ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 436

13 Μαΐου, 2002

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΙΩΑΝΝΑ ΤΣΙΑΠΠΑ,

Αιτήτρια,

v.

1. ΕΠΙΤΡΟΠHΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 480/2001)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια υπηρεσίας ― Ερμηνεία και εφαρμογή τους από το διορίζον όργανο ― Όρια επέμβασης του Δικαστηρίου.

Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις εκπλήρωσής τους στην κριθείσα περίπτωση.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Δεδικασμένο ― Περιστάσεις γέννεσης δεδικασμένου στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Σχέδια υπηρεσίας ― Η συμμετοχή της Βουλής των Αντιπροσώπων στη διαδικασία κατάρτισής τους ― Άρθρα 27(1) και 87(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/90) ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής τους στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητική Πράξη ― Χρόνος έκδοσής της ― Η καθυστέρηση της εξέτασης ζητήματος από την Ε.Δ.Υ. δεν ήταν ικανή να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο ― Περιστάσεις.

Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για πλήρωση της θέσης Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής, Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών, αλλά και την κρίση της ιδίας ως μη προσοντούχου η οποία απετέλεσε το αντικείμενο χωριστής απόφασης της Ε.Δ.Υ. που ελήφθη και μεταγενέστερα της επίδικης απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο έχει ερμηνευθεί ένα σχέδιο υπηρεσίας από το διορίζον όργανο εφόσον μια τέτοια ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε και επεμβαίνει στην εφαρμογή του, αν ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις.

     Η επίδικη ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.

2.  Αναφορικά με την εισήγηση περί έλλειψης αιτιολογίας έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο.

     Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της.

3.  Αναφορικά με την δέουσα έρευνα οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων.

     Στην παρούσα υπόθεση αυτό που είχε να διερευνήσει η Ε.Δ.Υ. ήταν κατά πόσο το κύριο θέμα σπουδών της αιτήτριας ήταν τα μαθηματικά. Είχε ενώπιόν της την αναλυτική κατάσταση σπουδών της αιτήτριας. Στην αναλυτική κατάσταση φαίνεται ο αριθμός των μαθημάτων - περιλαμβανομένων και των μαθηματικών - στα οποία η αιτήτρια εξετάστηκε προφορικά και γραπτώς. Εφόσον η έρευνα στόχευε στο να διαπιστώσει κατά πόσο το κύριο θέμα σπουδών της αιτήτριας ήταν τα μαθηματικά και εφόσον ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υπήρχαν πλήρη στοιχεία σε σχέση με τα μαθηματικά και τα άλλα μαθήματα, τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ. ήταν τέτοια που παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Έπεται πως η έρευνα ήταν πλήρης.

4.  Η κρίση της Ε.Δ.Υ. που σχετίζεται με τα άλλα δύο διπλώματα της αιτήτριας έχει εξεταστεί στην Προσφυγή Αρ. 1524/99 και επικυρωθεί. Αποτελεί επομένως δεδικασμένο.

5.      Η παρέμβαση της Βουλής στο σχέδιο υπηρεσίας εν προκειμένω βρίσκει έρεισμα στα Άρθρα 27(1) και 87(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90).

     Σύμφωνα με το Άρθρο 27(1) τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Σύμφωνα με το Άρθρο 87(3) η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορεί να τροποποιήσει τους Κανονισμούς «στο σύνολο τους ή μερικώς». Επομένως η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει ενεργήσει με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται από το Νόμο.

6.  Με την απόφασή της ημερ. 11.5.2001, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της δεύτερης θεραπείας, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι τα στοιχεία, που είχε υποβάλει ο κ. Χατζηιωάννου, «δεν διαφοροποιούν τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της κατά τη συνεδρία της ημερ. 2.3.2001». Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να τείνει να δείξει ότι αυτό το συμπέρασμα της Ε.Δ.Υ. είναι εσφαλμένο. Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. δεν εξέτασε το θέμα αμέσως δεν είναι ικανό να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο. Αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός της εξέτασης. Από αυτό το γεγονός τεκμαίρεται ότι η Ε.Δ.Υ. θα ήταν διατεθειμένη να προβεί σε ανάκληση της απόφασής της ημερ. 2.3.2001 αν διαπίστωνε ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο κ. Χατζηιωάννου διαφοροποιούν τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της κατά τη συνεδρία της ημερ. 2.3.2001. Διαφορετικά η εξέταση του θέματος δεν θα είχε οποιοδήποτε νόημα. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο είχαν υποβληθεί στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την εικόνα. Ωστόσο, όπως διαπίστωσε η Ε.Δ.Υ., δεν είχαν υποβληθεί τέτοια στοιχεία.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Τσιάππα v. Ε.Δ.Υ. κ.ά, Υπόθ. Αρ. 1524/99, ημερ. 29.1.2001,

Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61,

Josephides v. Republic, 2 R.S.C.C. 72,

Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60,

Κυριακίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298,

Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

Φράγκου v. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 270,

Δημοκρατία v. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας v. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270,

Nicolaou v. Minister of Interior a.o. (1974) 3 C.L.R. 189,

Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447.

Προσφυγή.

Κ. Χ" Ιωάννου, για την Αιτήτρια.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια ήταν υποψήφια για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής,Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών (η επίδικη θέση). Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) εξέτασε την υποψηφιότητα της στη συνεδρία της ημερ. 12.8.99. Έκρινε πως δεν είναι προάξιμη γιατί δεν πληρούσε τους όρους του σχεδίου υπηρεσίας* που αφορούν τα προσόντα. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια κατέχει τα πιο κάτω προσόντα:

(1)         Δίπλωμα Licence es Sciences Physiques (Licence) του Πανεπιστημίου της Γενεύης.

(2)         Diploma of Membership of the Imperial College in Mathematics, Statistics and Operational Research (DIC) του Πανεπιστημίου Λονδίνου.

(3)   Msc in Statistics and Operational Research.

Μετά την απόρριψη της υποψηφιότητας της αιτήτριας η Ε.Δ.Υ. άκουσε τις συστάσεις του Διευθυντή του Τμήματος. Με απόφαση της ημερ. 12.8.99 (η πρώτη απόφαση) διόρισε τους Παναγιώτη Κουκκουλλή και Σωτήριο Δ. Γιόκκα στην επίδικη θέση από 1.9.99.

Εναντίον της πρώτης απόφασης της Ε.Δ.Υ. ασκήθηκε από την αιτήτρια η Προσφυγή Τσιάππα v. Ε.Δ.Υ. κ.ά., Υποθ. Αρ. 1524/99, ημερ. 29/1/2001. Ισχυρίστηκε ότι:

(α) Η έρευνα της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τα προσόντα της, δηλαδή, το δίπλωμα Licence es Sciences Physiques (Licence) του πανεπιστημίου της Γενεύης και το Diploma of Membership of the Imperial College in Mathematics, Statistics and Operational Research (DIC) του πανεπιστημίου Λονδίνου, υπήρξε ελλιπής. Με αποτέλεσμα η πλημμέλεια αυτή να οδηγήσει σε πεπλανημένη αιτιολόγηση της απόφασης της Ε.Δ.Υ., να αποκλεισθεί η αιτήτρια.

(β)   Εσφαλμένα η Ε.Δ.Υ. δεν εξέτασε το ενδεχόμενο το δίπλωμα, M.Sc. του Imperial College, να ικανοποιεί και τα δύο προαπαιτούμενα του σχεδίου υπηρεσίας (παραγρ. 1 και 2).

(γ)   Παραγνωρίστηκε το δίπλωμα DIC (που της απονεμήθηκε το 1974 ύστερα από την υποβολή σχετικής μελέτης), το οποίο έχει μεταπτυχιακό χαρακτήρα.

Κατά την εξέταση των προσόντων της αιτήτριας το δίπλωμα M.Sc. θεωρήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ότι:

«επέχει τη θέση του απαιτούμενου πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, που η Τσιάππα (αιτήτρια) δεν ικανοποιεί με το Licence es Sciences Physiques ... γιατί είναι σε θέμα που δεν εμπίπτει σ' αυτά που περιγράφονται στην παράγραφο 3(1) των απαιτούμενων προσόντων της θέσης.»

Ως προς το Diploma of Membership (DIC) η Ε.Δ.Υ. έκρινε πως:

«δεν μπορεί να λογισθεί ως 'Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος', όπως απαιτείται από την παραγρ. 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, διότι απονεμήθηκε στην Τσιάππα, ως συνέπεια της συμπλήρωσης από αυτήν του M.Sc. .... που έχει ήδη ληφθεί υπόψη.»

Η απόφαση του Δικαστηρίου Τσιάππα ν. Ε.Δ.Υ. κ.ά., Υπόθ. Αρ. 1524/99, εκδόθηκε στις 29/1/2001. Το Δικαστήριο απέρριψε τις πιο πάνω δύο τελευταίες εισηγήσεις της αιτήτριας και υιοθέτησε την πρώτη.

Σε σχέση με τη δεύτερη εισήγηση υπέδειξε ότι η αντιμετώπιση που είχε προτείνει η αιτήτρια θα καταστρατηγούσε τις πρόνοιες των παραγ. 1 και 2 του σχεδίου υπηρεσίας. Τόνισε, επίσης, ότι «η νομολογία δείχνει ότι το προταθέν γύμνασμα είναι ανεπίτρεπτο όντας και αντινομικό».

Σε σχέση με την τρίτη εισήγηση το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η αρμοδιότητα αναφορικά με την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων ανήκει στην Ε.Δ.Υ.. Αυτό είναι ζήτημα που εξετάζει η Ε.Δ.Υ. σε κάθε περίπτωση διενεργώντας προς τούτο δέουσα έρευνα: Παναγιωτίδης ν. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 342 και Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549. Η δικαστική παρέμβαση είναι νοητή μόνο για καθορισμένους λόγους που επεξήγησε η νομολογία μας στο προκείμενο. Κανένας από τους λόγους αυτούς δε συντρέχει στην παρούσα περίπτωση. Το ζήτημα ερευνήθηκε ικανοποιητικά. Η ληφθείσα στο σημείο αυτό απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.»

Το Δικαστήριο αναφερόμενο στην πρώτη εισήγηση, την οποία και υιοθέτησε, συνέχισε ως εξής:

«Δεν έχω την ίδια άποψη αναφορικά με το μέρος της απόφασης της Ε.Δ.Υ. με την οποία κρίθηκε η τύχη του διπλώματος Licence. Ας θυμηθούμε την παραγ. 1. Σύμφωνα με τη διάζευξη είναι αρκετό (ως πρώτο δίπλωμα) το πανεπιστημιακό δίπλωμα σε άλλο κλάδο από τους κατονομαζόμενους στο πρώτο σκέλος αν στον κλάδο αυτό το κύριο θέμα των σπουδών είναι τα Μαθηματικά, όπως υποστήριξε η αιτήτρια. Για το σκοπό αυτό, η αιτήτρια επισύναψε το τεκμ. 1 στην αίτηση της για τη θέση του Διευθυντή Στατιστικής. Φαίνεται να είναι ενδεικτικό από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης για τις εξετάσεις που υπέστη και το αποτέλεσμα περιλαμβανομένης και της βαθμολογίας σε προφορικές και γραπτές εξετάσεις στα μαθηματικά. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας ανέφερε ότι δεν υπάρχει στον προσωπικό της φάκελο πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι το Licence είχε ως κύριο θέμα τα μαθηματικά. Το τεκμ. 1 ήταν αρκετό για να καταλήξει χωρίς να διευρύνει την έρευνά της.

Δεν ανέφερε όμως η Ε.Δ.Υ. στη σχετική απόφαση της για ποιό λόγο κατέληξε στην απόφαση ότι η αιτήτρια δεν ικανοποίησε με το Licence την παραγ. 1.  Δεν έγινε περαιτέρω έρευνα (για παράδειγμα, μπορούσε η Ε.Δ.Υ. να αποταθεί στο πανεπιστήμιο, όπως έπραξε στην περίπτωση του διπλώματος DIC) για να φανεί ο ακριβής συσχετισμός των μαθηματικών με τα λοιπά διδασκόμενα μαθήματα. Υπήρχε, υπό τις συνθήκες, ρεαλιστική πιθανότητα πλάνης, που επιφέρει ακυρότητα της πράξης.

Για τους λόγους αυτούς η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.»

Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης στη συνεδρία της ημερ. 2.3.2001. Κατά την ενασχόληση της με το θέμα των προσόντων της αιτήτριας η Ε.Δ.Υ. ανέφερε:

«Η Επιτροπή μελέτησε ενδελεχώς την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα της διερεύνησης του περιεχομένου του πτυχίου 'Licence es Sciences Physiques', που κατέχει το Ενδιαφερόμενο Μέρος Τσιάππα Ιωάννα, και σημείωσε την υπόδειξη για την περαιτέρω διερεύνηση μέσω του Πανεπιστημίου της Γενεύης, όπου αυτή φοίτησε για να πάρει το εν λόγω πτυχίο.  Ωστόσο, αφού εξασφάλισε από την αίτηση της Τσιάππα για άλλη θέση, για την οποία ήταν υποψήφια, αναλυτική κατάσταση σπουδών με ημερομηνία 10.4.69 για το εν λόγω πτυχίο, η οποία εκδόθηκε από το ίδιο το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, η Επιτροπή έκρινε ότι το στοιχείο αυτό είναι ικανοποιητικό προκειμένου να βοηθηθεί στην εξέταση του θέματος.

Η Επιτροπή, αφού μελέτησε την εν λόγω αναλυτική κατάσταση σπουδών, παρατήρησε ότι από αυτή φαίνεται καθαρά ότι, τόσο στις γραπτές όσο και στις προφορικές εξετάσεις, το κύριο θέμα σπουδών ήταν η Φυσική και ότι τα Μαθηματικά ήταν τέτοιας έκτασης που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κύριο θέμα (3 από τα 11 μαθήματα που εξετάστηκαν προφορικά και 2 από τα 6 που εξετάστηκαν γραπτώς) και συνεπώς το πτυχίο 'Licence es Sciences Physiques' που κατέχει η Τσιάππα δεν καλύπτει την παράγραφο (1) των Απαιτούμενων Προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, αποφάσισε ότι η ΤΣΙΑΠΠΑ Ιωάννα δεν είναι δικαιούχος υποψήφια, διότι το M.Sc. in Statistics and Operational Research που διαθέτει επέχει τη θέση του απαιτούμενου πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου, γιατί το Licence es Sciences Physiques, που επίσης η Τσιάππα κατέχει, δεν περιλαμβάνεται στα θέματα που περιγράφονται στην παράγραγο 3(1) των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας. Επίσης, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το Diploma Membership of the Imperial College δεν μπορεί να λογιστεί ως 'Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος', όπως απαιτείται από την παράγραφο 3(2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, διότι απονεμήθηκε στην Τσιάππα ως συνέπεια της συμπλήρωσης από αυτήν του M.Sc. in Statistics and Operational Research, που έχει ήδη ληφθεί υπόψη.»

Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την σύγκριση των υπόλοιπων υποψηφίων. Αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση του Διευθυντή και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - έκρινε ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτούς προαγωγή στην επίδικη θέση.

Με το αιτητικό Α της προσφυγής η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής των Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε την 2.3.2001. Με επιστολή του προς της Ε.Δ.Υ., ημερ. 6.3.2001, ο συνήγορος της αιτήτριας απέστειλε αριθμό εγγράφων για να ληφθούν υπόψη από την Ε.Δ.Υ. στα πλαίσια της έρευνας «που θα διενεργήσει». Τα έγγραφα αυτά είναι τα εξής:

«(α) Επιστολή του καθηγητού Rene FLUKIGER του Πανεπιστημίου της Γενεύης στο οποίο επισυνάπτεται και το αναλυτικό πρόγραμμα του Licence es Sciences Physiques και Licences es Sciences Mathematique δεόντως μεταφρασμένα στα ελληνικά που δείχνουν ότι τα μαθηματικά ήταν κύριο θέμα σπουδών της αιτήτριας.

(β)   Συγκριτικό πίνακα μαθημάτων του Λισανς Μαθηματικών και Λισάνς Φυσικής που ετοίμασε η αιτήτρια.

(γ)   Τα αναλυτικά αποτελέσματα της αιτήτριας μεταφρασμένα στα ελληνικά.»

Η Ε.Δ.Υ. πληροφόρησε το συνήγορο της αιτήτριας ότι το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του σημειώθηκε και ότι θα εξετάσει το ζήτημα το συντομότερο δυνατό και θα τον πληροφορήσει σχετικά.

Η Ε.Δ.Υ. εξέτασε τα στοιχεία που υπέβαλε ο δικηγόρος της αιτήτριας με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 6.3.2001 στη συνεδρία της ημερ. 11.5.2001. Παραθέτω το κείμενο της απόφασής της:

«Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αφού εξέτασε τα στοιχεία που υπέβαλε η Τσιάππα, διαπίστωσε ότι αυτά δεν διαφοροποιούν τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 2.3.01 (Θέμα Β.(1) (2) των πρακτικών), όπου αποφάσισε ότι η Τσιάππα δεν είναι προσοντούχος υποψήφια. Το βασικότερο στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκε η Επιτροπή είναι η αναλυτική κατάσταση σπουδών της Τσιάππα, η οποία δεικνύει ότι το πτυχίο της ουδόλως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, αποφάσισε ότι δεν συντρέχουν λόγοι να αναθεωρήσει την απόφαση της ότι η ΤΣΙΑΠΠΑ Ιωάννα δεν ήταν προσοντούχος υποψήφια για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Στατιστικής, Στατιστική Υπηρεσία. Να ειδοποιηθούν σχετικά οι δικηγόροι της Τσιάππα.»

Με το αιτητικό Β της προσφυγής η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης της Ε.Δ.Υ. ημερ. 11.5.2001.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Ο κ. Χατζηιωάννου, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι η κρίση της Ε.Δ.Υ. «ότι η αιτήτρια δεν κατέχει τα προσόντα πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας και δέουσας έρευνας. Δεν είναι ορθή και δεν βρίσκεται μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας. Η Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με τον κ. Χατζηιωάννου, «εξακολουθεί να μην ερμηνεύει το όρο 'κύριο θέμα σπουδών' στο απαιτούμενο προσόν 3.1 του σχεδίου υπηρεσίας». Περαιτέρω, συνέχισε ο κ. Χατζηιωάννου, η Ε.Δ.Υ. «υποπίπτει σε μέγα σφάλμα διότι γενικεύει και υπολογίζει τον αριθμό των εξετασθέντων θεμάτων μαθηματικών σε σχέση με το σύνολο των εξετασθέντων θεμάτων που ασφαλώς περιλαμβάνουν κύρια θέματα και δευτερεύοντα θέματα».

Χρειάζεται να γίνει υπενθύμιση των αρχών που διέπουν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων του διορίζοντος οργάνου που σχετίζονται με την ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας. Το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο με τον οποίο έχει ερμηνευθεί ένα σχέδιο υπηρεσίας από το διορίζον όργανο εφόσο μια τέτοια ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή, ούτε και επεμβαίνει στην εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αν μια τέτοια εφαρμογή ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις (Βλ. Papapetrou v. Republic, 2 R.S.C.C. 61, 69, Josephides v. Republic, 2 R.S.C.C. 72, 77, Petsas v. Republic, 3 R.S.C.C. 60, 63).

Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό του σχεδίου υπηρεσίας. Ιδιαίτερα λαμβάνω υπόψη τη φράση «με κύριο θέμα σπουδών τα μαθηματικά». Πρόσθετα λαμβάνω υπόψη το υλικό το οποίο βρισκόταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ.. Κρίνω ότι η επίδικη ερμηνεία ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου.

Αναφορικά με την εισήγηση περί έλλειψης αιτιολογίας έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και δεν πρέπει να είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο (Βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. Τα στοιχεία αυτά ήταν η αναλυτική κατάσταση σπουδών. Περαιτέρω προσδιορίζει με σαφήνεια το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Ε.Δ.Υ.. Αυτό ήταν: Το κύριο θέμα σπουδών της αιτήτριας ήταν η φυσική και όχι τα μαθηματικά. Κρίνω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη.

Αναφορικά με την δέουσα έρευνα οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Nicolaou v. Minister of Interior a.o. (1974) 3 C.L.R. 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Επομένως αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο με την έρευνα που είχε προηγηθεί της προσβαλλόμενης απόφασης είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.

Στην παρούσα υπόθεση αυτό που είχε να διερευνήσει η Ε.Δ.Υ. ήταν κατά πόσο το κύριο θέμα σπουδών της αιτήτριας ήταν τα μαθηματικά. Είχε ενώπιον της την αναλυτική κατάσταση σπουδών της αιτήτριας. Στην αναλυτική κατάσταση φαίνεται ο αριθμός των μαθημάτων - περιλαμβανομένων και των μαθηματικών - στα οποία η αιτήτρια εξετάστηκε προφορικά και γραπτώς. Εφόσο η έρευνα στόχευε στο να διαπιστώσει κατά πόσο το κύριο θέμα σπουδών της αιτήτριας ήταν τα μαθηματικά και εφόσον ενώπιον της Ε.Δ.Υ. υπήρχαν πλήρη στοιχεία σε σχέση με τα μαθηματικά και τα άλλα μαθήματα, θεωρώ ότι τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ. ήταν τέτοια που παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα. Έπεται πως η έρευνα ήταν πλήρης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Σε σχέση με την έλλειψη δέουσας έρευνας ο κ. Χατζηιωάννου υπέβαλε ότι η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε να διερευνήσει το ενδεχόμενο να καλύπτεται το προσόν που απαιτείται από την παραγ. 1 του σχεδίου  υπηρεσίας από το δίπλωμα της αιτήτριας «in Mathematics, Statistics and Operational Research".

Η κρίση της Ε.Δ.Υ. που σχετίζεται με τα άλλα δύο διπλώματα της αιτήτριας έχει εξεταστεί στην Τσιάππα v. Ε.Δ.Υ., Υποθ. Αρ. 1524/99, ημερ. 29/1/2001 και επικυρωθεί. Αποτελεί επομένως δεδικασμένο.

Περαιτέρω ο κ. Χατζηιωάννου υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη γιατί στηρίχθηκε σε άκυρη προπαρασκευαστική πράξη.

Τα γεγονότα που έχουν σχέση με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχουν ως εξής:

Στο σχέδιο υπηρεσίας το οποίο απέστειλε η Διοίκηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων υπήρχε πρόνοια η οποία επέτρεπε στην αιτήτρια να είναι υποψήφια. Στο εγκριθέν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων σχέδιο υπηρεσίας είχε απαλειφθεί εκείνη η πρόνοια.

Ο κ. Χατζηιωάννου υπέβαλε συναφώς ότι η παρέμβαση της Βουλής των Αντιπροσώπων παραβιάζει την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα γιατί «δεν είναι έργο της Βουλής να ασκεί διοίκηση και η υιοθέτηση σχεδίου υπηρεσίας και η θέσπιση προσόντων είναι άσκηση διοικητικής εξουσίας».

Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.  Η παρέμβαση της Βουλής βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 27(1) και 87(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (Ν. 1/90).

Σύμφωνα με το άρθρο 27(1) τα γενικά καθήκοντα και ευθύνες κάποιας θέσης και τα προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή της καθορίζονται στα σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με κανονισμούς που εγκρίνει η Βουλή των Αντιπροσώπων. Σύμφωνα με το άρθρο 87(3) η Βουλή των Αντιπροσώπων μπορεί να τροποποιήσει τους Κανονισμούς «στο σύνολο τους ή μερικώς». Επομένως η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει ενεργήσει με βάση τις εξουσίες που της παρέχονται από το Νόμο.

Τέλος και σε σχέση με το δεύτερο αιτητικό της προσφυγής ο κ. Χατζηιωάννου υπέβαλε ότι η απόφαση για προαγωγή των Ε.Μ., η οποία λήφθηκε στις 2.3.2001, αποτελούσε internum της διοίκησης. Ενώ - συνέχισε ο κ. Χατζηιωάννου - στις 6.3.2001 περιήλθαν σε γνώση της Ε.Δ.Υ. στοιχεία αναφορικά με τα προσόντα της αιτήτριας που δεν είχε υπ' όψη της η Ε.Δ.Υ. η τελευταία προχώρησε σε ολοκλήρωση της διοικητικής πράξης προαγωγής των Ε.Μ. με επιστολή ημερ. 7.3.2001 και δημοσίευση ημερ. 30.3.2001. Στη συνέχεια, στις 11.5.2001, προχώρησε στην εξέταση του ζητήματος αν η αιτήτρια είναι προσοντούχα εν  όψει των στοιχείων που είχαν υποβληθεί την 6.3.2001, δηλαδή δύο μήνες μετά την υποβολή τους και αφού προηγουμένως έκρινε την αιτήτρια ως μη προσοντούχα την 2.3.2001. Αυτή η ενέργεια και μεθοδολογία δράσης - κατέληξε ο κ. Χατζηιωάννου - συνιστά κακή πίστη εκ μέρους της Ε.Δ.Υ.. Η Ε.Δ.Υ. πρώτα έλαβε την απόφαση και μετά αναζήτησε επιχειρηματολογία ή στοιχεία για στήριξή της. Αυτό δεν είναι επιτρεπτό.

Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. ημερ. 2.3.2001 δεν πάσχει λόγω έλλειψης στοιχείων γιατί η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της την αναλυτική κατάσταση σπουδών της αιτήτριας. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να τεκμηριώνει τη θέση του κ. Χατζηιωάννου ότι η Ε.Δ.Υ. «μετά αναζήτησε επιχειρηματολογία για στήριξη» της απόφασης της ημερ. 2.3.2001. Με την απόφαση της ημερ. 11.5.2001, η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της δεύτερης θεραπείας, η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι τα στοιχεία, που είχε υποβάλει ο κ. Χατζηιωάννου, «δεν διαφοροποιούν τα στοιχεία που είχε ενώπιον της κατά τη συνεδρία της ημερ. 2.3.2001». Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να τείνει να δείξει ότι αυτό το συμπέρασμα της Ε.Δ.Υ. είναι εσφαλμένο. Το γεγονός ότι η Ε.Δ.Υ. δεν εξέτασε το θέμα αμέσως δεν είναι ικανό να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο.  Αυτό που έχει σημασία είναι το γεγονός της εξέτασης. Από αυτό το γεγονός τεκμαίρεται ότι η Ε.Δ.Υ. θα ήταν διατεθειμένη να προβεί σε ανάκληση της απόφασης της ημερ. 2.3.2001 αν διαπίστωνε ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο κ. Χατζηιωάννου διαφοροποιούν τα στοιχεία που είχε ενώπιον της κατά τη συνεδρία της ημερ. 2.3.2001. Διαφορετικά η εξέταση του θέματος δεν θα είχε οποιοδήποτε νόημα. Το ζητούμενο είναι κατά πόσο είχαν υποβληθεί στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την εικόνα. Ωστόσο, όπως διαπίστωσε η Ε.Δ.Υ., δεν είχαν υποβληθεί τέτοια στοιχεία. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

* Τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκά προσόντα είναι τα εξής:

        «Απαιτούμενα προσόντα:

(1)         Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:

  Στατιστική, Οικονομικά, Μαθηματικά, Οικονομετρία, Επιστήμη των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Δημογραφία, Επιχειρησιακή 'Ερευνα (Operational Research), η σε οποιοδήποτε άλλο κλάδο με κύριο θέμα σπουδών τη Στατιστική ή τα Οικονομικά ή τα Μαθηματικά.

            (Σημ.: Ο όρος 'πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος' καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο).

(2)         Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος στη Στατιστική ή στα Οικονομικά ή στην Οικονομετρία ή στη Δημογραφία ή σε συναφείς τομείς των θεμάτων αυτών ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε έναν ή περισσότερους τομείς της Στατιστικής, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους.»


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο