ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Δημοκρατία ν. Αντωνίου & άλλων (1993) 3 ΑΑΔ 325
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 77
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Eλένης Κωνσταντίνου (2002) 3 ΑΑΔ 534
Eυθυμίου Eυθύμιος A. και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1156
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Διαμαντής Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 1086
Αντωνίου Αντώνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 4 ΑΑΔ 202
Κυριάκου Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 4 ΑΑΔ 111
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΗΛΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1760/2009, 4/7/2012
(2002) 4 ΑΑΔ 962
18 Οκτωβρίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 4/2001)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 5/2001)
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 6/2001)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 24/2001)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΗΛΙΑ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ
ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες προσφυγές Αρ. 4/2001, 5/2001, 6/2001, 24/2001)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών στη διαδικασία των προαγωγών ― Υιοθέτηση δεσμευτικής νομολογίας.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Το στοιχείο της απόδοσης ― Δεν δικαιολογείται παρέμβαση του ακυρωτικού δικαστηρίου προς υποκατάσταση της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης στην αξιολόγηση της απόδοσης.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Βαθμολόγηση της απόδοσης στην προφορική συνέντευξη από το Συμβούλιο Κρίσεως ― Η αντιμετώπισή της από τη δεσμευτική νομολογία και η εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Αριθμοποίηση του κριτηρίου στο ειδικό έντυπο που χρησιμοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Κρίθηκε εξώφθαλμα παράνομη.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Πρόσθετα προσόντα ― Αριθμοποίηση του κριτηρίου στο ειδικό έντυπο που χρησιμοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Κρίθηκε παράνομη για περισσότερους του ενός λόγους.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Ευδόκιμη υπηρεσία ― Κατά πόσο ήταν νόμιμη η εξειδίκευση του κριτηρίου στο ειδικό έντυπο που χρησιμοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Προαγωγές ― Το ειδικό έντυπο αριθμοποίησης των κριτηρίων αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Πολλαπλώς και ριζικά πάσχουσα η απόδοση μονάδων από το Συμβούλιο Κρίσεως ― Απόκλιση από άλλες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Συνέπειες ανάλογα με την επενέργεια των πρόσθετων μονάδων στο τελικό αποτέλεσμα των βαθμών που εξασφαλίζει ο κάθε υποψήφιος.
Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στο βαθμό του Λοχία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εν μέρει ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Συζητήθηκαν οι κατά την άποψη ορισμένων αιτητών επιπτώσεις από την παράλειψη καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων αξιωματικών των υποψηφίων, αλλά αβασίμως. Κατά την επιφύλαξη στον Κανονισμό 6(2) της Κ.Δ.Π. 52/89 η Επιτροπή Αξιολόγησης "θα συμβουλεύεται" τους υπεύθυνους αξιωματικούς και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την απόφαση που εξέδωσε ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, στη σελ. 345, έκρινε ως εξής:
"Ο Κανονισμός δεν επιβάλλει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών τους οποίους η Επιτροπή συμβουλεύεται. Τα μέσα λήψης της συμβουλής και η μέθοδος εργασίας επαφίονται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής".
Στα ειδικά έντυπα που συμπλήρωσε η Επιτροπή Αξιολόγησης καταγράφεται πως συμβουλεύθηκε τους υπεύθυνους αξιωματικούς και, στη βάση των πιο πάνω, δε διαπιστώνεται παράβαση του Κανονισμού.
2. Ο αιτητής Σωκράτους συζήτησε και ένα δεύτερο, επί μέρους, θέμα σε σχέση με την αξιολόγηση από την Επιτροπή στο στοιχείο της απόδοσης. Η Επιτροπή τον έκρινε όχι ως εξαίρετο αλλά ως πολύ καλό και κατά τη γνώμη του αυτό ήταν λάθος. Δε δικαιολογείται όμως παρέμβαση προς υποκατάσταση αυτής της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης.
3. Έντονες ήταν οι απόψεις των αιτητών σε σχέση με τους βαθμούς που απέδωσε στους υποψηφίους το Συμβούλιο Κρίσης. Κατ' αρχάς, σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη. Οι αιτητές εξασφάλισαν αισθητά χαμηλότερη βαθμολογία σε σχέση με την απόδοσή τους στην προσωπική συνέντευξη και προβάλλουν σειρά ισχυρισμών που απολήγουν στην αμφισβήτηση του κύρους αυτού του στοιχείου κρίσης με αναφορά στην, κατά την άποψή τους, έλλειψη αιτιολογίας και την απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προσωπική συνέντευξη, κατά ανατροπή των αντικειμενικών στοιχείων αξίας του καθενός, όπως τα αποκαλύπτουν οι φάκελοι, το περιεχόμενο των οποίων και αντανακλάται στην ίδια τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Και αυτά τα επιχειρήματα είναι αβάσιμα αφού όμοιά τους εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω).
4. Οι αιτητές επικαλούνται έντονα την αρχαιότητά τους και τίθεται ζήτημα σε σχέση με το κατά πόσο οι δύο βαθμοί στους 100 στο ειδικό έντυπο αντανακλούν ευλόγως τη σημασία αυτού του θεσμοθετημένου κριτηρίου, έστω με τον περιορισμό που εισάγουν οι Κανονισμοί. Εντοπίζεται εξώφθαλμο σφάλμα ως εξής: Το Συμβούλιο Κρίσεως, όπως εξηγείται στο ειδικό έντυπο, από τους δυο βαθμούς απέδιδε ένα βαθμό για την αρχαιότητα σε όσους είχαν από μηδέν μέχρι οκτώ χρόνια υπηρεσίας και δυο βαθμούς σε όσους είχαν 8 και πλέον χρόνια υπηρεσίας. Επομένως το κριτήριο της αρχαιότητας εξουδετερώθηκε.
5. Κρίσιμο σφάλμα σε σχέση με τον καταμερισμό των δέκα μονάδων εντοπίζεται και σε σχέση με το στοιχείο 6 στο ειδικό έντυπο. Προβλέπεται σ' αυτό πως θα αποδίδεται μέχρι μια μονάδα, σε σχέση με εκπαιδεύσεις εξωτερικού συμπεριλαμβανομένων και αυτών που θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν και ικανοποιούν τον Καν. 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 Κ.Δ.Π. 52/89. Πράγματι, κατά τον πιο πάνω Κανονισμό, "Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστον έξι μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν". Ο όρος επιπρόσθετο προσόν, στο χώρο του διοικητικού δικαίου, έχει ειδική σημασία. Είναι δε πάγια η νομολογία πως δικαιολογείται η προαγωγή υποψηφίου που δεν έχει επιπρόσθετο προσόν έναντι υποψηφίου που έχει τέτοιο, μόνο με ειδική αιτιολογία. Είναι θεμελιώδες πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης επί τεχνικών θεμάτων και, βεβαίως, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω), δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης σε σχέση με το ύψος της ανώτερης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο. Ασκείται όμως έλεγχος ακραίων ορίων, νομιμότητας δηλαδή, και ενόψει της νομολογίας σε σχέση με τη σημασία προβλεπόμενου επιπρόσθετου προσόντος η απόδοση, σε ένα σύστημα βαθμολογίας μέχρι 100 μονάδων, μόνο μιας μονάδας (έστω στο πλαίσιο των 10 επιπρόσθετων βαθμών του Συμβουλίου Κρίσεως) και αυτής ως συντρέχουσας μαζί με άλλες εκπαιδεύσεις, καταλήγει παράνομη. Ούτως ή άλλως, εντοπίζεται και δεύτερη παρανομία, ως εξής: Κατά τον Κανονισμό 3(2) θα προσδίδεται μεγαλύτερη σπουδαιότητα στα προσόντα παρά στην αρχαιότητα. Κατά τον καταμερισμό που έγινε, μέσα στο σύστημα της βαθμολογίας που ίσχυσε, αποφασίστηκε να αποδίδονται δυο μονάδες για την αρχαιότητα και μια, μάλιστα μαζί με άλλα, για προβλεπόμενο επιπρόσθετο προσόν.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα ζήτημα. Κατά το ειδικό έντυπο αποδίδεται μέχρι μια μονάδα στις εκπαιδεύσεις εξωτερικού και τα άλλα ως ανωτέρω (στοιχείο 6) και, επιπρόσθετα, 1.50 μονάδες για ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξαταξίου σχολής (στοιχείο 8), με πρόδηλη τη δυνατότητα αυτά τα δύο να συμπίπτουν έτσι ώστε, δυνητικά, να βαθμολογούνται διπλά. Και αυτό συνέβη πράγματι την περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου Π. Γεωργίου ο οποίος ενώ είχε μόνο πτυχίο Οικονομικής των Επιχειρήσεων της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εξασφάλισε μια μονάδα για το στοιχείο 6 και μια μονάδα για το στοιχείο 8. Επίσης, στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χ. Φιλιππίδη, για το ίδιο μεταπτυχιακό (δεν είχε πρώτο πτυχίο) αποδόθηκε μια μονάδα για το στοιχείο 6 και 1.50 μονάδες για το στοιχείο 8. Διαπιστώνεται επίσης και η προφανής πλάνη σε σχέση με το πιστοποιητικό που κατείχε ο αιτητής Σ. Σωκράτους Ιntroductory Certificate in Management Thames Valley University για το οποίο δεν του δόθηκε βαθμός ενώ για το όμοιο δόθηκε στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Π. Μηνά και Χ. Ευδοκίμου.
6. Το ζήτημα δεν αφορά πλέον στους βαθμούς που αποδόθηκαν στον καθένα στην πράξη. Αφορά στη ρίζα του καταμερισμού των βαθμών όπως αυτός εξ αρχής προαποφασίστηκε με τον καταρτισμό του ειδικού εντύπου. Δεν είναι δυνατό να φανεί ποιός θα ήταν ο καταμερισμός των δέκα μονάδων που είχε εξουσία να προσθέσει το Συμβούλιο Κρίσεως αν τηρούσε το νόμο και λειτουργούσε μέσα σε επιτρεπτά όρια σε σχέση με τα τρία στοιχεία που επισημάνθηκαν. Στα οποία, ίσως, θα μπορούσε να προστεθεί και τέταρτο, σε σχέση με το στοιχείο 2 του ειδικού εντύπου που προβλέπει 1.25 μονάδες για "ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων". Εισηγούνται επί του προκειμένου οι αιτητές πως η χρησιμοποίηση αυτού του κριτηρίου ενέχει δυνητικά πρόσδοση σημασίας στα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στον κάθε υποψήφιο, κριτήριο ανεπίτρεπτο κατά τη νομολογία εφόσον ενδεχομένως απολήγει σε θυματοποίηση εκείνων στους οποίους ανατέθηκαν άλλα καθήκοντα. Συνεπώς, εφόσον ό,τι προσδιορίζεται ως η εξήγηση για την απόδοση από το Συμβούλιο Κρίσεως των επιπρόσθετων δέκα μονάδων δεν είναι νόμιμο, πάσχει στο σύνολό της η απόδοση των πρόσθετων βαθμών από το Συμβούλιο Κρίσης.
7. Ως προς τις αποφάσεις του δικαστή Χατζηχαμπή στις υποθέσεις Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1344/99, ημερ. 22.3.2001 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1489/99 ημερ. 11.5.2001 στις οποίες το ειδικό έντυπο του Συμβουλίου Κρίσεως θεωρείται ως δεδομένα έγκυρο, ενόψει της υπόθεσης Αντωνίου (ανωτέρω) η οποία χαρακτηρίζεται ως πανομοιότυπη, δεν υιοθετούνται. Το ειδικό έντυπο καταρτίστηκε αργότερα και αφού, σε άλλη υπόθεση, επισημάνθηκε η ανάγκη αιτιολόγησης της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως σε σχέση με τις 10 μονάδες.
8. Διαπιστώνεται, κατά τα ανωτέρω, παρανομία που άπτεται της απόδοσης από το Συμβούλιο Κρίσεως των 10 μονάδων και θα στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων, η διαφορά στη βαθμολογία των οποίων, σε σύγκριση προς εκείνη των αντίστοιχων αιτητών, θα ήταν δυνατό να καλυφθεί. Η διαφορά των βαθμών ήταν αδύνατο να καλυφθεί στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων Α.Θ. Νικολάου, Μ. Χριστοδούλου και Χ. Ευδοκίμου και ως προς αυτούς οι αντίστοιχες προσφυγές πρέπει να απορριφθούν.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν, εν μέρει, με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία κ.ά. v. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325,
Ευθυμίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1156,
Χαραλάμπους v. Δημοκρατία (1994) 3 Α.Α.Δ. 77,
Μιχαηλίδη v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1344/99, ημερ. 22.3.2001,
Ιωάννου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1489/99, ημερ. 11.5.2001,
Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 4, 5 και 6/01.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 24/01.
Γ. Γιωργαλλής, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερομηνίας 24.10.00 που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, 73 αστυφύλακες προάχθηκαν στη θέση του Λοχία. Οι 64 από την 1.11.00 και οι υπόλοιποι από την 1.12.00. Με τις 4 συνεκδικαζόμενες προσφυγές προσβάλλονται οι 21 από τις προαγωγές όπως αναλύεται στον πίνακα που επισυνάπτεται στην παρούσα.
Από τους 295 αστυφύλακες που πληρούσαν τα προσόντα, το Συμβούλιο Κρίσεως, ως όφειλε δυνάμει των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 52/89) (οι Κανονισμοί) σύστησε 146, που ήταν το διπλάσιο των προβλεπόμενων κενών θέσεων. Οι αιτητές στις προσφυγές 4, 5 και 24/01 δεν είχαν συστηθεί και, συνεπώς, οι διεκδικήσεις τους είχαν τερματιστεί από εκείνο το στάδιο. Σύμφωνα με το άρθρο 13Α(1) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε, τα μέλη της Δύναμης μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, προάγονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού και σύμφωνα με την παράγραφο (5) του ίδιου άρθρου, ο Αρχηγός προβαίνει στην επιλογή όσων θα προαχθούν από τους πίνακες που καταρτίστηκαν από το Συμβούλιο Κρίσεως. Συνεπώς, όσα συζητήθηκαν από τους αιτητές που δεν είχαν συστηθεί σε σχέση είτε με την απόφαση του Αρχηγού που ακολούθησε είτε με την έγκρισή της από τον Υπουργό, ως προς τους ιδίους, δεν έχουν θέση στη διαδικασία.
Προς συζήτηση απομένουν οι ισχυρισμοί τους που άπτονται των αξιολογήσεων που απέληξαν στον καταρτισμό του πίνακα του Συμβουλίου Κρίσεως. Ισχυρισμούς σε σχέση με αυτό το στάδιο της διαδικασίας ανέπτυξε και ο αιτητής Α. Ηρακλέους στην Προσφυγή Αρ. 6/01 ο οποίος είχε συστηθεί και, βεβαίως, αυτά τα ζητήματα πρέπει να εξεταστούν συνολικά, σε σχέση δηλαδή με όλους, αφού είναι σαφές πως στο τέλος η βαθμολογία των συστηθέντων από την Επιτροπή Αξιολόγησης και το Συμβούλιο Κρίσεως διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο κατά την τελική επιλογή από τον Αρχηγό. Στην πραγματικότητα, ο Αρχηγός ακολούθησε τη σειρά εκείνης της βαθμολογίας.
Η Επιτροπή Αξιολόγησης βαθμολόγησε τους αστυφύλακες σε σχέση με τα στοιχεία όπως αυτά αναλύονται σε ειδικό έντυπο. Οι αιτητές, στη βάση αυτής της αξιολόγησης, στο πλαίσιο του συστήματος αριθμητικής αποτίμησης που ίσχυε, εξασφάλισαν από την Επιτροπή Αξιολόγησης βαθμολογίες ως εξής: Ο Α. Μιχαλόπουλος 43, ο Σ. Σωκράτους 42, ο Α. Ηρακλέους 43 και ο Χ. Ηλία 41. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εξασφάλισαν βαθμούς από το 41 μέχρι το 43. Δεν έχουν εγερθεί ουσιαστικές αμφισβητήσεις σε σχέση με τη βαθμολογία που προέκυψε από την αξιολόγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης. Συζητήθηκαν οι κατά την άποψη ορισμένων αιτητών επιπτώσεις από την παράλειψη, όπως την αντιλαμβάνονται, καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων αξιωματικών των υποψηφίων, αλλά αβασίμως. Κατά την επιφύλαξη στον Κανονισμό 6(2) η Επιτροπή Αξιολόγησης "θα συμβουλεύεται" τους υπεύθυνους αξιωματικούς και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την απόφαση που εξέδωσε ο Στυλιανίδης, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 325, στη σελ. 345, έκρινε ως εξής:
"Ο Κανονισμός δεν επιβάλλει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων των υπεύθυνων Αξιωματικών τους οποίους η Επιτροπή συμβουλεύεται. Τα μέσα λήψης της συμβουλής και η μέθοδος εργασίας επαφίονται στη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής".
Στα ειδικά έντυπα που συμπλήρωσε η Επιτροπή Αξιολόγησης καταγράφεται πως συμβουλεύθηκε τους υπεύθυνους αξιωματικούς και, στη βάση των πιο πάνω, δε διαπιστώνεται παράβαση του Κανονισμού.
Ο αιτητής Σωκράτους συζήτησε και ένα δεύτερο, επί μέρους, θέμα σε σχέση με την αξιολόγηση από την Επιτροπή στο στοιχείο της απόδοσης. Η Επιτροπή τον έκρινε όχι ως εξαίρετο αλλά ως πολύ καλό και κατά τη γνώμη του αυτό ήταν λάθος. Δε δικαιολογείται όμως παρέμβαση προς υποκατάσταση αυτής της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης.
Έντονες ήταν οι απόψεις των αιτητών σε σχέση με τους βαθμούς που απέδωσε στους υποψηφίους το Συμβούλιο Κρίσης. Κατ' αρχάς, σε σχέση με την προσωπική συνέντευξη. Οι αιτητές εξασφάλισαν αισθητά χαμηλότερη βαθμολογία σε σχέση με την απόδοσή τους στην προσωπική συνέντευξη και προβάλλουν σειρά ισχυρισμών που απολήγουν στην αμφισβήτηση του κύρους αυτού του στοιχείου κρίσης με αναφορά στην, κατά την άποψή τους, έλλειψη αιτιολογίας και την απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προσωπική συνέντευξη, κατά ανατροπή των αντικειμενικών στοιχείων αξίας του καθενός, όπως τα αποκαλύπτουν οι φάκελοι, το περιεχόμενο των οποίων και αντανακλάται στην ίδια τη βαθμολογία της Επιτροπής Αξιολόγησης.
Θεωρώ πως και αυτά τα επιχειρήματα είναι αβάσιμα αφού όμοιά τους εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω). Στην υπόθεση Αντωνίου επικροτήθηκε ο μηχανισμός αξιολόγησης δια μέσου του συστήματος βαθμολόγησης που χρησιμοποιήθηκε. Κρίθηκε συναφώς πως δεν υπήρχε δυσαρμονία μεταξύ των εντύπων που ετοιμάστηκαν σε σχέση με αυτή τη βαθμολόγηση και των Κανονισμών. Αυτά ήταν για όλους τους σκοπούς έγκυρα και οι ισχυρισμοί για πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στις εντυπώσεις από τις προσωπικές συνεντεύξεις απορρίφθηκαν με την επισήμανση πως η νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία η συνέντευξη έχει περιορισμένη βαρύτητα "εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που η συνέντευξη δεν αποτελεί και προφορική εξέταση πάνω σε ουσιαστικά θέματα αναγκαία για την υπηρεσία". Τονίστηκε πως το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης σε σχέση με το ύψος της ανώτερης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο και, εν πάση περιπτώσει, έκρινε ότι "η επί μέρους ανώτερη βαθμολογία για κάθε στοιχείο, όπως καθορίζεται στο έντυπο, είναι εύλογος". Συναφώς απέρριψε και τους ισχυρισμούς σε σχέση με τη βαθμολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις ως εξής (σελ. 342):
"Ο καταμερισμός της βαθμολογίας της απόδοσης των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις είναι προτιμητέος από μια αόριστη περιγραφική ή γενική αριθμητική εκτίμηση. Η καταγραφή στο έντυπο ικανοποιεί την απαίτηση της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8. Τα στοιχεία (β), (γ) και (δ) του Μέρους Ι είναι κριτήρια σε μια οποιαδήποτε συνέντευξη, ειδικά δε όταν πρόκειται για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης. Κανένα από τα στοιχεία του Μέρους Ι δεν είναι εξωγενές ή έξω από το πλαίσιο των Κανονισμών."
Κατά το σύστημα της βαθμολογίας, που κρίθηκε έγκυρο από την Ολομέλεια, οι διεκδικήσεις των υποψηφίων καθορίζονται με βάση τη βαθμολογία τους, με ανώτερο όριο τους 100 βαθμούς. Οι 45, κατά ανώτατο όριο, από αυτούς του βαθμούς αποδίδονται από την Επιτροπή Αξιολόγησης (9Χ5) και οι υπόλοιποι από το Συμβούλιο Κρίσεως. Από αυτούς, οι 45, κατά ανώτατο όριο, αποδίδονται σε σχέση με την απόδοση στις προσωπικές συνεντεύξεις και οι εναπομένοντες 10, με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και του Ατομικού Δελτίου των υποψηφίων. Εγείρονται, κατά τη γνώμη μου, σοβαρά θέματα σε σχέση με τους βαθμούς που απέδωσε τελικά το Συμβούλιο Κρίσεως.
Στην υπόθεση Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1156 το Συμβούλιο Κρίσεως απέδωσε στους υποψηφίους διάφορους βαθμούς, με αναφορά στους Προσωπικούς Φακέλους και τα Ατομικά Δελτία χωρίς όμως να προσδιορίσει ποιά στοιχεία τους είχε υπόψη. Έκρινα, αφού σημείωσα και το γεγονός πως δεν γινόταν καν αναφορά στο γεγονός ότι ένας αιτητής είχε πτυχίο νομικής - πρόσθετο προσόν, ότι εστοιχειοθετείτο λόγος ακυρότητας. Ίσως εξ αιτίας της ανάγκης για αιτιολόγηση που επισημάνθηκε, η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως σε σχέση με τους πιο πάνω δέκα βαθμούς επεξηγείται πλέον σε ειδικό έντυπο το οποίο, στο μεταξύ, καταρτίζεται. Αυτό τιτλοφορείται ως "Επεξηγηματικό έντυπο για την αξιολόγηση του Υποψηφίου με βάση τα στοιχεία του Προσωπικού Φακέλου και Ατομικού Δελτίου". Διαιρείται δε σε στήλες ως εξής: Στην πρώτη καταγράφονται τα κριτήρια. Στη δεύτερη τα χαρακτηριστικά και προσόντα του αξιολογουμένου, στην τρίτη η ανώτερη βαθμολογία για κάθε κριτήριο και στην τέταρτη οι βαθμοί που δίδονται στον κάθε υποψήφιο.
Αναπτύχθηκε σειρά επιχειρημάτων αλλά θα επικεντρωθώ σε εκείνα που μου φαίνονται ως τα πιο κρίσιμα. Ως πρώτο κριτήριο καθορίζονται τα έτη υπηρεσίας των αξιολογουμένων, με δυο βαθμούς ως την ανώτερη βαθμολογία του. Η αρχαιότητα αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο όσο και αν, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2), "δε θα αφήνεται να ρυθμίζει την προαγωγή". Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατία (1994) 3 Α.Α.Δ. 77, που αφορούσε επίσης προαγωγές στην Αστυνομία, διαπιστώθηκε πλάνη σε σχέση με την αρχαιότητα των υποψηφίων και συζητήθηκε η σημασία της ενόψει της πιο πάνω κανονιστικής ρύθμισης. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε:
"Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η πλάνη ως προς την αρχαιότητα αφορούσε επουσιώδες στοιχείο, δεδομένου ότι η αρχαιότητα συνιστά παράγοντα ήσσονος σημασίας ο οποίος καταντά σε αμελητέο στοιχείο για τον προσδιορισμό των διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή. Διαφωνούμε. Ο νομοθέτης ορίζει την αρχαιότητα ως ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για την κρίση των υποψηφίων για προαγωγή. Το γεγονός ότι ο παράγοντας αυτός δεν είναι ρυθμιστικός για τις διεκδικήσεις και υπολείπεται σε σπουδαιότητα των άλλων παραγόντων που προσδιορίζουν την αξία των υποψηφίων, δεν εξουδετερώνει ούτε καταργεί τη σημασία του ως ουσιώδες στοιχείο κρίσεως για την καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή."
Όλοι οι αιτητές είναι αρχαιότεροι των ενδιαφερομένων προσώπων στην κάθε προσφυγή. Ορισμένοι κατά πολλά χρόνια. Ο αιτητής Α. Μιχαλόπουλος έχει 16 χρόνια υπηρεσία και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή που άσκησε, μεταξύ έξι και επτά. Ο αιτητής Σ. Σωκράτους έχει 10 χρόνια υπηρεσίας και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή που άσκησε, μεταξύ έξι και εννέα. Ο αιτητής Α. Ηρακλέους έχει 18 χρόνια υπηρεσίας και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή που άσκησε, μεταξύ έξι και εννέα. Ο αιτητής Χ. Ηλία έχει επτά χρόνια υπηρεσίας και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή που άσκησε, μεταξύ πέντε και έξι. Σημειώνω κατ' αρχάς πως, στο σύστημα της βαθμολογίας που χρησιμοποιείται, η αρχαιότητα υπεισέρχεται ως κριτήριο μόνο στο ειδικό έντυπο που έχει ετοιμάσει το Συμβούλιο Κρίσεως. Βεβαίως ο Αρχηγός της Αστυνομίας στη συνέχεια, κατά την τελική επιλογή, αναφέρεται γενικά και στην αρχαιότητα όπως και στο "επιπρόσθετο προσόν" το οποίο θα μας απασχολήσει στη συνέχεια. Αυτά, όμως, αφού στο μεταξύ αποκλείστηκαν όσοι από τους αιτητές δεν είχαν συστηθεί από το Συμβούλιο Κρίσεως. Οι οποίοι, βεβαίως, δικαιούνταν σε αξιολόγηση λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων στα οποία οι Κανονισμοί ρητά αναφέρονται. Και, περαιτέρω, σε σχέση με όσους είχαν συστηθεί, αφού έλαβε υπόψη, όπως ήδη σημείωσα, και τη βαθμολογία του Συμβουλίου Κρίσεως.
Οι αιτητές επικαλούνται έντονα την αρχαιότητά τους και τίθεται ζήτημα σε σχέση με το κατά πόσο οι δυο βαθμοί στους 100 αντανακλούν ευλόγως τη σημασία αυτού του θεσμοθετημένου κριτηρίου, έστω με τον περιορισμό που εισάγουν οι Κανονισμοί. Δε χρειάζεται να επεκταθώ σ' αυτό το θέμα. Εντοπίζεται εξώφθαλμο σφάλμα ως εξής: Το Συμβούλιο Κρίσεως, όπως εξηγείται στο ειδικό έντυπο, από τους δυο βαθμούς απέδιδε ένα βαθμό για την αρχαιότητα σε όσους είχαν από μηδέν μέχρι οκτώ χρόνια υπηρεσίας και δυο βαθμούς σε όσους είχαν 8 και πλέον χρόνια υπηρεσίας. Επομένως το κριτήριο της αρχαιότητας εξουδετερώθηκε. Αποφασίστηκε να αποδίδονται οι ίδιοι ακριβώς βαθμοί σε όσους είχαν οκτώ χρόνια υπηρεσίας και σε όσους είχαν 18 χρόνια υπηρεσίας. Επίσης σε όσους είχαν ένα χρόνο υπηρεσίας και σε όσους είχαν επτά χρόνια υπηρεσίας. Επομένως, ο καταμερισμός των δέκα μονάδων σε ό,τι αφορά στο κριτήριο της αρχαιότητας απολήγει παράνομος διότι εξομοιώνει τον αρχαιότερο με το νεότερο.
Κρίσιμο σφάλμα σε σχέση με τον καταμερισμό των δέκα μονάδων εντοπίζεται και σε σχέση με το στοιχείο 6 στο ειδικό έντυπο. Προβλέπεται σ' αυτό πως θα αποδίδεται μέχρι μια μονάδα, σε σχέση με εκπαιδεύσεις εξωτερικού συμπεριλαμβανομένων και αυτών που θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν και ικανοποιούν τον Καν. 3(3) των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 Κ.Δ.Π. 52/89. Πράγματι, κατά τον πιο πάνω Κανονισμό, "Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σπουδών ή ισότιμο προσόν ή μετεκπαίδευση στο εξωτερικό για τουλάχιστον έξι μήνες συνολικά σε θέματα συναφή με τις εξουσίες και τα καθήκοντα της Δύναμης θεωρούνται ως επιπρόσθετο προσόν". Ο όρος επιπρόσθετο προσόν, στο χώρο του διοικητικού δικαίου, έχει ειδική σημασία. Είναι δε πάγια η νομολογία μας πως δικαιολογείται η προαγωγή υποψηφίου που δεν έχει επιπρόσθετο προσόν έναντι υποψηφίου που έχει τέτοιο, μόνο με ειδική αιτιολογία. Είναι θεμελιώδες πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης επί τεχνικών θεμάτων και, βεβαίως, όπως τονίστηκε και στην υπόθεση Αντωνίου (ανωτέρω), δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης σε σχέση με το ύψος της ανώτερης βαθμολογίας σε κάθε στοιχείο. Ασκείται όμως έλεγχος ακραίων ορίων, νομιμότητας δηλαδή, και είναι η άποψή μου πως, ενόψει της νομολογίας σε σχέση με τη σημασία προβλεπόμενου επιπρόσθετου προσόντος η απόδοση, σε ένα σύστημα βαθμολογίας μέχρι 100 μονάδων, μόνο μιας μονάδας (έστω στο πλαίσιο των 10 επιπρόσθετων βαθμών του Συμβουλίου Κρίσεως) και αυτής ως συντρέχουσας μαζί με άλλες εκπαιδεύσεις, καταλήγει παράνομη. Ούτως ή άλλως, εντοπίζεται και δεύτερη παρανομία, ως εξής: Κατά τον Κανονισμό 3(2) θα προσδίδεται μεγαλύτερη σπουδαιότητα στα προσόντα παρά στην αρχαιότητα. Κατά τον καταμερισμό που έγινε, μέσα στο σύστημα της βαθμολογίας που ίσχυσε, αποφασίστηκε να αποδίδονται δυο μονάδες για την αρχαιότητα και μια, μάλιστα μαζί με άλλα, για προβλεπόμενο επιπρόσθετο προσόν.
Υπάρχει, όμως, ένα ακόμα ζήτημα. Κατά το ειδικό έντυπο αποδίδεται μέχρι μια μονάδα στις εκπαιδεύσεις εξωτερικού και τα άλλα που προανέφερα (στοιχείο 6) και, επιπρόσθετα, 1.50 μονάδες για ακαδημαϊκά προσόντα πέραν του απολυτηρίου εξαταξίου σχολής (στοιχείο 8), με πρόδηλη τη δυνατότητα αυτά τα δυο να συμπίπτουν έτσι ώστε, δυνητικά, να βαθμολογούνται διπλά. Και έχουμε εδώ πράγματι την περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου Π. Γεωργίου ο οποίος ενώ είχε μόνο πτυχίο Οικονομικής των Επιχειρήσεων της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εξασφάλισε μια μονάδα για το στοιχείο 6 και μια μονάδα για το στοιχείο 8. Επίσης, στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χ. Φιλιππίδη, για το ίδιο μεταπτυχιακό (δεν είχε πρώτο πτυχίο) αποδόθηκε μια μονάδα για το στοιχείο 6 και 1.50 μονάδες για το στοιχείο 8. Σημειώνω παρενθετικά και την προφανή πλάνη σε σχέση με το πιστοποιητικό που κατείχε ο αιτητής Σ. Σωκράτους Ιntroductory Certificate in Management Thames Valley University για το οποίο δεν του δόθηκε βαθμός ενώ για το όμοιο δόθηκε στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Π. Μηνά και Χ. Ευδοκίμου.
Το ζήτημα δεν αφορά πλέον στους βαθμούς που αποδόθηκαν στον καθένα στην πράξη. Αφορά στη ρίζα του καταμερισμού των βαθμών όπως αυτός εξ αρχής προαποφασίστηκε με τον καταρτισμό του ειδικού εντύπου. Δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε ποιός θα ήταν ο καταμερισμός των δέκα μονάδων που είχε εξουσία να προσθέσει το Συμβούλιο Κρίσεως αν τηρούσε το νόμο και λειτουργούσε μέσα σε επιτρεπτά όρια σε σχέση με τα τρία στοιχεία που επισημάνθηκαν. Στα οποία, ίσως, θα μπορούσε να προστεθεί και τέταρτο, σε σχέση με το στοιχείο 2 του ειδικού εντύπου που προβλέπει 1.25 μονάδες για "ευδόκιμη υπηρεσία σε μεγάλο φάσμα αστυνομικών δραστηριοτήτων". Εισηγούνται επί του προκειμένου οι αιτητές πως η χρησιμοποίηση αυτού του κριτηρίου ενέχει δυνητικά πρόσδοση σημασίας στα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί στον κάθε υποψήφιο, κριτήριο ανεπίτρεπτο κατά τη νομολογία μας εφόσον ενδεχομένως απολήγει σε θυματοποίηση εκείνων στους οποίους ανατέθηκαν άλλα καθήκοντα. Συνεπώς, εφόσον ό,τι προσδιορίζεται ως η εξήγηση για την απόδοση από το Συμβούλιο Κρίσεως των επιπρόσθετων δέκα μονάδων δεν είναι νόμιμο, πάσχει στο σύνολό της η απόδοση των πρόσθετων βαθμών από το Συμβούλιο Κρίσης. Έχω υπόψη μου τις αποφάσεις του αδελφού δικαστή Χατζηχαμπή στις υποθέσεις Μιχαηλίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1344/99, ημερ. 22.3.2001 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1489/99 ημερ. 11.5.2001 στις οποίες το ειδικό έντυπο του Συμβουλίου Κρίσεως θεωρείται ως δεδομένα έγκυρο, ενόψει της υπόθεσης Αντωνίου (ανωτέρω) η οποία χαρακτηρίζεται ως πανομοιότυπη. Με κάθε σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η υπόθεση Αντωνίου καλύπτει τις πιο πάνω πτυχές. Το ειδικό έντυπο καταρτίστηκε αργότερα και αφού, στην υπόθεση Ευθυμίου (ανωτέρω), επισημάνθηκε η ανάγκη αιτιολόγησης της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεως σε σχέση με τις 10 μονάδες.
Διαπιστώνεται, κατά τα ανωτέρω, παρανομία που άπτεται της απόδοσης από το Συμβούλιο Κρίσεως των 10 μονάδων και θα στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων, η διαφορά στη βαθμολογία των οποίων, σε σύγκριση προς εκείνη των αντίστοιχων αιτητών, θα ήταν δυνατό να καλυφθεί. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων Μ. Αγιώτη, Β. Βασιλείου, Π. Γεωργίου, Ε. Ελευθερίου, Χ. Ζαχαρίου, Ε. Ιορδάνους, Π. Ιορδάνους, Π. Μηνά, Σ. Νεοκλέους, Εύη Νικολάου, Μ. Νικολάου, Ν. Νικολάου, Χ. Φιλιππίδης, Γ. Γεωργίου Χ. Σουρουκλή, Ι. Κωνσταντίνου, Μ. Κούμα, και Χρ. Χριστοφίδου η προαγωγή των οποίων πρέπει να ακυρωθεί. Η διαφορά των βαθμών ήταν αδύνατο να καλυφθεί στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων Α.Θ. Νικολάου, Μ. Χριστοδούλου και Χ. Ευδοκίμου και ως προς αυτούς οι αντίστοιχες προσφυγές πρέπει να απορριφθούν. Οι ισχυρισμοί σε σχέση με την απόφαση του Αρχηγού και την έγκριση του Υπουργού, δε χρειάζεται να εξεταστούν ενόψει της σύνδεσής τους προς τη βαθμολογία που προηγήθηκε.
Ο αιτητής Χ. Ηλία στην Προσφυγή Αρ. 24/01 επικαλέστηκε και την ιδιότητα του "παθόντος" με την έννοια του Περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης Παθόντων και Τέκνων των Εγκλωβισμένων Νόμων του 1997 και 1998 (55(Ι)/97 και 100(Ι)/98). Δε χρειάζεται να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου (2002) 3 Α.Α.Δ. 534, η σχετική νομοθετική διάταξη κρίθηκε αντισυνταγματική και αυτό, αναμφιβόλως, θα προσδιορίζει και τον τρόπο αντιμετώπισης του θέματος κατά την επανεξέταση.
Τελικά οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες προαγωγές, κατά την πιο πάνω έκταση, ακυρώνονται Οι υπόλοιπες επικυρώνονται. Έξοδα υπέρ των αιτητών.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν, εν μέρει, με έξοδα.
Από 1.11.2000 Αρ. Προσφυγών
1. Αγαπίου Α. Αγάπιος, Αν. Λοχίας 2497
2. Αγαπίου Μ. Ανδρέας, Αστυφ. 1268
3. Αγγελίδης Α. Γεώργιος, Αν. Λοχίας 746
4. Αγιώτης Γ. Μάριος, Αστυφ. 1105 5/01, 6/01 και 24/01
5. Αλεξίου Χ. Αλέξανδρος, Αν. Λοχίας 4716
6. Αντωνίου Κ. Αντωνάκης, Αν. Λοχίας 4241
7. Αντωνίου Κ. Αντωνάκης, Αστυφ. 3038
8. Βασιλείου Α. Βάσος, Αστυφ. 164 5/01, 6/01
9. Γεωργίου Π. Πολύκαρπος, Αν.Λοχίας 749 24/01
10. Δημητρίου Ι. Χαράλαμπος, Αν. Λοχίας 1215
11. Ελευθερίου Σ. Ελευθέριος, Αν. Λοχίας 1676 24/01
12. Ευδοκίμου Κ. Χαράλαμπος. Αστυφ. 4734 5/01
13. Ζαχαρίου Χρ. Χαράλαμπος, Αστυφ. 523 5/01, 6/01 και 24/01
14. Ηροδότου Γ. Μιχαλάκης, Αστυφ. 840
15. Θεμιστοκλέους Α. Λένας, Αν. Λοχίας 4741
16. Θεμιστοκλέους Α. Μιχαλάκης, Αν. Λοχίας 1184
17. Θεοχάρους Θ. Τρύφωνας, Αστυφ. 2700
18. Ιορδάνους Α. Ελένη, Γ/Αν. Λοχίας 21 4/01, 24/01
19. Ιορδάνους Ι. Παντελής, Αστυφ. 593 4/01, 5/01,
6/01, 24/01
20. Ιωάννου Φ. Ανδρέας, Αν. Λοχίας 4285
21. Ιωάννου Ν. Ειρήνη, Γ/Αν. Λοχίας 2153
22. Κάϊζερ Α. Γεώργιος, Αν.Λοχίας 4654
23. Καλογήρου Ι. Παναγιώτης, Αστυφ. 626
24. Καφάς Γ. Αιμίλιος, Αν. Λοχίας 4662
25. Κούμα Π. Μαρία, Γ/Αστυφ. 118 4/01, 5/01 και 24/01
26. Κουτρουζάς Μ. Περσέας, Αν.Λοχίας 1110
27. Κυρίλλου Ε. Ανδρέας, Αν. Λοχίας 2995
28. Κωνσταντίνου Σ. Αυξέντιος, Αν. Λοχίας 1667
29. Κωνσταντίνου Κ. Δημητράκης, Αστυφ. 4708
30. Κωνσταντίνου Ε. Ιωάννης, Αστυφ. 1140 24/01
31. Κωνσταντίνου Λ. Κωστάκης, Αν.Λοχίας 550
32. Κωνσταντίνου Φ. Κωστάκης, Αστυφ. 1715
33. Κωστή Β. Κωνσταντίνος, Αστυφ. 4229
34. Λοΐζου Ε. Μάριος, Αν.Λοχίας 2353
35. Λουκά Θ. Ανδρέας, Αν. Λοχίας 1344
36. Μηνά Γ. Πέτρος, Αστυφ. 1477 5/01 και 6/01
37. Μίτας Α. Γεώργιος, Αστυφ. 1657
38. Μίτσιγγας Γ. Θεόδωρος, Αν. Λοχίας 958
39. Μιχαήλ Χρ. Χαράλαμπος, Αν. Λοχίας 3350
40. Νεοκλέους Α. Στυλιανός, Αστυφ. 4763 6/01
41. Νικολάου Θ. Άγγελος, Αν. Λοχίας 688 4/01
42. Νικολάου Ε. Εύη, Γ/Αστυφ. 333 5/01, 6/01 και 24/01
43. Νικολάου Κ. Μαρία, Γ/Αν.Λοχίας 184 24/01
44. Νικολάου Κ. Νίκος, Αν. Λοχίας 1056 4/01 και 24/01
45. Νικολάου Σ. Νίκος, Αν. Λοχίας 2242
46. Οδυσσέως Μ. Οδυσσέας, Αν. Λοχίας 262
47. Παλλαρής Λ. Ανδρέας, Αστυφ. 289
48. Παναή Α. Σωτήρης, Αν.Λοχίας 3375
49. Παφίτης Κ. Θεόδωρος, Αν. Λοχίας 2331
50. Πολυβίου Ι. Πολύβιος, Αστυφ. 502
51. Σάββα Κ. Σάββας, Α/Αστυφ. 4317
52. Σταμάτη Α. Σταμάτης, Αν.Λοχίας 2813
53. Στυλιανού Φ. Ιωάννης, Αν. Λοχίας 4632
54. Στυλιανού Σ. Χριστάκης, Αν. Λοχίας 796
55. Φιλιππίδης Α. Χαράλαμπος, Αστυφ. 1459 6/01 και 24/01
56. Χαγκούδη Γ. Χριστόφορος, Αν. Λοχίας 624
57. Χαραλάμπους Σ. Σπύρος, Αν. Λοχίας 4626
58. Χαραλάμπους Α. Χαράλαμπος Αν. Λοχίας 2511
59. Χριστοδουλίδης Λ. Αναστάσιος, Α/Αστυφ. 632
60. Χριστοδούλου Κ. Μαρίνος, Αν. Λοχίας 1205 4/01
61. Χριστοδούλου Α. Στέλιος, Αστυφ. 2101
62. Χριστοδούλου Θ. Χριστόδουλος, Αστυφ. 1498
63. Χρίστου Θ. Χρίστος, Α/Αστυφ. 4524
64. Ψάλτης Ι. Μιχαλάκης, Αν. Λοχίας 1167
Από 1.12.200
1. Γεωργίου Δ. Γεώργιος, Αστυφ. 1511 5/01
2. Θεοδώρου Α. Παναγιώτης, Αστυφ. 700
3. Ιωσήφ Μ. Βασίλειος,Αν. Λοχίας 4636
4. Λεοντίου Α. Λεοντής, Αν. Λοχίας 175
5. Νικολάου Σ. Ανδρέας, Αν. Λοχίας 2583
6. Παναγιώτου Α. Αντιγόνη Γ/Αν. Λοχίας 2082
7. Σουρουκλή Α. Χριστίνα, Γ/Αν. Λοχίας 2328 5/01 και 24/01
8. Χ"Στυλλής Γ. Κώστας, Αν. Λοχίας 3449
9. Χριστοφίδου Α. Χρυστάλλα, Γ/Αν. Λοχίας 40 24/01