ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 1148
6 Δεκεμβρίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
2. ΑΛΚΙΣΤΗ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
3. ΚΡΙΤΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
4. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Π. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, ΔΙΑ
ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ,
Αιτητές,
v.
1. ΔΗΜΟΥ ΠΟΛΕΩΣ ΧΡΥΣΟΧΟΥΣ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1317/2000)
Έννομο Συμφέρον ― Ιδιοκτήτη ακινήτου να προσβάλει την έκδοση άδειας οικοδομής υπέρ παρακείμενου ακινήτου.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Περιστάσεις εμπροθέσμου της επίδικης προσφυγής ― Ειδικά το ζήτημα της λήψεως γνώσης του προσφεύγοντος ως προς την ύπαρξη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οδοί και Οικοδομές ― Άδεια οικοδομής ― Χαλάρωση ― Καν. 66 των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών ― Ερμηνεία ― Ειδικά η έννοια του δημοσίου συμφέροντος προς εξυπηρέτηση του οποίου και μόνον επιτρέπεται η έγκριση χαλάρωσης ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές προσέβαλαν την έκδοση άδειας οικοδομής υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία αφορούσε ακίνητο παρακείμενο στο δικό τους. Η προσφυγή ασκήθηκε πέραν των 2 ετών μετά την έκδοση της επίδικης πράξης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση αλλά απορρίπτοντας την προσφυγή εναντίον την καθ'ων η αίτηση αρ.2, αποφάσισε ότι:
1. Στις γραπτές αγορεύσεις των καθ' ων η αίτηση, και του ενδιαφερομένου μέρους, προβάλλονται δυο προδικαστικές ενστάσεις, (α) ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση και (β) σε ότι αφορά τον πρώτο αιτητή μόνο, πως η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
Οι δύο ενστάσεις είναι αβάσιμες. Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του κτήματος που εφάπτεται αυτό του ενδιαφερόμενου μέρους. Στο τεμάχιο των αιτητών βρίσκεται η διατηρητέα οικοδομή, η οποία επηρεάζεται άμεσα από τη χαλάρωση που επετράπη και ενσωματώθηκε στην άδεια οικοδομής που εκδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος. Η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βασιλείου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 485, στην οποία γίνεται αναφορά στη νομολογία, είναι σχετική.
2. Αναφορικά με την εισήγηση πως η προσφυγή, σε ότι αφορά τον πρώτο αιτητή, είναι εκπρόθεσμη, πράγματι ο πρώτος αιτητής μόλις είδε την ανέγερση της οικοδομής άρχισε διαβήματα, στα οποία εγγράφως ενίστατο στην ανέγερσή της. Δεν γνώριζε όμως αν είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής, και περί αυτού τα διαβήματά του. Πληροφορήθηκε δε σχετικά από την επίδικη επιστολή ημερ. 31/8/00.
3. Οι αιτητές ισχυρίζονται πως η χαλάρωση που επετράπη, στη βάση των διατάξεων του Κανονισμού 6(3) με επίκληση του Κανονισμού 66, είναι παράνομη γιατί δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, ρητή προϋπόθεση που θέτει ο Κανονισμός 66. Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζει η εισήγηση, δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οποιαδήποτε στοιχεία, όπως θέλει η νομολογία, από τα οποία να καταδεικνύεται η εξυπηρέτηση σκοπού προς το δημόσιο συμφέρον.
Οι αιτητές έχουν δίκαιον. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, όπως διαπιστώνεται από όλα τα έγγραφα στοιχεία του ογκώδους διοικητικού φακέλου, είναι πως επετράπη η επίδικη χαλάρωση γιατί το τεμάχιο του ενδιαφερόμενου μέρους βρισκόταν υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση, για τη δημιουργία του κύριου παρακαμπτήριου δρόμου της Πόλεως Χρυσοχούς, με αποτέλεσμα το εμβαδόν του να μειώνεται αισθητά έτσι που τα όρια ανάπτυξής του επίσης να ελαττώνονται.
Προφανώς, λοιπόν, επρόκειτο για ένα αντιστάθμισμα του επαχθούς μέτρου της απαλλοτρίωσης με την αποδοχή του αιτήματος για χαλάρωση, που δεν έχει να κάνει τίποτε με το δημόσιο συμφέρον. Αντίθετα ελήφθη υπόψη μόνο το ιδιωτικό, δηλαδή του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να προβάλλει την επίδικη απόφαση στο πεδίο του δημοσίου συμφέροντος. Δεν αιτιολογήθηκε π.χ., και η επίπτωση της χαλάρωσης στην υφιστάμενη γειτονική οικοδομή των αιτητών, η οποία, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, είχε κηρυχθεί ως διατηρητέα.
4. Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα εναντίον του πρώτου καθ' ου η αίτηση, που έλαβε την επίδικη απόφαση. Η προσφυγή απορρίπτεται όμως εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βασιλείου v. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 485,
Τουμαζής v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 408.
Προσφυγή.
Δ. Μέρτακκα για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Αιτητές.
Χριστοδουλίδης για Α. Κακογιάννη, για τον Καθ' ου η αίτηση 1.
Δ. Καλλίγερος, για την Καθ' ης η αίτηση 2.
Στ. Ασπρόφτας για Α. Λαδά, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Δ. Φεσσά.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτες του τεμαχίου 741, Φ/Σχ. XXVI/51 και 59, στην Πόλη Χρυσοχούς το οποίο εφάπτεται με το τεμάχιο 742, που ανήκει στο ενδιαφερόμενο μέρος. Στο κτήμα των αιτητών υφίσταται οικοδομή που έχει κηρυχθεί ως διατηρητέα. Το ενδιαφ. μέρος υπέβαλε στις 29.12.92 αίτηση στην αρμόδια αρχή, τότε το Συμβούλιο Βελτιώσεως Πόλεως Χρυσοχούς, για χορήγηση άδειας οικοδομής που αφορούσε σε ανέγερση συγκροτήματος από καταστήματα, υπόγειο χώρο στάθμευσης και διαμερίσματα στον πρώτο και δεύτερο όροφο. Το κτήμα του ενδιαφερόμενου μέρους ενέπιπτε στις δυο ζώνες, Η3 και Η4, με διαφορετικούς συντελεστές δόμησης και ποσοστό σύλληψης. Επηρεαζόταν επίσης από τη δημιουργία του ανατολικού παρακαμπτηρίου δρόμου του κεντρικού πυρήνα της Πόλης Χρυσοχούς, για την κατασκευή του οποίου είχαν αρχίσει οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης ακινήτων, μεταξύ αυτών και μέρους του κτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους. Ειδικότερα επηρεαζόταν σημαντικά το εμβαδόν του κτήματος, με αποτέλεσμα να περιορίζεται και το όριο ανάπτυξής του. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε αίτηση για χαλάρωση, ώστε το υπό ανέγερση συγκρότημα του να εφάπτεται ή να απέχει απόσταση μικρότερη από τα 10 π. από το νέο οδικό σύνορο και από το ανατολικό σύνορο, όπου βρισκόταν ένα νεραύλακο, με αποτέλεσμα, αν επιτρεπόταν η χαλάρωση, να μειωθεί κάτω από τα 10π. η απόσταση της σκοπούμενης οικοδομής από τη διατηρητέα στο τεμάχιο των αιτητών. Η αίτηση για χαλάρωση βασιζόταν στον Καν.66 των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών και αφορούσε τις πρόνοιες του Καν.6(3).
Η επίδικη αίτηση για χαλάρωση ακολούθησε την αναγκαία γραφειοκρατική διαδικασία, που δεν ενδιαφέρει να εκτεθεί σε λεπτομέρεια, για να καταλήξει στην έγκριση της, με αποτέλεσμα η αρμόδια αρχή να χορηγήσει στο ενδιαφερόμενο μέρος τη σχετική άδεια οικοδομής στις 8.7.98. Τον Ιούλιο του 2000 η οικοδομή είχε προχωρήσει με την κατασκευή του μεσοπατώματος και του πρώτου ορόφου, οπόταν και ο αιτητής 1, προφανώς αφού πρόσεξε την μικρή απόσταση της από τη διατηρητέα οικοδομή στο κτήμα των αιτητών, υπέβαλε παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, το οποίο προωθήθηκε στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως. Ο αιτητής, στην αλληλογραφία που είχε με τα διάφορα αρμόδια τμήματα, εξέφραζε την ένσταση του στην άδεια οικοδομής που δόθηκε στο ενδιαφερ. μέρος και ταυτόχρονα ζητούσε να αποχαρακτηριστεί η οικία των αιτητών ως διατηρητέα, γιατί δεν εξυπηρετείται πλέον ο σκοπός που κηρύχθηκε ως τέτοια, μια και είχε καλυφθεί από τη μια της πλευρά από το ανεγειρόμενο συγκρότημα. Η τελευταία αυτή απαίτηση, που δεν μας αφορά στην προσφυγή, απορρίφθηκε από την αρμόδια αρχή. Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την έκδοση της άδειας οικοδομής στο ενδιαφερ. μέρος, με την επίμαχη χαλάρωση, από επιστολή του υπουργού εσωτερικών, ημερομηνίας 31.8.00. Με την προσφυγή προσβάλλεται η άδεια οικοδομής που εκδόθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Στις γραπτές αγορεύσεις των καθ' ων η αίτηση, και του ενδιαφερομένου μέρους, προβάλλονται δυο προδικαστικές ενστάσεις, (α) ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση και (β) σε ότι αφορά τον πρώτο αιτητή μόνο, πως η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.
Κρίνω πως και οι δυο ενστάσεις είναι αβάσιμες. Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του κτήματος που εφάπτεται αυτό του ενδιαφερόμενου μέρους. Στο τεμάχιο των αιτητών βρίσκεται η διατηρητέα οικοδομή, η οποία επηρεάζεται άμεσα από τη χαλάρωση που επετράπη και ενσωματώθηκε στην άδεια οικοδομής που εκδόθηκε στο ενδιαφερ.μέρος. Η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βασιλείου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 485, στην οποία γίνεται αναφορά στη νομολογία, είναι σχετική. Στην ίδια απόφαση θα αναφερθώ όταν θα εξετάζω και την ουσία της προσφυγής.
Αναφορικά με την εισήγηση πως η προσφυγή, σε ότι αφορά τον πρώτο αιτητή, είναι εκπρόθεσμη να αναφέρω τα εξής: Πράγματι ο πρώτος αιτητής μόλις είδε την ανέγερση της οικοδομής άρχισε διαβήματα, στα οποία εγγράφως ενίστατο στην ανέγερση της. Δεν γνώριζε όμως αν είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής, και περί αυτού τα διαβήματα του. Πληροφορήθηκε δε σχετικά από την επιστολή που αναφέρεται πιο πάνω, ημερ.31/8/00. Το ζήτημα βεβαίως είναι θεωρητικό. Η συζήτηση αφορά μόνο τον πρώτο αιτητή, ενώ για τους υπόλοιπους τρεις συνιδιοκτήτες δεν εγείρεται. Και το αποτέλεσμα της προσφυγής θα αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.
Οι αιτητές ισχυρίζονται πως η χαλάρωση που επετράπη, στη βάση των διατάξεων του Κανονισμού 6(3) με επίκληση του Κανονισμού 66, είναι παράνομη γιατί δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον, ρητή προϋπόθεση που θέτει ο Κανονισμός 66. Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζει η εισήγηση, δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση οποιαδήποτε στοιχεία, όπως θέλει η νομολογία, από τα οποία να καταδεικνύεται η εξυπηρέτηση σκοπού προς το δημόσιο συμφέρον. Ο Κανονισμός 6(3) προβλέπει:
«Ουδέν μέρος της κυρίως οικοδομής ή μετατροπή ή προσθήκη εις υφιστάμενην κυρίως οικοδομήν και ουδεμία ακάλυπτος βεράντα υψηλοτέρα των 45 ποδών εκ της στάθμης του εδάφους θα κείται εις απόστασιν ελάσσονα των 10 ποδών εξ οιουδήποτε ορίου του οικοπέδου εφ' ου ίσταται .....»
Ο δε Κανονισμός 66 λέγει:
«Ανεξαρτήτως οιουδήποτε διαλαμβανομένου εν τοις παρούσι Κανονισμοίς, οσάκις η αρμοδία αρχή ασκεί τας εξουσίας της εντός των περιοχών ένθα, προ της 31ης Δεκεμβρίου 1962 η αροδία αρχή ήτο ο δήμος Λευκωσίας, Λεμεσού, Αμμοχώστου, Λάρνακος, Πάφου ή Κυρηνείας, ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, τη αιτήσει της αρμοδίας αρχής, ή του ενδιαφερομένου προσώπου, εν οιαδήποτε ειδική περιπτώσει καθ' ην ούτος, συμφωνούντων του Διευθυντού του πατρικού Τμήματος και του Διευθυντού του Τμήματος Δημοσίων Έργων, ικανοποιείται ότι οιαδήποτε χαλάρωσις των παρόντων Κανονισμών είναι προς το δημόσιον συμφέρον, δύναται να εξουσιοδοτήσει την αρμόδια αρχή να μη απαιτή την εφαρμογήν οιωνδήποτε των απαιτήσεων των παρόντων Κανονισμών ή να εφαρμόζη τούτους μετά τοιούτων τροποποιήσεων μη ουδών πλέον επαχθών, ως ούτος ήθελε θεωρήσει σκόπιμον λογιζομένων των ειδικών περιπτώσεων εκάστης περιπτώσεως.»
(η υπογράμμιση δική μου)
Οι αιτητές έχουν δίκαιον. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, όπως διαπιστώνεται από όλα τα έγγραφα στοιχεία του ογκώδους διοικητικού φακέλου, είναι πως επετράπη η επίδικη χαλάρωση γιατί το τεμάχιο του ενδιαφ.μέρους βρισκόταν υπό αναγκαστική απαλλοτρίωση, για τη δημιουργία του κύριου παρακαμπτήριου δρόμου της Πόλεως Χρυσοχούς, με αποτέλεσμα το εμβαδόν του να μειώνεται αισθητά έτσι που τα όρια ανάπτυξης του επίσης να ελαττώνονται.
Προφανώς, λοιπόν, επρόκειτο για ένα αντιστάθμισμα του επαχθούς μέτρου της απαλλοτρίωσης με την αποδοχή του αιτήματος για χαλάρωση, που δεν έχει να κάνει τίποτε με το δημόσιο συμφέρον. Αντίθετα ελήφθη υπόψη μόνο το ιδιωτικό, δηλαδή του ενδιαφερ.μέρους. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να προβάλλει την επίδικη απόφαση στο πεδίο του δημοσίου συμφέροντος. Δεν αιτιολογήθηκε π.χ., και η επίπτωση της χαλάρωσης στην υφιστάμενη γειτονική οικοδομή των αιτητών, η οποία, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, είχε κηρυχθεί ως διατηρητέα. Η απόφαση στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας κ.ά. είναι σχετική επί του θέματος. Σ' αυτή συνοψίζονται οι αρχές της νομολογίας, όπως τέθηκαν σε πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων και στην Τουμαζής ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 408, 415, 416, από την οποία παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα:
«Είναι καθιερωμένη αρχή ότι, απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί αιτιολογία. Αν πρόκειται η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος να προσφέρει στήριξη σε μια διοικητική ενέργεια θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο. Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος επιβάλλεται από της πλευράς της προστασίας του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου. Βλ. Στεφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367.
Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να οριστεί εκ των προτέρων κατά τρόπο απαλλαγμένο από αοριστολογίες, σφάλματα και μονομέρειες. Το δημόσιο συμφέρον είναι μια εικόνα που αποκτά πρακτική χειροπιαστή σημασία με τη συγκεκριμενοποίησή της. Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος δεν αποτελεί κατηγορία ευρισκόμενη εκτός και πέρα της περιοχής του δικαίου και της αρχής της νομιμότητας αλλά εντάσσεται σ' αυτήν. Η αρχή της νομιμότητας, στην οποία θεμελιώνεται το κράτος δικαίου, περιορίζει την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται στα κρατικά όργανα, στους λόγους και μόνο για τους οποίους μπορεί σύντομα να ασκηθεί. Βλ. Αντωνιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 295.»
Ενόψει των ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με £500 έξοδα εναντίον του πρώτου καθ' ου η αίτηση, που έλαβε την επίδικη απόφαση. Η προσφυγή απορρίπτεται όμως εναντίον της κυπριακής δημοκρατίας χωρίς έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.