ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 738
10 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΟΛΕΑΣ & ΥΙΟΣ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 790/2001)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Προτιμησιακός εκτελεστής δασμολόγησης προϊόντων λόγω της κοινοτικής τους προέλευσης που αποδεικνύεται με πιστοποιητικό κίνησης EUR.1 ― Άρθρα 1, 8.1, 22 και 24 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο είναι εφικτή η επαλήθευση του πιστοποιητικού EUR.1 μετά τον τελωνισμό των σχετικών εισαγομένων αγαθών ― Υιοθέτηση της Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ v. Δημοκρατίας (2001) 4(Α) Α.Α.Δ. 258.
Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση της ανάκλησης της απόφασης των καθ'ων η αίτηση που αφορούσε την δασμολόγηση εισαχθέντων από αυτήν αγαθών τα οποία είχαν τύχει προτιμησιακής δασμολογικής μεταχείρισης ως προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που όμως δεν επαληθεύθηκε από τον έλεγχο της ανθεκτικότητας του πιστοποιητικού EUR.1, στον οποίο προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση μετά τον τελωνισμό και διάθεση των επίδικων αγαθών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Το ζήτημα προς εξέταση είναι κατά πόσο η χρονική περίοδος μέσα στην οποία παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα ενεργοποίησης της επαλήθευσης μπορεί να επεκτείνεται ακόμα και μετά την εισαγωγή και τελωνισμό (παράδοση) των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα όπως ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση ή κατά πόσο η διαδικασία πρέπει να ενεργοποιείται πριν από την εισαγωγή και τελωνισμό (παράδοση) των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται οι αιτητές.
Η αναφορά σε «μεταγενεστέρα επαλήθευση» του Άρθρου 24 αναφέρεται σε επαλήθευση μετά την έκδοση του πιστοποιητικού EUR.1. Το θέμα που πρέπει να απασχολήσει είναι ο προσδιορισμός του χρόνου κατά τον οποίο οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μπορούν να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία της μεταγενέστερης επαλήθευσης.
Ο χρόνος ενεργοποίησης της διαδικασίας επαλήθευσης προηγείται του τελωνισμού και παράδοσης των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα, γιατί διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η τελευταία παράγραφος του Άρθρου 24.2. Όταν λοιπόν οι τελωνειακές αρχές του εισάγοντος κράτους αποφασίσουν να θέσουν σε εφαρμογή τη διαδικασία επαλήθευσης ταυτόχρονα αναστέλλουν και την εφαρμογή του Τίτλου της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης. Σε τέτοια περίπτωση οι τελωνειακές αρχές είναι υποχρεωμένες εκ του νόμου να προτείνουν στον εισαγωγέα την παράδοση των εμπορευμάτων υπό τα μέτρα (όρους) που θα ήθελαν κριθεί αναγκαία. Και τίθεται εύλογα το ερώτημα υπό ποίους όρους ή μέτρα θα γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα αν αυτά θα έχουν προηγουμένως εισαχθεί και εκτελωνισθεί;
Σχετικό επίσης είναι και το Άρθρο 24.3 όπου γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της επαλήθευσης τα οποία πρέπει να γνωστοποιούνται στις αρχές του εισάγοντος κράτους το ταχύτερο δυνατό. Μόνο με αυτή την ερμηνεία του Άρθρου 24 ο εισαγωγέας θα γνωρίζει ότι η εισαγωγή και τελώνιση είναι υπό όρους και θα προγραμματίσει ανάλογα τη θέση του αν θα δεχθεί την εισαγωγή και τελώνιση υπό τους τιθέμενους όρους ή αν θα αναμένει τα αποτελέσματα της επαλήθευσης.
Σχετική με το κρινόμενο ζήτημα είναι και η απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ., στην Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) (4) Α.Α.Δ. 258, στην οποία οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις έτυχαν ανάλογης ερμηνείας και η κατάληξη ήταν ότι η «μεταγενεστέρα» επαλήθευση του Άρθρου 24 δεν μπορεί να εκληφθεί ως αναφορά σε επαλήθευση μεταγενέστερη της εισαγωγής και τελώνισης αλλά της έκδοσης του πιστοποιητικού.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,
Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ v. Δημοκρατίας (2001) 4(Α) Α.Α.Δ. 258.
Προσφυγή.
Κ. Κνώφου, για τους Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές κατέθεσαν τη διασάφηση εισαγωγής ΙΜ2 αρ. Β1090 ημερομηνίας 7.6.99 προς τελωνισμό για διάθεση στην εδώ αγορά 400 σάκων φασολιών που έφθασαν στην Κύπρο από την Ισπανία στις 27.5.1999 με δηλωτικό εισαγωγής 1204/99.
Στην πιο πάνω διασάφηση, οι αιτητές επισύναψαν το τιμολόγιο αγοράς αρ. 100530 ημερ. 17.5.1999 που εξέδωσε η ισπανική εταιρεία DOMINGO CRAU S.A. καθώς και το πιστοποιητικό κίνησης εμπορευμάτων EUR.1 αρ. 2765641L ημερ. 18 Μαΐου, 1999. Με βάση το εν λόγω πιστοποιητικό οι αιτητές ζήτησαν όπως το εμπόρευμα τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Τρίτου Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας της Συνιστώσης Σύνδεσιν μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 1404 ημερ. 30.11.1977. Οι αιτητές προσκόμισαν επίσης πιστοποιητικό του Υπουργείου Γεωργίας της Ισπανίας ότι τα φασόλια είναι ισπανικά και απαλλαγμένα ασθενειών.
Το αίτημα των αιτητών έγινε αποδεκτό και το εμπόρευμα επιβαρύνθηκε με προτιμησιακό συντελεστή 39% αντί 60%. Οι αιτητές κατέβαλαν τον επιβληθέντα εισαγωγικό δασμό £3493 και παρέλαβαν τα φασόλια τα οποία, διέθεσαν στην κυπριακή αγορά.
Στα πλαίσια εσωτερικού ελέγχου που διενήργησε το Τμήμα Τελωνείων μετά την παράδοση των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα μελετήθηκαν τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί και από τη μελέτη προέκυψαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα τους και την ορθότητα των πληροφοριών αναφορικά με την πραγματική προέλευση των φασολιών.
Ενόψει των αμφιβολιών που δημιουργήθηκαν, οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 10.11.99 προς τις Ισπανικές Τελωνειακές Αρχές, ζήτησαν να πληροφορηθούν για την αυθεντικότητα και το κύρος του πιστοποιητικού EUR.1 αρ. 2765641L ημερ. 18.5.99 που παρουσίασαν οι αιτητές.
Οι Τελωνειακές Αρχές της Ισπανίας με απαντητική επιστολή τους ημερ. 3.5.2001 πληροφόρησαν το Τμήμα Τελωνείων ότι «Δεν έχει διαπιστωθεί η προέλευση των εμπορευμάτων που εξήχθησαν και ως εκ τούτου δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εμπορεύματα προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Κατόπιν των ανωτέρω οι καθ' ων η αίτηση, αναθεώρησαν τον εισαγωγικό δασμό και αφού υπολόγισαν τη διαφορά, ζήτησαν γραπτώς (16.7.01) από τους αιτητές να καταβάλουν εντός τακτής προθεσμίας τη διαφορά ανερχόμενη στο ποσό των £1881,00. Οι αιτητές επειδή αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση για επιβολή πρόσθετου δασμού δεν ανταποκρίθηκαν στην απαίτηση για πληρωμή και με την παρούσα προσφυγή ζητούν την ακύρωση της απόφασης για την επιβολή του επιπλέον εισαγωγικού δασμού. Ισχυρίζονται συναφώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και πεπλανημένα. Είναι η θέση τους ότι η διαδικασία επαλήθευσης που προνοείται στο άρθρο 24 του Πρωτοκόλλου πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 24(2) να αποφασίζεται πριν από την εισαγωγή και τελωνισμό (παράδοση) των εμπορευμάτων και όχι μετά, όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση.
Σύμφωνα με το άρθρο 8.1 του Πρωτοκόλλου, το πιστοποιητικό κινήσεως EUR.1 εκδίδεται από τις Τελωνειακές Αρχές του εξάγοντος κράτους, εάν τα εμπορεύματα δύνανται να θεωρηθούν «προϊόντα προελεύσεως» εντός της εννοίας του Πρωτοκόλλου. Ο ορισμός της έννοιας «Προέλευσις προϊόντων» δίδεται από το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου.
Το άρθρο 22 του Πρωτοκόλλου προβλέπει:
«Επί τω τέλει διασφαλίσεως της καταλλήλου εφαρμογής του παρόντος τίτλου, η Κοινότης και η Κύπρος θα αλληλοβοηθώνται, μέσω των οικείων τελωνειακών διοικήσεων, επί σκοπώ ελέγχου της αυθεντικότητας των πιστοποιητικών κινήσεως EUR.1 και της ορθότητος των πληροφοριών των αφορωσών εις την πραγματικήν προέλευσιν των επηρεαζομένων προϊόντων και δηλώσεων των εξαγωγέων επί των εντύπων EUR.1.»
Προκύπτει από τις διατάξεις του Πρωτοκόλλου που έχουν παρατεθεί (ανωτέρω) ότι οι τελωνειακές αρχές του εξάγοντος κράτους, έχουν την ευθύνη να διαπιστώσουν κατά πόσο τα συγκεκριμένα προς εξαγωγή εμπορεύματα δύνανται να θεωρηθούν «Προϊόντα Προελεύσεως» εντός της έννοιας του Πρωτοκόλλου. Και εφόσον η διαπίστωση είναι θετική, προχωρούν στην έκδοση του πιστοποιητικού EUR.1.
Η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού EUR.1 δεν είναι οριστικά δεδομένη εφόσον, το άρθρο 22 του Πρωτοκόλλου (ανωτέρω) προβλέπει ότι «..................η Κοινότης και η Κύπρος θα αλληλοβοηθώνται, μέσω των οικείων τελωνειακών διοικήσεων, επί σκοπώ ελέγχου της αυθεντικότητας των πιστοποιητικών κινήσεως EUR.1 και της ορθότητος των πληροφοριών των αφορωσών εις την πραγματικήν προέλευσιν των επηρεαζομένων προϊόντων και δηλώσεων των εξαγωγέων επί των εντύπων EUR.1.»
Το άρθρο 24* του Πρωτοκόλλου ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τη διαδικασία μεταγενέστερης επαλήθευσης πιστοποιητικών κίνησης EUR.1. Η διαδικασία αυτή ενεργοποιείται μετά την έκδοση του πιστοποιητικού EUR.1 από τη χώρα εισαγωγής (Κύπρος) και διενεργείται από την εκδίδουσα χώρα (Ισπανία). Το Πρωτόκολλο δεν καθορίζει ρητά τη χρονική περίοδο μέσα στην οποία νόμιμα μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία της επαλήθευσης και συνεπώς παρίσταται ανάγκη ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του Πρωτοκόλλου. Το ζήτημα προς εξέταση είναι κατά πόσο αυτή η χρονική περίοδος μέσα στην οποία παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα ενεργοποίησης της επαλήθευσης μπορεί να επεκτείνεται ακόμα και μετά την εισαγωγή και τελωνισμό (παράδοση) των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα όπως ισχυρίζονται οι καθ' ων η αίτηση ή κατά πόσο η διαδικασία πρέπει να ενεργοποιείται πριν από την εισαγωγή και τελωνισμό (παράδοση) των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα όπως εν προκειμένω ισχυρίζονται οι αιτητές.
Στη Framespex Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7 λέχθηκαν τα εξής:
«Η ύπαρξη, η εγκυρότητα και η αυθεντικότητα του πιστοποιητικού κινήσεως από τη χώρα εξαγωγής αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχή διεκδίκηση από μέρους του εισαγωγέα προτιμησιακής μεταχείρισης. Το πιστοποιητικό κινήσεως συνιστά το μοναδικό αποδεικτικό πάνω στο οποίο μπορούν να στηριχθούν οι αρχές της χώρας εισαγωγής και να παράσχουν προτιμησιακή μεταχείριση. Η απόσυρση του αποδεικτικού αυτού από τη χώρα εξαγωγής, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας επαλήθευσης, δεν μπορεί παρά να έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την απόρριψη από τις αρχές εισαγωγής οποιασδήποτε διεκδίκησης για προτιμησιακή μεταχείριση των εισαγομένων εμπορευμάτων. Ούτε και όφειλε ο Διευθυντής να στραφεί προς την εφεσείουσα με σκοπό την εξασφάλιση πρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, την ευθύνη για την έκδοση του πιστοποιητικού κινήσεως φέρει ο εξαγωγέας, με αποτέλεσμα οι δικές του ενέργειες ή παραλείψεις, τόσο αρχικά όσο και κατά την επαλήθευση, να αντανακλούν άμεσα επί του εισαγωγέα και να δεσμεύουν.»
Έχω τη γνώμη ότι η αναφορά σε «μεταγενεστέρα επαλήθευση» του άρθρου 24 αναφέρεται σε επαλήθευση μετά την έκδοση του πιστοποιητικού EUR.1. Το θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ο προσδιορισμός του χρόνου κατά τον οποίο οι τελωνειακές αρχές της χώρας εισαγωγής μπορούν να ενεργοποιήσουν τη διαδικασία της μεταγενέστερης επαλήθευσης. Οι πρόνοιες του άρθρου 24.2 του Πρωτοκόλλου παρέχουν έρεισμα για ορθή ερμηνεία του νόμου.
«2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικό κινήσεως EUR.1 ή το EUR.2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους δια την έρευναν. Το τιμολόγιον, εάν έχει υποβληθή, ή αντίγραφον τούτου θα επισυνάπτεται επί του εντύπου EUR.2 και αι τελωνειακαί αρχαί θα διαβιβάζουν οιανδήποτε πληροφορία ήτις έχει ληφθή αναφέρουσαι ότι τα στοιχεία τα εμφαινόμενα επί του πιστοποιητικού ή εντύπου είναι ανακριβή. Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου 1 της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αυταί θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισαγωγέα υφ' α προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαία.»
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο χρόνος ενεργοποίησης της διαδικασίας επαλήθευσης προηγείται του τελωνισμού και παράδοσης των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα γιατί διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η πιο πάνω τελευταία παράγραφος του άρθρου 24.2. Όταν λοιπόν οι τελωνειακές αρχές του εισάγοντος κράτους αποφασίσουν να θέσουν σε εφαρμογή τη διαδικασία επαλήθευσης ταυτόχρονα αναστέλλουν και την εφαρμογή του Τίτλου της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαλήθευσης. Σε τέτοια περίπτωση οι τελωνειακές αρχές είναι υποχρεωμένες εκ του νόμου να προτείνουν στον εισαγωγέα την παράδοση των εμπορευμάτων υπό τα μέτρα (όρους) που θα ήθελαν κριθεί αναγκαία. Και τίθεται εύλογα το ερώτημα υπό ποίους όρους ή μέτρα θα γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων στον εισαγωγέα αν αυτά θα έχουν προηγουμένως εισαχθεί και εκτελωνισθεί;
Σχετικό επίσης είναι και το άρθρο 24.3 όπου γίνεται αναφορά στα αποτελέσματα της επαλήθευσης τα οποία πρέπει να γνωστοποιούνται στις αρχές του εισάγοντος κράτους το ταχύτερο δυνατό. Τα αποτελέσματα της επαλήθευσης πρέπει να είναι τέτοια ώστε να καταδεικνύεται «.......πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρίσεως.». Μόνο με αυτή την ερμηνεία του άρθρου 24 ο εισαγωγέας θα γνωρίζει ότι η εισαγωγή και τελώνιση είναι υπό όρους και θα προγραμματίσει ανάλογα τη θέση του αν θα δεχθεί την εισαγωγή και τελώνιση υπό τους τιθέμενους όρους ή αν θα αναμένει τα αποτελέσματα της επαλήθευσης.
Σχετική με το κρινόμενο ζήτημα είναι και η απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ., στην Τάσσος Τρουλλίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Α) Α.Α.Δ. 258, στην οποία οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις έτυχαν ανάλογης ερμηνείας και η κατάληξη ήταν ότι η «μεταγενεστέρα» επαλήθευση του άρθρου 24 δεν μπορεί να εκληφθεί ως αναφορά σε επαλήθευση μεταγενέστερη της εισαγωγής και τελώνισης αλλά της έκδοσης του πιστοποιητικού.
Για τους λόγους που εξηγηθεί η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα πληρωτέα από τη Δημοκρατία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
*«1. Μεταγενεστέρα επαλήθευσις πιστοποιητικών κινήσεως EUR.1 και εντύπων EUR.2 θα διενεργήται δειγματοληπτικώς ή οσάκις αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους έχουν εύλογον αμφιβολίαν ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας περί της αληθούς προελεύσεως των υπό αναφοράν εμπορευμάτων.
2. Επί τω τέλει εφαρμογής της παραγράφου 1, αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα επιστρέφουν το πιστοποιητικό κινήσεως EUR.1 ή το EUR.2 ή φωτοαντίγραφον αυτών εις τας τελωνειακάς αρχάς του εξάγοντος Κράτους παρέχουσαι, οσάκις ενδείκνυται, τους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους δια την έρευναν. Το τιμολόγιον, εάν έχει υποβληθή, ή αντίγραφον τούτου θα επισυνάπτεται επί του εντύπου EUR.2 και αι τελωνειακαί αρχαί θα διαβιβάζουν οιανδήποτε πληροφορία ήτις έχει ληφθή αναφέρουσαι ότι τα στοιχεία τα εμφαινόμενα επί του πιστοποιητικού ή εντύπου είναι ανακριβή. Εάν αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους αποφασίσουν να αναστείλουν την εφαρμογήν του Τίτλου 1 της Συμφωνίας εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως, αυταί θα προτείνουν την παράδοσιν των εμπορευμάτων εις τον εισαγωγέα υφ΄ α προληπτικά μέτρα ήθελον κρίνει αναγκαίας.
3. Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος Κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασιν κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή έντυπον EUR.2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύναται εν τη πραγματικότητι να τύχουν της προτιμησιακής μεταχειρήσεως.»