ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 4 ΑΑΔ 56

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 368/2002

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 75 και 29, του Συντάγματος.

Ahmed Ibrahim Kedoum,

Αιτητή ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Υπουργού Εσωτερικών, ; Καθ΄ου η αίτηση.

―――――

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 21.1.03

Για τον αιτητή: κ. Λ. Κληρίδης

Για τον καθ΄ου η αίτηση: κ. Α. Μαππουρίδης

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή αυτή ο αιτητής προσβάλλει τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του από το Λειτουργό Μετανάστευσης στις 5.4.2002.

Ο αιτητής είναι Σύριος υπήκοος. Ήρθε στην Κύπρο στις 25.12.96. Στις 23.1.97 υπέβαλε αίτηση για να του χορηγηθεί άδεια παραμονής στην Κύπρο και εργασίας ως εργάτη στην εταιρεία «Γ. Νεοφύτου & Υιοί Λτδ». Η αιτηθείσα άδεια του χορηγήθηκε στις 15.5.97 με ισχύ μέχρι 25.12.97. Στη συνέχεια του χορηγήθηκε νέα άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 11.1.99 και στη σύζυγό του μέχρι τότε άδεια παραμονής ως επισκέπτρια.

Μετά από αίτησή του, η άδεια ανανεώθηκε μέχρι 20.1.00 και στη συνέχεια δόθηκε τελευταία παράταση μέχρι 25.12.00.

Η εν λόγω εταιρεία στην οποία εργαζόταν ο αιτητής ζήτησε μέσω του δικηγόρου της νέα παράταση της άδειας για ακόμα ένα χρόνο. Δόθηκε τελευταία και μη ανανεώσιμη παράταση μέχρι 25.12.01.

Η εταιρεία ακολούθως ζήτησε μέσω του δικηγόρου της νέα παράταση μέχρι 30.7.02. το αίτημά της αυτό, το οποίο βασιζόταν στην ειδίκευση του αιτητή που καθιστούσε απαραίτητη την εργοδότησή του, απορρίφθηκε.

Ο Λειτουργός Μετανάστευσης στη σχετική επιστολή του υπέδειξε στο δικηγόρο της εν λόγω εταιρείας όπως συμβουλεύσει τον αιτητή να αναχωρήσει από την Κύπρο αμέσως μετά τη λήξη της άδειας του.

Σε μεταγενέστερη επιστολή του προς το δικηγόρο της εταιρείας ανέφερε τους λόγους για τους οποίους δε δόθηκε νέα παράταση της άδειας. Ο αιτητής είχε συμπληρώσει παραμονή πέραν των τεσσάρων ετών στην Κύπρο και παράλληλα παρέμενε χωρίς άδεια παραμονής και εργασίας από 25.12.01. Ανέφερε περαιτέρω ότι θα διατασσόταν η απέλαση του από την Κύπρο λόγω του γεγονότος ότι δεν αναχώρησε μετά τη λήξη των τεσσάρων χρόνων παραμονής.

Μεταγενέστερο αίτημα για παράταση απορρίφθηκε για τους ίδιους λόγους.

Στις 5.4.02 εκδόθηκαν από το Λειτουργό Μετανάστευσης διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή, για τα οποία εξέδωσα προσωρινό διάταγμα αναστολής εκτέλεσης.

Οι δικηγόροι του αιτητή ισχυρίστηκαν ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων πάσχει ως αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία κυρώθηκε με νόμο από την Κυπριακή Δημοκρατία και το άρθρο 15 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής. Είναι η θέση τους πως η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων διασπά την οικογένεια του αιτητή αφού διέμεναν όλοι μαζί στην Κύπρο και το ένα από τα παιδιά του γεννήθηκε στην Κύπρο το οποίο κατά τον ισχυρισμό τους δικαιούται να αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα.

Περαιτέρω πρόβαλαν ότι δεν ακούστηκε προηγουμένως ο αιτητής και δεν ειδοποιήθηκαν πριν από την έκδοση των διαταγμάτων ως δικηγόροι της εταιρείας και του ίδιου του αιτητή, οι οποίοι είχαν επικοινωνία με το Λειτουργό Μετανάστευσης.

Ισχυρίστηκαν τέλος ότι παραβιάστηκε ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος Κεφ. 105.

Η απόφαση απέλασης αλλοδαπού αποτελεί διοικητική πράξη και υπόκειται σε έλεγχο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Το άρθρο 32 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.

Το κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε απελάσεις αλλοδαπών. Η ευχέρεια αυτή όμως θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα. Εφόσον συμβαίνει αυτό, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. (Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583). Υπέρ της διοίκησης υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι ενήργησε καλόπιστα (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 227).

Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει για να ασκήσει έλεγχο στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση. Επεμβαίνει μόνο για να διαπιστώσει αν η διοίκηση ενήργησε με πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

Από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δε φαίνεται να παραβιάστηκε το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής που κατοχυρώνει το Σύνταγμα (Άρθρο 15). ΄Oσον αφορά τη θέση των δικηγόρων του αιτητή ότι το παιδί του έχει κυπριακή υπηκοότητα, είναι σωστή η θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η γέννηση από μόνη της δε θεμελιώνει δικαίωμα απόκτησης κυπριακής υπηκοότητας (περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμος του 2002 (Ν. 141(1)/2002 άρθρο 109, παρ. 1). Απαιτείται κατά το χρόνο της γέννησης του προσώπου οποιοσδήποτε από τους γονείς του να ήταν πολίτης της Δημοκρατίας.

Ούτε φαίνεται να παραβιάστηκε η Σύμβαση στην οποία αναφέρονται οι δικηγόροι του αιτητή. Η τελευταία και τα πρωτόκολλά της δεν επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς στο δικαίωμα του κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα. (Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1207).

Συνεπώς ο πρώτος ισχυρισμός των δικηγόρων του αιτητή απορρίπτεται.

Ο Λειτουργός Μετανάστευσης άκουσε τους λόγους για τους οποίους ο αιτητής ζητούσε παράταση της άδειας του, μέσω των δικηγόρων του και μάλιστα επανειλημμένα. Ο σχετικός ισχυρισμός ότι δεν ακούστηκε ο αιτητής πρέπει επίσης να απορριφθεί.

Την ίδια τύχη έχει και ο ισχυρισμός τους ότι δεν ειδοποιήθηκαν πριν από την έκδοση των διαταγμάτων. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης στην επιστολή του προς του δικηγόρους του αιτητή ημερομηνίας 22.2.02, αφού ανέφερε τους λόγους για τους οποίους δεν έγινε δεκτό το αίτημα για παράταση της άδειας, τους πληροφόρησε ότι ο αιτητής θα απελαθεί γιατί «δεν αναχώρησε από την Κύπρο μετά τη λήξη των τεσσάρων χρόνων παραμονής». Εξάλλου δεν προκύπτει από το Νόμο υποχρέωση του Λειτουργού Μετανάστευσης να ειδοποιεί πριν από την έκδοση διατάγματος απέλασης.

Ο ισχυρισμός για παραβίαση του Νόμου προβλήθηκε αόριστα.

Από τα ενώπιόν μου στοιχεία, κρίνω ότι η διοίκηση έχει ασκήσει καλόπιστα τη διακριτική της ευχέρεια και συνεπώς τα επίδικα διατάγματα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

 

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο