ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 645
16 Ιουλίου, 2002
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡEΑΣ ΔΑΒΕΡΩΝΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1385/2000)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Παράβαση καθήκοντος ― Άρθρο 60(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 (ως τροποποιήθηκε) ― Ακυρωτικός έλεγχος των περιστάσεων διαπίστωσης της τέλεσης του σχετικού πειθαρχικού αδικήματος στην κριθείσα περίπτωση ― Πεδίο δικαστικής παρέμβασης ― Η επίδικη καταδίκη κρίθηκε πάσχουσα λόγω εμφιλοχώρησης πλάνης περί τα πράγματα, αλλά και πλάνης περί το νόμο σε σχέση με τη δοθείσα από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ερμηνεία στον όρο «επίλυση».
Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «επίλυση» στο Άρθρο 60(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 (ως τροποποιήθηκε) ― Ερμηνεία μεταξύ άλλων και σε αντιπαραβολή προς τον όρο «σύμπραξη» του ιδίου άρθρου.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της σε βάρος του καταδίκης και της συνακόλουθης ποινής που του επιβλήθηκε με βάση την διαπίστωση της ενοχής του για τα πειθαρχικά αδικήματα των Άρθρων 60(2)(β) και 60(2)(ε) σε συνδυασμό με το Άρθρο 73(1)(β) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (αρ. 2) του 1996.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:
1. Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών που αντιμετώπισε ο αιτητής αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1997-1999 ενώ ο καθ' ου η δίωξη υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ανέλαβε ως μέλος συλλογικού οργάνου, δηλαδή ως προϊστάμενος της ομάδας του Κλάδου Έρευνας και Ετοιμασίας Πολεοδομικών Μελετών, την επίλυση του ζητήματος της διαμόρφωσης του οδικού δικτύου της βιοτεχνικής ζώνης του Δήμου Στροβόλου και της προτεινόμενης επέκτασής της για τη δημιουργία βιοτεχνικής περιοχής του Δήμου Στροβόλου.
Προκύπτει σαφώς από τη μαρτυρία ότι ο αιτητής ουδέποτε ανέλαβε ως προϊστάμενος του Κλάδου Έρευνας και Ετοιμασίας Πολεοδομικών Μελετών την επίλυση του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου. Ο αιτητής δεν είχε ανάμιξη σε ενδιάμεσο ή τελικό στάδιο της διαδικασίας τροποποίησης και οριστικοποίησης του Αναθεωρημένου Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας μέσω της οποίας θα καθίστατο νομικά εφικτή η επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου. Είναι φανερό ότι η υποθετική επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου στις εναλλακτικές οδικές διευθετήσεις των τριών σχεδιαγραμμάτων (τεκμ. 11) δεν συνιστούσε ανάληψη του ζητήματος της επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου από τον κλάδο του αιτητή. Η μελέτη που ετοίμασε ο κλάδος του αιτητή - τρία σχεδιαγράμματα εναλλακτικών λύσεων διαμόρφωσης του οδικού δικτύου αναφερόταν μόνο στο οδικό δίκτυο και όχι στην επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης. Η εν λόγω μελέτη δεν περιλάμβανε το τεμάχιο 309 στο οποίο είχαν συμφέρον συγγενικά πρόσωπα του αιτητή.
2. Το Άρθρο 60(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αποτέλεσε τη νομική βάση του κατηγορητηρίου που αντιμετώπισε ο αιτητής.
Η προσθήκη λέξεων και η παρεμβολή επεκτάσεων σε κείμενο νόμου δεν επιτρέπεται. Η χρήση των όρων «επίλυση» και «σύμπραξη» στο Άρθρο 60(2)(β) είναι ενδεικτική της διάκρισης των περιπτώσεων που θέλησε να καλύψει ο νομοθέτης. Η «επίλυση» αφορά την περίπτωση στην οποία δημόσιος υπάλληλος είτε μόνος είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, αναλαμβάνει να δώσει οριστική λύση σε συγκεκριμένο ζήτημα. Πρόκειται δηλαδή για την περίπτωση όπου ο υπάλληλος ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα. Η δεύτερη περίπτωση, («σύμπραξη») είναι συμπληρωματική της πρώτης και αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η έκδοση της διοικητικής πράξης απαιτεί τη συμμετοχή πέραν του ενός ατόμου ή συλλογικού οργάνου. Είναι η περίπτωση που η διοικητική πράξη μπορεί να παραχθεί μόνο κατόπιν κοινής προσπάθειας δύο ή και περισσοτέρων ατόμων/συλλογικών οργάνων. Στην παρούσα περίπτωση η κατηγορία που αντιμετώπισε ο αιτητής ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου αφορούσε το πειθαρχικό αδίκημα της «επίλυσης ζητήματος» με βάση το Άρθρο 60(2)(β) και όχι το αδίκημα της «σύμπραξης στην έκδοση πράξεως» κλπ. με βάση το ίδιο Άρθρο.
3. Το αντικείμενο της προσφυγής δεν είναι ο έλεγχος της νομιμότητας διοικητικής πράξης που κατ' ισχυρισμό έχει μολυνθεί από πράξη ή ενέργεια δημόσιου υπαλλήλου κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 60(2)(β). Αν ήταν αυτή η περίπτωση, αναμφίβολα, η ύπαρξη τελικής διοικητικής πράξης θα αποτελούσε προϋπόθεση όχι για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού αδικήματος με βάση το Άρθρο 60(2)(β) αλλά για την άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου. Για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού αδικήματος με βάση το Άρθρο 60(2)(β) δεν αποτελεί προϋπόθεση η έκδοση τελικής πράξης η οποία να μολύνεται από τη μερολητπική πράξη ή ενέργεια του δημόσιου υπαλλήλου. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση όπου για παράδειγμα ο υπάλληλος ενήργησε μεροληπτικά στα πλαίσια ευρύτερης ενέργειας της διοίκησης και για κάποιο λόγο, ματαιώθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός χωρίς να εκδοθεί η τελική πράξη. Το ζητούμενο στην πειθαρχική διαδικασία είναι το κατά πόσο η πράξη ή ενέργεια του υπαλλήλου είναι μεροληπτική.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί κατά την έκδοσή της εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα. Ο αιτητής ουδέποτε ανέλαβε ως προϊστάμενος του κλάδου έρευνας και ετοιμασίας πολεοδομικών μελετών την επίλυση του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου. Η ΕΔΥ εσφαλμένα θεώρησε ότι η υποθετική επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου στις εναλλακτικές προτάσεις των τριών σχεδιαγραμμάτων συνιστούσε ανάληψη του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου από τον κλάδο του οποίου προϊστατο ο αιτητής ο οποίος, εν πάση περιπτώσει δεν είχε οποιαδήποτε αποφασιστική αρμοδιότητα για την επίλυση του ζητήματος. Εν πάση περιπτώσει το τεμάχιο 309 δεν περιλαμβανόταν στη μελέτη του οδικού δικτύου που ετοίμασε ο κλάδος του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης λόγω πλάνης περί το νόμο καθόσον αφορά τη δοθείσα ερμηνεία στον όρο «επίλυση» του Άρθρου 60(2)(β).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191,
Δημοκρατία v. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769,
Κρητιώτη v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778.
Προσφυγή.
Μ. Πικής, για τον Αιτητή.
Δ. Κούσιου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλονται δύο συναφείς πράξεις της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ») , οι οποίες αφορούν την ίδια πειθαρχική διαδικασία.
Η πρώτη, αφορά στην απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 3.8.2000 με την οποία ο αιτητής κρίθηκε ένοχος για ενέργεια ή παράλειψη κατά τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση καθηκόντων ή υποχρεώσεων δημόσιου υπαλλήλου κατά παράβαση των άρθρων 60(2)(β) και 73(1)(β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (αρ. 2) του 1996, και για παράλειψη ή συμπεριφορά με τρόπο που δυνατό να δυσφημίσει το κύρος της Δημόσιας Υπηρεσίας κατά παράβαση του άρθρου 60(2)(ε) του ιδίου Νόμου.
Η δεύτερη πράξη ημερ. 22.8.2000, αφορά, ως επακόλουθο της καταδίκης, στην επιβολή πειθαρχικής ποινής.
Οι λεπτομέρειες και στις δύο κατηγορίες ήταν οι ίδιες. Ανέφεραν ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1997 - 1999, ενώ ο καθ' ου η δίωξη υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ανέλαβε ως μέλος συλλογικού οργάνου, δηλαδή ως προϊστάμενος της ομάδας του Κλάδου Ερευνας και Ετοιμασίας Πολεοδομικών Μελετών, την επίλυση του ζητήματος της διαμόρφωσης του οδικού δικτύου της βιοτεχνικής Ζώνης του Δήμου Στροβόλου και της προτεινόμενης επέκτασης της για τη δημιουργία βιοτεχνικής περιοχής του Δήμου Στροβόλου, παρά το γεγονός ότι η σύζυγος του καθ' ου η δίωξη και στενοί συγγενείς του εξ αγχιστείας δευτέρου μέχρι τετάρτου βαθμού, είχαν πρόδηλο συμφέρον από την έκβαση του θέματος αυτού ως συνιδιοκτήτες του τεμαχίου 309, γεγονός το οποίο, ο καθ' ου η δίωξη γνώριζε ή/και όφειλε να γνωρίζει και το οποίο δεν ανέφερε, όπως όφειλε να πράξει, στο διευθυντή του τμήματός του.
Της καταδικαστικής απόφασης, προηγήθηκε ενδιάμεση απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 5.5.2000, ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του αιτητή. Κρίθηκε με την ενδιάμεση απόφαση ότι:
«Ο όρος επίλυση περιλαμβάνει και κάθε ενδιάμεσο στάδιο που συμβάλλει ή οδηγεί στην αντίκρυση και επίλυση του προβλήματος και όχι μόνο στην τελική απόφαση, που στην περίπτωση αυτή που εξετάζουμε λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.»
Τα επιχειρήματα που προέβαλε ο αιτητής για τη μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ήταν:
(α) ο όρος «επίλυση ζητήματος» στο άρθρο 60(2)(β) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, προϋποθέτει την ύπαρξη αποφασιστικής αρμοδιότητας για την επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου,
(β) η επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου μπορούσε να γίνει μόνο μέσα στο πλαίσιο οριστικοποίησης του Αναθεωρημένου Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας 1996 για την οποία αποφασιστική αρμοδιότητα, έχει εξ ολοκλήρου το Υπουργικό Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 18 του περί Πολεοδομίας & Χωροταξίας Νόμου 90/72,
(γ) βάσει της δοθείσας μαρτυρίας, ο κλάδος του αιτητή δεν είχε αποκλειστική αρμοδιότητα επί του πιο πάνω θέματος,
(δ) συνεπώς ο κλάδος του αιτητή δεν ανέλαβε ως μέλος συλλογικού οργάνου την επίλυση του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου.
Στη συνέχεια, παραθέτουμε συνοπτικά τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση όπως αυτά απορρέουν από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ, στη βάση της οποίας, η ΕΔΥ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως πρότεινε την επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου και τη δημιουργία οδικού δικτύου στην περιοχή. Οι πολεοδομικές Ζώνες που καθορίζουν τις χρήσεις γης και περιλαμβάνουν τις Βιοτεχνικές Ζώνες και Βιοτεχνικές Περιοχές εντάσσονται στις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας. Επομένως κάθε προτεινόμενη τροποποίηση/επέκταση πρέπει να βρίσκεται στα πλαίσια του τοπικού σχεδίου Λευκωσίας και να συνάδει με αυτό. Η διαδικασία αναθεώρησης τοπικού σχεδίου διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 18(5)(6)(7) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72.
Ο αιτητής ήταν υπεύθυνος της ομάδας εργασίας που ασχολήθηκε με τις διαδικασίες Αναθεώρησης του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο 1996 και οριστικοποιήθηκε περί το τέλος 1999. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ, ο αιτητής δεν είχε ανάμειξη στις θεσμικές διαδικασίες για την οριστικοποίηση του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας. Προφανώς, η αποχή του αιτητή από τις διαδικασίες Οριστικοποίησης του Τοπικού Σχεδίου, ερείδεται στην αρχή της αμεροληψίας: «Ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων». Βλ. Α.Ι. Τάχου «Σύγχρονοι Τάσεις της Αρχής της Νομιμότητας εις το Διοικητικόν Δίκαιον», σελ. 137.
Στις 6.7.98 πραγματοποιήθηκε στο γραφείο Επάρχου Λευκωσίας σύσκεψη με θέμα τη Βιοτεχνική Περιοχή Στροβόλου. Προκύπτει από τα πρακτικά (τεκμ. 6) ότι ο αιτητής δεν συμμετείχε στη σύσκεψη. Ηταν όμως παρόντες και έλαβαν μέρος, μέλη της ομάδας εργασίας που ασχολείτο με το θέμα της οποίας προϊστατο ο αιτητής. Προκύπτει επίσης από τα πρακτικά ότι ο κλάδος του αιτητή, ανέλαβε «να έλθει σε επαφή με το Τμήμα Δημοσίων Έργων για την κατάλληλη τοποθέτηση του οδικού δικτύου που επηρεάζει τη ζώνη». Ο εν λόγω κλάδος, ετοίμασε απόψεις αναφορικά με το οδικό δίκτυο που θα εξυπηρετούσε τη Βιοτεχνική Ζώνη Στροβόλου οι οποίες, παρουσιάστηκαν ως προκαταρκτικές απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας & Οικήσεως.
Η Τεχνική Επιτροπή του Φορέα Επίλυσης Κυκλοφοριακών Προβλημάτων, αποφάσισε ότι προτού οριστικοποιηθεί το ρυθμιστικό σχέδιο του οδικού δικτύου θα έπρεπε να εξεταστεί ο αριθμός και η ικανότητα των νέων προσβάσεων που θα εξυπηρετούν τη Βιοτεχνική Ζώνη Στροβόλου. Ο κλάδος του αιτητή, ανέλαβε να ετοιμάσει σχέδιο το οποίο θα ερχόταν ενώπιον της προαναφερθείσας Τεχνικής Επιτροπής.
Ο κλάδος του αιτητή [Δαβερώνας (αιτητής), Λοϊζίδου, Σφηκουρής, Γιασουμής] ετοίμασε σχέδιο - μελέτη των οδικών διευθετήσεων και ικανότητας νέων προσβάσεων προς τη Βιοτεχνική Ζώνη Στροβόλου. Η μελέτη περιλάμβανε τρία σχεδιαγράμματα με εναλλακτικές οδικές διευθετήσεις. Στα τρία αυτά σχεδιαγράμματα προβλεπόταν υποθετική επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου η οποία περιελάμβανε μέρος του τεμαχίου 309. Ωστόσο, το εν λόγω τεμάχιο δεν περιλαμβανόταν στις εναλλακτικές οδικές διευθετήσεις των τριών σχεδιαγραμμάτων. Βλ. επιστολή ημερ. 5.11.98 - τεκμ. 11.
Στην επίδικη απόφαση ημερ. 3.8.00 παρατίθεται η μαρτυρία και ακολουθεί το τελικό συμπέρασμα που καταληκτικά περιλαμβάνει την καταδίκη του αιτητή στις κατηγορίες που αντιμετώπισε. Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της απόφασης.
«Αφού εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία ενώπιόν μας, όλα όσα λέχθηκαν από τη δικηγόρο της αρμόδιας αρχής και το δικηγόρο του καθ' ου η δίωξη και πάντοτε έχοντας υπόψη ότι για να βρεθεί ένοχος ο καθ' ου η δίωξη θα πρέπει να αποδειχθεί η ενοχή του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, βρίσκουμε ότι ο καθ' ου η δίωξη, ως Προϊστάμενος του Κλάδου Ερευνών και Ετοιμασίας Πολεοδομικών Μελετών, έλαβε μέρος ως Μέλος αυτού του συλλογικού Οργάνου στην επίλυση του ζητήματος που αφορούσε τη διαμόρφωση του οδικού δικτύου της βιοτεχνικής ζώνης του Δήμου Στροβόλου και της προτεινόμενης επέκτασής της. Επίσης, βρίσκουμε ότι ορισμένα τεμάχια που επηρεάζονταν από τη διαμόρφωση αυτή ανήκαν σε συγγενικά του πρόσωπα, όπως αυτά αναφέρονται στο Κατηγορητήριο, τα οποία είχαν πρόδηλο συμφέρον από την έκβαση του θέματος. Ως αποτέλεσμα θεωρούμε την πράξη μεμπτή, καθιστώντας τον καθ' ου η δίωξη, ο οποίος παρέλειψε να αναφέρει τούτο στο Διευθυντή του Τμήματος, υπόλογο έναντι του Νόμου και ένοχο στην πρώτη κατηγορία.
Η προβληθείσα νομική θέση του δικηγόρου του καθ' ου η δίωξη, στην οποία εβασίσθη σε μεγάλο βαθμό η υπεράσπιση, ότι δηλαδή ο καθ' ου η δίωξη σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας δεν ήταν υπεύθυνος για την επίλυση του ζητήματος, αλλά το Υπουργικό Συμβούλιο, που είχε τον τελευταίο λόγο, έχει αξιολογηθεί και κριθεί στην ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής ημερ. 18.4.2000 και δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε.
Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, η οποία βασίζεται περίπου στα ίδια γεγονότα, βρίσκουμε επίσης τον καθ' ου η δίωξη ένοχο, διότι η συμπεριφορά του αυτή ήτο δυνατόν να δυσφημίσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά κατά παράβαση του άρθρου 60(2)(ε) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990 έως 2000, καθότι ο καθ' ου η δίωξη έλαβε μέρος στη διαδικασία της διαμόρφωσης της βιοτεχνικής ζώνης κάτω από τις συνθήκες που εξηγήσαμε πιο πάνω.
Ενόψει όλων των πιο πάνω ευρημάτων, η Επιτροπή κρίνει ότι αμφότερες οι κατηγορίες αποδείχτηκαν εναντίον του καθ' ου η δίωξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και τον βρίσκει ένοχο και στις δύο κατηγορίες.
Η Επιτροπή καλεί τον καθ' ου η δίωξη να παρουσιαστεί ενώπιόν της, σε ημερομηνία που θα οριστεί αργότερα, για να αγορεύσει ο δικηγόρος του για μετριασμό της ποινής.»
Στις λεπτομέρειες των κατηγοριών που αντιμετώπισε ο αιτητής αναφέρεται ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου 1997-1999 ενώ ο καθ' ου η δίωξη υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ανέλαβε ως μέλος συλλογικού οργάνου, δηλαδή ως προϊστάμενος της ομάδας του Κλάδου Έρευνας και Ετοιμασίας Πολεοδομικών Μελετών, την επίλυση του ζητήματος της διαμόρφωσης του οδικού δικτύου της βιοτεχνικής ζώνης του Δήμου Στροβόλου και της προτεινόμενης επέκτασής της για τη δημιουργία βιοτεχνικής περιοχής του Δήμου Στροβόλου.
Προκύπτει σαφώς από τη μαρτυρία ότι ο αιτητής ουδέποτε ανέλαβε ως προϊστάμενος του Κλάδου Έρευνας και Ετοιμασίας Πολεοδομικών Μελετών την επίλυση του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου. Ο αιτητής δεν είχε ανάμιξη σε ενδιάμεσο ή τελικό στάδιο της διαδικασίας τροποποίησης και οριστικοποίησης του Αναθεωρημένου Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας μέσω της οποίας θα καθίστατο νομικά εφικτή η επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου. Είναι φανερό ότι η υποθετική επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου στις εναλλακτικές οδικές διευθετήσεις των τριών σχεδιαγραμμάτων (τεκμ. 11) δεν συνιστούσε ανάληψη του ζητήματος της επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου από τον κλάδο του αιτητή. Η μελέτη που ετοίμασε ο κλάδος του αιτητή - τρία σχεδιαγράμματα εναλλακτικών λύσεων διαμόρφωσης του οδικού δικτύου αναφερόταν μόνο στο οδικό δίκτυο και όχι στην επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης. Η εν λόγω μελέτη δεν περιλάμβανε το τεμάχιο 309 στο οποίο είχαν συμφέρον συγγενικά πρόσωπα του αιτητή.
Το άρθρο 60(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αποτέλεσε τη νομική βάση του κατηγορητηρίου που αντιμετώπισε ο αιτητής. Το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι:
«60(2) Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει -
(β) να μην αναλαμβάνει, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μη συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλον συμφέρον.»
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία που η ΕΔΥ έδωσε στον όρο «επίλυση» του άρθρου 60(2)(β) στη σελίδα 3 της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 5.5.2000, και αργότερα υιοθέτησε στην τελική (προσβαλλόμενη) απόφαση είναι εσφαλμένη.
Η θέση του αιτητή είναι ότι στον όρο «επίλυση» έπρεπε να είχε αποδοθεί από την ΕΔΥ η φυσική και συνηθισμένη έννοια κατ' εφαρμογή της καλά εμπεδωμένης αρχής δικαίου που διέπει το θέμα της ερμηνείας των νόμων σύμφωνα με την οποία, όταν το λεκτικό του νόμου είναι αφ' εαυτού ακριβές και σαφές τότε στις λέξεις αποδίδεται η φυσική και συνηθισμένη τους έννοια. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην προσπάθειά του να εντοπίσει τη φυσική και συνηθισμένη ερμηνεία της λέξης «επίλυση», επικαλέστηκε όπως άλλωστε είναι επιτρεπτό - Halsbury' s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 44, σελ. 868 - δύο λεξικά. Σύμφωνα με το Νέο Ελληνικό Λεξικό της Σύγχρονης Δημοτικής Γλώσσας, του Εμμανουήλ Κριαρά, σελ. 510 είναι η λέξη «επίλυση» σημαίνει «οριστική λύση διαφοράς/προβλήματος». Η ίδια ερμηνεία δίδεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη (1998) σελ. 657.
Και εφόσον η ερμηνεία που δόθηκε από την ΕΔΥ στον όρο «επίλυση» είναι ότι συμπεριλαμβάνει εκτός από την οριστική λύση του προβλήματος και κάθε ενδιάμεσο στάδιο που συμβάλλει ή οδηγεί στην αντίκρυση και επίλυση, η εν λόγω ερμηνεία βρίσκεται, καθώς εισηγείται ο αιτητής, σε πλήρη αντίθεση προς τη συνήθη και φυσική σημασία του όρου «επίλυση» που σημαίνει οριστική λύση διαφοράς, επεκτείνοντας την έννοια του όρου «επίλυση» στα προ της επίλυσης στάδια, πράγμα που απολήγει σε οξύμωρο σχήμα.
Η προσθήκη λέξεων και η παρεμβολή επεκτάσεων σε κείμενο νόμου δεν επιτρέπεται. Βλ. Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191. Η χρήση των όρων «επίλυση» και «σύμπραξη» στο άρθρο 60(2)(β) (ανωτέρω) είναι ενδεικτική της διάκρισης των περιπτώσεων που θέλησε να καλύψει ο νομοθέτης. Συμφωνώ εν προκειμένω με την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή ότι η «επίλυση» αφορά την περίπτωση στην οποία δημόσιος υπάλληλος είτε μόνος είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, αναλαμβάνει να δώσει οριστική λύση σε συγκεκριμένο ζήτημα. Πρόκειται δηλαδή για την περίπτωση όπου ο υπάλληλος ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα. Η δεύτερη περίπτωση, («σύμπραξη») είναι συμπληρωματική της πρώτης και αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες η έκδοση της διοικητικής πράξης απαιτεί τη συμμετοχή πέραν του ενός ατόμου ή συλλογικού οργάνου. Είναι η περίπτωση που η διοικητική πράξη μπορεί να παραχθεί μόνο κατόπιν κοινής προσπάθειας δύο ή και περισσοτέρων ατόμων/συλλογικών οργάνων. Στην περίπτωση που εξετάζουμε η κατηγορία που αντιμετώπισε ο αιτητής ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου αφορούσε το πειθαρχικό αδίκημα της «επίλυσης ζητήματος» με βάση το άρθρο 60(2)(β) και όχι το αδίκημα της «σύμπραξης στην έκδοση πράξεως» κλπ. με βάση το ίδιο άρθρο.
Μια άλλη εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή είναι ότι προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού αδικήματος με βάση το άρθρο 60(2)(β) είναι η έκδοση τελικής πράξης η οποία να μολύνεται από την πραγματική ή κατά τεκμήριο μεροληπτική κρίση του εκδόσαντος την πράξη διοικητικού οργάνου. Προς ενίσχυση αυτής της άποψης γίνεται αναφορά στην Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769 η οποία, αφορούσε ακύρωση διοικητικής πράξης λόγω μεροληπτικής σύστασης. Περαιτέρω αναφορά, γίνεται στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 και στο σύγγραμμα «Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα» Έκδοση 1999, των καθηγητών Α.Ι. Τάχου και Ι.Λ. Συμεωνίδη.
Στην Δημοκρατία ν. Σολωμού (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής:
«Είναι γενική αρχή του Διοικητικού Δικαίου, ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία, πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί, για μια περίπτωση όπου υπάρχει ειδικός δεσμός ή συγγένεια που αφορά τα πρόσωπα που είναι αναμεμειγμένα σ' αυτή τη διαδικασία ή στο αποτέλεσμά της (βλ. Christou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 437 και Louca v. Savva a.o. (1989) 3(A) C.L.R. 672).
Η αρχή αυτή διατυπώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Ελλάδας στην υπόθεση 1187/1950 (τόμος 1950 (α) σελίς 991) και υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Kallouris v. Republic (1964) C.L.R. 313.»
Μετά από αναφορά στη διατύπωση της αρχής από το Συμβούλιο της Επικρατείας και σε απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρονται τα εξής στη σελίδα 5 της απόφασης:
«.......... η νομολογιακή αυτή επιταγή, νομοθετήθηκε με το άρθρο 60(2)(β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 - 96. ............................. Με τις πρόνοιες του άρθρου 60(2)(β) δεν περιορίστηκαν ούτε άλλαξαν οι προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές, αλλά περιοριστικά διατυπώθηκε στο Νόμο, το τεκμήριο επηρεασμού της αμερόληπτης κρίσης στις περιπτώσεις εκείνες που το εδάφιο (β) αναφέρει. Σ' αυτές τις περιπτώσεις για να κριθεί το κύρος της εκδοθείσας πράξης δεν εξετάζεται αν είναι πράγματι μεροληπτική αφού τεκμαίρεται ότι είναι.»
Ενόψει των ανωτέρω και με αναφορά στο νέο άρθρο 32* του Ελληνικού Υπαλληλικού Κώδικα ο αιτητής εισηγείται ότι οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 60(2)(β) αφορούν την έκδοση (μεροληπτικής) πράξης, στοιχείο το οποίο απουσιάζει από τα γεγονότα της υπόθεσης που τώρα εξετάζουμε.
Η επιχειρηματολογία που έχει αναπτυχθεί από πλευράς αιτητή επί του συγκεκριμένου θέματος είναι κατά τη γνώμη μου λανθασμένη. Εδώ, το αντικείμενο της προσφυγής δεν είναι ο έλεγχος της νομιμότητας διοικητικής πράξης που κατ' ισχυρισμό έχει μολυνθεί από πράξη ή ενέργεια δημόσιου υπαλλήλου κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 60(2)(β). Αν ήταν αυτή η περίπτωση, αναμφίβολα, η ύπαρξη τελικής διοικητικής πράξης θα αποτελούσε προϋπόθεση όχι για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού αδικήματος με βάση το άρθρο 60(2)(β) αλλά για την άσκηση αναθεωρητικού ελέγχου. Έχω τη γνώμη ότι για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού αδικήματος με βάση το άρθρο 60(2)(β) δεν αποτελεί προϋπόθεση η έκδοση τελικής πράξης η οποία να μολύνεται από τη μερολητπική πράξη ή ενέργεια του δημόσιου υπαλλήλου. Αυτό μπορεί να συμβεί στην περίπτωση όπου για παράδειγμα ο υπάλληλος ενήργησε μεροληπτικά στα πλαίσια ευρύτερης ενέργειας της διοίκησης και για κάποιο λόγο, ματαιώθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός χωρίς να εκδοθεί η τελική πράξη. Αν αποκαλυφθεί ότι η επί μέρους πράξη ή ενέργεια του υπαλλήλου ήταν μεροληπτική δεν βλέπω λόγο γιατί να απαιτείται ως προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού αδικήματος με βάση το άρθρο 60(2)(β) η έκδοση τελικής διοικητικής πράξης μολυσμένης από τη μεροληπτική πράξη του υπαλλήλου για να στοιχειοθετηθεί εναντίον του το αδίκημα με βάση το άρθρο 60(2)(β) αφού το ζητούμενο στην πειθαρχική διαδικασία είναι το κατά πόσο η πράξη ή ενέργεια του υπαλλήλου είναι μεροληπτική.
Στην Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 778 που αφορούσε πειθαρχική καταδίκη η Ολομέλεια παρέθεσε τα πιο κάτω αποσπάσματα από τα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 414 - 415:
«Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισης της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα ..........
Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου ........ ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς.»
«Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου ...... ως π.χ. εκείνοι, δι' ών προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων .... ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού .... ή προς την επιμέτρησιν της ποινής. Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού: ..............»
Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει γιατί κατά την έκδοσή της εμφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα. Ο αιτητής ουδέποτε ανέλαβε ως προϊστάμενος του κλάδου έρευνας και ετοιμασίας πολεοδομικών μελετών την επίλυση του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου. Η ΕΔΥ εσφαλμένα θεώρησε ότι η υποθετική επέκταση της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου στις εναλλακτικές προτάσεις των τριών σχεδιαγραμμάτων συνιστούσε ανάληψη του ζητήματος επέκτασης της Βιοτεχνικής Ζώνης Στροβόλου από τον κλάδο του οποίου προϊστατο ο αιτητής ο οποίος, εν πάση περιπτώσει δεν είχε οποιαδήποτε αποφασιστική αρμοδιότητα για την επίλυση του ζητήματος. Εν πάση περιπτώσει το τεμάχιο 309 δεν περιλαμβανόταν στη μελέτη του οδικού δικτύου που ετοίμασε ο κλάδος του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επίσης λόγω πλάνης περί το νόμο καθόσον αφορά τη δοθείσα ερμηνεία στον όρο «επίλυση» του άρθρου 60(2)(β). Οι λόγοι που οδηγούν στη διαπίστωση έχουν ήδη εξηγηθεί και δεν παρίσταται ανάγκη οποιασδήποτε επανάληψης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, καταδίκη - ποινή ακυρώνονται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
*«32(1) Ο υπάλληλος δεν δύναται είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, να αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, ενώ ο ίδιος, η σύζυγος του ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας έχει πρόδηλο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης.
(2) Η παράβαση της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί λόγο ακυρώσεως της σχετικής διοικητικής πράξης.»