ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 326
4 Απριλίου, 2002
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤIΝΑ ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡIΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
3. ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ
ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 961/2000)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έννομο συμφέρον ― Ισχυρισμός για έλλειψή του μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή ο οποίος έχει αποδεχθεί την προσβαλλόμενη απόφαση ― Έννοια και προϋποθέσεις έγκυρης αποδοχής ― Περιστάσεις υπό τις οποίες έγινε δεκτή η ύπαρξη αποδοχής, που καταργεί το έννομο συμφέρον στην κριθείσα περίπτωση.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της εν μέρει μόνο ικανοποίησης του αιτήματός της για χορήγηση επιδόματος μητρότητας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ισχυρισμός για έλλειψη εννόμου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ενώ μπορεί να εξεταστεί ακόμα και αυτεπάγγελτα.
2. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης, στερεί από το διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να αξιώσει ακύρωση της πράξης, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Η αποδοχή της πράξης μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από συμπεριφορά του η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοιά της. Η αποδοχή θα πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και να μην γίνεται από νόμιμη υποχρέωση ή λόγω οικονομικής ανάγκης ή παράνομης βίας ή απειλής ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες. Η αποδοχή θα πρέπει ακόμα να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις.
Για να θεωρηθεί ότι η αποδοχή της πράξης εξαλείφει το έννομο συμφέρον θα πρέπει να έχει γίνει έχοντας πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και χωρίς οποιανδήποτε επιφύλαξη.
3. Στην παρούσα υπόθεση καμιά από τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω δεν υφίσταται. Αντίθετα, η αιτήτρια αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το επίδομα μητρότητας τόσο για την περίοδο μεταξύ 13.12.1999 μέχρι 12.1.2000, αλλά και μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό, για την περίοδο μεταξύ 29.3.2000 μέχρι 2.4.2000. Είναι ιδιαίτερης σημασίας ακριβώς η χωρίς καμιά επιφύλαξη αποδοχή του επιδόματος μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό.
Εν όψει των πιο πάνω η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να αξιώσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Tomboli v. CYTA (1982) 3 C.L.R. 149,
Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,
Theoktisto Ltd Imports-Exports κ.ά. v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2002) 4 Α.Α.Δ. 117.
Προσφυγή.
Δ. Βασιλειάδου για Άντη Τριανταφυλλίδη, για την Αιτήτρια.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επίδομα μητρότητας από 13.12.1999 μέχρι 2.4.2000. Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενέκρινε το αίτημα εκτός της περιόδου μεταξύ 13.1.2000 και 28.3.2000, που απουσίαζε στο εξωτερικό. Την απόφαση αυτή προσβάλλει η παρούσα προσφυγή.
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει το επιχείρημα ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί εισέπραξε ανεπιφύλακτα τα επιδόματα που της καταβλήθηκαν για τους μήνες που βρισκόταν στην Κύπρο. Η είσπραξη των επιδομάτων αυτών, υποστηρίζουν οι καθ' ων η αίτηση, συνιστά αποδοχή της πράξης που εκδόθηκε σύμφωνα με την αίτησή της στην οποία η αιτήτρια, εν πάση περιπτώσει, συναίνεσε.
Το θέμα εγείρεται με τη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση και όχι με την ένστασή τους. Στην απαντητική της αγόρευση η αιτήτρια παραδέχεται ότι αποδέκτηκε ανεπιφύλακτα το επίδομα για τις περιόδους κατά τις οποίες βρισκόταν στην Κύπρο, αλλά δεν είχε λόγο να επιφυλάξει τα δικαιώματά της σχετικά με την καταβολή του επιδόματος για την περίοδο απουσίας της, αφού κανένα δικαίωμά της δεν παραβιαζόταν από την καταβολή του εν λόγω ποσού. Είναι, περαιτέρω, η θέση της ότι το θέμα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος θα έπρεπε να εγερθεί στην ένσταση και γι' αυτό οι καθ' ων η αίτηση αποκλείονται από του να την εγείρουν στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων. Το Δικαστήριο, καταλήγει, δεν έχει την εξουσία να εξετάσει ούτε την ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αλλά ούτε και μια δεύτερη προδικαστική ένσταση που ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση εγείρει στη γραπτή του αγόρευση.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Ισχυρισμός για έλλειψη εννόμου συμφέροντος μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ενώ μπορεί να εξεταστεί ακόμα και αυτεπάγγελτα.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης, στερεί από το διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να αξιώσει ακύρωση της πράξης, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα (βλέπε μεταξύ άλλων Tomboli v. CYTA (1982) 3 C.L.R. 149).
Όπως αναφέρει ο Επ. Σπηλιωτόπουλος στο Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η Έκδοση, 1997, παραγρ. 458, η αποδοχή της πράξης μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή να συνάγεται από συμπεριφορά του η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοιά της. Η αποδοχή θα πρέπει να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και να μην γίνεται από νόμιμη υποχρέωση ή λόγω οικονομικής ανάγκης ή παράνομης βίας ή απειλής ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες. Η αποδοχή θα πρέπει ακόμα να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις.
Για να θεωρηθεί ότι η αποδοχή της πράξης εξαλείφει το έννομο συμφέρον θα πρέπει να έχει γίνει έχοντας πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών και χωρίς οποιανδήποτε επιφύλαξη (Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, 11).
Εκτενέστερη ανάλυση της σχέσης μεταξύ αποδοχής της προσβαλλόμενης πράξης και του εννόμου συμφέροντος μπορούν να βρεθούν στη μελέτη της Γλ. Σιούτη, Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, 1998, σελ. 206 και επ. (Βλέπε επίσης Theoktisto Ltd Imports-Exports κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2002) 4 Α.Α.Δ. 117).
Στην παρούσα υπόθεση καμιά από τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν πιο πάνω δεν υφίσταται. Αντίθετα, η αιτήτρια αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα το επίδομα μητρότητας τόσο για την περίοδο μεταξύ 13.12.1999 μέχρι 12.1.2000, αλλά και μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό, για την περίοδο μεταξύ 29.3.2000 μέχρι 2.4.2000. Είναι ιδιαίτερης σημασίας ακριβώς η χωρίς καμιά επιφύλαξη αποδοχή του επιδόματος μετά την επιστροφή της από το εξωτερικό.
Εν όψει των πιο πάνω θεωρώ ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να αξιώσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.