ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 4 ΑΑΔ 1054

31 Οκτωβρίου, 2002

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ

ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 765/2002)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της επίδικης απόφασης ― Προϋποθέσεις από τη νομολογία ― Έκδηλη παρανομία και ανεπανόρθωτη ζημία ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν ― Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Αναπληρωματικός διορισμός ― Άρθρο 42 του Ν.1/90 και Καν. 10 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις του αναπληρωματικού διορισμού μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση στην κριθείσα περίπτωση και αξιολόγησή τους από το Δικαστήριο.

Ο αιτητής επεδίωξε με ενδιάμεση αίτηση την αναστολή εκτέλεσης, μέχρις εκδικάσεως της προσφυγής, της επίδικης απόφασης του αναπληρωματικού διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Εφόρου Εταιρειών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

1.  Σύμφωνα με τη νομολογία για να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής διοικητικής απόφασης πρέπει να συντρέχει μια από τις δύο προϋποθέσεις:-

(α) Έκδηλη παρανομία· και

(β) ανεπανόρθωτη ζημιά.

     Σύμφωνα με τη νομολογία η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος. Είναι επίσης νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυσή τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος, αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξετασθούν από το Δικαστήριο.

     Οι θέσεις που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή για έκδηλη παρανομία αποτελούν, πιθανώς, ζητήματα προς συζήτηση αλλά, καταφανώς, δεν συνιστούν έκδηλη παρανομία, όπως έχει επεξηγηθεί σταθερά και αμετακίνητα από τη νομολογία.

2.  Από τις διατάξεις του νόμου και των Κανονισμών ουδαμώς προκύπτει ότι η ΕΔΥ δεν είχε εκ του νόμου δικαίωμα να προβεί σε αναπληρωματικό διορισμό. Αντίθετα η διάταξη του νόμου δίδει δικαίωμα στην ΕΔΥ, κατόπιν σύστασης της αρμοδίας αρχής, να προβεί σε αναπληρωματικό διορισμό "όταν κενούται θέση για οποιοδήποτε λόγο". Και στην παρούσα υπόθεση η θέση κενώθηκε από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ούτε ο νόμος αλλά ούτε και οποιοσδήποτε κανονισμός επιβάλλει στην ΕΔΥ την υποχρέωση να ζητήσει αναστολή της εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκκρεμούσης έφεσης που καταχώρησε.

     Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 11.7.2002 είχε ως διατακτικό την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους με το οποίο η ΕΔΥ συμμορφώθηκε πλήρως επαναφέροντας το ενδιαφερόμενο μέρος στην προτέρα της προαγωγής θέση. Οι λόγοι που κρίθηκαν και οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακύρωση της προαγωγής αποτελούν πράγματι δεδικασμένο για την ΕΔΥ όταν προβεί σε επανεξέταση της επίδικης θέσης. Δεν μπορεί να αποτελεί δεδικασμένο για αναπληρωματικό διορισμό γιατί ένας τέτοιος διορισμός συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, άσχετη με τη δικαστική απόφαση.  Πιθανόν, μια δικαστική απόφαση που ακύρωσε προαγωγή γιατί ο προαχθείς δεν πληρούσε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας να είχε τον αντίκτυπο της σε απόφαση για αναπληρωματικό διορισμό. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση όπου είναι δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.

3.    Ο δικηγόρος του αιτητή δεν αγόρευσε για το θέμα που εγείρει στην ένορκο δήλωσή του ο αιτητής για ανεπανόρθωτη ηθική ζημιά.  Παρά ταύτα, επειδή αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, κρίνεται ότι με την παράγραφο 21 της ένορκής του δήλωσης ο αιτητής δεν στοιχειοθετεί, στο μέτρο που απαιτείται από τη νομολογία, τη θέση ότι, εάν η επίδικη απόφαση δεν ανασταλεί, θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ηθική βλάβη. Τα στοιχεία που παραθέτει δεν είναι ικανά να στηρίξουν τη θέση του, σύμφωνα με τη νομολογία.

Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αντωνίου v. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164,

Moyo a.o. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203,

Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345,

Κροκίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857,

Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 692/2001, ημερ. 7.9.2001,

Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837.

Προσφυγή.

Κ. Χ"Ιωάννου, για τον Αιτητή.

Δ. Κούσιου, για την Καθ' ης η αίτηση.

Ι. Νικολάου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με απόφαση της ημερ. 2.1.2002 προήγαγε την κ. Στάλω Παπαϊωάννου (ενδιαφερόμενο πρόσωπο) στη θέση του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη από την 15.1.2002. Ο αιτητής με προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο ζήτησε την ακύρωση της πιο πάνω προαγωγής. Το Ανώτατο Δικαστήριο με αιτιολογημένη απόφαση του ημερ. 11.7.2002 δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την πιο πάνω προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η ΕΔΥ συμμορφούμενη αμέσως με το ακυρωτικό αποτέλεσμα επαναφέρει το ενδιαφερόμενο μέρος στην προτέρα, προ της προαγωγής, θέση που κατείχε.

Στις 15.7.2002 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού με επιστολή του προς την ΕΔΥ, σύμφωνα με το άρθρο 42 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 (όπως τροποποιήθηκε) και τον Κανονισμό 10 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 υπέβαλε σύσταση για αναπληρωματικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης της, μέχρι την κανονική πλήρωσή της.

Η ΕΔΥ σε συνεδρία της, ημερ. 15.7.2002, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιον της στοιχεία και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και αφού ικανοποιήθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα προσόντα που απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, αποφάσισε να διορίσει το ενδιαφερόμενο μέρος Αναπληρωτή Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη από 15.7.2002 μέχρι την κανονική πλήρωση της θέσης, επιπρόσθετα με τα καθήκοντα της θέσης της.

Σημειώνω επίσης ότι η ΕΔΥ εφεσίβαλε την 5.8.2002 την πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε στις 11.7.2002. Έφεση επίσης καταχώρησε εναντίον της ίδιας πρωτόδικης απόφασης και το ενδιαφερόμενο μέρος στις 7.8.2002.

Ο αιτητής στις 19.8.2002 καταχώρησε την παρούσα προσφυγή εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ για τον αναπληρωματικό διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους. Την ίδια ημερομηνία (19.8.2002) καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητά διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς της απόφασης της ΕΔΥ για τον αναπληρωματικό διορισμό. Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της αίτησης τόσο στους καθ' ων η αίτηση όσο και στο ενδιαφερόμενο μέρος, και όρισε την ακρόαση σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Τόσο οι καθ' ων η αίτηση όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος καταχώρησαν γραπτές ενστάσεις και έτσι η αίτηση οδηγήθηκε στην ακρόαση.

Ο αιτητής στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται "έκδηλη περιφρόνηση του Δικαστηρίου και καταστρατήγηση της εκδοθείσας απόφασης" καθώς και "ανεπανόρθωτη ηθική ζημία". Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το περιεχόμενο των παραγράφων 20 και 21 της ένορκης δήλωσης του αιτητή που αποτελεί και την ουσία της υπόθεσής του:-

"20. Ως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι μου και ειλικρινά πιστεύω η επίδικη απόφαση συνιστά έκδηλη περιφρόνηση του Δικαστηρίου και καταστρατήγηση της εκδοθείσης απόφασης διότι:

(α)  Με την επίδικη απόφαση η ΕΔΥ διατηρεί τη δημιουργηθείσα με την ακυρωθείσα απόφαση νομική και πραγματική κατάσταση και τούτο χωρίς μέχρι σήμερα να έχει ανασταλεί η απόφαση στην 166/02 ούτε να έχει υποβληθεί οποιοδήποτε προς τούτο αίτημα δηλαδή:

(i)   το ενδιαφερόμενο μέρος θα εξακολουθεί να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης και να ηγείται του Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και εκπροσωπεί τοπικά και διεθνώς το Τμήμα ενώ η προαγωγή του σ' αυτή ακυρώθηκε.

(ii)  το ενδιαφερόμενο μέρος θα εξακολουθήσει να λαμβάνει τη μισθοδοσία της θέσης και

(iii) το ενδιαφερόμενο μέρος θα εξακολουθήσει να με αξιολογεί στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις ως προϊσταμένη του Τμήματος.

(β)  Η ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 166/02 προσφυγή εξαφάνισε την απόφαση για διορισμό της κας Στάλως Παπαϊωάννου στη θέση του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη από 15.1.02 ex tunc, δηλαδή επανέφερε τα πράγματα στην αμέσως προ της ακυρωθείσης απόφασης νομική και πραγματική κατάσταση δηλαδή στο διορισμό εκ περιτροπής ως Αναπληρωτή Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη των δύο Βοηθών κ.κ. Σπύρο Κόκκινο και Στάλω Παπαϊωάννου ως το Τεκμ. 3 (δέσμη) που εγίνετο τότε με σύσταση της αρμοδίας αρχής.

(γ)  Η επίδικη απόφαση συνιστά ανάκληση της προηγούμενης διοικητικής πρακτικής και απόφασης και της σύστασης της αρμοδίας αρχής αναιτιολόγητα αφού το μόνο που άλλαξε από τότε ήταν η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους και η ακύρωσή της.

(δ) Η επίδικη απόφαση συνιστά εμμονή σε μια σφαλερή και άκυρη κρίση επ' αόριστο.

(ε)  Η επίδικη απόφαση αποφεύγει το ζητούμενο που ήταν η τάχιστη επανεξέταση του ζητήματος πλήρωσης της θέσης του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη.

(στ) Υιοθετώ περαιτέρω τους νομικούς λόγους και γεγονότα που αναφέρονται στην προσφυγή.

21. Με την επίδικη απόφαση υφίσταμαι ανεπανόρθωτη ηθική ζημιά τόσον ενδοτμηματικά διότι παρουσιάζεται ότι η ακύρωση της προαγωγής του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην Προσφυγή Αρ. 166/02 έγινε για τυπικό σφάλμα και ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος θα επαναδιοριστεί, όσο και στη δημιουργία εντυπώσεων τοπικά και διεθνώς στο ζήτημα εκπροσώπησης του Τμήματος, παρουσιάζομαι δε ως ο ιδιότροπος που δεν δέχεται τον "καλύτερό του"."

Σύμφωνα με τη νομολογία για να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα αναστολής διοικητικής απόφασης πρέπει να συντρέχει μια από τις δύο προϋποθέσεις:-

(α)                                       Έκδηλη παρανομία· και

(β)                                         ανεπανόρθωτη ζημιά.

(Βλέπε Αντωνίου ν. Συμβουλίου Κεντρικού Σφαγείου (2001) 3 Α.Α.Δ. 164, Moyo a.o. v. Republic (1988) 3(Β) C.L.R. 1203, Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345, Kροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1857, Κοινοτικό Συμβούλιο Παλαιχωρίου Ορεινής ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 692/2001, ημερ. 7.9.2001).

Στην Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) (απόφαση Ολομέλειας) έχει γίνει ευρεία ανασκόπιση της νομολογίας που σχετίζεται με τη σημασία της έκδηλης παρανομίας. Το σχετικό απόσπασμά της έχει ως ακολούθως:-

"Είναι κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης 'προφανής παρανομία'. Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων. Στο σημείο αυτό η απόφαση Frangos a.o. ν. Minister of Interior a.o. (1982) 3 C.L.R. 53, στη σελ. 57 διευκρινίζει:

'For the court to act, the illegality must be palpably identifiable without having to probe into disputed facts.'

 .................................................................................................

'Although what amounts to flagrant illegality, is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law....'".

Bλέπε επίσης Moyo (πιο πάνω) όπου έχουν λεχθεί τα εξής:-

"For the illegality to qualify as flagrant, it must be glaring and as such self-evident and immediately identifiable."

Σύμφωνα με τη νομολογία η αναστολή αποτελεί πάντοτε ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και όχι ζήτημα δικαιώματος. (Βλέπε: Sofocleous, πιο πάνω). Είναι επίσης νομολογημένο ότι τα νομικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται κατά τη δίκη. Επίλυση τους στο στάδιο της διαδικασίας για χορήγηση προσωρινού διατάγματος αποτελεί σοβαρή επέμβαση στην πορεία της δίκης και στα επίδικα θέματα τα οποία θα εξετασθούν από το Δικαστήριο (Βλέπε: Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837).

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι και των τριών διαδίκων αγόρευσαν σε έκταση ενώπιον μου. Δεν παρουσίασαν καμιά περαιτέρω προφορική μαρτυρία πέραν των ενόρκων δηλώσεων.

Ο κ. Κ. Α. Χ"Ιωάννου που υπεστήριξε με την αγόρευση του το αίτημα της αίτησης εισηγήθηκε ότι (α) η ΕΔΥ δεν έχει εκ του νόμου εξουσία να προβαίνει σε αναπληρωματικό διορισμό μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κατά τον αιτητή η ΕΔΥ είχε υποχρέωση με αίτηση της να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης της και (β) ότι η επίδικη απόφαση του αναπληρωματικού διορισμού παραβιάζει το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν την απόφαση ως επίσης και το δεδικασμένο που προέκυψε από την ακυρωτική απόφαση και επί πλέον αποτελεί περιφρόνηση του Δικαστηρίου.

Ο κ. Χ"Ιωάννου δεν υπεστήριξε τη θέση ότι η επίδικη απόφαση προκαλεί ανεπανόρθωτη ηθική ζημιά στον αιτητή, προβάλλοντας στην αρχή της αγόρευσης του ότι βάση της αίτησης του είναι η έκδηλη παρανομία.

Και οι δύο πιο πάνω θέσεις που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή για έκδηλη παρανομία, όσον ελκυστικές κι' αν είναι, δεν με βρίσκουν σύμφωνο. Αποτελούν, πιθανώς, ζητήματα προς συζήτηση αλλά, καταφανώς, δεν συνιστούν έκδηλη παρανομία, όπως έχει επεξηγηθεί σταθερά και αμετακίνητα από τη νομολογία.

Το άρθρο 42 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) έχει ως εξής:-

"42.-(1) Όταν κενούται θέση για οποιοδήποτε λόγο ή ο κάτοχος αυτής απουσιάζει με άδεια ή δεν μπορεί να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του, δύναται να διοριστεί άλλο πρόσωπο για να ενεργεί αναπληρωτικά στη θέση αυτή κάτω από τέτοιους όρους, όπως θα καθοριστούν.

(2) Αναπληρωτικός διορισμός γίνεται ύστερα από σύσταση της αρμόδιας αρχής."

Ο Καν. 10 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 θέτει τις προϋποθέσεις και όρους για ένα τέτοιο διορισμό που είναι:-

"(α)  Μισθοδοτική κλίμακα Α13 και άνω, και

  (β) νοουμένου ότι ο υπάλληλος που συνιστάται για τέτοιο διορισμό κατέχει τα προσόντα της θέσης και αναμένεται απ' αυτόν να εκτελεί όλα τα καθήκοντα και να αναλάβει όλες τις ευθύνες της θέσης."

Από τις διατάξεις του νόμου και των Κανονισμών ουδαμώς προκύπτει ότι η ΕΔΥ δεν είχε εκ του νόμου δικαίωμα να προβεί σε αναπληρωματικό διορισμό. Αντίθετα η διάταξη του νόμου δίδει δικαίωμα στην ΕΔΥ, κατόπιν σύστασης της αρμοδίας αρχής, να προβεί σε αναπληρωματικό διορισμό "όταν κενούται θέση για οποιοδήποτε λόγο". Και στην παρούσα υπόθεση η θέση κενώθηκε από την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ούτε ο νόμος αλλά ούτε και οποιοσδήποτε κανονισμός επιβάλλει στην ΕΔΥ την υποχρέωση να ζητήσει αναστολή της εκτέλεσης ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εκκρεμούσης έφεσης που καταχώρησε.

Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 11.7.2002 είχε ως διατακτικό την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους με το οποίο η ΕΔΥ συμμορφώθηκε πλήρως επαναφέροντας το ενδιαφερόμενο μέρος στην προτέρα της προαγωγής θέση. Οι λόγοι που κρίθηκαν και οδήγησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακύρωση της προαγωγής αποτελούν πράγματι δεδικασμένο για την ΕΔΥ όταν προβεί σε επανεξέταση της επίδικης θέσης. Δεν μπορεί να αποτελεί δεδικασμένο για αναπληρωματικό διορισμό γιατί ένας τέτοιος διορισμός συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, άσχετη με τη δικαστική απόφαση. Παρεμπιπτόντως, μπορώ να αναφέρω, ότι, πιθανό, μια δικαστική απόφαση που ακύρωσε προαγωγή γιατί ο προαχθείς δεν πληρούσε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας να είχε τον αντίκτυπο της σε απόφαση για αναπληρωματικό διορισμό. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως δεν προκύπτει στην παρούσα υπόθεση όπου είναι δεδομένο ότι το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, πράγμα εξάλλου απαραίτητο με βάση τον Κανονισμό 10, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.

Αλλά και η περαιτέρω θέση του κ. Χ"Ιωάννου ότι η απόφαση της ΕΔΥ για αναπληρωματικό διορισμό παραβιάζει το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν την ακυρωθείσα απόφαση της δεν με βρίσκει σύμφωνο και εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί έκδηλη παρανομία. Είναι γεγονός ότι από το χρόνο που η θέση κενώθηκε μέχρι την απόφαση της ΕΔΥ για πλήρωση της στις 2.1.2002, κατόπιν προφανώς σύστασης της αρμοδίας αρχής διορίζοντο ως αναπληρωτής εκ περιτροπής τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος. Όλοι αυτοί οι διορισμοί είχαν ημερομηνία λήξεως ο δε τελευταίος διορισμός αφορούσε τον αιτητή και έληξε στις 30.12.2001. Κάθε τέτοιος διορισμός συνιστούσε αυτοτελή διοικητική πράξη. Η ΕΔΥ δεν είχε υποχρέωση να ακολουθήσει την ίδια τακτική μετά την ακυρωτική απόφαση αφού απαιτείτο σύσταση της αρμοδίας αρχής χωρίς την οποία δεν μπορούσε να ενεργήσει.

Καταλήγω κατά συνέπεια ότι ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη παρανομία για να δικαιούται στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Όπως ανέφερα ο δικηγόρος του αιτητή δεν αγόρευσε για το θέμα που εγείρει στην ένορκο δήλωση του ο αιτητής για ανεπανόρθωτη ηθική ζημιά. Παρά ταύτα, επειδή αναφέρεται στην ένορκη δήλωση, είμαι της γνώμης ότι με την παράγραφο 21 της ένορκης του δήλωσης ο αιτητής δεν στοιχειοθετεί, στο μέτρο που απαιτείται από τη νομολογία, τη θέση ότι, εάν η επίδικη απόφαση δεν ανασταλεί, θα του προκαλέσει ανεπανόρθωτη ηθική βλάβη. Τα στοιχεία που παραθέτει δεν είναι ικανά να στηρίξουν τη θέση του, σύμφωνα με τη νομολογία.

Για τους λόγους αυτούς η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή στο τέλος της διαδικασίας στην κυρίως προσφυγή.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο