ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 533
29 Μαΐου, 2002
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ,
Αιτήτρια,
v.
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 696/2000)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Κατά πόσο παραβιάζεται από το Άρθρο 1(α) του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Αναπήρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Ανάπηροι ― Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Αναπήρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου ― Απόρριψη σχετικής αίτησης στην κριθείσα περίπτωση ― Αιτιολογία ― Κρίθηκε επαρκής.
Η αιτήτρια αξίωσε την ακύρωση της απόρριψης της αίτησής της για παροχή οικονομικής βοήθειας για απόκτηση αυτοκινήτου με βάση το αντίστοιχο Σχέδιο Βοήθειας για αναπήρους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα σε όλη της την έκταση στον πολιτειακό και τον κοινωνικό χώρο. Επιβάλλει την ισονομία και την ίση μεταχείριση των πολιτών ως θεμελιώδη υποχρέωση της πολιτείας, αποκλειομένης κάθε μορφής διάκρισης. Πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών του Άρθρου 28 του Συντάγματος, ρίχνει φως στην εμβέλεια και στο πεδίο εφαρμογής του.
Έχοντας υπόψη τη νομολογία επί του θέματος η επίδικη πρόνοια του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Αναπήρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου δεν είναι αντίθετη με το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος ούτε αποτελεί αυθαίρετη διάκριση σε βάρος της αιτήτριας. Ο καθορισμός της ηλικίας για το ευεργέτημα απόκτησης αφορολόγητου αυτοκινήτου από τους αναπήρους δικαιολογείται από την εγγενή διαφορά που υπάρχει στα υποκείμενα του δικαίου και ιδιαίτερα την δυνατότητα απόκτησης άδειας οδηγού αυτοκινήτου. Το γεγονός ότι το Σχέδιο προνοεί ότι το αυτοκίνητο μπορεί να το οδηγεί και συγγενικό πρόσωπο της έγκρισης του Υπουργού είναι δευτερεύον και επακόλουθο και δεν μπορεί να μεταβάλει την κατάσταση. Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια, ηλικίας 93 ετών, δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει τέτοια άδεια. Κατά συνέπεια, η διάκριση ως προς την ηλικία που προβλέπει το Σχέδιο δεν ήταν αυθαίρετη.
2. Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακύρωσης το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης.
Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει κριθεί ότι η επαρκής αιτιολογία ή όχι, εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης.
Στην παρούσα υπόθεση τα πραγματικά περιστατικά ήταν αμοιβαία αποδεκτά όπως και η νομική κατάσταση όπως αναφέρεται στο Σχέδιο. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης συνάδει με τις νομολογιακές αρχές και παρέχει στο Δικαστήριο τα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Η αιτιολογία είναι επαρκής και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ζίζιρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631,
Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294,
Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476,
Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.
Προσφυγή.
Ι. Νικολάου, για την Αιτήτρια.
Δ. Κούσιου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
"Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή των καθ' ων η αίτηση με αρ. 2, ημερομηνίας 4.5.2000, και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας για παροχή οικονομικής βοήθειας για απόκτηση αυτοκινήτου με βάση το σχετικό Σχέδιο για Ανάπηρους, (αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως "Παράρτημα Α") είναι εξ' υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος".
Στις 2.5.2000 η αιτήτρια, ηλικίας 93 ετών, υπέβαλε αίτηση για παροχή σ' αυτήν οικονομικής βοήθειας για απόκτηση αυτοκινήτου, βάσει του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Ανάπηρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου, όπως αυτό εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 3.1.1991 και τροποποιήθηκε στις 11.10.1991, Αρ. Απόφ. 34.809 και 36.254 αντίστοιχα. Επεξηγηματικά σημειώνεται ότι η αιτήτρια έχει κατεστραμμένη λεκάνη και γόνατα και για τη διακίνησή της χρησιμοποιεί τροχοκάθισμα.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του αναφερόμενου Σχεδίου, δικαιούχα πρόσωπα θεωρούνται μεταξύ άλλων τα ανάπηρα πρόσωπα ηλικίας μεταξύ 18 και 65 ετών.
Ως εκ τούτου ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών με επιστολή του ημερομηνίας 4.5.2000 ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η αίτησή της δεν μπορούσε να εγκριθεί γιατί είχε ήδη συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας της (γεννήθηκε στις 17/1/1907).
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει ως βασικό λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης την αντισυνταγματικότητα του ίδιου του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Ανάπηρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου, και ειδικότερα της διάταξης 1(α) αυτού. Ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη διάταξη έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας όπως αυτή καθορίζεται και κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Είναι η θέση της αιτήτριας ότι ο περιορισμός που θέτει το άρθρο 1(α) του Σχεδίου ως προς την ηλικία των αναπήρων προσώπων που δικαιούνται να τύχουν οικονομικής βοήθειας (από 18 μέχρι 65 ετών) δημιουργεί άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση εις βάρος της, αλλά και εις βάρος όλων των αναπήρων που είναι είτε μικρότεροι των 18 ετών είτε μεγαλύτεροι των 65 ετών. Η εν λόγω δε διάκριση, συνεχίζει η εισήγησή της, στερείται λογικού ερείσματος και είναι συνάμα ανεπίτρεπτη και αδικαιολόγητη.
Αντίθετα η Δημοκρατία στη γραπτή αγόρευσή της ισχυρίζεται ότι η προαναφερόμενη πρόνοια του άρθρου 1(α) του Σχεδίου δεν βρίσκεται σε καμία σύγκρουση και/ή αντίφαση με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και ότι η όλη φιλοσοφία και σκοπός του Σχεδίου δεν είναι να αντιμετωπίσει προβλήματα που καθαρά άπτονται της προχωρημένης και/ή της τρίτης ηλικίας, όπως είναι η περίπτωση της αιτήτριας. Υποβάλλει επίσης ότι η σχετική νομολογία που παρατίθεται από μέρους της αιτήτριας προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, είναι ορθή και αιτιολογημένη για τα δοσμένα της περιστατικά αλλά δεν έχει καμία ταυτότητα, σχέση και/ή αναλογία με τα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης.
Το άρθρο 1(α) του Σχεδίου Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Ανάπηρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου έχει ως ακολούθως:-
"1.(α) "ανάπηρο πρόσωπο" σημαίνει πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας του οποίου η ηλικία δεν είναι μικρότερη των 18 ετών και όχι μεγαλύτερη των 65 τών και είναι εκ γενετής ή λόγω μεταγενέστερου γεγονότος, σύμφωνα με την έκθεση του Κυβερνητικού Ιατροσυμβουλίου που συγκροτείται για το σκοπό αυτό μόνιμα ανάπηρο και η αναπηρία του συνίσταται εις: .............."
Το δε Άρθρο 28.1 του Συντάγματος αναφέρει:-
"28.1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως."
Το Άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα σε όλη της την έκταση στον πολιτειακό και τον κοινωνικό χώρο. Επιβάλλει την ισονομία και την ίση μεταχείριση των πολιτών ως θεμελιώδη υποχρέωση της πολιτείας, αποκλειομένης κάθε μορφής διάκρισης. Πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών του Άρθρου 28 του Συντάγματος, ρίχνει φως στην εμβέλεια και στο πεδίο εφαρμογής του.
Στη Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631 αναφέρονται τα εξής τα οποία συνοψίζουν τις θέσεις της νομολογίας σχετικά με την αρχή της ισότητας:-
"Παραβίαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος
Ο όρος "ίσοι ενώπιον του Νόμου στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).
Στην υπόθεση Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:
(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση "πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων" (Υπόθεση Αρ. 1273/65 του Σ.τ.Ε.).
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - "αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων" (Υποθέσεις Αρ. 1247/67 και 1870/67 του Σ.τ.Ε.).
(3) "Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών" (Υπόθεση Αρ. 2063/68 του Σ.τ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται "επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας" (Υπόθεση Αρ. 1215/69 του Σ.τ.Ε.).
Στη Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1931 σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας)" (Βλ. επίσης "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη" του Αριστόβουλου Μάνεση, σελ. 320).
Στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63 (απόφαση Πική, Π.) το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:
"Η θεμελιακή αρχή η οποία προκύπτει τόσο από την Ελληνική όσο και την Κυπριακή νομολογία είναι τούτη. Αποκλείονται διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου ..... Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή, δεν χωρεί διάκριση. Εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης" (Βλ. και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378, Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 1), Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306)."
Επίσης στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου "Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα, Τόμος Β, παράγ. 1366-1367, διατυπώνονται τα εξής:-
"1366.4. Μια που στην πραγματικότητα η αρχή της ισότητας των ανθρώπων είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των ανθρώπων, και ίση μεταχείριση σημαίνει μεταχείριση χωρίς προσωπικές προκαταλήψεις και διακρίσεις, το σημείο αναφοράς δεν είναι πια κατ' ανάγκη ο άνθρωπος καθ' εαυτόν, αλλά η υπό ρύθμιση ή κρίση περίπτωση. Η αρχή της ισότητας σημαίνει πια (θετικά) την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και (αποθετικά) την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοιότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων.
1367. Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί κι' αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια."
Η Ελληνική νομολογία επίσης είναι προσαρμοσμένη στις ίδιες αρχές. Η αρχή της ισότητας αποκλείει μόνο την υπό του νομοθέτου ή της διοικήσεως θέσπιση αυθαίρετων και όλως αδικαιολόγητων διακρίσεων.
Στις ίδιες γραμμές κινείται επίσης τόσο η Αμερικανική νομολογία όσο και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ευρεία ανασκόπηση της πιο πάνω νομολογίας γίνεται στην απόφαση της Ολομέλειας Republic v. Arakian a.o. (1972) 3 C.L.R. 294. Στη σελίδα 301 της πιο πάνω απόφασης αναφέρονται με επιδοκιμασία αμερικανικές αποφάσεις και απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Μεταφέρω αυτούσιο απόσπασμα από τη σελίδα 301:-
"Ιn Morey v. Doud, 354 U.S. 457, I L. ed. 2d. 1485, Mr. Justice Burton adopted (at p. 1490), inter alia, the view, which was expressed earlier in the Lindsley case (supra) by Mr. Justice Van Devanter, that
'A classification having some reasonable basis does not offend against that clause" - the equal protection clause - "merely because it is not made with mathematical nicety or because it results in some inequality'.
In Levy v. Louisiana, 391, U.S. 68, 20 L. ed. 2d. 436, Mr. Justice Douglas pointed out (at p. 439) in his judgment:-
'In applying the Equal Protection Clause to social and economic legislation, we give great latitude to the legislature in making classifications.'
An exposition of the principle of equality can be found, also, in the decision of the European Court of Human Rights, of the Council of Europe, in the case "Relating to certain aspects of the laws of the use of languages in education in Belgium", which was decided in 1968; it was stated in this decision (at p. 34):-
'.... the Court, following the principles which may be extracted from the legal practice of a large number of democratic States, holds that the principle of equality of treatment is violated if the distinction has no objective and reasonable justification.'"
Έχοντας υπόψη τη νομολογία επί του θέματος έχω καταλήξει ότι η επίδικη πρόνοια του Σχεδίου δεν είναι αντίθετη με το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος ούτε αποτελεί αυθαίρετη διάκριση σε βάρος της αιτήτριας. Ο καθορισμός της ηλικίας για το ευεργέτημα απόκτησης αφορολόγητου αυτοκινήτου από τους αναπήρους δικαιολογείται από την εγγενή διαφορά που υπάρχει στα υποκείμενα του δικαίου και ιδιαίτερα την δυνατότητα απόκτησης άδειας οδηγού αυτοκινήτου. Το γεγονός ότι το Σχέδιο προνοεί ότι το αυτοκίνητο μπορεί να το οδηγεί και συγγενικό πρόσωπο της έγκρισης του Υπουργού είναι δευτερεύον και επακόλουθο και δεν μπορεί να μεταβάλει την κατάσταση. Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια, ηλικίας 93 ετών, δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει τέτοια άδεια. Κατά συνέπεια, καταλήγω, ότι η διάκριση ως προς την ηλικία που προβλέπει το Σχέδιο δεν ήταν αυθαίρετη.
Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακύρωσης το αναιτιολόγητο της επίδικης απόφασης.
Η αιτιολογία της απόφασης φαίνεται στην επιστολή, ημερ. 4.5.2000, που στάληκε στην αιτήτρια και έχει ως ακολούθως:-
"Έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας ημερομηνίας 2/5/2000 για παροχή οικονομικής βοήθειας για απόκτηση αυτοκινήτου, με βάση το σχετικό σχέδιο για ανάπηρους, έχει παραληφθεί από το Υπουργείο μας.
2. Το Σχέδιο Παροχής Οικονομικής Βοήθειας σε Ανάπηρους για Απόκτηση Αυτοκινήτου, μεταξύ άλλων, καθορίζει ότι δικαιούχα πρόσωπα είναι οι ανάπηροι των οποίων η ηλικία είναι μεγαλύτερη των 18 χρόνων και μικρότερη των 65 χρόνων.
3. Ενόψει των πιο πάνω, και του γεγονότος ότι γεννηθήκατε στις 17/1/1907, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας δεν μπορεί να εγκριθεί γιατί έχετε ήδη συμπληρώσει το 65 έτος της ηλικίας σας."
Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει κριθεί ότι η επαρκής αιτιολογία ή όχι, εξαρτάται από τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης. (Βλέπε Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Στην παρούσα υπόθεση τα πραγματικά περιστατικά ήταν αμοιβαία αποδεκτά όπως και η νομική κατάσταση όπως αναφέρεται στο Σχέδιο. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης, όπως φαίνεται στην επιστολή ημερ. 4.5.2000 (πιο πάνω), συνάδει με τις νομολογιακές αρχές και παρέχει στο Δικαστήριο τα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Η αιτιολογία είναι επαρκής και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.