ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 524/01

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Χρίστου Χριστούδια

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθής η αίτηση

------------------------

Ημερομηνία: 22 Ιανουαρίου, 2003

Για τον αιτητή: Ν. Λοίζου

Για την καθής η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα), Δικηγόρος της

Δημοκρατίας

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής επιδιώκει με την προσφυγή του την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών (ε.μ.) Αγνής Δανιήλ, Έσθης Παναγίδου, Χάρη Ζαχαρίου, Στέλλας Ρουσή και Ορθοδοξίας Φοινίου, στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, από 1/4/01. Η σχετική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της 12/4/01 με αρ. 3488 και αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής αυτής.

Μπορεί να αναφερθεί από τώρα ότι η Δημοκρατία έχει εγείρει στο δικόγραφο της - και έδωσε συνέχεια στην αγόρευση της - ότι οι παραπάνω προαγωγές ήταν αποτέλεσμα δύο διαφορετικών διαδικασιών με αποτέλεσμα η κρινόμενη προσφυγή να αμφισβητεί δύο χωριστές διοικητικές πράξεις στις οποίες οι διαδικασίες εκείνες απέληξαν. Γιαυτό και η προσφυγή στρέφεται παραδεκτώς μόνο κατά της προτασσόμενης στο δικόγραφο πράξης, η οποία αφορά την κα Αγνή Δανιήλ ενώ ως προς την άλλη πράξη η οποία αφορά τα υπόλοιπα ε.μ., η προσφυγή είναι απορριπτέα. Θα παρακολουθήσουμε τα γεγονότα για να διαπιστώσουμε αν όντως αυτά έχουν τη νομική υφή που τους αποδίδεται. Έτσι μόνο μπορούμε να ξεδιαλύνουμε το θέμα.

Ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ζήτησε με επιστολή του ημερ. 8/9/99 την πλήρωση δύο τέτοιων κενών και μόνιμων θέσεων. Στις 27/2/01 ο Αν. Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, που προσκλήθηκε στο μεταξύ μετά από απόφαση της Ε.Δ.Υ. να παραστεί στην παραπάνω συνεδρίαση, σύστησε για προαγωγή, μεταξύ άλλων, την κα Αγνή Δανιήλ, όχι όμως και τον αιτητή. Κατά την ίδια συνεδρίαση, αφού η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη και τη διευθυντική πρόταση υπέρ της, την επέλεξε μαζί με τρίτο πρόσωπο για τις κενές θέσεις. Οι επιλεγέντες αποδέχθηκαν την προσφορά προαγωγής και η Ε.Δ.Υ., αφού διαπίστωσε το γεγονός σε συνεδρίαση της ημερ. 19/3/01, καθόρισε την 1/4/01 ως ημερομηνία ισχύος της προαγωγής. Η άλλη προαγωγή δεν προσβάλλεται.

Θα δούμε τώρα, μέσα φυσικά από τα στοιχεία, ποιά ήταν η απαρχή και η εξέλιξη της διαδικασίας σε σχέση με τα υπόλοιπα ε.μ. Μεταγενέστερα, στις 9/8/2000, ζητήθηκε, με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, η πλήρωση δέκα θέσεων Διοικητικού Λειτουργού Α΄, που ήταν τότε κενές. Η Ε.Δ.Υ. σε εύθετο χρόνο διαπίστωσε ότι, μετά την ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της ημερ. 24/8/98, η οποία αφορούσε την προαγωγή 5 υπαλλήλων σε τέτοια θέση και την αφυπηρέτηση ενός από αυτούς, παρέμειναν κενές έξι μόνο θέσεις, αφού οι πιο πάνω επανήλθαν στην προτέρα τους θέση. Στην προτέρα τους θέση (Λειτουργού Α΄) επέστρεψαν και δύο άλλοι υπάλληλοι, τους οποίους η Ε.Δ.Υ. είχε προάξει στη θέση Ανώτερου Διοικητικού Λειτουργού. Όμως η ίδια η Ε.Δ.Υ. ανακάλεσε την απόφαση της ημερ. 24/8/98 (εκκρεμούσης έφεσης κατά της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφ. αρ. 1221/98) με την οποία τούς είχε προάξει. Έτσι στο τέλος παρέμειναν, με βάση αυτή τη διαδικασία, τέσσερεις θέσεις.

Σε μεταγενέστερη συνεδρίαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 27/2/01 (προηγήθηκαν οι συνεδριάσεις ημερ. 6/9/00 και 9/10/00) και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Αν. Διευθυντή υπέρ των 4 ε.μ., η Ε.Δ.Υ. τους επέλεξε για τις κενές θέσεις. Επισημαίνω ότι ο αιτητής δεν έτυχε σύστασης. Στις 19/3/01 μετά την αποδοχή της προσφοράς προαγωγής, η Ε.Δ.Υ. όρισε την 1/4/01 ως ημερομηνία από την οποία ίσχυσε η προαγωγή.

Ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε απόρριψη της προδικαστικής ένστασης ως απαράδεκτης και ανυπόστατης. Το ουσιαστικό όμως επιχείρημα ήταν ότι ορθά πρόσβαλε την τελική πράξη, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα. Κατά την αντίληψη του, όσα προηγήθηκαν αποτελούσαν προπαρασκευαστικές πράξεις, που δεν μπορούσαν να προσβληθούν αυτοτελώς, για τις οποίες εν πάση περιπτώσει δεν είχε γνώση.

Η εισήγηση ότι εδώ έχουμε σύνθετη διοικητική ενέργεια δεν έτυχε άλλης ουσιαστικής επεξεργασίας ή στήριξης από το συνήγορο. Υπό τις περιστάσεις, δεν βλέπω πώς αυτό θα ήταν δυνατό. Υπάρχει πλήρης σύγχιση μεταξύ της μορφής που προσλαμβάνει ενίοτε η διοικητική πράξη, που αποτελεί την ολοκλήρωση επί μέρους προπαρασκευαστικών πράξεων που προηγήθηκαν και της διαδικασίας που, κατά τις ρητές διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, θέτει σε κίνηση τον μηχανισμό για την παραγωγή της διοικητικής πράξης, περιλαμβανομένης και εκείνης που τελειούται μετά από σύνθετη διοικητική ενέργεια. Αναφορικά με θέματα που αφορούν πράξη αυτού του τύπου παραπέμπω: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Ε. Σπηλιωτόπουλου, (1993), παραγρ. 157 και συνεκδ. Προσφ. 776/00 & 777/00 Χρ. Λεωνίδα Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 6/2/02.

Έχω τη γνώμη ότι τα γεγονότα δείχνουν καθαρά ότι τροχιοδρομήθηκαν δύο χωριστές διαδικασίες, που κατέληξαν σε δύο διαφορετικές διοικητικές πράξεις. Ο κανόνας είναι ότι σε περίπτωση που με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται πράξεις μη συναφείς, η προσφυγή εξετάζεται μόνον ως προς την προτασσόμενη στο δικόγραφο, ενώ απορρίπτεται ως προς τις υπόλοιπες. Στη Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (αρ.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 260, αναφέρεται πότε οι πράξεις δεν είναι συναφείς:

«Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στη σχετική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε συνάφεια μεταξύ των δύο προσβαλλόμενων με την απόφαση 895/91 αποφάσεων εφόσον δεν ήταν αποτέλεσμα της ίδιας διοικητικής διαδικασίας, ούτε η μια αποτελούσε προϋπόθεση της άλλης. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959 αναφέρεται ότι «οσάκις δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων.»

Βλέπε επίσης Α.Ε. 3304 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λεωνίδα Κολιανδρή κ.α. ημερ. 20/12/02.

Μπορεί εδώ οι υποψήφιοι να ήταν οι ίδιοι και στη συνέχεια να εξετάστηκε η πλήρωση των θέσεων κατά τις ίδιες ημερομηνίες. Οι τέσσερεις όμως θέσεις πληρώθηκαν σε άλλη διαδικασία αφού, όπως διαφάνηκε, ο Γενικός Διευθυντής ζήτησε την πλήρωση 10 θέσεων και ανεξάρτητα την πλήρωση δύο άλλων θέσεων σε διαφορετικές ημερομηνίες. Πέραν τούτου, οι διαδικασίες διατήρησαν μέχρι τέλους την αυτοτέλεια τους. σύσταση Αν. Διευθυντή (δόθηκε χωριστά πρώτα για δύο υποψήφιους και μετά για τους 4), τηρήθηκαν δύο χωριστά πρακτικά. Έγιναν και δύο καταχωρήσεις στην Επίσημη Εφημερίδα για την κάθε πράξη. Επομένως δεν υφίσταται θέμα σύνθετης διοικητικής ενέργειας και ότι δεν μπορούσε, όπως υπέβαλε ο δικηγόρος του αιτητή, να προσβληθούν οι προπαρασκευαστικές πράξεις.

Σύμφωνα με την υπόθεση Συμεωνίδου, ανωτέρω, θα μπορούσε να γίνει χωρισμός δικογράφου, εφόσον το θέμα τέθηκε έγκαιρα από τη Δημοκρατία, αλλά τέτοια ενέργεια εκ μέρους του αιτητή δεν έγινε. Παραπέμπω επίσης στης απόφαση του Σ.τ.Ε. 1091/98. Επομένως η προσφυγή μπορεί να προχωρήσει ως προς την πρώτη των προσβαλλόμενων πράξεων, η οποία αφορά την κα Αγνή Δανιήλ. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης πράξης που αφορά τα 4 άλλα ε.μ.

Θα προχωρήσω κατά συνέπεια να εξετάσω τους λόγους ακυρότητας που ανέπτυξε ο δικηγόρος του αιτητή και αφορούν την κα Δανιήλ. Ας σημειωθεί όμως ότι καλύπτουν ουσιαστικά το πλήρες φάσμα των αιτιάσεων που αφορούν την επίδικη απόφαση. Θα συνοψίσω τις κυριότερες. Προσθέτω εντούτοις ότι θα έχω κατά νουν όλες τις λεπτομέρειες των επί μέρους ισχυρισμών. Θα αναφέρω τη γνώμη μου αφού συγκεντρώσω τους μεμονωμένους ή συναφείς ισχυρισμούς κάτω από χωριστές επικεφαλίδες.

Το μεγαλύτερο μέρος της αγόρευσης του συνηγόρου αφορούσε ισχυρισμούς ότι δεν έγινε έρευνα ή δέουσα έρευνα για συγκεκριμένα συναφή με την προαγωγή θέματα είτε από το Αν. Διευθυντή είτε την Ε.Δ.Υ. ή και από τα δύο αυτά όργανα. Έχει λεχθεί ότι η Ε.Δ.Υ. δε διερεύνησε τα στοιχεία της υπόθεσης, αλλά στηρίχθηκε μόνο στις συστάσεις. ότι και τα δύο όργανα, αν διερευνούσαν, θα είχαν διαπιστώσει ότι ο αιτητής εκτέλεσε και χρέη εισαγγελέα. ότι προπαντός εκτελούσε διοικητικά καθήκοντα για μακρότερο χρόνο [(1983 (και ενωρίτερα) μέχρι 1991)]. ότι αυτή η πείρα και αρχαιότητα του, όπως τη θεωρεί, δυνατό να του έδιναν το προβάδισμα, αν την είχαν υπόψη. ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων, που περιλάμβανε και τον ίδιο, αλλά τέτοιος κατάλογος έγινε μετά τον ουσιώδη χρόνο, όταν ζήτησε αντίγραφο. Επίσης είναι μέρος της εισήγησης ότι έμεινε ανερεύνητο και το θέμα των προσόντων του, που θα αποκάλυπτε την υπεροχή του, αφού είχε συναφές με τη θέση δίπλωμα νομικής, πέτυχε σε δικηγορικές εξετάσεις και παρακολούθησε διάφορα σεμινάρια.

Μια άλλη κατεύθυνση προς την οποία ο αιτητής έστρεψε τα πυρά του αφορά τον Αν. Διευθυντή, ο οποίος δεν αποκαλύπτει τον υπάλληλο από τον οποίο είχε πληροφόρηση για τον αιτητή. Εν πάση πάντως περιπτώσει, ο αιτητής ανέφερε ότι το πρόσωπο εκείνο δεν ήταν ο άμεσα προϊστάμενος του. Ανέφερε επίσης ότι ο Αν. Διευθυντής δεν καταχώρησε στη σύσταση το αποτέλεσμα της έρευνας του για τον αιτητή, παράλειψη που οδηγεί την προσβαλλόμενη πράξη σε ακύρωση. Πρόβαλε τέλος τον ισχυρισμό ότι υπερείχε των ε.μ. και επομένως της κας Δανιήλ στο τρίπτυχο των κριτηρίων προαγωγής.

Πληροφορίες Διευθυντή απο προϊσταμένους για τους σκοπούς της σύστασης. Υποχρέωση του να αποκαλύψει την ταυτότητα τους και να καταγράψει στην πρόταση του τις πληροφορίες. Περαιτέρω υποχρέωση να καταχωρήσει το αποτέλεσμα της έρευνας του για τον αιτητή. Παράλειψη της Ε.Δ.Υ. να αιτιολογήσει τον αποκλεισμό του.

 

Είναι βολικό να απαντηθούν ως ενότητα οι παραπάνω ισχυρισμοί του αιτητή. Κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου πληροφορίες από τους προϊσταμένους του υποψηφίου δεν είναι απαραίτητο να καταγράφονται. Ούτε υφίσταται υποχρέωση αποκάλυψης των ονομάτων τους: βλ. μεταξύ άλλων Α.Ε. 817 Κατερίνα Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 12/7/90 και Α.Ε. 2582 Πέτρος Μεστάνας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 15/3/01.

Είναι επίσης νομολογημένο ότι ο προϊστάμενος δεν είναι αναγκασμένος να αναφερθεί σε όλους τους υποψήφιους ή σε υποψήφιους που δεν επιθυμεί να συστήσει. ΄Οπως παρατηρεί η Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170:

«Όπως φαίνεται από τα πρακτικά ο Προϊστάμενος αφού σύγκρινε και ανέλυσε του υποψηφίους, εξέθεσε την άποψη του αναφορικά με την καταλληλότητα τους, γι' αυτό και η ονομαστική αναφορά του σ' αυτούς δεν κρίνεται απαραίτητη.»

Η ίδια υπόθεση απαντά ευθέως και τον τελευταίο ισχυρισμό:

«Όταν η Ε.Δ.Υ. επιλέγει υποψήφιο επί τη βάσει συγκρίσεως με άλλους, δεν είναι αναγκαίο για να δικαιολογήσει την επιλογή της να δείξει ότι ο συγκεκριμένος υποψήφιος είχε έκδηλη υπεροχή έναντι των άλλων υποψηφίων. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν ικανοποιηθεί ότι ο αιτητής παρουσίαζε έκδηλη υπεροχή γιατί σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι έγινε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του οργάνου που έκαμε την επιλογή.»

Δέουσα έρευνα της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τα προσόντα και τα καθήκοντα που εκτελούσε ο αιτητής. Ισχυρισμοί ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε ενώπιον της τον κατάλογο υποψηφίων, ότι ο αιτητής υπερείχε στα τρία κριτήρια και ότι η Ε.Δ.Υ. βασίστηκε μόνο στη σύσταση του Διευθυντή χωρίς η ίδια να προβεί σε έρευνα

Η θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε κατάλογο υποψηφίων, υπονοώντας προφανώς ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε υπόψη την υποψηφιότητα του, παρέμεινε ατεκμηρίωτη. Αν μη τι άλλο υπήρχε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατάλογος που περιλάμβανε και τον αιτητή, με τα προσόντα των υποψηφίων. Ως προς την έρευνα, προκύπτει από το πρακτικό της επίδικης απόφασης, ότι η Ε.Δ.Υ. εξέτασε κάθε σχετικό στοιχείο, μεταξύ των οποίων, τους προσωπικούς φακέλους, τα προσόντα και έδωσε σημασία στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων. Γιαυτό και δε φαίνεται να δικαιολογείται η επιμονή του αιτητή ότι παραγνωρίστηκε η άσκηση από τον ίδιο διοικητικών καθηκόντων νωρίτερα από την προαχθείσα, από άλλες θέσεις. Επίσης ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα του και ότι άσκησε χρέη εισαγγελεύοντος. Η Ε.Δ.Υ. είχε τις πληροφορίες για τα προσόντα και τη σταδιοδρομία των δύο υπαλλήλων.

Πρέπει να λεχθεί πως αμφότεροι είχαν τα προσόντα που απαιτεί το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Το δίπλωμα νομικής δεν μπορούσε να έχει κυριαρχική σημασία, αφού το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης δεν το είχε αναγάγει σε πλεονέκτημα. Εξάλλου, όπως διαπιστώνεται, η εμφάνιση στο δικαστήριο εκ μέρους της Δημοκρατίας κατόπιν εξουσιοδότησης από το Γενικό Εισαγγελέα περιλαμβανόταν στα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης Διοικητικού Λειτουργού (που ήταν θέση πρώτου διορισμού) και όχι στις ευθύνες της επίδικης θέσης. Έτσι δεν υφίσταται ζήτημα ότι ο αιτητής είχε πλεονέκτημα έναντι της ανθυποψήφιας του.

Τα στοιχεία των φακέλων δεν υποστηρίζουν ότι ο αιτητής είχε καθολική υπεροχή. Από τις εκθέσεις των 10 τελευταίων χρόνων (1991-2000), που είναι και ο πιο αξιόπιστος δείκτης ικανότητας και απόδοσης, το ε.μ. έχει κάποια υπεροχή. Συγκεντρώνει 74Ε και 6ΠΙ έναντι 70Ε και 10ΠΙ του αιτητή. Η αρχαιότητα ευνοεί - και μάλιστα ουσιαστικά - το ε.μ. Η κα Δανιήλ υπερέχει κατά 6 ½ χρόνια. Το άρθρ. 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 ορίζει ότι:

«η αρχαιότητα μεταξύ υπαλλήλων που κατέχουν την ίδια μόνιμη θέση ή τάξη της ίδιας θέσης, είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε από μήνα σε μήνα είτε με απόσπαση, είτε με σύμβαση, κρίνεται με βάση την ημερομηνία της ισχύος του διορισμού, της προαγωγής ή απόσπασης τους στη συγκεκριμένη θέση ή τάξη ανάλογα με την περίπτωση, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατοχής τους.»

Η ημερομηνία διορισμού του ε.μ. στη θέση του Διοικητικού Λειτουργού ήταν η 15/10/84 ενώ του αιτητή η 15.5.91.

Ως προς τα προσόντα, όπως προελέχθη, και οι δύο είχαν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας. Από το σχετικό πίνακα προκύπτει επίσης ότι είχαν κάποια επιπρόσθετα προσόντα, οπότε δεν βρίσκει έρεισμα ο ισχυρισμός του για υπεροχή. Το θέμα της πείρας του αιτητή και στην προηγούμενη θέση ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Φαίνεται ωστόσο ότι και το ε.μ. ασκούσε διοικητικά καθήκοντα από τη θέση του διοικητικού λειτουργού από το 1984. Καταλήγω ότι η μομφή κατά την Ε.Δ.Υ., από κάθε οπτική γωνία, ότι παρέλειψε να διενεργήσει δέουσα έρευνα δε δικαιολογείται.

Η αιτιολογία της απόφασης της Ε.Δ.Υ. στην περίπτωση αυτή δεν είναι ασφαλώς το καλύτερο πρότυπο. Όμως τα στοιχεία των φακέλων, στα οποία και παραπέμπει, παρέχουν τα ερείσματα της ορθότητας της απόφασης. Είναι φανερό, όπως διαφάνηκε από τα πιο πάνω, ότι το ε.μ. είναι καλύτερο έστω και οριακά στην αξία, όπως προκύπτει από την έκθεση και υπερέχει σημαντικά σε αρχαιότητα, έχει τη σύσταση του διευθυντή και είναι ισάξιο σε προσόντα και εννοώ σε αυτά που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας. Επομένως, η απόφαση για την επιλογή της ήταν εύλογα επιτρεπτή.

 

Έτσι η προσφυγή και εναντίον της κας Δανιήλ απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται κατά του αιτητή.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

 

 

 

/ΚΑς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο