ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 894

11 Οκτωβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΕΛΕΝΑ ΖΩΜΕΝΗ-ΑΣΣΙΩΤΗ,

2. ΕΥΗ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ,

3. ΔΩΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

4. ΕΛΕΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΟΥ-ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

5. ΕΛΕΝΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 868/2000)

 

Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Διοικητικό προσωπικό ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρμοδιότητα ― Αποδίδεται στο Συμβούλιο με βάση την συνδυασμένη ερμηνεία των Άρθρων 6(1) και 24(1), του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν. 144/89) και των Καν. 7(1) και 9(4) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 και 1992 (Κ.Δ.Π. 162/90 και 256/92).

Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Σχέδια υπηρεσίας ― Καταρτισμός τους από την Μικτή Επιτροπή Προσωπικού του Πανεπιστημίου ― Η σύνθεση της επιτροπής αντέβαινε στις διατάξεις του Άρθρου 13(ε) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου (Ν. 144/89) ― Συνέπειες.

Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή που κρίθηκε ως κατάλληλος για προαγωγή να προσβάλει την τελική μη επιλογή του, επικαλούμενος παρανομία κατά την κατάρτιση του σχετικού σχεδίου υπηρεσίας.

Πανεπιστήμιο Κύπρου ― Διοικητικό Προσωπικό ― Προαγωγές ― Αιτιολογία ― Αιτιολογία των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων και αιτιολογία ως προς τα λοιπά κριτήρια επιλογής ― Έπασχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

Οι αιτητές προσέβαλαν την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σε Λειτουργούς Πανεπιστημίου Α΄.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Ήταν η θέση των αιτητών ότι το Συμβούλιο δεν επικύρωσε μόνο το διορισμό των Ε.Μ., αλλά προέβη το ίδιο στην επιλογή και διορισμό τους, κατ' αντίθεση προς τις διατάξεις του Άρθρου 6(1)(γ) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου 1989 (Ν. 144/89), όπως τροποποιήθηκε.

     Φαίνεται ωστόσο ότι το Συμβούλιο με τις ρητές διατάξεις του Άρθρου 24(1) έχει και το ίδιο την εξουσία διορισμού:

Η ερμηνεία αυτή συνεπικουρείται και από τον Καν. 7(1) και ιδιαίτερα τον Καν. 9(4) των παραπάνω κανονισμών. Συνεπώς η αρμοδιότητα του Συμβουλίου δεν περιορίζεται σε πράξεις επικύρωσης.

2.  Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης καταρτίστηκε από Επιτροπή καλούμενη Μικτή Επιτροπή Προσωπικού του Πανεπιστημίου (Μ.Ε.Π.Π.).

     Το Άρθρο 13 του νόμου παρέχει εξουσία στη Σύγκλητο να μεταβιβάζει τις αρμοδιότητες της σε επιτροπές που η ίδια ιδρύει, οι οποίες όμως απαρτίζονται από μέλη της:

Τα μέλη της Μ.Ε.Π.Π. εν προκειμένων ήταν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου (Πρόεδρος και της Επιτροπής), ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών, μέχρι τρία μέλη που ορίζει το Συμβούλιο και μέχρι 2 μέλη που ορίζονται από κάθε συνδικαλιστική οργάνωση των υπαλλήλων. Συμμετείχαν και 3 μέλη της Συγκλήτου.

     Η σύνθεση τέτοιας επιτροπής αντιβαίνει προς τις διατάξεις του Άρθρου 13 (ε), που ρητά περιορίζουν τη σύνθεση στα μέλη της Συγκλήτου. Έτσι το σχέδιο υπηρεσίας εδώ καταρτίστηκε από Επιτροπή που ιδρύθηκε κατά παράβαση νόμου. Ήταν ένα εντελώς διαφορετικό όργανο από αυτό για το οποίο κάμνει πρόβλεψη ο νόμος. Το ότι συμμετείχαν μέλη της Συγκλήτου ή ορισμένοι από τους αιτητές δεν του δίνει το χρίσμα νομιμότητας. Ούτε το γεγονός ότι οι αιτητές θεωρήθηκαν υποψήφιοι μπορεί να θεωρηθεί ως απόσβεση της παρανομίας. Η παρατυπία είναι ουσιαστική.  Δεν μπορεί να επιτραπεί ο καταρτισμός σχεδίων υπηρεσίας από όργανα άλλα από εκείνα που ο νομοθέτης επιλέγει.

3.  Η βαθμολογία των συνεντεύξεων, όπως εκφράστηκε στην παρούσα περίπτωση, ισοπεδώνει όλους τους υποψηφίους χωρίς να αποκαλύπτει οτιδήποτε για την ιδιαίτερη απόδοσή τους.  Αναντίρρητα προκύπτει από το σχετικό πρακτικό ότι το αποτέλεσμα των συνεντεύξεων διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην τελική απόφαση.

     Η ομαδική αξιολόγηση με τόση γενικότητα αποτελεί λόγο ακύρωσης. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η διαπλοκή του στοιχείου αυτού με τα άλλα κριτήρια που λήφθηκαν σωρηδόν υπόψη χωρίς σύγκριση ή οποιοδήποτε σχολιασμό των στοιχείων, ιδιαίτερα ορισμένων αιτητών έναντι των Ε.Μ..

     Και τα λοιπά όμως στοιχεία σε σχέση με ορισμένους τουλάχιστον από τους αιτητές έχρηζαν προσεκτικότερης προσέγγισης. Αντ' αυτού επαναλήφθηκαν στερεότυπα τα κριτήρια, με αποτέλεσμα ούτε η αιτιολογία να πείθει.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Κυριάκου v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 189,

Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228.

Προσφυγή.

Ε. Μούντη για Ν. Ζωμενή, για τους Αιτητές.

Αλ. Λυκούργου για Α. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα μέρη.

Cur. adv. vult.

NIKHTAΣ, Δ.: Οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση του καθού η αίτηση Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 10/4/00, με την οποία είχαν προαχθεί από 15/5/00 τα ενδιαφερόμενα μέρη (Ε.Μ.): (1) Αθηνά Γιάλλουρου-Στυλιανού, (2) Μαρίνα Σωτηριάδου-Πετρίδου και (3) Γλαύκος Χρίστου. Οι προσφυγές αφορούσαν τρεις κενές θέσεις Λειτουργού Πανεπιστημίου Α΄ (κλ. Α11) για τις οποίες ήταν και οι ίδιοι υποψήφιοι.

Κατά την παραπάνω κρίσιμη συνεδρίαση του, το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου είχε κατάσταση με συνοπτικά στοιχεία για τις αξιολογήσεις των 9 υποψηφίων για τα έτη 1991 μέχρι και 1999, καθώς και τις λεπτομέρειες αναφορικά με τα ακαδημαϊκά τους προσόντα. Αφού όλοι κρίθηκαν προσοντούχοι κλήθηκαν, ένας έκαστος, σε προσωπική συνέντευξη. Δεν καταγράφτηκε για τον καθένα χωριστά το αποτέλεσμα. Υπήρξε μία ενιαία κρίση ως εξής:

"Η εντύπωση του Συμβουλίου για την απόδοση εκάστου υποψηφίου ήτο ότι όλοι οι υποψήφιοι ήσαν κατά το μάλλον ή ήττον ισοδύναμα κατάλληλοι για προαγωγή."

Μετά ταύτα το Συμβούλιο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση ή σύγκριση των υποψηφίων έχοντας ενώπιον του τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Οι εκθέσεις του 1999 αγνοήθηκαν, εξαιτίας παρατυπιών (όπως έκρινε το Συμβούλιο αφού πήρε νομική συμβουλή), σε ορισμένες από αυτές, που καταρτίστηκαν κατά παράβαση του καν. 9(3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικού Προσωπικού) Κανονισμών του 1990 και 1992 (Κ.Δ.Π. 162/90 και 256/92), στο εξής αναφερόμενοι ως οι Κανονισμοί.

Το Συμβούλιο προέβηκε στην επιλογή των ε.μ. αφού, όπως αναφέρεται στα πρακτικά:

"........................συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία κρίσης δηλ. τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους με τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα των ενώπιον του ατομικών προφορικών συνεντεύξεων και ιδιαίτερα την προσωπικότητα του κάθε υποψηφίου όπως εμφανίζεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις και διαπιστώθηκε κατά τις συνεντεύξεις, αποφάσισε με βάση τα κριτήρια επιλογής, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, ότι οι υποψήφιοι Πετρίδου, Σωτηριάδου Μαρίνα, Στυλιανού-Γιάλλουρου Αθηνά και Χρήστου Γλαύκος (αναφερόμενοι κατ' αλφαβητική σειρά) υπερέχουν των ανθυποψήφιων τους ως καταλληλότεροι για προαγωγή στη θέση Λειτουργού Πανεπιστημίου Α΄. Ενόψει των πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε να προσφέρει σε αυτούς προαγωγή στη θέση του Λειτουργού Πανεπιστημίου Α΄ από τις 15/05/2000."

Είναι ασυνήθιστα πολλοί οι λόγοι ακύρωσης (φτάνουν τουλάχιστον τους 20). Καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα θεμάτων.  Ορισμένοι έχουν σχέση με διαδικαστικά θέματα, αλλά αναπτύσσονται και αρκετοί που άπτονται της ουσίας. Όμως θα ασχοληθώ μόνο με εκείνους τους λόγους που, όπως πιστεύω, παρέχουν το πλαίσιο ικανοποιητικής εξέτασης και επίλυσης της υπόθεσης.

Αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση

Ήταν η θέση των αιτητών ότι το Συμβούλιο δεν επικύρωσε μόνο το διορισμό των ε.μ., αλλά προέβη το ίδιο στην επιλογή και διορισμό τους, κατ' αντίθεση προς τις διατάξεις του άρθρ. 6(1)(γ) του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου 1989 (αρ. 144/89) όπως τροποποιήθηκε, το οποίο ορίζει ότι:

"6.(1) Το Συμβούλιο, αφού τηρηθούν οι διατάξεις του παρόντα Νόμου, ασκεί τις εξουσίες και εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται από τον παρόντα Νόμο ή με βάση τον παρόντα Νόμο και ειδικότερα -

........................................................................................................

(γ) Έχει εξουσία και αρμοδιότητα να επικυρώνει τους διορισμούς ή προαγωγές του διοικητικού προσωπικού του Πανεπιστημίου."

Φαίνεται ωστόσο ότι το Συμβούλιο με τις ρητές διατάξεις του άρθρ. 24(1) έχει και το ίδιο την εξουσία διορισμού:

"24. (1) Διορίζονται από το Συμβούλιο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών και Διευθυντής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου, όπως και άλλοι διοικητικοί υπάλληλοι που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του Πανεπιστημίου."

Η ερμηνεία αυτή συνεπικουρείται και από τον Καν. 7(1) και ιδιαίτερα τον καν. 9(4) των παραπάνω κανονισμών που προβλέπει ότι:

"9(4) Κατά την προαγωγή το Συμβούλιο λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετησίων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων."

Συνεπώς η αρμοδιότητα του Συμβουλίου δεν περιορίζεται σε πράξεις επικύρωσης.

Σχέδια Υπηρεσίας

Είναι η πρώτη - και κύρια - θα έλεγα εισήγηση για τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Είναι γεγονός ότι το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης καταρτίστηκε από Επιτροπή καλούμενη Μικτή Επιτροπή Προσωπικού του Πανεπιστημίου (Μ.Ε.Π.Π. ή Επιτροπή) στην οποία μετείχαν αξιωματούχοι και εκπρόσωποι διαφόρων οργάνων του Πανεπιστημίου μεταξύ των οποίων και της Συγκλήτου. Η διαδικασία αυτή, λέγουν οι αιτητές, ήταν παράνομη, ενόψει των προνοιών του καν. 4(1) των παραπάνω Κανονισμών. Και ότι η παρανομία δεν θεραπεύεται από την μεταγενέστερη έγκριση του σχεδίου υπηρεσίας από το Συμβούλιο.

Η κα Λυκούργου επισύναψε στην αγόρευση της αριθμό εγγράφων από τα οποία φαίνεται η απόφαση της Συγκλήτου για τη σύσταση της Μ.Ε.Π.Π., καθώς και οι όροι λειτουργίας της.  Και μέσα στις αρμοδιότητες φαίνεται να είναι η συζήτηση των όρων υπηρεσίας των υπαλλήλων και η υποβολή στο Συμβούλιο εισηγήσεων για εξέταση και έγκριση. Στην υπό κρίση υπόθεση πράγματι το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας διαμορφώθηκε από την Επιτροπή αυτή που το υπέβαλε στο Συμβούλιο, το οποίο και παρέσχε την έγκριση του. Όπως ισχυρίστηκε ο κ. Αγγελίδης - και είναι γεγονός - από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι τα σχέδια υπηρεσίας καταρτίστηκαν από την Μ.Ε.Π.Π. και εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο (βλ. πρακτικό ημερ. 21/12/99). Εξάλλου την ίδια θέση πρόβαλε και το Πανεπιστήμιο.

Το άρθρ. 13 του νόμου παρέχει εξουσία στη Σύγκλητο να μεταβιβάζει τις αρμοδιότητες της σε επιτροπές που η ίδια ιδρύει, οι οποίες όμως απαρτίζονται από μέλη της:

"13. Η Σύγκλητος αποτελεί το ανώτατο ακαδημαϊκό όργανο του Πανεπιστημίου και έχει την ευθύνη του ακαδημαϊκού έργου του Πανεπιστημίου τόσο στον τομέα της διδασκαλίας όσο και στον τομέα της έρευνας, και ειδικότερα:

........................................................................................................

(ε) καταρτίζει επιτροπές από μέλη της και μπορεί να μεταβιβάζει, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που κρίνει σκόπιμο να επιβάλλει, σε αυτές οποιαδήποτε από τις αρμοδιότητές της.

......................."

Τα μέλη της Μ.Ε.Π.Π. είναι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου (Πρόεδρος και της Επιτροπής), ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών, μέχρι τρία μέλη που ορίζει το Συμβούλιο και μέχρι 2 μέλη που ορίζονται από κάθε συνδικαλιστική οργάνωση των υπαλλήλων. Στην προκείμενη περίπτωση συμμετείχαν και 3 μέλη της Συγκλήτου.

Πρέπει να έχει φανεί ότι η σύνθεση τέτοιας επιτροπής αντιβαίνει προς τις διατάξεις του άρθρ. 13 (ε), που ρητά περιορίζουν τη σύνθεση στα μέλη της Συγκλήτου. Έτσι το σχέδιο υπηρεσίας εδώ καταρτίστηκε από Επιτροπή που ιδρύθηκε κατά παράβαση νόμου. Ήταν ένα εντελώς διαφορετικό όργανο από αυτό για το οποίο κάμνει πρόβλεψη ο νόμος. Το ότι συμμετείχαν μέλη της Συγκλήτου ή ορισμένοι από τους αιτητές δεν του δίνει το χρίσμα νομιμότητας. Ούτε το γεγονός ότι οι αιτητές θεωρήθηκαν υποψήφιοι μπορεί να θεωρηθεί ως απόσβεση της παρανομίας. Η παρατυπία είναι ουσιαστική. Δεν μπορεί να επιτραπεί ο καταρτισμός σχεδίων υπηρεσίας από όργανα άλλα από εκείνα που ο νομοθέτης επιλέγει.

Την ίδια άποψη είχα εκφράσει και στην Κυριάκου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 189, που αφορούσε την προκήρυξη θέσεων από αναρμόδιο όργανο. Και στην περίπτωση εκείνη οι αιτητές θεωρήθηκαν υποψήφιοι, αλλά το σχετικό επιχείρημα, που προβλήθηκε και εδώ, δεν έγινε δεκτό:

"Η προκήρυξη θέσεων συνδέεται άμεσα με τη νομιμότητα της διαδικασίας στην αφετηρία της. Υπάρχει ακόμη ένας λόγος.  Θα είναι επικίνδυνο να προκηρύσσονται θέσεις (ακόμα και για προαγωγή) από αναρμόδια όργανα, όπως στην πραγματικότητα έγινε εδώ. Δεν μπορεί παρά οι πράξεις τους να είναι άκυρες. Αν, παρεμπιπτόντως, ο αιτητής κρίθηκε ως υποψήφιος δεν έχει τόση σημασία. Δεν μπορεί η παρανομία να γίνει ανεκτή γιατί δε ζημιώνεται απευθείας ο αιτητής. Το δημόσιο συμφέρον είναι πολύ ευρύτερη έννοια. Ένα τελευταίο παράδειγμα παρατυπίας στην προκήρυξη θέσεων (Γενικών Διευθυντών Υπουργείων) που οδήγησε σε ακύρωση το διορισμό τους αποτελεί η Ανδρέας Κοφτερός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171. Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσείοντες θεωρήθηκαν υποψήφιοι, αλλά το γεγονός αυτό δεν έπεισε την πλειοψηφία ότι ο τύπος (η προκήρυξη θέσης) δεν ήταν ουσιώδης."

Στην προκείμενη περίπτωση η παρανομία προχωρεί βαθύτερα και αποστερεί την προαγωγική διαδικασία του θεμελίου της.  Γιαυτό και άγομαι στο συμπέρασμα ότι η επίδικη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.

Προφορικές συνεντεύξεις

Η απόφαση είναι ακυρωτέα και για ένα άλλο εντελώς άσχετο με τη νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας λόγο. Θα πρέπει όμως πρώτα να θυμηθούμε το αποτέλεσμα των συνεντεύξεων, που ανέφερα στην αρχή. Η βαθμολογία, όπως εκφράστηκε, ισοπεδώνει όλους τους υποψηφίους χωρίς να αποκαλύπτει οτιδήποτε για την ιδιαίτερη απόδοση τους. Αναντίρρητα προκύπτει από το πρακτικό που παρέθεσα ότι το αποτέλεσμα των συνεντεύξεων διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην τελική απόφαση. Αναφορικά με την αοριστία τέτοιων κρίσεων παραπέμπω στην Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, 232:

".............Από την πλούσια νομολογία που έχει ως σήμερα διαμορφωθεί, προκύπτει ότι το διορίζον όργανο έχει καθήκον να καταγράψει τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη του κάθε υποψηφίου. Μόνο έτσι είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος.

Δεν ικανοποιεί η γενικευμένη κρίση πως λήφθηκε υπόψη η απόδοσή τους. Αρκεί να παραπέμψουμε στην απόφαση της Ολομέλειας Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922."

Αυτή η ομαδική αξιολόγηση με τόση γενικότητα αποτελεί λόγο ακύρωσης. Ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η διαπλοκή του στοιχείου αυτού με τα άλλα κριτήρια που λήφθηκαν σωρηδόν υπόψη χωρίς σύγκριση ή οποιοδήποτε σχολιασμό των στοιχείων, ιδιαίτερα ορισμένων αιτητών έναντι των ε.μ. Η αναγκαιότητα καλύτερης επεξήγησης και αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης προκύπτει και από την επιστολή ημερ. 17/5/00 του καθού προς την αιτήτρια Έλενα Ασσιώτη:

"Σημειώνω ότι όλοι οι υποψήφιοι οι οποίοι έλαβαν μέρος στις συνεντεύξεις είχαν εξαιρετική απόδοση γι' αυτό και τα μέλη του Συμβουλίου είχαν να επιτελέσουν ένα πολύ δύσκολο έργο στην τελική επιλογή των τριών ατόμων που προήχθηκαν."

Και τα λοιπά όμως στοιχεία σε σχέση με ορισμένους τουλάχιστον από τους αιτητές έχρηζαν προσεκτικότερης προσέγγισης.  Αντ' αυτού επαναλήφθηκαν στερεότυπα τα κριτήρια με αποτέλεσμα ούτε η αιτιολογία να πείθει.

Για τους λόγους που εξέθεσα ακυρώνω την επίδικη απόφαση.  Με έξοδα σε βάρος του καθού.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο