρησής του.

Το ίδιο πρόβλημα απασχόλησε τον Νικολαίδη, Δ., στην υπόθεση Ζένιου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1379/00, ημερ. 10 Ιουνίου 2002. Έκρινε ότι επρόκειτο για περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Πρόσθεσε πως δεν παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας αφού, λόγω της διαφοράς στον τρόπο διορισμού, οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ανήκαν σε ανόμοιες τάξεις. Έχω τη γνώμη πως ο εν λόγω Καν. 11(1)(γ) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 δεν είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος άρθρου 13Α (2)(α) του Νόμου, με το οποίο καθορίζεται μεταξύ άλλων ότι οι όροι προαγωγής θα προβλέπονται με Κανονισμούς. Και έχουμε εδώ ακριβώς ένα τέτοιο όρο. Ο αποκλεισμός τον οποίο θέτει ο Κανονισμός δεν είναι, κατά την άποψή μου, αυθαίρετος και δεν παραβιάζει οποιαδήποτε καθιερωμένη αρχή. Μέλη της Αστυνομικής Δύναμης που διορίζονται βάσει του Καν. 10* των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989, έξω από την κανονική διαδικασία διορισμού στην οποία αναφέρονται οι Κανονισμοί, «....... για εκτέλεση ειδικών καθηκόντων σε εξειδικευμένη υπηρεσία», περιορίζονται με αναφορά σε αυτά. Συναρτημένα δε καθώς αυτά είναι με το βαθμό στον οποίο διορίστηκαν, η ανέλιξή τους, δεν θα ήταν συμβατή, ένεκα της μεταβολής που θα επέφερε, με τις ανάγκες για τις οποίες είχε γίνει ο διορισμός τους. Οι ούτω διορισθέντες ανήκουν σε ειδική τάξη σε σχέση με την οποία δικαιολογείται, κατά την άποψή μου, η πρόνοια ότι δεν είναι προσοντούχοι για προαγωγή. Επομένως οι αιτητές στην προσφυγή αρ. 1106/2000 στερούνται εννόμου συμφέροντος και η προσφυγή τους δεν είναι παραδεκτή.

Προσφυγές αρ. 1282/2000 και 1370/2000

Σε αυτές τις προσφυγές τέθηκαν προς εξέταση διάφορα ζητήματα που αφορούσαν κυρίως τον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης των αντίστοιχων στοιχείων των αιτητών και των ενδιαφερομένων προσώπων στα διάφορα στάδια της διαδικασίας η οποία ακολούθησε την πορεία που προδιαγράφεται στους Καν. 4-8 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989. Αφού η Επιτροπή Αξιολόγησης συμπλήρωσε το έργο της με την υποβολή της Έκθεσής της, το Συμβούλιο Κρίσης προέβη στη συνολική αξιολόγηση (αριθμητική αποτίμηση) των υποψηφίων, στο ειδικό έντυπο. Στο πρώτο μέρος βαθμολογείται η απόδοση στην προσωπική συνέντευξη (με σύνολο ανώτατης βαθμολογίας το 45). στο δεύτερο μέρος γίνεται αριθμητική αναγωγή της αξιολόγησης στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή Αξιολόγησης (με σύνολο ανώτατης βαθμολογίας και πάλι το 45). και στο τρίτο μέρος γίνεται αξιολόγηση από το ίδιο το Συμβούλιο Κρίσης, με αναφορά στα στοιχεία των Προσωπικών Φακέλων και ατομικών δελτίων των υποψηφίων (με ανώτατη βαθμολογία το 10). Έλαβαν ως συνολική βαθμολογία, ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1282/2000 Χριστόδουλος Χριστοδούλου 69.84 και ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1370/2000 Πελοπίδας Ευγενιάδης 72.06, ενώ τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έλαβαν από 81.28 μέχρι 88.78. Στον κατ΄ ακολουθίαν καταρτισθέντα πίνακα των συστηθέντων δεν περιλήφθηκαν οι αιτητές αφού είχαν βαθμολογία πολύ χαμηλότερη. Τα έντυπα μαζί με τον Πίνακα τέθηκαν ενώπιον του Αρχηγού ο οποίος, με την έγκριση του Υπουργού, όπως προβλέπεται από το άρθρο 13Α(1) του Νόμου και τον Καν. 8(6), έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Οι επικρίσεις που διατυπώθηκαν από τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 1282/2000 καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα της διαδικασίας, με ιδιαίτερη όμως συζήτηση επιμέρους πτυχών που αφορούν το έργο της Επιτροπής Αξιολόγησης, με βασικό παράπονο ότι θα έπρεπε να βαθμολογείτο ψηλότερα. Παρατηρώ επί του προκειμένου ότι κατά την αριθμητική αναγωγή αυτής της αξιολόγησης, με ανώτατη βαθμολογία το 45 ο αιτητής έλαβε 42 και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα 43. Επομένως, και αν ακόμα λάμβανε το ανώτατο όριο των 45, η κατάταξή του δεν θα διέφερε ουσιωδώς και δεν θα δικαιολογείτο να συστηθεί. Γι΄ αυτό δεν χρειάζεται να ασχοληθώ με τις λεπτομέρειες των επιμέρους. Σε ό,τι αφορά τη βαθμολογία του αιτητή στην προσωπική συνέντευξη, η από μέρους του εισήγηση ότι το αποτέλεσμα θα έπρεπε να αιτιολογείτο με συσχετισμούς και εξειδικεύσεις, δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.α. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325. Σε ό,τι αφορά δε την αξιολόγηση στην οποία προέβη το ίδιο το Συμβούλιο Κρίσης, το πρόβλημα αιτιολόγησης το οποίο επισημάνθηκε στην Ευθυμίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 165/97 κ.α. ημερ. 14 Δεκεμβρίου 1998 (Κωνσταντινίδη, Δ.) και στην απόφασή μου στη Μουστάκα κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 172/98 κ.α. ημερ. 25 Φεβρουαρίου 2000, στην προκείμενη περίπτωση αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά, κατά την άποψή μου, με τη συμπλήρωση του συνοδευτικού επεξηγηματικού εντύπου. Ως προς ειδικότερα την αρχαιότητα, φαίνεται από το επεξηγηματικό έντυπο ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη από το Συμβούλιο Κρίσης και το ότι δεν της δόθηκε μεγάλη σημασία δεν αποτελεί πλημμέλεια αφού, σύμφωνα με τον Καν. 3(2):

«Η αρχαιότητα θα λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή. μεγαλύτερη σπουδαιότητα θα προσδίδεται στην αξία και τα προσόντα.»

 

Υπό το φως της τελικής βαθμολογίας των υποψηφίων δεν θα ήταν λοιπόν δυνατόν να συστηθεί ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1282/2000 από το Συμβούλιο Κρίσης. Με αυτό ως δεδομένο δεν θα ήταν επομένως εφικτό να διοριστεί από τον Αρχηγό ο οποίος, καθώς ορίζει το άρθρο 13Α(5) του Νόμου, «προβαίνει στην επιλογή όσων θα προαχθούν από τους Πίνακες που καταρτίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσης».

Ο αιτητής στην προσφυγή 1370/2000 παραπονείται ότι το Συμβούλιο Κρίσης προέβη στον καταρτισμό του Πίνακα χωρίς να αιτιολογήσει την απόφασή του να μην τον συστήσει, ότι δεν τον σύγκρινε με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ότι δεν έλαβε υπόψη τη συντριπτική αρχαιότητά του καθώς και το γεγονός ότι από τις 4 Μαίου 1999 κατείχε ήδη τη θέση του Αναπληρωτή Ανώτερου Υπαστυνόμου. Τα όσα ήδη ανέφερα σε σχέση με την προσφυγή αρ. 1282/2000 ισχύουν και εδώ σε ό,τι αφορά τόσο την αιτιολογία της βαθμολογίας βάσει της οποίας καταρτίστηκε ο Πίνακας, που αποτελεί πλέον και το μέτρο σύγκρισης, όσο και την αρχαιότητα. Το ότι δε ο εν λόγω αιτητής κατείχε τη θέση Αναπληρωτή Ανώτερου Υπαστυνόμου δεν αποτελούσε παράγοντα ή κριτήριο που θα μπορούσε να επιδράσει στη διαδικασία.

Για τους λόγους που εξέθεσα οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο